Όσοι γνωρίζουν τα βασικά, αντιλαμβάνονται ότι όσα λέει η κυβέρνηση περί της (επικείμενης) ελληνοτουρκικής συζήτησης για οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών κρύβουν μια αντίφαση. Η αντίφαση συνοψίζεται στην ελληνική θέση πως η οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι το μόνο θέμα προς διαπραγμάτευση
Αν κάτι τέτοιο πράγματι ισχύει, αν δηλαδή έχει γίνει αποδεκτή αυτή η θέση από την Τουρκία, τότε αυτόματα η Άγκυρα θα έπρεπε να έχει υπαναχωρήσει από μια σειρά διατυπωμένες (και στην πράξη, με ασκήσεις κ.λπ.) θέσεις.
Δηλαδή, πρώτον, ότι τα νησιά στο Αιγαίο είναι ειδική περίπτωση και δεν έχουν δικαιώματα σε ΑΟΖ πέρα από τα χωρικά τους ύδατα των έξι μιλίων.
Και, δεύτερον και σημαντικότερο, ότι στο Αιγαίο υπάρχουν νησίδες, νησιά (ακόμη και κατοικημένα) και βραχονησίδες των οποίων το καθεστώς δεν έχει διευκρινιστεί.
Η αντίφαση ή, αν προτιμάτε, το ψέμα της ελληνικής κυβέρνησης είναι πως το μόνο θέμα που υπάρχει στο τραπέζι είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ. Στην πραγματικότητα η εξέλιξη της συζήτησης για την ΑΟΖ προϋποθέτει συμφωνίες / διευκρινίσεις για το ποιο νησί και ποια νησίδα ανήκει σε ποιον. Κάνει άραγε (εν κρυπτώ) μια τέτοια συζήτηση η ελληνική κυβέρνηση;
Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια και οι αντιφάσεις έχουν τα όριά τους. Κάποια στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα εμφανιστεί ασυνεπής είτε απέναντι στον Ερντογάν και τους Αμερικανούς, καθώς θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη συζήτηση, είτε απέναντι στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ., την αντιπολίτευση, την ελληνική κοινωνία και την ιστορία (του) στην περίπτωση που αποδειχτεί ότι στη συζήτηση για την ΑΟΖ μπήκε στο τραπέζι θέμα κυριαρχίας των Ιμίων και άλλων 100 και βάλε νησιών που η Τουρκία έχει «μαρκάρει» ως αμφισβητούμενα.
Το αδιέξοδο, λοιπόν, των επικείμενων ελληνοτουρκικών συνομιλιών για την ΑΟΖ μπορεί να λυθεί είτε με την άρση των τουρκικών απαιτήσεων για επανεξέταση του καθεστώτος κυριαρχίας εκατοντάδων νησιών και νησίδων στο Αιγαίο είτε με την αποδοχή της τουρκικής απαίτησης από την ελληνική πλευρά.
Όμως η αποδοχή συζήτησης επί της κυριαρχίας τμημάτων της χώρας είναι κάτι του οποίου το βάρος και τις συνέπειες δεν μπορεί να σηκώσει καμία κυβέρνηση. Ούτε αυτή του πανίσχυρου, όπως φαντάζει σήμερα, και μόνου κυρίαρχου στο πολιτικό σκηνικό Κυριάκου Μητσοτάκη.