Παρουσίαση βιβλίου: Ο Γιώργος Αλεξάτος μιλά για τον Πολιτισμό της Εργατικής Τάξης
Fernand Léger, Etude pour les constructeurs, Gouache sur papier, 1955
Το βιβλίο του, «Η Εργατική Τάξη στην Ελλάδα. Κοινωνική συγκρότηση και ταξικοί αγώνες, 1940-1990» (εκδ. Κουκκίδα) προσφέρει κάτι παραπάνω από ένα βλέμμα στην πορεία αυτής της τάξης μέσα από τις δεκαετίες. Με αυτό το έργο, που συνεχίζει το βιβλίο «Η Εργατική Τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου» (1997, β’ εκδ. Κουκκίδα 2015), ολοκληρώνεται η καταγραφή και μελέτη της κοινωνικής ιστορίας της ελληνικής εργατικής τάξης. Από τη δεκαετία του ‘40, τη μετεμφυλιακή περίοδο, το 1950-1974, και την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, 1974-1989, το βιβλίο καλύπτει την ιστορία, τις οικονομικές συνθήκες ζωής, την ιδεολογική συγκρότηση και την πολιτιστική έκφραση των εργαζομένων.
Ο Πολιτισμός της Εργατικής Τάξης
Για τον Γιώργο Αλεξάτο ο πολιτισμός της εργατικής τάξης δεν είναι παρά ένα κράμα κοινωνικών πρακτικών, αντιλήψεων και καλλιτεχνικών εκφράσεων που αναπτύσσονται μέσα από τις συνθήκες ζωής των εργατών.
«Μιλάμε για πολιτισμό, αναφερόμενοι σε ένα σύνολο εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής, που αφορούν από τις πιο απλές και συνηθισμένες πρακτικές της καθημερινότητας, μέχρι τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι την πραγματικότητα που βιώνουν. Κατά συνέπεια, ο πολιτισμός είναι ταυτόχρονα συγκεκριμένη υλική πραγματικότητα και ιδεολογική αντίληψη γι’ αυτήν. Από το πώς δομούνται οι κοινωνικές σχέσεις στην καθημερινή ζωή και το πώς αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τη θέση του σ’ αυτές, μέχρι τον τρόπο που εργάζεται και δομεί το περιβάλλον γύρω του. Και βέβαια, ιδιαίτερο στοιχείο του πολιτισμού αποτελούν οι καλλιτεχνικές εκφράσεις, από τη μουσική και τον χορό, μέχρι τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, το θέατρο, τον κινηματογράφο κ.λπ. Με κάθε έργο τέχνης να συνιστά ταυτόχρονα αισθητικό και ιδεολογικό εγχείρημα. Παίρνοντας υπόψη τα παραπάνω, μιλάμε για πολιτισμό της εργατικής τάξης, αναφερόμενοι στον ιδιαίτερο τρόπο που αυτός διαμορφώνεται στο πλαίσιο των συνθηκών της ζωής της. Και καθώς αυτές διαφέρουν από τις συνθήκες ζωής της άρχουσας τάξης, ο εργατικός πολιτισμός αναπτύσσεται με σημαντικά διαφοροποιά στοιχεία».
Όπως ο ίδιος υπογραμμίζει, αυτή η κοινωνική ομάδα ζει και εργάζεται σε διαφορετικές συνθήκες από την άρχουσα τάξη, δημιουργώντας έτσι έναν ξεχωριστό πολιτισμό, που, ωστόσο, επηρεάζεται και από αστικές επιδράσεις.
«Παρ’ όλα αυτά, ας μη θεωρήσουμε ότι είναι διαχωρισμένος με σινικά τείχη από τον αστικό πολιτισμό. Απεναντίας, όπως και η αυθόρμητη εργατική ιδεολογία, ο εργατικός πολιτισμός διαμορφώνεται κάτω και από αστικές επιδράσεις, που διεισδύουν με τη μορφή της μικροαστικής ιδεολογίας και πρακτικής. Η ελληνική εργατική τάξη διαμόρφωσε διαχρονικά τις δικές της μορφές πολιτισμού, σχεδόν πάντα σε ανοιχτό ‘διάλογο’ με τα φτωχά μικροϊδιοκτητικά στρώματα. Και γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε για εργατικό-λαϊκό πολιτισμό. Με την ευρύτερη έννοια, ο εργατικός-λαϊκός πολιτισμός εκφράστηκε από τη διαμόρφωση του χώρου, στο σπίτι, τη γειτονιά και την πόλη, μέχρι τη διαμόρφωση ιδιαίτερων κοινωνικών αξιών. Και αντανάκλαση αυτής της αυθόρμητης ιδιαίτερης ιδεολογικής αντίληψης έχουμε κυρίως στο κατεξοχήν λαϊκό είδος τέχνης. Τη μουσική και το τραγούδι. Και έχει σημασία να δούμε -κάτι που αποπειράθηκα και στο πρώτο μου βιβλίο για την εργατική τάξη μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, και σ’ αυτό για το οποίο συζητάμε τώρα και στο «Τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα»– το πώς το τραγούδι που άκουγε η εργατική τάξη επικοινωνούσε παλιότερα με το δημοτικό τραγούδι των αγροτικών πληθυσμών, αργότερα με αυτό των περιθωριακών κοινωνικών ομάδων, κατόπιν γινόταν πραγματικά εργατικό-λαϊκό και στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι μέσα απ’ τη διαταξική του απεύθυνση εκφράζει την αστική ιδεολογική ηγεμονία».
Ιστορική Συγκρότηση
Ο Γιώργος Αλεξάτος σημειώνει πως κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η συγκρότηση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα δεν προήλθε από κάποιες αναπόφευκτες διαδικασίες καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και από συγκεκριμένες ιστορικές περιπέτειες. Υπογραμμίζει πως η μεταπολεμική εργατική τάξη σχηματίστηκε κυρίως από αγροτικούς πληθυσμούς που μετακινήθηκαν στις πόλεις και προλεταριοποιήθηκαν, αντιμετωπίζοντας την απώλεια της εργασιακής τους ανεξαρτησίας.
«Σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζεται μια οικονομίστικη αντίληψη για την ιστορική διαδικασία, η συγκρότηση της εργατικής τάξης κατά την περίοδο αυτή δεν συντελέστηκε μέσα από κάποια τάχα «αντικειμενική και γραμμική καπιταλιστική ανάπτυξη», αλλά μέσα από συνολικότερες ιστορικές διαδικασίες. Όπως είχε συμβεί και παλιότερα, αλλά και κατά τον Μεσοπόλεμο, με την καθοριστική για τη νεοελληνική ιστορία, Μικρασιατική Καταστροφή, έτσι και τώρα, «καθοριστικές ήταν οι μεγάλες ιστορικές περιπέτειες της Κατοχής και του Εμφυλίου, και της νίκης του αστισμού σ’ αυτόν. Η μεταπολεμική εργατική τάξη συγκροτούνταν με τη μαζική ένταξη σ’ αυτήν πρώην αγροτικών πληθυσμών, με την κάμψη των αντιστάσεών τους στην απώλεια της εργασιακής ανεξαρτησίας και στην προλεταριοποίηση, μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης».
Ο συγγραφέας επιμένει στην ιδεολογική σχέση της εργατικής τάξης με την Αριστερά και το λαϊκό τραγούδι. Εντοπίζει τη σχέση αυτή στην αντιδιαστολή της ταξικής καθημερινότητας της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας με αυτό που ονομάζεται ηγεμονική κουλτούρα.
«Η εργατική τάξη, έχοντας συνδεθεί, σε μεγάλο μέρος της, με την Αριστερά και κυρίως με το ΚΚΕ, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, διαμορφώθηκε ιδεολογικά μέσα από την εαμική λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία, έχοντας αποτελέσει την κύρια κοινωνική δύναμη του κινήματος του ΕΑΜ. Οι σχέσεις αυτές διατηρήθηκαν και κατά τις επόμενες δεκαετίες, καθώς οι μεταπολεμικές συνθήκες ζωής και εργασίας αναπαρήγαγαν την αντίθεση στην κυρίαρχη κατάσταση. Όπως εκφράστηκε άλλωστε και με το μεταπολεμικό κοινωνικό λαϊκό τραγούδι, με κύριους εκφραστές τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Είναι χαρακτηριστικό το ότι στις εργατικές-λαϊκές συνοικίες σ’ ολόκληρη τη χώρα, τα εκλογικά ποσοστά της ΕΔΑ ήταν απείρως μεγαλύτερα απ’ αυτά των εθνικών ποσοστών της, φτάνοντας και το 60-70% το 1958, όταν η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση με το 24,4%. Ανάλογα ήταν τα ποσοστά και στις δημοτικές εκλογές, ακόμη και τον Ιούλιο 1964. Λίγους μήνες αφότου στις βουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου η ΕΔΑ είχε πάρει μόλις 11,8%. Που και πάλι, στις εργατικές-λαϊκές συνοικίες προσέγγιζε το 40%, όταν ο δημοκρατικός κόσμος ψήφιζε μαζικά Ένωση Κέντρου για να απαλλαγεί από τη Δεξιά. Αν και η Ακροδεξιά ουδέποτε κατόρθωσε να αποκτήσει έστω και περιορισμένες προσβάσεις στην εργατική τάξη, μπόρεσε, με πραξικοπηματικές αντιδημοκρατικές μεθόδους, να ελέγξει μεγάλο μέρος του καθεστωτικού συνδικαλιστικού κινήματος, σε συνθήκες άγριων διώξεων του ταξικού συνδικαλισμού».
Κινηματικές διεργασίες και έμφυλοι ρόλοι
Ο Γιώργος Αλεξάτος αποδίδει την έκρηξη εργατικών αγώνων το 1964-1965, τόσο στις πολιτισμικές συνθήκες όσο και με την ανάπτυξη του κινήματος.
«Η εντυπωσιακή αυτή έκρηξη των εργατικών αγώνων συνδέεται με όσα είπαμε πιο πριν για τις συνθήκες ζωής και εργασίας της εργατικής τάξης, που αναπαρήγαγαν στους κόλπους της την αριστερή λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία. Συνάμα, συνδέεται με την εκρηκτική ανάπτυξη του κινήματος Δημοκρατικής Αντίστασης, που έθετε σε αμφισβήτηση το καθεστώς έκτακτων μέτρων και ελεγχόμενης δημοκρατίας, που είχε επιβληθεί από τα χρόνια του Εμφυλίου. Η εργατική τάξη εκείνων των χρόνων εξακολουθούσε, παρά τη συντριπτική ήττα του 1949, να διακατέχεται από τις αξίες της αντίστασης στην υπάρχουσα πραγματικότητα. Κάτι που εκφράστηκε και με το μεγαλειώδες κίνημα των Ιουλιανών του 1965, ενάντια στο βασιλικό πραξικόπημα και την ανατροπή της νόμιμης εκλεγμένης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, που σημαδεύτηκε από τη μαζική συμμετοχή της εργατικής τάξης και κυρίως της νεολαίας της, και από τη μεγάλη πολιτική απεργία της 27ης Ιουλίου».
Εμμένοντας στις κινηματικές διαδικασίες της περιόδου, ο Αλεξάτος στέκεται στους έμφυλους ρόλους εντός τους.
«Παρά το ότι οι γυναίκες αποτελούσαν το πλέον εκμεταλλευόμενο τμήμα της εργατικής τάξης, όπως εκφραζόταν και με τα μεροκάματα που ήταν κατά πολύ μικρότερα απ’ αυτά των ανδρών, για μια σειρά λόγους, που σχετίζονται με την παραδοσιακή δομή της και τις αξίες ελληνικής οικογένειας, αλλά και με την ευρύτατη τρομοκρατία στους κατεξοχήν γυναικείους κλάδους, είχαν σχετικά περιορισμένη συμμετοχή στο εργατικό κίνημα. Όχι όμως και ανύπαρκτη. Εξάλλου, είχαν βιώσει ήδη την είσοδο στο προσκήνιο των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, στα χρόνια του ΕΑΜ. Πάντως, δεν είναι τυχαίο το ότι, παρά τις συστηματικές προσπάθειες της Αριστεράς για την ανάδειξη γυναικών στελεχών, ήταν ελάχιστες, ακόμη και σε σωματεία με πλειοψηφική γυναικεία σύνθεση», σημειώνει.
Ο τελευταίος σταθμός
Για τον Γιώργο Αλεξάτο τελευταίο σταθμό στη σύγχρονη ιστορία της εργατικής τάξης αποτέλεσαν οι μεγάλοι αντιμνημονιακοί αγώνες του 2010-12.
«Αναμφίβολα, οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες για την ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής, ιδιαίτερα κατά τη διετία 2010-12. Αγώνες που μπορεί να υποχρέωσαν σε καθυστέρηση των μνημονιακών ρυθμίσεων (χρειάστηκαν τρία μνημόνια για να ολοκληρωθούν), αλλά υποχώρησαν με την προσδοκία της κυβερνητικής διαχείρισης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η οποία διαψεύστηκε και μάλιστα με τρόπο δραματικό. Με τραγικές συνέπειες και στην ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική διέξοδος μέσω των εργατικών και λαϊκών αγώνων», υπογραμμίζει.
Αναμφίβολα η κουβέντα μαζί του αφήνει ανοιχτούς προβληματισμούς γύρω από το αν οι σημερινές πολιτισμικές συνθήκες, εκείνες του κατακερματισμένου εργασιακού χρόνου, της εξ’ αποστάσεως εργασίας, της προσφάτως ψηφισμένης εξαήμερης εργασίας, της ανασφάλιστης και απλήρωτης εργασίας είναι ικανές να δημιουργήσουν πρόσφορο έδαφος για έναν νέο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα.
– – – – –
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Γιώργος Αλεξάτος αποτελεί το είδος του συγγραφέα που έχει αναδειχθεί μέσα από την Εργατική Τάξη, βίωσε τις δυσκολίες και την εκμετάλλευσή της και με το πλούσιο συγγραφικό του έργο, εμπλουτίζει τις γνώσεις της, διδάσκει και διαπαιδαγωγεί τις νέες γενιές συνδικαλιστών, με τις αξίες και τα ιδανικά της, σε μια περίοδο μάλιστα, που αλλάζει η κοινωνική της σύνθεση, ενώ οι αντίπαλοί της, η αστική ιδεολογία και ο νεοφιλελευθερισμός, επιχειρούν να ευνουχίσουν τον ανατρεπτικό και επαναστατικό της χαρακτήρα και να απαξιώσουν την συλλογική της δράση.