Άρθρα Ιστορία Κόσμος

Ανδρέας Σαγκούνα: Ο Αρμάνος / Βλάχος Άγιος των Ρουμάνων (Μέρος Α’) / Γράφει ο Γιώργης Έξαρχος

Εν Ελλάδι: «Άγιος Ανδρέας Σαγκούνα ο Γραικός»

ΜΕΡΟΣ Α’

Eν συντομία τα βιογραφικά του Ανδρέα Σαγκούνα [András Saguna κατά τους Ούγγρους, Andreiu/Andrei Şaguna κατά τους Ρουμάνους] (Miskolc, 1809 – Sibiu, 1881), έχουν ως ακολούθως:

Γεννήθηκε σε Αρμάνικη/Βλαχικη ή Μακεδονοβλαχική κατά τον όρο εκείνης της εποχής οικογένεια, δηλαδή γεννήθηκε ως μετανάστης, «γραικικής εμπορικής οικογένειας». Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τοπικό «γραικικό σχολείο» (κατά την ορολογία της εποχής) και μετά συνέχισε στην Πέστη, όπου εκεί σπούδασε νομικά και φιλοσοφία. Εισήλθε στον ιερατικό κλάδο το 1829, ολοκλήρωσε σπουδές θεολογίας στο Versec και αργότερα εκεί έγινε δάσκαλος. Ταυτόχρονα, έγινε αυλικός ιερέας του Ορθοδόξου επισκόπου. Το 1833, εκάρη μοναχός και άλλαξε το αρχικό του όνομα. (Το Αναστάσιος αντικαταστάθηκε από το Ανδρέας). Η πρόοδός του στην ιεραρχία της εκκλησίας ήταν ραγδαία: έγινε διάκονος το 1834, πρωτοδιάκονος το 1835, σύγκελλος το 1837 και πρωτοσύγκέλλος το 1838. Κατόπιν έγινε γραμματέας του Σέρβου αρχιεπισκόπου Στρατομίροβιτς και δάσκαλος στην σχολή του Κάρλοβατς. Το 1842 ήταν ηγούμενος σε πλούσια μονή, το 1845 ήταν θεολόγος και ηγούμενος στη μονή Κοβίλ. Δεν ήταν ακόμη 40 ετών όταν (το 1848) χειροτονήθηκε επίσκοπος των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας.

Στον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Ουγγαρίας, το 1848, εντάχθηκε στο αντιουγγρικό κίνημα των Σέρβων, και από πλευράς της δικής του εκκλησίας πραγμάτωσε χρήσιμες και σημαντικές δραστηριότητες. Σπουδαίο γεγονός της δουλειάς του στον τομέα της μάθησης και του πολιτισμού ήταν η ίδρυση του ρουμανικού γυμνασίου στο Μπρασόβ (1851), η οποία ακολουθήθηκε από την ίδρυση τυπογραφείου στο Nagy Szeben (1852). Το επόμενο έτος (1852), ξεκίνησε την έκδοση πολιτικής καθημερινής εφημερίδας, η οποία ήταν κι η επίσημη εφημερίδα του Μητροπολίτη του Μεγάλου Σιμπίου. Σημαντική χρονολογία στην ζωή του είναι το έτος 1864, όταν αποσχίστηκε από την Σερβική Εκκλησία και έγινε Μητροπολίτης όλων των Ρουμάνων στην Ουγγαρία και στο Αράντ. Το 1865, ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, ζήτησε σε συνέλευση που έγινε στην πόλη Κλουζ τον χωρισμό της Τρανσυλβανίας από την Ουγγαρία. Το έργο του γενικά αναγνωρίστηκε όχι μόνον από τους Αυστριακούς στην Βιέννη (έλαβε τον βαθμό του βαρόνου το 1852), αλλά και από τους Ρουμάνους στο Βουκουρέστι. Το 1871 εξελέγη επίτιμο μέλος της Ρουμάνικης Ακαδημίας. Την ίδια χρονιά ετοίμασε την διαθήκη του, με την οποία άφησε όλη του την περιουσία και το τυπογραφείο στο Σιμπίου, που το είχε στήσει με δικά του χρήματα, στην εκκλησία. Πέθανε μια δεκαετία αργότερα, το 1881, στο Μέγα Sibiu.

Κύριο έργο του είναι το: Compendin de derectau cononicu alu unei santei sabornicesci si apostolesci bisenci [Σύνοψις κανονικών οδηγιών ενός επισκοπικού και αποστολικού αγίου], Sibiu 1868. Σε αυτόν τον τόμο, παραθέτει το έργο του, που περιέχει 67 δικά του και μεταφρασμένα έργα, δημοσιευμένα όλα μετά το 1852 στο τυπογραφείο του Sibiu.

Ήταν συγγενής με την Οικογένεια Σίνα και την Οικογένεια Γκραμπόβσκι, και ένας από τους πρωτεργάτες ένταξης του Αρντεάλ, του Μπανάτ, της Μπουκοβίνας (γενικότερα της Τρανσυλβανίας) στην τότε (1860) ιδρυθείσα χώρα της Ρουμανίας, και από τους πρωταγωνιστές θεμελίωσης του «Ρουμάνικου Εθνικισμού».

Φρονώ πως είναι χρήσιμο να καταθέσω «Βιογραφικό του Σαγκούνα» από πρόσφατη Διδακτορική Διατριβή στο Α.Π.Θ.:

Η ζωή του μητροπολίτη Ανδρέα Σαγκούνα μέχρι την εκλογή του

και χειροτονία του σε επίσκοπο Ardeal.

  1. Οικογένεια, σπουδές, μοναχική κουρά, χειροτονία.

     Γονείς του Α. Σαγκούνα ήταν ο έμπορος Ναούμ Şaguna (+1822) και η Αναστασία Muciu [Μούτσιου] (1785-17/01/1836) από την Pesta [Πεστη]. Κατάγονταν από την Grabova [Γκράμποβα] και ζούσαν στο Mișcolț [Μισκόλτς], στην βορειοανατολική Ουγγαρία. Ο γάμος τους τελέστηκε την 1η Μαΐου 1802, στον Ορθόδοξο ναό του Mișcolț από τον ιερέα Aurel Moțiu.

     Η οικογένεια της Αναστασίας Muciu κατείχε εξέχουσα θέση στην κοινωνία της πόλης. Η ίδια είχε φοιτήσει στο ρουμανικό σχολείο στην Pesta, στο οποίο είχε διατελέσει διευθυντής το 1826 ένας θείος της. Επίσης ο αδερφός της μητέρας της, ο Αθανάσιος Grabovsky (+1840), ήταν πλούσιος έμπορος. Την περίοδο εκείνη, στη Βιέννη κατοικούσε η οικογένεια του βαρώνου Σίνα, που ήταν συγγενείς με την οικογένεια Muciu και Grabovsky.

     Ο Αναστάσιος (έτσι ήταν το κατά κόσμον όνομα του μητροπολίτη Ανδρέα Σαγκούνα) γεννήθηκε στο Mișcolț στις 20 Δεκεμβρίου του 1808 και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας μετά τον Avreta (Freta) [Βρέτας] το 1803 και την Αικατερίνα το 1806.

     Την περίοδο που γεννήθηκε, ο πατέρας του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τα οποία τελικά τον ανάγκασαν να προσχωρήσει στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, που του πρόσφερε μεγαλύτερες επαγγελματικές προοπτικές. Έτσι τον Μάρτιο του 1814 παραχώρησε την επιμέλεια των δύο μεγαλύτερων παιδιών του στον Ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο του Eger, τον Στέφανο Fischer και εκείνος τα παρέδωσε σε Ρωμαιοκαθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα.

     Στην ενέργεια αυτή του Ναούμ η οικογένεια της συζύγου του αντέδρασε, με αποτέλεσμα ο πατέρας της να πάρει από το ίδρυμα τα παιδιά με σκοπό να τα μεγαλώσει σύμφωνα με την Ορθόδοξη πίστη. Ο Fischer όχι μόνο δεν το δέχτηκε, αλλά δημιούργησε γενικότερο ζήτημα σχετικά με την εκπαίδευση των ανήλικων παιδιών των προσηλιτισμένων Ρωμαιοκαθολικών. Με αίτησή του στις αρχές ζητούσε την άμεση επιστροφή των παιδιών στο ίδρυμα, επίσης να δοθεί διαταγή στο διοικητή του Mișcolț, Borșod να τα πάρει έστω και με τη βία. Σχετικά με το τρίτο παιδί, έδινε την άδεια να παραμείνει στην επιμέλεια της μητέρας μέχρι την ηλικία που έπρεπε να φοιτήσει στο σχολείο, οπότε θα μεταφερόταν σε ίδρυμα.

     Η απάντηση που πήρε ήταν θετική, όμως νέα επιστολή του προς τις αρχές στις 16 Μαρτίου του 1815 διατύπωσε την άποψη πως η οικογένεια δε σεβάστηκε τις διαταγές και δεν επέτρεψε στα παιδιά να επιστρέψουν στο ίδρυμα, τα οποία στο μεταξύ είχαν μεταφερθεί μυστικά στην Pesta και ζούσαν στο σπίτι του θείου τους, Αθανασίου Grabovsky.

     Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία έδωσε τέτοιες διαστάσεις στο θέμα, που έγινε γνωστό ακόμα και στον αυτοκράτορα. Σε αναφορά της τοπικής διοίκησης προς τον αυτοκράτορα, στις 24 Ιουνίου 1815, γίνεται λόγος για την παρουσία της Αναστασίας και των παιδιών στην Pesta τους τελευταίους πέντε μήνες, τη συμμετοχή τους στη θεία λειτουργία της Ορθόδοξης εκκλησίας κάθε Κυριακή και εορτή, καθώς και για ένα ταξίδι τους στη Βιέννη προς αναζήτηση σχολείου και για την εκεί φιλοξενία από την οικογένεια του βαρόνου Σίνα.

     Μετά τον θάνατο του Ναούμ το έτος 1822, η Αναστασία ζήτησε την άδεια του αυτοκράτορα να μεγαλώσει η ίδια τα παιδιά της, όμως πήρε αρνητική απάντηση, διότι η Βιέννη αποφάσισε πως αυτά έπρεπε να μεγαλώσουν σύμφωνα με τις αρχές της θρησκείας του πατέρα τους. Έτσι στις 30 Αυγούστου 1816 με διαταγή του αυτοκράτορα αποφασίστηκε η επιστροφή των παιδιών στην επιμέλεια της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. [ΣτΓΕ: ΠΏΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ 1822 ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΝΑΟΥΜ ΣΑΓΚΟΥΝΑ Η ΑΔΕΙΑ ΠΟΥ ΖΗΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΗΚΕ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΤΙΣ 30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1816…ΘΑΥΜΑ! ΘΑΥΜΑ!…]

Το Miskolc κατά τον 19ο αιώνα

Συμβουλευόμενη την οικογένειά της η Αναστασία, έκανε μια τελευταία προσπάθεια με την υποβολή νέου αιτήματος στον αυτοκράτορα, αποδεχόμενη τη διαταγή και ζητώντας απλά να μην αποχωριστεί τα παιδιά της μετά την επιστροφή τους στο Mișcolț.

     Οι συγγενείς της, Ναούμ και Γεώργιος Muciu, ήταν οι οικονομικοί εγγυητές για την εκπαίδευσή τους σύμφωνα με τα Ρωμαιοκαθολικά πρότυπα.

     Κατά τον I. Lupaș: “… τα τρία παιδιά, έπεσαν στα χέρια των Ρωμαιοκαθολικών κατακτητών, όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει ο Fischer με τη συγκατάθεση, σε μια στιγμή αδυναμίας και προβλημάτων του δυστυχή πατέρα τους, Ναούμ. Όμως, η ηρωίδα μητέρα τους βρήκε τον τρόπο –μένοντας στο πλάι τους– να ασκήσει την απαιτούμενη αποφασιστική επιρροή, έτσι ώστε, να μη διαβρωθούν από την παιδαγωγική μαεστρία των Ρωμαιοκαθολικών, γνωστών από τότε για τις ευφυείς μεθόδους προσηλυτισμού”.

     Η Αναστασία και η οικογένειά της έπραξαν όπως ακριβώς άρμοζε στην περίπτωση και για αυτό είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Όταν ενηλικιώθηκε ο μεγαλύτερος γιος, Avreta, στις 12 Ιανουαρίου 1822 εγκατέλειψε την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία κάνοντας δήλωση με την οποία υποστήριζε ότι πήρε την απόφαση αυτή χωρίς να επηρεαστεί από εξωγενείς παράγοντες, αλλά μόνο με την προτροπή της συνείδησης του χρέους έναντι στους προγόνους του. Επίσης με υπόμνημα προς τις αρχές τόνιζε ότι επιθυμούσε να ακολουθήσει την πίστη των προγόνων του, ενώ ζητούσε και την προστασία του ηγεμόνα, έτσι ώστε στο μέλλον να μην πέσει και πάλι θύμα καταπίεσης για τα θρησκευτικά του πιστεύω. Η Αικατερίνα προσπάθησε και αυτή να επιστρέψει στην Ορθοδοξία, χωρίς όμως επιτυχία. Υπάρχουν πληροφορίες ότι έγινε Ρωμαιοκαθολική μοναχή.

Η κεντρική οδός στο Miskolc όπου τα περισσότερα κτίρια είναι κτισμένα από Μακεδονοβλάχους

     Ο Αναστάσιος με τη συμπαράσταση του θείου του Αθανασίου Grabovsky άρχισε τη μόρφωσή του στο Mișcolț. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, αποφοίτησε με βαθμό άριστα από τις τάξεις του Ρωμαιοκαθολικού γυμνασίου της Pesta. Το 1826 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Pesta, όπου για διάστημα τριών ετών σπούδασε φιλοσοφία»   και νομικά. Στις αρχές της φοίτησης, εννέα μόλις μέρες μετά την ενηλικίωσή του στις 29 Δεκεμβρίου 1826, έγραψε στα λατινικά δήλωση στην οποία ανέφερε πως οι εξαιρετικές σπουδές, που του προσφέρθηκαν τόσο στο Mișcolț όσο και στην Pesta, τον βοήθησαν να κατανοήσει τις αρχές της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, αλλά η συνείδησή του τον προέτρεπε να ενταχθεί στην Ορθόδοξη εκκλησία.

     Στο σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμίσομε το ρόλο της μητέρας του Αναστασίας στην εκπαίδευση αλλά και στην απόφασή του να επιστρέψει στην Ορθοδοξία. Ο L. Lupaș παραθέτει σχετικά την άποψη του λογίου Gh. Tulbure (1880-1932): “Επειδή χωρίς τη συμβολή της, χωρίς την άγρυπνη επίβλεψή της… τίθεται το ερώτημα: θα είχε στις τάξεις της η Ορθόδοξη εκκλησία έναν ηγέτη όπως του μητροπολίτη Σαγκούνα; Θα ήταν πολύ εύκολο να τον χάσουμε, αφού από μικρός μεγάλωσε στο κυρίαρχο τότε Ρωμαιοκαθολικό πνεύμα, που στο πέρασμα των αιώνων μας έκλεψε ό,τι πιο πολύτιμο. Μας απέσπασε τόσα και τόσα ταλέντα αφήνοντάς μας ορφανούς από εκείνους που ήταν ικανοί να δώσουν στη βασανισμένη ζωή μας μια νέα πνοή, μια ανώτερη μορφή πνευματικής ζωής. Θα ήταν για τους Ρωμαιοκαθολικούς ένα μεγάλο κέρδος και για εμάς σίγουρα μια ανυπολόγιστη απώλεια, εάν η μοίρα επέτρεπε να τους προσφέρουμε και αυτή τη μεγάλη προσωπικότητα, που με τη βία θέλησαν να μας αποσπάσουν. Και χωρίς αυτόν πού θα ήμασταν σήμερα;”

     Ο Α. Σαγκούνα κατά την περίοδο των σπουδών του στην Pesta, έμεινε στο σπίτι του θείου του Αθανασίου Grabovsky, σημείο συνάντησης πολλών προσωπικοτήτων των ρουμανικών γραμμάτων και τεχνών των αρχών του 19ου αιώνα, όπως του Πέτρου Maior, Σαμουήλ Micu, Bojinca, Aron. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον προβληματισμό εκείνων, που επιθυμούσαν τη σωτηρία του ρουμανικού έθνους από τον προγραμματισμένο αφανισμό, είτε από τους Ούγγρους, είτε από τους Αυστριακούς.

     Στη συνέχεια, ο Α. Σαγκούνα έφυγε από την Pesta αποδεχόμενος πρόσκληση του Σέρβου επίσκοπου Μαξίμου Manuilovici (1829-1834), επιστήθιου φίλου του θείου του [Grabosky] και το 1829 πήγε στο eț (σήμερα [2006] στη Σερβία – Μαυροβούνιο), όπου σπούδασε θεολογία. Οι θεολογικές σπουδές που ακολούθησε στο eț δεν υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολες, διότι ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος από τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο “Crăiască” της Pesta, όπου παρακολούθησε, όπως αναφέραμε, μαθήματα φιλοσοφίας και νομικής.

     Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών του, ο Α. Σαγκούνα, πέτυχε, σε μικρό χρονικό διάστημα, να αναγνωριστούν οι ικανότητές του απ’ όλους, όχι μόνο από τους συμφοιτητές αλλά και από αρκετούς δασκάλους του. Έτσι εξηγείται το γεγονός πως αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ο Σέρβος μητροπολίτης Carloviț, Στέφανος Stratimirovici (1790-1836) τον διόρισε καθηγητή στη θεολογική σχολή της επαρχίας του (1834) και προσωπικό του γραμματέα (1835).

     Στο Carloviț, ο Α. Σαγκούνα έμεινε δώδεκα χρόνια. Εκεί ερεύνησε τα αρχεία και τη βιβλιοθήκη της σερβικής μητρόπολης και συγκέντρωσε αρκετό υλικό σχετικό με το κανονικό και εκκλησιαστικό δίκαιο, το οποίο χρησιμοποίησε αργότερα. Το ίδιο διάστημα συνέγραψε τη “βλαχική γραμματική”. Από το έργο αυτό συμπεραίνουμε ότι ο Α. Σαγκούνα μελέτησε σε βάθος τη ρουμανική γλώσσα τόσο στην Pesta όσο και στο eț και στο Carloviț. Διότι, σύμφωνα με μαρτυρίες, αρχικά μιλούσε τα ρουμανικά με ξενική προφορά.

     Την 1η Νοεμβρίου 1833 ο Αναστάσιος Σαγκούνα σε ηλικία είκοσι πέντε ετών εκάρη μοναχός στη σερβική μονή του Hopovo με το όνομα Ανδρέας. Στη συνέχεια, χειροτονήθηκε από τον μητροπολίτη Στέφανο διάκονος, στις 2 Φεβρουαρίου 1834 και πρεσβύτερος στις 29 Ιουνίου 1837.

Η σφραγίδα της γραικο-μακεδονοβλαχικής κομπανίας στο Μίσκολτς

     Μετά το θάνατο του μητροπολίτη Στεφάνου (1837), ο Α. Σαγκούνα ανέλαβε καθήκοντα πρωτοσύγκελλου στις 25 Μαρτίου 1838 και στη συνέχεια, επίτροπος της μονής Jazak  στις 24 Οκτωβρίου 1839, ηγούμενος της μονής Besenova στις 13 Ιανουαρίου 1841 και στις 26 Οκτωβρίου 1842 αρχιμανδρίτης-ηγούμενος της μονής Hopovo. Το Μάιο του 1845 τοποθετήθηκε αρχιμανδρίτης-ηγούμενος της μονής Covil. Ταυτόχρονα συνέχισε να είναι προσωπικός γραμματέας των διαδόχων του μητροπολίτη Στεφάνου Stratimirovici, Στεφάνου Stankovici (1837-1842) και Ιωσήφ Rajacici (1842-1861).

     Σταθμός στη δραστηριότητα του Α. Σαγκούνα αποτέλεσε η 27η Ιουνίου 1846. Την ημέρα αυτή βρισκόταν στο Sibiu, όπου αναλάμβανε τα καθήκοντα έξαρχου της επισκοπής του Ardeal, μετά το θάνατο του επισκόπου Βασιλείου Moga (1774-27/10/1845), ο οποίος ποίμανε τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας από το 1811.

(Γεωργίου Μ. Στυλιαρά, Ανδρέας Σαγκούνα Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας –Η ζωή και το έργο του–. Διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στο τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θρσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 38-47) –

Στα Συμπεράσματα (σ. 184-193) η δ.δ. συνοψίζει (σ. 187):

«[…] || Ο Ανδρέας Σαγκούνα, κατά κόσμον Αναστάσιος, ήταν γιος του Ναούμ Şaguna (+1822) και της Αναστασία Muciu (1785-1836). Γεννήθηκε στο Mișcolț στις 20 Δεκεμβρίου του 1808 και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας μετά τον Avreta (Freta) που γεννήθηκε το 1803 και την Αικατερίνα που γεννήθηκε το 1806. Το Mișcolț ήταν μια πόλη στη βορειοανατολική Ουγγαρία, όπου από τις αρχές του 17ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί αρκετοί Ρουμάνοι. Ο πατέρας του Αναστάσιου, εξ αιτίας οικονομικών προβλημάτων προσχώρησε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και το Μάρτιο του 1814 ανέθεσε την επιμέλεια των δύο μεγαλυτέρων παιδιών του στον Ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο… || […]»

Η οικία στο Miskolc όπου γεννήθηκες ο Ανδρέας Σαγκούνας και τα αδέλφια του

Τέτοιες «ανακρίβειες»! Ώστε στο Mișcolț δεν υπήρχε Κοινότητα «Γραικών τε & Βλάχων» ή «Γραικών & Γραικοβλάχων» ή «Γραικών & Μακεδονοβλάχων» όπως πιστοποιούν έγγραφα και μαρτυρίες εκείνης της εποχής, αλλά «αρκετοί Ρουμάνοι»;! Και ο Α. Σαγκούνα είναι από αυτούς τους «αρκετοί Ρουμάνοι» (!) και όχι από τους «Γραικοβλάχους» ή «Βλάχους» ή «Μακεδονοβλάχους» των πάλαι ποτέ βλαχοπολιτειών της Άνω Μακεδονίας με τα ονόματα Μοσχόπολις και Γκράμποβα; Και πώς εξηγείτε –φίλτατοι– την συγγένεια της οικογένειας του Α. Σαγκούνα με την («Ηπειρώτικη», σκέτα την αναφέρετε) οικογένεια του Σίμωνα Σίνα;

Αφήνω άλλα ιστορικά… ανιστόρητα, για ένα πρόσωπο για το οποίο έχουν γραφεί και κυκλοφορούν πλήθος από αξιόλογες μονογραφίες για τον Σαγκούνα, στην ρουμάνικη γλώσσα, και την εν γένει ιστορία αυτής της νεοπαγούς χώρας με αυτό το όνομα. Και ήταν στην «τριμελή» τρεις προφεσόροι έχοντες άμεση και έμμεση σχέση με τους εν Ελλάδι Βλάχους! «Ο Άγιος Ιεράρχης Andrei Șaguna δοξάστηκε ως Άγιος στις 21 Ιουλίου 2011 από την Ιερά Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας. Η επίσημη ανακήρυξη του ως αγίου έγινε στις 30 Οκτωβρίου 2011, στον Καθεδρικό Ναό της Επανένωσης στην Άλμπα Ιούλια.» – Και ενώ η διδ. διατριβή θέλει τον Σαγκούνα «Ρουμάνο»(!), έρχεται να «κουμπώσει το θέμα» με ένα άλλο δημοσίευμα, που θέλει τον Σαγκούνα «Γραικό Άγιο»(!). – Σημεία των καιρών… Ίσως! Και να τι λέει το σύγχρονο «Συναξάρι»:

«Άγιος Ανδρέας Σαγκούνα ο Γραικός»

Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε νά παρουσιάσουμε στρατιές ἀμέτρητες Ἁγίων καί Μαρτύρων. Ἕνας τέτοιος μεγάλος Ἅγιος, πού κατάγεται ἀπό τά ἁγιασμένα χώματα τῆς Βορείου Ἠπείρου εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Γραικός.

     Ὁ πατέρας του Ναούμ ἦταν μεγαλέμπορος καί ἡ μητέρα του Ἀναστασία καταγόταν ἀπό τήν πλούσια ἐμπορική οἰκογένεια Μουσίου. Καί οἱ δύο γονεῖς του κατάγονταν ἀπό τό Γκράμποβα τῆς Βορείου Ἠπείρου.

     Οἱ ἐμπορικές δραστηριότητες τῶν οἰκογενειῶν τους ὁδήγησαν τά βήματά τους στή Ρουμανία, στήν πόλη Pesta. [ΣτΓΕ: ΒΕΒΑΙΑ ΠΕΣΤΑ ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΑΠΛΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΣΤΗ, ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΝΥΝ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΟΝΗΣ ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ…]. Τό νεαρό ζευγάρι τοῦ Ναούμ καί τῆς Ἀναστασίας μετοίκησαν στό γειτονικό Miscolt, ὅπου ἀπέκτησαν τρία παιδιά. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν τό μικρότερο, γεννήθηκε στίς 20 Δεκεμβρίου 1808 καί στό Ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τό ὄνομα Ἀναστάσιος. Τή ζωή τῆς οἰκογένειας σκίασαν ὅμως σημαντικά οἰκονομικά προβλήματα, πού ἀνάγκασαν τόν πατέρα προκειμένου νά ἐπιβιώσει νά ἀπαρνηθεῖ τήν Ὀρθοδοξία καί νά ἀσπαστεῖ τόν Καθολικισμό. Ὑπέκυψε στόν πειρασμό μιᾶς ἐφήμερης οἰκονομικῆς ἄνεσης καί μάλιστα ἔβαλε τά παιδιά του οἰκότροφα σέ ἕνα Καθολικό Ἵδρυμα. Ἡ εὐσεβής ὅμως μητέρα, μεγαλωμένη μέ τά νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀντέδρασε! Ἐναντιώθηκε στήν ἀπόφαση τοῦ συζύγου της καί πῆρε τά παιδιά ἀπό τό Καθολικό Οἰκοτροφεῖο. Οἱ Καθολικοί προσπάθησαν νά τά τῆς τά πάρουν, ἀλλά ἐκείνη μέ ἀγωνιστικό πνεῦμα προσέφυγε στόν Αὐτοκράτορα καί τά διεκδίκησε.

     Ἔτσι ὁ νεαρός Ἀναστάσιος μεγάλωσε σέ ἑλληνορθόδοξο περιβάλλον καί φοίτησε στό ὀρθόδοξο ἑλληνορουμανικό [ΣτΓΕ: «γραικο-βλαχικό», κατά τα έγγραφα της εποχής εκείνης] Σχολεῖο τοῦ Miscolt καί ἀργότερα στό Γυμνάσιο τῆς Pesta.

     Ἦταν ἕνας ἐπιμελής καί ἄριστος μαθητής καί στή συνέχεια  τό 1826 γράφτηκε στό Πανεπιστήμιο τῆς Pesta, ὅπου σέ μόλις τρία χρόνια ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στά Νομικά καί στή Φιλοσοφία. Τό περιβάλλον του τόν πίεζε [ΣτΓΕ: ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΥΤΟ ΑΠΌ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΕΚΑΔΕΣ ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ…] νά ἀσπαστεῖ τόν Καθολικισμό, πού θά τοῦ ἐξασφάλιζε κοινωνική ἀνέλιξη καί οἰκονομική εὐημερία, ἀλλά ὁ νεαρός Ἀναστάσιος ὡς σύγχρονος Ὁμολογητής σέ μία ἐμπνευσμένη ἐπιστολή του διακήρυξε ὅτι δέν ἐγκαταλείπει τήν Ἁγία Ὀρθοδοξία.

     Κατά τή διάρκεια τῶν σπουδῶν του τόν φιλοξενοῦσε ὁ θεῖος του Ἀθανάσιος, στό σπίτι τοῦ ὁποίου συγκεντρώνονταν ἐπιφανῆ μέλη τῶν γραμμάτων καί τοῦ πνεύματος, πού ἐξέφραζαν τόν προβληματισμό τους γιά τόν ἐπικείμενο ἀφανισμό τοῦ Ὀρθόδοξου Ρουμανικοῦ Ἔθνους ἀπό τούς αὐστριακούς δυνάστες, Καθολικούς, Λουθηρανούς καί Καλβινιστές.

Το Οικόσημο του Ανδρέα Σαγκούνα.

     Ἀποφασισμένος νά ἀγωνιστεῖ γιά τήν Ὀρθοδοξία ὁ νεαρός Ἀναστάσιος ὑπακούοντας στή πρόσκληση  τοῦ Σέρβου ἐπισκόπου Maxim Manuilovici (1829-1834), πῆγε στό Varset τῆς τότε Σερβίας, ὅπου σπούδασε ὀρθόδοξη θεολογία. Ἐκεῖ διέπρεψε μέ τή γνώση του καί τό ἦθος, πού τόν διέκριναν, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Σέρβος μητροπολίτης τοῦ Carloviț, Stefan Stratimirovici (1790-1836) νά τόν διορίσει καθηγητή στήν Θεολογική Σχολή τῆς ἐπαρχίας του καί προσωπικό του γραμματέα. Τήν 1 Νοεμβρίου 1833 ὁ Ἀναστάσιος όντας σέ ἡλικία εἴκοσι πέντε χρονῶν πῆρε τή μεγάλη ἀπόφαση. Ἐκάρη μοναχός στή σερβική Μονή τοῦ Horovo καί ἔλαβε τό ὄνομα Ἀνδρέας.

     Ἀργότερα χειροτονήθηκε ἀπό τό μητροπολίτη Stefan Stratimirovici, διάκονος στίς 2 Φεβρουαρίου 1834 καί πρεσβύτερος στίς 29 Ἰουνίου 1837. Διακρίθηκε γιά τήν ἀσκητική ζωή του, τίς ἐξαιρετικές διοικητικές ἱκανότητες καί τούς ἀγῶνες του γιά τήν Ὀρθοδοξία, πού σύντομα τόν  ἀνέδειξαν Πρωτοσύγκελλο καί στή συνέχεια Ἡγούμενο διαδοχικά τῶν Μονῶν Besenova, Horovo, καί Covil. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Στεφάνου κλῆρος καί λαός τόν ἀναδεικνύουν Ἔξαρχο τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Ρουμάνων τῆς Τρασυλβανίας τοῦ Ardeal.

     Ἀναλαμβάνοντας τή διακονία του ὡς Ἱεράρχης ὁ Ἀνδρέας διαπίστωσε ὅτι ἔπρεπε νά προστατεύσει τό λογικό ποίμνιο, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός, ἀπό τή λαίλαπα τῶν Καθολικῶν, πού εἴτε μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις γιά ὑλική εὐημερία εἴτε μέ ἀπειλές καί ὠμό ἐκβιασμό προσπαθοῦσαν νά ἀποσπάσουν τούς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους τῆς ἐπαρχίας του ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί νά τούς ἀναγκάσουν νά ἀσπαστοῦν τόν Καθολικισμό.

     Ὁ Ἅγιος ὄργωνε τήν Ἐπισκοπή του μέ πρότυπο τρόπο. Κήρυττε, νουθετοῦσε, συμπαραστεκόταν στόν πιστό Λαό τοῦ Θεοῦ καί ἐπέστρεφε ὅσους εἶχαν πλανηθεῖ στή ὀρθή ὀρθόδοξη πίστη. Τό Σάββατο 16 Ἰουνίου 1873 μετά τόν Ἑσπερινό ὁ ἅγιος Ἀνδρέας παρέδωσε τή ψυχή του στά χέρια τοῦ Πλάστη του. Ἡ ὁσιακή βιοτή του καί ἡ ἀγωνιστική του προσήλωση στήν Ὀρθόδοξη Πίστη μέσα σέ ἕνα ἰδιαίτερα ἐχθρικό περιβάλλον τόν ἀνέδειξαν στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῶν Πιστῶν ὡς ἕναν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.

     Εὐχόμαστε ὁ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἅγιος Ἀνδρέας Σαγκούνας ὁ Γραικός νά προστατεύει τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τούς αἱρετικούς, πού πάντοτε προσπαθοῦν νά τήν ὑπονομεύσουν.»

Ελληνικό Σχολείο στο Miskolc όπου μαθήτευσαν οι αδελφοί Σαγκούνα.

Το κείμενο το υπογράφει Αρχιμανδρίτης Διδάκτωρ Φιλοσοφίας. – Άρα, «διδάκτωρ τω διδάκτορι αεί πελάζει», με προφεσόρους στην Θεολογική του ΑΠΘ, να δίνουν διδακτορικά: Θεολογίας, Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής… και δεν ξέρω αν έχουν δώσει και ιατρικής! – Αλλά και έτσι; Η Pesta, από την BudaPesta, πώς κατάντησε –άγιοι πάντες!– πόλη της Ρουμανίας!; – Επειδή ο Ανδρέας Σαγκούνα[ς] οφείλει την ιεροσύνη του στην Μοσχοπολίτισσα μάνα του, την Αναστασία Μούτσιου, Μακεδόνισσα εκ Μοσχοπόλεως (σε περίοδο που ο όρος «Μακεδών σημαίνει Βλάχος»!, γι’ αυτό οι Σίνας, Δούμπας, Μπέλλιος κ.ά. υπέγραφαν έκαστος ως «Μακεδών», γι’ αυτό και ο Ρήγας Βελεστινλής αναφέρεται από ορισμένους συγγραφείς ως «Μακεδών»), γράφω γι’ αυτήν εν συντομία κάποια βιογραφικά της:

Η Αναστασία Μούτσιου γεννήθηκε το 1785 και στα 18 παντρεύτηκε τον Ναούμ Σαγκούνα, που ήταν έμπορος. Ήταν Βλάχοι Μακεδόνες εκ Μοσχοπόλεως, που κατέφυγαν στο Μίσκολτς, εξ αιτίας των επιδρομών των Τούρκων στα Βαλκάνια.

     Ο Εβρέτας Σαγκούνα είχε έναν γιο, τον Ναούμ, ο οποίος, αν και νέος, ήταν χήρος επειδή πέθανε η πρώτη του γυναίκα. (Αυτή λεγόταν Αικατερίνη Ματζιάρο κι ήταν από τον Περλεπέ, και πέθανε κατά τον τοκετό, γεννώντας το παιδί τους, τον Γεώργιο, πατέρα του Κωνσταντίνου Σαγκούνα, ο οποίος πέθανε ως στρατηγός στον στρατό της ανωδουναβικής Βλαχίας. Μετά από προτροπή του στρατηγού, του πατέρα του Γεωργίου, ο Ναούμ σπούδασε αρχιτεκτονική. Κληθείς μετά από τον Teodor Balş στην Βλαχία, νυμφεύτηκε στο Γαλάτσι την Ανίκα Πανταζάλ Κωνσταντάκη [Anica Pantazal Costandache], ανιψιά από εξαδέλφη της μητέρας του Cuza..

     Σε παλιό «Πρωτόκολλο Γάμων», διαφυλασσόμενο στο αρχείο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Μίσκολτς, υπάρχει σημείωμα που λέει ότι «την 1η Μαΐου 1802, ο Ναούμ, γιος του Εβρέτα Σαγκούνα, μετά την τρίτη ανακοίνωση στην εκκλησία, πήρε σε δεύτερο γάμο ως νόμιμη σύζυγο την Αναστασία, κόρη του Μιχαήλ Μούτσιου και στεφανώθηκε διά εμού του ιερέα Κωνσταντίνου (Βουλπ). Νονός ήταν ο Αναστάσιος, ο υιός του Αδάμ Γκέργκα».

     Το επόμενο έτος, στις 11 Φεβρουαρίου 1803, γεννήθηκε το πρώτο παιδί από αυτόν τον γάμο, και παίρνει το όνομα του παππού: Εβρέτας. Μετά από τρία έτη, στις 27 Αυγούστου 1806, γεννιέται το κοριτσάκι που ονομάστηκε Αικατερίνα. Στα τέλη του 1808 γεννήθηκε τρίτο παιδί, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος, της μάνας του και του παππού του.

     Στο Πρωτόκολλο βαπτίσεων του Μίσκολτς, για τη γέννα αυτού του παιδιού διαφυλάσσεται το εξής σημείωμα: «Ο Αναστάσιος, υιός του Ναούμ Εβρέτα Σαγκούνα και της συζύγου του Αναστασίας, γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου, βαφτίστηκε και μυρώθηκε στις 28 Δεκέμβρη 1808. από εμέ τον ιερέα Κωνσταντίνο Βούλκου. Νονός του ήταν ο Αναστάσιος, υιός του Αδάμ Γκέργκα».

     Ο Ναούμ Σαγκούνα[ς] και η Αναστασία Μούτσιου έφεραν, οικογενειακά, μια μεγάλη και δυνατή αγάπη για την αρχαία πίστη. Μέχρι το 1814, το ζεύγος Σαγκούνα μαζί με τα παιδιά τους ζούσαν αρμονικά. Η δουλειά τους με το εμπόριο δεν πήγαινε καλά, και στην οικογένεια του Ναούμ Σαγκούνα ήρθαν δύσκολες εποχές, με προβλήματα και μεγάλη φτώχεια, γεγονός που ανησυχούσε πολύ την μητέρα, η οποία σκεφτόταν συνεχώς καλή εκπαίδευση για τα παιδιά της.

     Ο πατέρας του Σαγκούνα, ξεπερνώντας τις υλικές υποχρεώσεις, το 1814, για να μπορέσει να σωθεί περήφανα από μια οικονομική κατάρρευση, με τη συμβουλή και την υποστήριξη του καθολικού επίσκοπου του Έγκερ [Eger], του Στεφάνου Φίσερ [Ştefan Ficher], με τα τρία παιδιά του ασπάστηκε τον καθολικισμό, παρ’ όλη την αντίθεση της γυναίκας του. Συμφωνήθηκε ότι τα παιδιά θα ανατρέφονταν με την καθολική πίστη με έξοδα της Επισκοπής.

     Με όλη της την ενέργεια η Αναστασία αντιτάχθηκε σε αυτή την πράξη και με τα τρία παιδιά της έφυγε στην Πέστη, στον πατέρα της, με την επιθυμία να μεγαλώσει τα παιδιά της στον Νόμο της Ορθοδοξίας. Ο παππούς παίρνει τα εγγόνια μαζί του, για να τους δώσει μια φροντισμένη ανατροφή, γιατί ο πατέρας των παιδιών, λόγω της φτώχειας, δεν ήταν σε θέση πια να τους τη δώσει.

Ο Ορθόδοξος Ναός στο Μίσκολτς χτισμένος από την Μακεδονοβλαχική αποικία, όπου και βαφτίστηκε ο Ανδρέας Σαγκούνας και τα αδέρφια του Αικατερίνη και Εβρέτας/Βρέτας

Ο Ορθόδοξος Ναός στο Μίσκολτς χτισμένος από την Μακεδονοβλαχική αποικία, όπου και βαφτίστηκε ο Ανδρέας Σαγκούνας και τα αδέρφια του Αικατερίνη και Εβρέτας/Βρέτας

Όμως να ιδούμε τη γράφουν οι Ρουμάνοι για την Αναστασία, μάνα του Ανδρέα Σαγκούνα, στην οποία ο άγιος οφείλει την όλη … διαδρομή του και την «Ορθοδοξία» του:

Η ζωή μιας πιστής μητέρας – Η Αναστασία Σαγκούνα

(…) Ο λαός μας [ΣτΓΕ: εννοεί τον λαό της Ρουμανίας], γνωρίζοντας πόσο πολύτιμη και καθοριστική είναι η μέριμνα της μητέρας για τη ζωή κάποιου, όταν θέλει να επαινέσει έναν άξιο άνθρωπο, αρκείται να του πει στην παροιμιώδη γλώσσα της Αγίας Γραφής: «Ευλογημένη η κοιλία που σε κουβαλούσε, και ευλογημένο το στήθος, που θήλασες».[1] Θέλει να πει ο Ρουμάνος μέσα από αυτήν την παραβολή, ότι ο καλός σπόρος όλων των αρχών (ενάρξεων) και των χρήσιμων διδασκαλιών μεταλαμπαδεύεται στους άξιους ανθρώπους, ιδίως με την ανατροφή και προσεκτική φροντίδα ορισμένων σοφών μητέρων.

Είναι μεγάλη η αλήθεια ότι οι διδασκαλίες που ενσταλάζει η μάνα στην ψυχή του παιδιού είναι πολύ πιο διαρκείς από αυτές οι οποίες διδάσκονται στα σχολεία. Ενώ πολλές από αυτές θρυμματίζονται και τινάζονται μαζί με τη σκόνη του σχολείου, οι πρώτες παραμένουν ως βαθιά αποτυπωμένες στο μυαλό και ενωμένες με τις γλυκές και αγνές αναμνήσεις της γονικής εστίας, δεν σβήνουν ποτέ εντελώς από τις ευαίσθητες καρδιές.

Για τη μάνα ενός μεγάλου ανθρώπου θέλουμε να μιλήσουμε σε αυτές τις σελίδες, για την Αναστασία Σαγκούνα, που δώρισε στο ρουμανικό γένος έναν από τους πιο φωτισμένους οδηγούς και στην προγονική μας εκκλησία τον μεγαλύτερο νομοθέτη: τον Μητροπολίτη Αντρέα Σαγκούνα.

Πολλοί Βλάχοι [Români] από την Μακεδονία εγκατέλειψαν στους περασμένους αιώνες τις πατρογονικές τους εστίες εξαιτίας διωγμών της Τουρκοκρατίας, που δεν τους άφηνε τα προς το ζην και δεν τους επέτρεπε καν να προσεύχονται στον Θεό στη γλώσσα τους. Όντας εργατικοί και επιδέξιοι άνθρωποι, αυτοί οι πιστοί Βλάχοι [Români], αφού πήραν στα χέρια το ραβδί της περιπλάνησης, με τις οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν στις μεγαλύτερες πόλεις της Ουγγαρίας και Αυστρίας, κάνοντας εκτεταμένο εμπόριο και έτσι διασφάλιζαν υλική ευημερία.

Όμως, όπου και αν αυτοί εγκαταστάθηκαν και όσο καλά κι αν πήγαιναν οι υποθέσεις τους, δεν ξέχασαν ποτέ τα αδέλφια τους που έμειναν στην πατρίδα βασανιζόμενα, υπό τους υετούς κι όμβρους της ειδωλολατρικής καταπίεσης. Έχοντας περισσή αγωνία, έστελναν και σε αυτούς τους αναξιοπαθούντες βοήθεια.

Από την άλλη μεριά, οι φευγάτοι-ξενιτεμένοι από το σπίτι ζούσαν παντού με τον καλύτερο τρόπο κατανόησης και με αδελφική αγάπη μεταξύ τους. Αφού εγκαθίσταντο αρκετές οικογένειες σε μια πόλη κι είχαν αποκτήσει κάποιον υλικό πλούτο, το πρώτο τους μέλημα ήταν να συγκεντρώσουν χρήματα και να χτίσουν ένα ναό, για να μπορούν να προσεύχονται στον Θεό έτσι όπως είχαν μάθει απ’τους προγόνους τους, πάππου προς πάππου.

Έτσι, εγκαταστάθηκαν και στην πόλη Mişcolţ (στα βόρεια της Ουγγαρίας, στην κομητεία του Borşod), κατά το έτος 1606, αρκετές οικογένειες Βλάχων Μακεδόνων [Români macedoneni], που με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκαν σε αριθμό, έτσι ώστε κατά το έτος 1728 ανέρχονταν περίπου σε 300 Βλάχους εμπόρους [negustori români] με τις οικογένειές τους. Μετά που ο ναός, τον οποίο έχτισαν οι Μακεδόνες Βλάχοι στην αρχή του οικισμού τους στο Mişcolt, πάλιωσε και καταστράφηκε, αυτοί σκέφτηκαν να κτίσουν έναν νέο ναό, πιο όμορφο και πιο ευρύχωρο. Προώθησαν λοιπόν ένα αίτημα στον ελεήμονα αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’, που αγαπούσε τους Βλάχους [Români] και ήθελε και σε αυτούς να κάνει κάτι δίκαιο. Τούτος ο αυτοκράτορας, που έδωσε την άδεια να χτίσουν και οι Βλάχοι ναούς ωραίους και πέτρινους, όπως έχτισαν επί της εποχής του στο Săliște (τον Μέγα Ναό), στο Făgăraş, στην Oradea και σε άλλα μέρη, ενέκρινε το αίτημα των Βλάχων από το Mişcolţ. Έτσι, άρχισαν αυτοί να χτίζουν σε περίπου 20 έτη, έναν από τους πιο ωραίους βλαχικούς ορθόδοξους ναούς στην Ουγγρική Χώρα. Απαιτείται πολύς μόχθος, μεγάλος κόπος και έξοδα για να χτιστεί ένας τέτοιος ναός ακόμα και σήμερα! Όμως, τον παλιό καιρό απαιτούνταν ακόμη πιο πολλά.

Ο τάφος της Αναστασίας Σαγκούνα και των παιδιών της,
του Εβρέτα και της Αικατερίνης, στο Νεκροταφείο Kerepesi της Βουδαπέστης

Αφού οι καλοί πιστοί είδαν ότι περατώθηκε η δόμηση του ναού που επιθυμούσαν, ως σημάδι μνήμης για το μέλλον, χάραξαν σε έναν από τους τοίχους του, με ελληνικά λόγια, τις ακόλουθες γραμμές: «Αυτός ο ναός της Αγίας Τριάδας θεμελιώθηκε κατά την εποχή του πανίσχυρου αυτοκράτορα Ιωσήφ του Β’, βασιλιά της Ουγγαρίας, και ολοκληρώθηκε το έτος 1806 την εποχή του ισχυρού αυτοκράτορα Φραγκίσκου Β’, βασιλιά της Ουγγαρίας, με δαπάνες των Βλάχων αδελφών από τη Μακεδονία [«…cu cheltuiala fraţilor Români din Macedonia»][2]».[1]

Μεταξύ αυτών των αδελφών Βλάχων, που μπήκαν στον κόπο να ανοίξουν το πουγκί και να θυσιάσουν από τον πλούτο τους για το χτίσιμο ενός ωραίου Ιερού λατρείας του Θεού, βρίσκεται και ένας με το όνομα Αναστάσιος Μιχαήλ Μούτσιου [Anastasiu Mihail Muciu].

Αυτός ήταν ο πατέρας της Αναστασίας και επομένως ο παππούς του Μητροπολίτη Şaguna!

Η Αναστασία γεννήθηκε το 1785. Οι γονείς της φρόντισαν να της δώσουν εκλεκτή ανατροφή, μετά φόβου Θεού, για την τιμή και τη δύναμη της προγονικής πίστης. Αυτό το όμορφο και ευγενικό κορίτσι μεγάλωσε γρήγορα προς χαρά των γονιών της, που έξαφνα βρέθηκαν με ένα μεγάλο κορίτσι στο σπίτι. Και πόση έγνοια, πόση αναταραχή, πόσα ξενύχτια είχαν οι φτωχοί γονείς βλέποντας ότι πλησιάζει ο καιρός του γάμου της κόρης τους! Μόνον ο καλός Θεός ξέρει τότε τι έχουν στην καρδιά τους. Ένιωσαν ένα είδος λύπης που το κοριτσάκι μεγάλωσε πάρα πολύ γρήγορα, θα ήθελαν να ήταν ακόμα παιδάκι, να μπορούν να την προστατεύουν για πολύ καιρό δίπλα τους, στο σπίτι τους και στο τραπέζι τους, γιατί σε ένα ξένο σπίτι δεν μπορούν να προβλέψουν ποια μοίρα θα την περιμένει.

Από ανάλογες σκέψεις κι αμφιβολίες ήταν ανήσυχοι στην καρδιά τους κι οι γονείς της Αναστασίας, όταν αυτή πέρασε τα 16 χρόνια και μπήκε στα 17. Στο σπίτι τους άρχισαν να εμφανίζονται μνηστήρες, πολύ πολύ νωρίς. Από τη μια οι καλοί γονείς δεν θα χαιρόντουσαν να αποξενωθούν από την παρουσία της κόρης τους, αλλά από την άλλη μεριά σκέφτονταν ότι η τύχη είναι φαλακρή [δεν πιάνεται από τα μαλλιά] και αν δεν την πιάσεις, όταν σου δίνεται η ευκαιρία, την έχεις χάσει για πάντα. Γνώριζαν επίσης ότι αυτή είναι η σειρά των κοριτσιών, να παντρευτούν σαν έρθει η ώρα τους, γιατί έτσι το άφησε ο Θεός, ότι ο άντρας «να είναι η κεφαλή της γυναίκας» και «να είναι και οι δύο ένα σώμα, να ζήσουν μαζί»,[3] «τηρώντας τα όρια του νόμου». Πριν κλείσουν για πάντα τα μάτια τους λόγω γήρατος ή κάποιας απροσδόκητης ασθένειας, ήθελαν να δουν την κόρη τους να τακτοποιηθεί με κάποιον τρόπο, και να μη μείνει μοναχούλα στις ατραπούς αυτής της ταραχώδους ζωής. Γιατί «ο άνθρωπος μόνος είναι σαν ένα καλάμι χτυπημένο από ανέμους από όλες τις πλευρές, και δεν βγάζει παρά μόνον ήχους θρηνώδεις».

Ο πατέρας της Αναστασίας, ο Μιχαήλ, είχε έναν φίλο με το όνομα Εβρέτας Σαγκούνας [Evreta Saguna], έναν αξιοπρεπή άνθρωπο και κορυφαίο έμπορο, τον οποίο η δίκαιη και ισχυρή πίστη του τον είχε προτρέψει να δωρίσει υπέροχα ποσά για την ανέγερση του ναού στο Μισκόλτς. Τούτος ο Εβρέτας είχε ένα παλικάρι, ονόματι Ναούμ, ο οποίος, αν και νέος, ήταν χήρος, γιατί η πρώτη του σύζυγος, η Αικατερίνη Ματζιάρο [Ecaterina Magiaro] από το Περλεπέ [Perlepe], πέθανε, αφού του χάρισε ένα παιδί: τον Γεώργιο [Gheorghe], τον πατέρα του Κωνσταντίνου Σαγκούνα [Constantin Şaguna], ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Πολέμου (1914-18) ως απόστρατος στρατηγός του ρουμανικού στρατού.

Ελπίζοντας οι γονείς της Αναστασίας, ότι ο Ναούμ θα ήταν καλός άνθρωπος, μετά φόβου Θεού, με αξιοπρεπή συμπεριφορά και καλό έλεγχο στις εμπορικές του υποθέσεις, προθυμοποιήθηκαν στο να παντρέψουν την κόρη τους με από αυτόν. Η Αναστασία, ως καλό και υπάκουο κορίτσι που ήταν, δεν δίστασε ούτε στιγμή να ακολουθήσει τις συμβουλές των γονιών της. Μπορεί επίσης να ένιωθε και αυτή έλξη από την αρρενωπή ομορφιά του Ναούμ. Έτσι, σε ένα παλιό «πρωτόκολλο γάμων» από το Μισκόλτς, διατηρήθηκε ένα σημείωμα, στο οποίο γράφει ότι «την 1η Μαΐου 1802, ο Ναούμ, γιος του Εβρέτα Σαγκούνα, μετά την τρίτη ανακοίνωση στον ναό, πήρε σε δεύτερο γάμο νόμιμη σύζυγο την Αναστασία, κόρη του Μιχαήλ Μούτσιου, και στεφανώθηκαν από εμένα τον ιερέα Κωνσταντίνο. Νονός ήταν ο Αθανάσιος, γιος του Αδάμ Γκέργκα».

Δεν είχε περάσει ακριβώς ένας χρόνος, όταν η Αναστασία –αν και τόσο νέα, μόλις είχε κλείσει τα 18– ήταν μια ευτυχισμένη μητέρα. Ο Θεός της είχε δώσει ένα αγοράκι, που του δόθηκε το βαπτιστικό όνομα Εβρέτας,[2], του δόθηκε δε για να χαρεί ο παππούς της.

Dobrossy István, επιμ., A Miskolci Orthodox templom és sírkertje [H εκκλησία και το νεκροταφείο της Ορθόδοξης εκκλησίας του Μίσκολτς], Μίσκολτς 2001, εικόνα εξωφύλλου.
Μετά από άλλα τρία χρόνια, το 1806, έτος που περατώθηκε ο ωραίος ναός στο Μισκόλτς, η οικογένεια του Ναούμ μεγάλωσε με ένα κοριτσάκι, που το ονόμασαν Αικατερίνα (γεννημένη στις 27 Αυγούστου 1806 και βαφτισμένη στις 2 Σεπτέμβρη του ίδιου έτους). Και στο τέλος του 1808, κοντά στη χαρά που φέρνει στο σπίτι κάθε καλού χριστιανού, η ιερά γιορτή της «Γέννησης του Κυρίου», σε αυτούς έφερε ένα ακόμη δώρο, ανείπωτα μεγάλο. Πέντε μέρες πριν από τα ρουμανικά Χριστούγεννα, η Αναστασία, η πιστή και σταθερή στον πατρογονικό νόμο των γονιών της, γέννησε ένα όμορφο και δυνατό αγόρι, που στη βάπτιση πήρε το όνομα Αναστάσιος, ήτοι της μάνας του και του παππού του. Στο πρωτόκολλο των «βαπτισμένων» από το Μισκόλτς, διατηρήθηκε το εξής σημείωμα για τη γέννηση αυτού του υπέροχου παιδιού: «Ο Αναστάσιος, γιος του Ναούμ Εβρέτα Σαγκούνα και της συζύγου του Αναστασίας, γεννήθηκε στις 20 Δεκέμβρη 1808 και βαφτίστηκε και μυρώθηκε στις 28 Δεκέμβρη 1808 από εμένα, τον ιερέα Κωνσταντίνο. Νονός του ήταν ο Αθανάσιος, γιος του Αδάμ Γκέργκα».

Ο Αναστάσιος, που ήταν τώρα τρίτο παιδί στο σπίτι του Ναούμ, θέλησε ο φιλεύσπλαχνος Θεός κατά την πάροδο του χρόνου να είναι η πιο εκλεκτή χαρά της μητέρας του Αναστασίας και ο μεγαλύτερος ευεργέτης του ρουμανικού λαού και της μεγαλειώδους δίκαιης εκκλησίας του.

Κοντά στην κούνια του παραφύλαγαν μοίρες καλές και κακές. Οι τελευταίες άπλωσαν πρώτα τον ιστό τους από άπληστα δίχτυα πάνω του. Και κόντευαν να μας τον αρπάξουν.

Φαίνεται ότι για κάποιο χρονικό διάστημα η τύχη δεν βοηθούσε πλέον τον Naum Şaguna στις εμπορικές του δραστηριότητες, όπως είχε βοηθήσει άλλους Βλάχους [alţi Român] εγκαταστημένους σε αυτά τα μέρη. Και ο μάλλον ακανόνιστος τρόπος ζωής του θα φταίει για τη φυγή του. Η ευημερία της οικογένειάς του κλονίστηκε, όταν ο αριθμός των μελών της είχε αυξηθεί με το τρίτο παιδί – ένα βάρος για τον άνθρωπο που έχει χάσει το βιος, ένα δώρο και μια ουράνια ευλογία για μια πιστή γυναίκα σαν την Αναστασία! Και ακόμη περισσότερο για μια περιφρονημένη και αδικημένη εκκλησία σαν τη δική μας, στην οποία γεννήθηκε ο σωτήρας της σε αυτό το παιδί.

Η Αναστασία έβλεπε μέρα νύχτα και πονούσε με κάθε τρόπο για να μεγαλώσει όσο το δυνατόν καλύτερα τα όμορφα παιδιά της. Πάλευε με πολλές δυσκολίες. Ήταν τυχερή, όμως, που ο καλός της πατέρας Μιχαήλ, ο παππούς των παιδιών, της έδωσε χέρι βοήθειας, γιατί περίμενε ελάχιστη υποστήριξη από τον σύζυγό της Ναούμ, αφού είχε φτωχύνει και είχε χάσει το βιος του εντελώς.

Η φτώχεια και τα προβλήματα δεν είναι πάντα καλοί σύμβουλοι, συχνά κλέβουν τους αδύναμους οι άγγελοι ή τους προτρέπουν σε πράξεις άξιες καταδίκης. Αυτό συνέβη στον Ναούμ, που, χάνοντας τη δύναμη της ψυχής του να παλέψει με τα δεινά και την ελπίδα να μπορέσει να τα νικήσει, γλίστρησε προς ένα βήμα πολύ λανθασμένο.

Όταν το παιδί του ο Αναστάσιος ήταν 5 ετών, ο Ναούμ, με την ιδέα να διευκολύνει τη μοίρα του και των παιδιών του, σύναψε μια συμφωνία με τον Ρωμαιοκαθολικό Αρχιεπίσκοπο της Αγριάς [Agria] (Eger) Στέφαν Φίσερ [Ştefan Fischer], ο οποίος τον παρότρυνε να αφήσει τη μοίρα του, ήτοι την προγονική πίστη –για υλικά οφέλη–, και να στραφεί στην Δυτική Καθολική Εκκλησία. Ο Ναούμ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό, που τον ώθησε στο βαρύ αμάρτημα της απόρριψης του πατρογονικού νόμου. Αλλά μια τέτοια αμαρτία θα είχε θλιβερές συνέπειες για όλη την οικογένεια, γιατί ήθελε και τα τρία παιδιά του να θεωρούνται πιστοί της καθολικής εκκλησίας και να μεγαλώσουν με έξοδα του αρχιεπισκόπου Αγριάς, σε ξένη πίστη.

Εικονιστική αναπαράσταση του Αγίου Ναούμ στο θρόνο του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Miskolc.

Εδώ αρχίζει ο όμορφος και ανυψωτικός αγώνας της Αναστασίας, που προστατεύει τα παιδιά της σαν λέαινα τα λιονταράκια της, με πολύ θάρρος και αντρίκια, φροντίζοντας οι ψυχές τους να μην ξεχωρίζουν με κανέναν τρόπο από την πατρογονική πίστη, όντας βαθιά διάτρητη από την αλήθεια, ότι η πιο ιερή πίστη είναι αυτή που προσκύνησαν και στην οποία αναπαύονταν οι γονείς και οι πρόγονοι.

Η Αναστασία αντιτάχθηκε στον σύζυγό της Ναούμ με όλη της την αποφασιστικότητα, μαλώνοντάς τον για το παζάρεμα που είχε κάνει με τις ψυχές των παιδιών της. Παρακάλεσε μετά τον πατέρα της Μιχαήλ, να την βοηθήσει, για να μπορέσει να αποτρέψει των παιδιών της την αποξένωση από την παλαιά πίστη. Ο παππούς, άνθρωπος με ανδρεία και ευγενική καρδιά, πήρε τα εγγόνια μαζί του, με απόφαση να τους δώσει μια καλή και προσεγμένη ανατροφή, όπως ο πατέρας τους Ναούμ. που λόγω φτώχειας και ψυχικής αδυναμίας δεν ήταν πια σε θέση να τους τη δώσει.

Ο Καθολικός Αρχιεπίσκοπος, ωστόσο, δεν μένει ικανοποιημένος με αυτή την αλλαγή των πραγμάτων, και το αναφέρει σε «υψηλότερα ισταμένους». Γράφει στο Παλάτι της χώρας (στον βόρνικο) για τη συνεννοήση που ’χε κάνει με τον Ναούμ Σαγκούνα για την ανατροφή των τριών παιδιών στο καθολικό δόγμα. Λόγω όμως της αντίθεσης της μάνας και του παππού βρίσκεται πλέον στη θέση να ματαιώσει το σχέδιό του κατάκτησης αυτών των αδύναμων ψυχών, και παρακαλεί το Παλάτι, να προθυμοποιηθεί να δώσει εντολές στους κυβερνήτες του Μίσκολτς, να πάρουν τα δύο μεγάλα παιδιά της Αναστασίας: τον Εβρέτα και την Αικατερίνα, με την βία από τον παππού τους, για να τα αναθρέψει ο ίδιος ο καθολικός αρχιεπίσκοπος με δικά του έξοδα. Ο μικρότερος, ο Αναστάσιος, θα πρέπει να αφεθεί προς το παρόν στη φροντίδα της μάνας και του παππού του, μέχρι να φτάσει σε σχολική ηλικία, και τότε να παρθεί και αυτός για να ανατραφεί στο καθολικό δόγμα.

Επισκοπικό τρικήριο του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Miskolc. Φέρει εγχάρακτη επιγραφή «Μοσχόπολη 1721».

Το Παλάτι και το συμβούλιο της χώρας εκπλήρωσαν το αίτημα του Αρχιεπισκόπου Fischer, δίνοντας την ζητούμενη εντολή. Ενάντια σε αυτή την άδικη και ασεβή διαταγή, ο παππούς των παιδιών πήγε και παραπονέθηκε εγγράφως στον Αυτοκράτορα. Η αιτία τούτη ήταν που σήκωσε τόσο μακρινά κύματα, κάτι σαν προαίσθημα, που ένα από τα τρία αυτά παιδιά θα είχε πολλά να κάνει με τον Αυτοκράτορα στην διάρκεια της ζωής του.

Στο έγγραφό του, ο Μιχαήλ έγραφε ότι, ως παππούς, η καρδιά του ράγιζε από πόνο γι’ αυτό που έβλεπε να συμβαίνει στην κόρη του και τα εγγόνια του. Στη συνέχεια έλεγε ότι ο γαμπρός, Ναούμ Σαγκούνα, μέσω του ακανόνιστου τρόπου ζωής του, ξόδεψε όλη την προίκα της Αναστασίας, ακόμη και τα νυφικά της δώρα και τη βοήθεια που της έδινε κατά καιρούς, τα σπατάλησε όλα, κι άρχισε να συμπεριφέρεται σκληρά. και βίαια στην Αναστασία, ώστε έπρεπε αυτή να καταφύγει, μαζί με τα παιδιά, στο σπίτι των γονιών της. Αν και η φροντίδα τους του κόστισε πολλές χιλιάδες, αυτός –κατά τον παππού Μιχάλη– δεν γλίτωσε κανένα έξοδο, για να μπορέσουν να μεγαλώσουν με άνεση, όπως τα ανέθρεψε και τα φρόντισε μέχρι τώρα. Και ο γαμπρός του, αφού στερήθηκε τα μέσα διαβίωσης, για να ξεσπάσει όλη του την κακία στον πεθερό του και στη γυναίκα του, ζήτησε διαμεσολάβηση του καθολικού αρχιεπίσκοπου, να τους πάρει τα παιδιά και να τα αναθρέψει κατά το καθολικό δόγμα. Όμως, δεν γράφεται σε κανένα νόμο ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν πριν από τον προσηλυτισμό του πατέρα τους στον Καθολικισμό θα μπορούσαν να εξαναγκαστούν να ακολουθήσουν την πίστη του χαμένου πατέρα. Είναι ακόμη ενάντια στον φυσικό νόμο να εξαναγκάζουμε τα παιδιά να εγκαταλείψουν την πίστη τους μόνο και μόνο λόγω του ότι ο χαμένος πατέρας τους αρέσκεται σε αυτή ή σε εκείνη τη θρησκεία. Ακόμη κι αν θεσπιζόταν ένας τέτοιος βίαιος νόμος, που δεν έχει γίνει προς ώρας, θα αφορούσε μόνο τα παιδιά που θα γεννηθούν από τη στιγμή που ο πατέρας τους τα παρασύρει, οπότε και δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όσους γεννήθηκαν πριν από αυτόν. Με το έλεος του Θεού και των ένδοξων προγόνων του αυτοκράτορα, πέρασαν εκείνοι οι δύσκολοι καιροί, κατά τους οποίους η θρησκευτική ελευθερία και αυτή της σκέψης παρεμποδίζονταν, αγνοούνταν και αποφεύγονταν. Διασκορπιζόμενα αυτά τα μαύρα νέφη, δίνεται ελεύθερα η δυνατότητα σ’οποιονδήποτε να λατρεύει τον Θεό και να πιστεύει, όπως τον διατάζει η καρδιά, ειδικά τώρα, αφού τα σκάνδαλα των περασμένων εποχών απέδειξαν ότι σε θέματα πίστης, η ελευθερία, όσο περισσότερα εμπόδια της βάζουν, τόσο πιο πολύ δυναμώνει, και σε πολλές χώρες της Ευρώπης ο βιασμός που μπήκε στα μυαλά, έφερε θλιβερές αποτελέσματα. Ο παππούς Μιχαήλ συνεχίζοντας λέει στον αυτοκράτορα ότι η φροντίδα του καθολικού αρχιεπισκόπου γι’ αυτά τα τρία παιδιά είναι περιττή, γιατί έχουν κάποιον να φροντίζει για την ανατροφή τους. Και η Αναστασία, αν της πάρουν τα παιδιά με το ζόρι, θα πεθάνει με φρικτό θάνατο, και είναι χριστιανικό καθήκον να τον αποτρέψει.

Μετά την περιγραφή του πόνου του και αυτού της Αναστασίας, ο παππούς ολοκληρώνει την έγγραφη διαμαρτυρία του με τούτα τα τρυφερά λόγια: «Όλα αυτά μόνον οι γονείς μπορούν να τα πιστέψουν και να τα αισθανθούν αληθινά, αλλά η Ένδοξη Μεγαλειότητά σας είναι σαν ένας γονιός, και δη ένας πατέρας όλων των λαών που τέθηκαν από τον Θεό υπό τη λαμπρή εξουσία της Μεγαλειότητάς σας, του καλύτερου πατέρα όλων αυτών.

Γι’ αυτό με παρηγορεί η πιο αποφασιστική ελπίδα, ότι θα ακούσει πατρικά τα δίκαια παράπονα ενός γονιού η Μεγαλειότητά σας και δεν θα επιτρέψει, όπως τώρα στα βαθιά μας γεράματα, εγώ μαζί με τη γυναίκα μου και την κόρη μου, να χαθούμε από τον πόνο που θα μας προκαλούσε η απαγωγή των παιδιών. Με βάση αυτή την ελπίδα, υποκλίνομαι στην προστασία της Πολυεύσπλαχνης Μεγαλειότητάς σας, προς εμέ και στα εγγόνια μου, και λυγίζοντας τα γόνατά μου και σηκώνοντας τα χέρια μου, ζητώ ξανά και ξανά από την Ελεήμονα Μεγαλειότητά σας να δείξει έλεος προς εμένα και τα εγγόνια μου, και φεύγοντας σας παρακαλώ να δώσετε εντολή στην διοίκηση της Κομητείας του Borsod, όπως τα προαναφερθέντσα παιδιά να τα αφήσουν υπό την ημετέρα γονική μέριμνα, μέχρι να μεγαλώσουν, και όταν τότε θελήσουν, να μπορούν να προσηλυτιστούν στην Καθολική θρησκεία χωρίς καμία αντίθεση εκ μέρους μου, γιατί δεν πρόκειται να τα εμποδίσω. Τέλος, τόσο εγώ, όσο και όλη μου η οικογένεια, μα πάνω απ’ όλα η απελπισμένη μητέρα των συχνά εδώ αναφερομένων παιδιών, εμπιστευόμαστε την προστασία της Ενδόξου και Ελεήμονος Μεγαλειότητάς σας και προσδοκούμε από την Ένδοξη Μεγαλειότητά σας μια παρηγορητική απόφαση, κα παραμένω έως θανάτου με βαθιά υποταγή ταπεινός και πάντα πιστός σας υπήκοος: Μιχαήλ Μούτσιου, Γραικός έμπορος (δηλαδή Ορθόδοξος)[4] απ’το Μισκόλτς. (Βιέννη, στις 27 Φεβρουαρίου 1815).

Να, πόσο όμορφα και με πόση σοφία ήξερε να μιλάει ο έμπορος Μιχαήλ από το Μισκόλτς, προς τον Αυτοκράτορα υπερασπιζόμενος τις ψυχές των εγγονών του και τον προγονικό νόμο. Έτσι φωτίζει ο Θεός το μυαλό και δυναμώνει την καρδιά όλων εκείνων που τολμούν να υπερασπιστούν την πίστη τους, στην οποία γεννήθηκαν και που πρέπει να τους είναι πιο πολύτιμη και από αυτήν τη ζωή.

Αν και τόσο όμορφα και συγκινητικά, τα λόγια του παππού δεν αξιολογήθηκαν ορθά κατά την παρηγορητική απόκριση η οποία και αναμενόταν από τα πολύ υψηλά κλιμάκια. Λίγες μέρες αργότερα δόθηκε γραπτή διαταγή (5 Μαρτίου 1815), που τον εξανάγκαζε ώστε να δώσει τα εγγόνια του, να μεγαλώσουν κατά το καθολικό δόγμα. Η εντολή στάλθηκε στους διοικητές της κομητείας του Borsod, αλλά δεν μπόρεσαν να την εκτελέσον, γιατί τόσο η Αναστασία όσο και ο Μιχαήλ αντιτάχθηκαν με κάθε τρόπο.

Γι’ αυτό ο Αρχιεπίσκοπος Fischer στέλνει τον ίδιο μήνα (Μάρτιος 1815) στο Παλάτι μια επιστολή, στην οποία παραπονιέται ότι τα παιδιά του προσηλυτισμένου Ναούμ Σαγκούνα τα έκρυψαν η μητέρα και ο παππού τους από τον καθολικό ιερέα στο Μισκόλτς, τα οποία του τα είχε εμπιστευτεί η υψηλότητά του, και τα πήγαν κρυφά στην Πέστη, στο σπίτι του ορθόδοξου εμπόρου Γκραμπόφσκι.

ASTRA είναι η Εθνικιστική Οργάνωση των «Ρουμάνων» της Τρανσυλβανίας
της οποίας ιδρυτές (1861) και «ψυχή» της είναι γόνοι Αρμάνων/Βλάχων μεταναστών
μετοίκων/αποίκων από την Μοσχόπολη και από τις πέριξ αυτής Βλάχικες πολίχνες.
Ο Ανδρέας Σαγκούνα[ς] ανήκει στους ιδρυτές και πρωταγωνιστές της Οργάνωσης.
Η νυν Ρουμανία οφείλει τις περιοχές Τρανσυλβανίας, Μπανάτ, Μπουκοβίνας,
στους πολλούς αγώνες των Αρμάνων/Βλάχων εποίκων σε αυτές και στο «Ρουμανικό»
φρόνημά τους, και στις πολλές και μεγάλες ευεργεσίες τους σ’ αυτήν την χώρα.

Τούτος ο Αθανάσιος Γκραμπόφσκι, θείος της Αναστασίας, ήταν άνθρωπος ευκατάστατος: κορυφαίος έμπορος, που είχε εκτεταμένες σχέσεις, και μεγάλο πάθος για όλες τις εκκλησιαστικές, σχολικές και πολιτιστικές υποθέσεις. Είχε τιμηθεί απ’τον αυτοκράτορα, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, με τον τίτλο: «ευγενής de Apadia». Ο Αθανάσιος συνήθιζε να δίνει πολλές βοήθειες σε όλους όσοι επιθυμούσαν τη μάθηση και την πρόοδο. Γι’ αυτό τον αποκαλούσαν «προστάτη των Βλάχων» [patronul Românilor] και ο δάσκαλος Στεφάν Ποποβίτσι [Ştefan Popovici] τον επαίνεσε (το 1824) για τη γενναιοδωρία και τον ευλογημένο ζήλο του, λέγοντάς του:

«Unde pentru neam se cere    «Όπου για το γένος κάτι ζητείται

Lucrezi fără întârziere…»      Δουλεύετε δίχως να καθυστερείτε…»

Αναζητώντας η Αναστασία και τα παιδιά της καταφύγιο σε αυτόν, ο Γκραμπόφσκι λυπήθηκε την ανιψιά, η οποία ήταν ταυτόχρονα και μητέρα που ανησυχούσε για τη μοίρα και την ψυχή των παιδιών της. Την δέχτηκε λοιπόν με έλεος και την προστάτεψε με χριστιανική αγάπη. Η Αναστασία ήρθε εδώ με τα παιδιά, τον Μάρτιο του 1815.

Έτσι, οι αρχές στο Μισκόλτς δεν μπόρεσαν να εκτελέσουν τη διαταγή να αφαιρέσουν βίαια τα παιδιά της Αναστασίας από τη μάνα τους, και αρκέστηκαν σε μια δήλωση του παππού Μιχαήλ, ο οποίος είπε ότι δεν μπορεί να φέρει τα παιδιά από την Πέστη, γιατί αν το θέμα ήταν ότι με οποιοδήποτε κόστος αυτά θα έπρεπε οπωσδήποτε να ανατραφούν στο καθολικό δόγμα, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και στην Πέστη, στην οποία υπάρχουν καθολικοί ιερείς και σχολεία. Και σαν έφτασε αυτή η δήλωση στο συμβούλιο της χώρας (αναπληρωματικό συμβούλιο), το δημοτικό συμβούλιο της Πέστης πήρε εντολή (στις 30 Ιανουαρίου 1816) να διερευνήσει, ποια είναι η πραγματική κατάσταση των πραγμάτων. Από εδώ στάλθηκε ένας γερουσιαστής ονόματι Ioan Boraroş, και μαζί με τον καθολικό ιερέα και ηγούμενο Pfingstel, να κάνει έρευνα στο σπίτι του Grabovski. Το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας το κοινοποίησε το συμβούλιο στο Παλάτι στις 24 Ιουνίου 1816, λέγοντας ότι τα τρία παιδιά βρίσκονταν στην Πέστη, όπου πέρασαν συνολικά 5 μήνες, ότι είχαν πάει δύο φορές στο Μισκόλτς και μία φορά στην Βιέννη, ότι αυτά μελετούν στο ελληνικό σχολείο και στην «γραικο-βλαχική» [greco-valahă] εκκλησία, ώστε μεγαλώνουν στην ορθόδοξη θρησκεία, στην οποία γεννήθηκαν και από την οποία ο πατέρας τους μόλις πριν από δύο χρόνια σαν καταστράφηκε, ασπάστηκε το καθολικό δόγμα. Αλλά η μητέρα των παιδιών μαζί με όλους τους συγγενείς της προσεύχεται να αφεθούν τα παιδιά στην φροντίδα τους, να μάθουν την θρησκεία στην οποία γεννήθηκαν μέχρι να ληφθεί οριστική απόφαση για αυτό το θέμα εκ μέρους του αυτοκράτορα.

Στην Κωνστάντσα της Ρουμανίας λειτουργεί από το 1992 Πανεπιστήμιο Ανδρέας Σαγκούνα[ς
Ακόμη, πριν από αυτή την έρευνα, η Αναστασία είχε απευθυνθεί με μια παράκληση προς το δημοτικό συμβούλιο της Πέστης (24 Μαρτίου 1816). Διευκρινίζοντας την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων, τους έλεγε ότι αν ερχόταν στην Πέστη με τα παιδιά της, σε καμία περίπτωση δεν δεν θα περνούσε η ιδέα να κοροϊδέψει τις «εντολές των πολύ υψηλών κλιμακίων», με μόνη την πεποίθηση να δώσει ανατροφή στα παιδιά της, να τα φροντίζει και να τα κοιτάζει πιο προσεκτικά ως μητέρα, και ότι εδώ έχει συγγενείς εξ αίματος, την βοήθεια των οποίων θα μπορούσαν να απολαύσουν τα παιδιά της σε τέτοιο βαθμό, που η επιμονή για ανατροφή εκ μέρους του καθολικού αρχιεπισκόπου μπορεί να θεωρηθεί παντελώς ανώφελη και περιττή. Γι’ αυτό δηλώνει με κάθε ειλικρίνεια, ότι τα παιδιά της γι’ αυτό δεν μελέτησαν στην καθολική εκκλησία και στο καθολικό σχολείο στην Πέστη, και ούτε ανατράφηκαν σύμφωνα με τις αρχές της καθολικής θρησκείας. Αλλά είναι ανόητο να ελπίζει ότι για αυτή την πράξη θα λάβει δικαιωματικά συγχώρεση, επειδή, ως μητέρα, ένιωθε φυσικά υποχρεωμένη να δοκιμάσει όλα τα συγχωρητέα μέσα ώστε έτσι να εξασφαλίσει ότι τα παιδιά θα παραμείνουν στη θρησκεία στην οποία γεννήθηκαν και ότι έτσι θα τα κρατήσει κοντά της. Γι’ αυτό και αποφάσισε να πάει με τα παιδιά στην ένδοξη Αυτού Μεγαλειότητα, να γονατίσει μπροστά Του και να τον παρακαλέσει, ότι δεν επιτρέπει η σκληρότητα του νόμου, το έλεός Του, που ως πρίγκιπας οφείλει να το επιτρέψει. Επειδή η άφιξη της Αυτού Μεγαλειότητας είχε μια καθυστέρηση πέρα ​​από κάθε προσδοκία, δεν ήταν δικό της λάθος εάν δεν μπορούσε να εκπληρώσει αυτή την επιθυμία ως μάνα, ούτε και για το εάν τα παιδιά της δεν μπορούσαν να εκπαιδευτούν στις διδασκαλίες της Καθολικής θρησκείας μέχρι τώρα. Πλέον δεν είχε να περιμένει τίποτα με λαχτάρα, πέρα από το να μάθει την άφιξη της Αυτού Μεγαλειότητας στην Βιέννη, να πάει εκεί χωρίς καθυστέρηση και να δοκιμάσει τα τελευταία μέσα. Αν το πιο ταπεινό της αίτημα δεν μπορούσε να το συμμεριστεί το βασιλικό έλεος, τότε δηλώνει ότι επιθυμία του είναι τα παιδιά της να σπουδάσουν στο δυτικό καθολικό σχολείο και στην καθολική εκκλησία και να διδαχθούν εκεί τις αρχές αυτής της θρησκείας, αλλά συνάμα να παραμείνουν υπό τη μητρική της φροντίδα. Διότι τα παιδιά, εκτός από θρησκευτική ανατροφή, χρειάζονται κι άλλα πράγματα, πρώτα απ’ όλα σωματικά, που κυρίως η αγάπη της μάνας μπορεί να τα μοιραστεί μαζί τους πάνω από όλα. Αυτό δεν μπορεί να το περιμένει κανείς σε τέτοιο βαθμό από κανένα σχετικό ίδρυμα, όσο καλό κι αν είναι. Το να αποκόψεις τα παιδιά από το στήθος της μάνας τους, αν αυτό δεν είναι απολύτως απαραίτητο, είναι τόσο μεγάλο κακό, που η ίδια ως μάνα ανησυχεί για τα παιδιά της και, επιπλέον, δεν έχει άλλη ευτυχία στον κόσμο πέρα από αυτά τα παιδιά, και αν τα έχανε θα έπρεπε να χαθεί και η ίδια κάτω από το βάρος αυτής της συμφοράς. Ελπίζει ότι θα της επιτραπεί να κάνει αυτήν την τελευταία προσπάθεια. Ως μάνα, σε αυτή την προσωπική συνομιλία με την Αυτού Μεγαλειότητα, βρίσκει την μοναδική και τελευταία ευκαιρία, και θα πρέπει να συγχωρεθεί που απελπισμένα αναζητά καταφύγιο στον ανώτατο αρχηγό της χώρας. Γι’ αυτό και θα δικαιολογηθεί με την δήλωσή της ότι μετά από αυτήν την τελευταία απόπειρα θα υπακούσει χωρίς καμιά καθυστέρηση στις εντολές που θα τις δοθούν για το τι θα γίνει με τα παιδιά της. (Υπογραφή: Πέστη, 24 Μαρτίου 1816, η πιο ταπεινή υπήκοος: Αναστασία Σαγκούνα).

Γεώργιος Σίνας, εξάδελφος του Σαγκούνα.

————————–

[1] ««Ἐγένετο δέ ἐν τῷ λέγειν αὐτόν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνή φωνήν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ. μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας. Αὐτός δέ εἶπε. μενοῦν γε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11, 27-28)

[2] Πέρα από το αστείο και την πλάκα του πράγματος, αυτό που γράφεται στα νεοελληνικά «…Βλάχων αδελφών από τη Μακεδονία», να μεταφράζεται στα ρουμάνικα «…fraţilor Români din Macedonia» [«…αδελφών Ρουμάνων από τη Μακεδονία»], με τις λ. «Ρουμανία» και «Ρουμάνος», «γεννημένες» μετά το 1859-60, σωστότερα μετά το 1866, από τη μια εκθέτει τους προπαγανδιστές και ψευδολόγους, και από την άλλη δείχνει το θράσους το απύθμενο των εθνικιστικά ιστοριογραφούντων γειτόνων… με ψεύδη! Κρίμα! Πολύς θόρυβος για το τίποτα…

[3] «Από δε αρχής κτίσεως άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς˙ ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν˙ ώστε ουκέτι εισίν δύο αλλά μία σαρξ» (Μάρκου, 10, 6-8)

[4] Τα της παρένθεσης: (δηλαδή Ορθόδοξος), δεν είναι γραμμένα στην «Έγγραφη Αναφορά-Διαμαρτυρία» του Μιχαήλ Μούτσιου, αλλά επεξήγηση της συγγραφέως του ανά χείρας ή του εισηγητή στο «Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Sălişte, στις 15/28 Αυγούστου 1910 από τον Ioan Lupaş». Και αποτελεί παραπλανητική ή προπαγανδιστική παρενθετική ερμηνεία, ασφαλώς, απευθυνόμενη σε αναγνωστικό κοινό Ρουμάνων ή ρουμανικής γλώσσας. – Προσθέτω, για άρση παρανοήσεων, ή στρεβλώσεων, και για αποφυγή προπαγανδιστικών οιμωγών και για ξεκαθάρισμα, κάτι που έχει γράψει ο Ντούσαν Πόποβιτς το 1934, στη γνωστή μελέτη του για τους Αρμάνους-Βλάχους-Τσιντσάρους της Αυστρο-Ουγγαρίας,Σερβίας, σχετικά με κάποιους όρους, όπως: «γραικός», «βλάχος», «έλλην», «ρωμαίος», «γραικοβλάχος», «μακεδονοβλάχος» κ.τ.ό., στην πόλη Σεμλίνο: «Informații În această comunitate, cum se numia eforia școlară greacă din Zemlin: κοινότης των ρωμαίων και μακεδονοβλάχων adică comunitatea grecilor și macedovalahilor, aromânii se deosebiau de greci numai prin limbă. Ei sunt “Eleni vlahofoni” (adica eleni cari vorbesc limba valaha) din Macedonia, care, ceiace este foarte important, a dat grecilor pe Alexandru cel. Mare.» (Dr D. I. Popovici, Docent Universitar la Universitatea din Belgrad, Aromânii ca negustori in sec. XVII și XVIII IN Serbia și Austro-Ungaria, In românește de C. Constante, București, Tipografia “Dorneanu” Str. Isvor 26, Tel. 341/62, 1934, p. 16). – Είναι σαφής ο Ντ. Πόποβιτς, και γράφει ότι: «κοινότης των ρωμαίων και μακεδονοβλάχων», «κοινότητα γραικών και μακεδονοβλάχων» – ρουμανιστί «comunitatea grecilor și macedovalahilor», και ξεκαθαρίζει ότι «Οι Αρμάνοι ξεχώριζαν από τους Γραικούς μόνο στη γλώσσα. Αυτοί είναι “Έλληνες βλαχόφωνοι”… που μιλούν τη βλάχικη γλώσσα» – Αν τώρα, μεταλλάσσουν οι Ρουμάνοι το Μακεδονοβλάχοι (Macedovalahi) και το κάνουν Macedoromâni (Μακεδονορουμάνοι), και την «limba valaha» (βλαχική γλώσσα) σε «limba macedonoromână» (μακεδονορουμανική γλώσσα), σημαίνει ότι έτσι καλά κρατεί το ψεύδος των εθνικιστικών προπαγανδών, και κουρελιάζεται η επιστημονική σκέψη και δεοντολογία. Η πεποίθηση δεν σημαίνει αλήθεια…

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ