Περιβάλλον

“Γεράκι ή Σοκόλ”: Στην κορυφή με τα ορύγματα, τις σπηλιές και τα σημάδια πολέμων

Περιγραφή-φωτογραφίες: Αλέξανδρος  Γραμματικόπουλος

«Ανεβαίνουμε στα βουνά, γιατί μας αρέσει να γίνουμε ένα με αυτά.

  Όχι για να τα σβήσουμε από τη λίστα μας και να δίνουμε συγχαρητήρια στον εαυτό μας, που  κατακτήσαμε την κορυφή.» (Άγνωστος)

Τέλη Ιούνη.

Στο ημερολόγιο έγραφε: Κυριακή 30-06-2024.

Ξημέρωσε για μας, τα εναπομείναντα μέλη της Ορειβατικής Ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’, άλλη μία μέρα που είναι, όπως όλες οι Κυριακές, αφιερωμένη στο βουνό.

Εμείς, οι λάτρεις της ορειβασίας, αγαπάμε να ανεβαίνουμε στους ορεινούς όγκους για να «ακούσουμε» τα νέα που έχει να μάς πει το κάθε βουνό ξεχωριστά, καθώς και τη κάθε γωνιά του που «θέλει» να μάς «διηγηθεί» και μία από τις πολλές ιστορίες της από τα παλιά.

Εκεί μας πλημμυρίζει η ηρεμία της φύσης.

Εκεί, βλέπουμε τον ήλιο να «λούζει» με το φως του τα δένδρα, το τοπίο και να δίνει ζωή στο όλο  γύρω περιβάλλον.

Εκεί, αισθανόμαστε μέσα μας την φρεσκάδα των ανέμων που φυσάνε στα ψηλά και τα ανάμεικτα συναισθήματα στο αντίκρισμα της θέας κάτω από τα…πόδια μας.

Εκεί, αντιμετωπίζουμε τις τυχόν καταιγίδες που μάς δίνουν τη δύναμή τους να τολμήσουμε για τη συνέχεια.

Εκεί φεύγουν από πάνω μας όλες οι έγνοιες, όπως ακριβώς πέφτουν τα φθινοπωρινά φύλλα από τα κλαδιά των δένδρων.

Και τέλος, πέρα από όλα τα παραπάνω, για μάς μετράει η ικανοποίηση της κυριακάτικης απόδρασης στη φύση και η επίτευξη του στόχου της μέρας, που ήταν – που είναι – και που θα είναι, να παραβγούμε με τα βουνά και να φτάσουμε μέχρι τις ψηλότερες κορυφές του ορεινού όγκου τους.

Με λίγα λόγια: το βουνό για μάς είναι…πάθος.

Συγκεντρωθήκαμε, λοιπόν, στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης.

Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτώσαμε τα πράγματά μας στο τζιπ και ξεκινήσαμε.

Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε 06.45΄ π.μ.

Αφήσαμε πίσω μας την «όμορφη κοιμωμένη», την πόλη της Βέροιας, και πήραμε το δρόμο με κατεύθυνση προς Σκύδρα.

Ο οδικός προορισμός μας το Λουτράκι Νομού Πέλλας.

Η οδήγηση χαλαρή.

Με τη συζήτηση δεν καταλάβαμε για πότε φτάσαμε στο μεγαλοχώρι της Αριδαίας, το Λουτράκι, που απλώνεται στους πρόποδες του βουνού ‘‘Βόρα’’ με τις πολλές του ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και με το πολυεπισκέψιμο σημείο του, το ‘‘Πόζαρ’’ ( φωτ. 1).

[Η ονομασία ‘‘Πόζαρ’’ σημαίνει: ‘‘Μετά τη φωτιά’’.

Προέρχεται από: το ‘‘Πο’’ = ‘‘μετά’’ και το ‘‘ζαρ’’ = ‘‘φωτιά’’]

Φτάσαμε στην περιοχή εκείνη του ορεινού όγκου, του δεύτερου σε ύψος βουνού της Μακεδονίας μετά τον Όλυμπο, που τη χαρακτηρίζουν οι πολυάριθμες ρεματιές, τα δεκάδες μονοπάτια με σήμανση και άλλες τόσες διαδρομές χωρίς σήμανση.

Βρεθήκαμε στη γνωστή στους πάντες λουτρόπολη με τα ιαματικά και θεραπευτικά νερά της, που «φωλιάζει» μέσα σε ένα μαγευτικό περιβάλλον.

Παντού όμορφες εικόνες.

Μπαίνοντας στο Λουτράκι Αριδαίας, ακολουθήσαμε την πινακίδα με την ένδειξη: προς «Άνω Λουτράκι – Καλή Πεδιάδα ( ‘‘Ντόμπρο πόλε’’)».

Πήραμε τον ανηφορικό δρόμο με τα πολλά του στροφηλίκια.

Προσπεράσαμε την εκκλησία του ‘‘Αγίου Ιωάννη’’, μία παλιά του 17ου αιώνα, που στέκεται ακόμη εκεί, στα 670 μέτρα υψόμετρο, περιτριγυρισμένη από ένα όμορφα διαμορφωμένο χώρο αναψυχής (φωτ. 2).

Είναι η μόνη που σώθηκε στο κομμάτι εκείνο της περιοχής του χωριού ‘‘Άνω Λουτράκι’’ που κάποτε αριθμούσε 450 σπίτια.

Είναι ένα ορεινό χωριό που κάηκε πολλές φορές, η τελευταία στον εμφύλιο, και σήμερα αριθμεί ελάχιστα μόλις σπίτια.

Συνεχίσαμε την οδική πορεία μας για ακόμη πιο ψηλότερα.

Δεν κάναμε παραπάνω από 4,3 χλμ οδικής διαδρομής, ξεκινώντας από τις ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις του Λουτρακίου ( λουτρόπολη ), και φτάσαμε στη διχάλα συνάντησης δύο δρόμων.

Φτάσαμε, δηλαδή, στη θέση που συναντά κανείς ένα παλιό στρατιωτικό φυλάκιο (φωτ. 3).

Είναι ένας χώρος που τα τελευταία χρόνια διαμορφώθηκε κατάλληλα για να τον επισκέπτονται οι λάτρεις της φύσης και οι εκδρομείς.

Μεταξύ των εγκαταλειμμένων και μισοκατεστραμμένων κτισμάτων έχει κτιστεί μία εκκλησία που κάνει τη διαφορά στο σημείο.

Η θέα από τα 800 μέτρα υψόμετρο καταπληκτική.

Παντού απολήξεις χαμηλών κορυφών του μαγευτικού ορεινού όγκου, με εκείνες των: ‘‘Άσπρη Πέτρα’’ (υψ. 1.320 μ.) και ‘‘Πευκόφυτο’’ ή ‘‘Μπουρίκα’’ (υψ. 1.688 μ.), να ξεχωρίζουν.

Κοιτάζοντας πιο πέρα και ψηλότερα βλέπαμε ένα τμήμα της επιβλητικής κορυφογραμμής του ‘‘Καϊμάκτσαλαν’’ με τις κορυφές της να ξεπερνούν τα 2.000 μέτρα υψόμετρο.

Ταξιδεύοντας τη ματιά μας χαμηλότερα, το βλέμμα μας χανόταν στο χάος της δασωμένης ρεματιάς με τοπωνύμιο ‘‘Ρέμα Κουνουπίτσας’’.

Προσπεράσαμε το παλιό στρατιωτικό φυλάκιο και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας ακολουθώντας το αριστερό, της διχάλας, χωμάτινο δρόμο.

Εάν συνεχίζαμε με κατεύθυνση στα δεξιά θα καταλήγαμε, διανύοντας μια απόσταση 14,2 χλμ., στο τοπωνύμιο: ‘‘Καλή Πεδιάδα’’ ή ‘‘Ντόμπρο Πόλε’’ που απλώνεται στα 1.720 μέτρα υψόμετρο.

Ο δασικός χωμάτινος δρόμος κατηφορικός στην αρχή του.

Ήταν στενός και η βλάστηση τόσο πυκνή που τα κλαδιά των δενδρυλλίων «χάιδευαν» το τζιπ στο πέρασμά του.

Είχε νεροφαγιές και σε κάποια τμήματά του συναντήσαμε συγκεντρωμένα λασπόνερα μετά τη βροχή της νύχτας.

Λίγα ήταν τα κομμάτια εκείνα που μπορούσαν να διανυθούν με χαμηλό αυτοκίνητο.

Συνεχίζαμε.

Στη διαδρομή μας προσπεράσαμε πολλά καστανοχώραφα.

Επιτέλους, φτάσαμε στο σημείο που αποφασίσαμε να αφήσουμε το τζιπ και να συνεχίσουμε με τα πόδια.

Διανύσαμε 3,5 χλμ. οδικής διαδρομής και από τη διχάλα των δρόμων βρεθήκαμε κοντά στα τρεχούμενα νερά του ‘‘Ρέματος Κουνουπίτσας’’.

Έτσι, γλυτώσαμε τη μία επιπλέον ώρα πεζοπορίας πάνω σε δρόμο, της πιο πάνω διαδρομής, που εξυπηρετεί κυρίως τους καστανοπαραγωγούς της περιοχής.

Στα 800 μέτρα υψόμετρο σταθμεύσαμε το τζιπ κάτω από το παχύ ίσκιο των ψηλόκορμων δένδρων οξυάς και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την απαιτητική ανηφορική πορεία μας με τα πόδια πλέον (φωτ. 4).

Συντροφιά μας ο ήχος των τρεχούμενων νερών του ρέματος που στην κατηφορική πορεία τους και πέφτοντας από έναν απερίγραπτης ομορφιάς 12/μετρο καταρράκτη, τον ‘‘Καταρράκτη Κουνουπίτσας’’,  σμίγουν με εκείνα του ‘‘Ρέματος Νικολάου’’ για να συνεχίσουν όλα μαζί πλέον την κοινή κατάβασή τους περνώντας δίπλα από τις εγκαταστάσεις με τα ιαματικά λουτρά του ‘‘Πόζαρ’’.

Η μέρα ηλιόλουστη.

Έξω από το δάσος η ζέστη αισθητή και όλη τη μέρα θα ’ταν αφόρητη.

Εμείς, στη δροσιά της ρεματιάς, των τρεχούμενων νερών και τη σκιά των πανύψηλων δένδρων οξυάς.

Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα και αρκετό νερό.

Ξέραμε ότι θα μπορούσαμε να προμηθευτούμε και άλλο νερό από την τελευταία πηγή που θα συναντούσαμε λίγο πιο πάνω, υψομετρικά, βγαίνοντας, για κάποια μέτρα, από την πορεία μας.

Άνοιξα το GPS για την αποτύπωση της πορείας μας και την καταγραφή των χρήσιμων στοιχείων της διαδρομής.

Συντόνισα τον ασύρματο επικοινωνίας και αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και με το νεύμα του 87χρονου αρχηγού μας, του Τοτού (Θεόδωρος Σαρόγλου), ξεκινήσαμε.

Αρχικά ακολουθήσαμε τη διαδρομή του υπόλοιπου χωμάτινου δασικού δρόμου, εκείνου δηλαδή που θα ταλαιπωρούσε αρκετά το τζιπ μας στη διέλευσή του.

Είχε βαθιά νεροφαγωμένα τμήματα.

Προχωρούσαμε ανηφορίζοντας.

Προσπερνούσαμε στη διαδρομή μας δεκάδες καστανοχώραφα.

Γύρω μας δένδρα παντού και σε κάποια σημεία της διαδρομής οι σκόρπιοι βράχινοι όγκοι κάνανε τη διαφορά (φωτ. 5).

Όλο αυτό το σύνολο: μεικτή οργιώδη βλάστηση + γκριζωποί σκόρπιοι ογκόλιθοι που αντικρίζαμε στο πέρασμά μας, δημιουργούσε εικόνες ξεχωριστές και κάποιες από αυτές μάς προκαλούσαν τον θαυμασμό.

Ρίχναμε γύρω μας ματιές, εξ’ άλλου δεν μπορούσαμε να κάνουμε και διαφορετικά.

Τα ίδια τα  θαύματα της φύσης, οι δημιουργίες της, οι σχηματισμοί της, τα «αποτυπώματά» της σε κάθε τι στο γύρω περιβάλλον, τα χρώματά της, οι πινελιές της, οι «εμπνεύσεις» της…όλα αυτά από μόνα τους τραβούσαν το βλέμμα  μας πάνω τους.

Βλέπαμε δένδρα «γαντζωμένα» πάνω σε βράχους χωρίς κανένα ίχνος χώματος να τραφούν ή άλλα πάνω σε πεσμένους ογκόλιθους κ.α. ;;!!!

Και εμείς, σαν απλοί θαυμαστές, τις εικόνες που αντικρίζαμε τις «εγκλωβίζαμε» σε κάποια γωνιά του μυαλού μας ή τις «αιχμαλωτίζαμε» στις μνήμες των φωτογραφικών μας μηχανών.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στην χαρακτηριστική οξυά, που στον κορμό της είχε χαραγμένους διάφορους συμβολισμούς (υψόμετρο 950 μέτρα).

Βρεθήκαμε λίγο πιο κάτω από τον τερματισμό του δασικού χωματόδρομου.

Στη θέση εκείνη και λίγο πιο πέρα υπάρχει μία καλύβα, σε καστανοχώραφο, κατασκευασμένη από λαμαρίνες και στο εσωτερικό της έχει ένα σωλήνα με τρεχούμενο νερό.

Για να φτάσουμε στην παραπάνω λαμαρινοκατασκευή θα έπρεπε να βγούμε από τη πορεία μας και να διανύσουμε, στα δεξιά του δασικού δρόμου, μία απόσταση ελάχιστων μόλις μέτρων (φωτ. 6 και 7)

Μπήκαμε στην καλύβα και δροσιστήκαμε από τη πηγή με το τρεχούμενο νερό της.

Στη συνέχεια επιστρέψαμε στο δασικό δρόμο και συνεχίσαμε ανηφορίζοντας.

Σε κάποιο σημείο ο χωμάτινος δρόμος τερμάτισε και συνέχιζαν κάποιες ροδιές από αγροτικά καστανοπαραγωγών που περνούσαν μέσα από πυκνή μεικτή βλάστηση.

Τις ακολουθήσαμε.

Στα 1.007 μέτρα υψόμετρο τις εγκαταλείψαμε και μπήκαμε σε μονοπάτι που δύσκολα διακρίνεται από κάποιον απρόσεκτο.

Ευτυχώς, υπάρχουν στην είσοδό του κορδέλες που απαιτούν, όμως, την προσοχή του περιπατητή να τις δει, έτσι όπως είναι μπλεγμένες μέσα στα πυκνά φυλλώματα των δενδρυλλίων.

Το ακολουθήσαμε.

Ήταν εκείνο με την χαρακτηριστική ένδειξη «Μ2/4» και την κίτρινου χρώματος σήμανσή του.

[Το ‘‘Μ2’’ σημαίνει: ‘‘Δεύτερο σε ύψος βουνό της Μακεδονίας’’ μετά τον ‘‘Όλυμπο’’ και το ‘‘/4’’ σημαίνει: ‘‘αριθμός μονοπατιού στον ορεινό όγκο’’ ].

Το μονοπάτι αυτό από τη αρχή του κιόλας απαιτητικό.

Περνούσαμε με δυσκολία μέσα από τα πυκνά χαμηλόκορμα δενδράκια που μας «κλείνανε» το δρόμο.

Λες και βρισκόμασταν σε ζούγκλα.

Στη συνέχειά του το μονοπάτι γινόταν ευδιάκριτο και με πολύ καλή σήμανση.

Ήταν, όμως, αρκετά ανηφορικό.

Απαιτούσε, στο πέρασμά του, αρκετό κουράγιο, πολλή δύναμη στα πόδια και πάνω απ’ όλα επιμονή-επιμονή-επιμονή.

Τα «ζιγκ-ζαγκ» πυκνά.

Βγήκαμε σε ένα μικρό ξέφωτο ( υψόμετρο 1.065 μ. ) [φωτ. 8].

Ο ήλιο από πάνω έκαιγε, η ζέστη της ατμόσφαιρας ανυπόφορη και ο χαρακτηριστικός ήχος του τζίτζικα  ακουγόταν παντού.

Ξαναμπήκαμε σε δάσος. Ευτυχώς !!!

Εδώ, τζίτζικας δεν ακουγόταν, δεν «έσκαγε» από την υπερβολική ζέστη..

Ανηφορίζαμε περπατώντας στην δροσιά της σκιάς του φυτικού τούνελ που σχημάτιζαν τα δένδρα με το φύλλωμά τους (φωτ. 9).

Ακούγονταν τιτιβίσματα πουλιών.

Προχωρούσαμε σιωπηλοί ακούγοντάς τα και προσπαθώντας να «ακούσουμε» τους ψιθύρους του δάσους, καθώς και τη «μιλιά» του περιβάλλοντος.

Στον ορεινό όγκο δεν αισθανόμαστε ότι ζούμε μέσα στο σώμα μας, αλλά νιώθουμε ότι γινόμαστε μέρος όλου αυτού που μάς περιβάλλει.

Νιώθουμε ότι είμαστε το απαραίτητο εκείνο κομμάτι του παζλ που η παρουσία του θα  συμπληρώσει την όλη γύρω εικόνα και θα την ομορφύνει.

Στο πέρασμά μας συναντούσαμε περιττώματα αρκούδας και άλλων ζώων του δάσους.

Είχαμε την αίσθηση ότι κάποια μάτια αγριμιών μάς παρακολουθούσαν, σιωπηλά και αυτά.

Ανεβαίνοντας, η βλάστηση εναλλασσόταν σε κάθε μας βήμα, το ίδιο και η γεωμορφολογία του μονοπατιού.

Δάση μεικτής πυκνής βλάστησης, δάση οξυάς, πευκοδάση…και πάει λέγοντας.

Το καθένα του με τη δική του ιδιαίτερη ομορφιά και ξεχωριστά χαρακτηριστικά.

Το μονοπάτι…αλλού με βατά ανηφορικά κομμάτια, πιο πάνω με στενώματα και σε κάποια άλλα κομμάτια του το πλάτος του μόλις που έφτανε τα 30 με 40 εκατοστά.

Ήταν τα τμήματά του εκείνα που περνούσαν σε πετρώματα, σε βράχια και σε πλαγιά της ρεματιάς με αρκετά μεγάλη κλήση.

Ανεβαίναμε υψομετρικά.

Κοντεύαμε στο πευκοδάσος.

Μπροστά μου ο αρχηγός.

Συνεχίζαμε ακολουθώντας την κίτρινη σήμανση του απαιτητικού μονοπατιού (φωτ. 10, 11, 12).

Από ένα σημείο της διαδρομής και μετά, χρειαστήκαμε να καλύψουμε το στόμα μας για να μην καταπιούμε κάποιο από τα αμέτρητα μυγάκια ή ενοχλητικά ιπτάμενα εντομάκια.

Κάποια στιγμή, εκεί που ανηφορίζαμε μέσα στο πευκοδάσος, το κλασικό αυτό μονοπάτι μάς έβγαλε κοντά στο χείλος μιας χαώδους ρεματιάς (υψόμετρο 1.115 μέτρα).

Εκείνης της ‘‘Λούτα’’ που βυθιζόταν σχεδόν κάθετα κάτω από τα πόδια μας [φωτ. 13].

Φάνηκαν, επιτέλους, οι δεκάδες απέναντι κορυφές του ορεινού όγκου.

Αντικρίσαμε εικόνες που μας ήταν αδύνατον να δούμε όσο βρισκόμασταν μέσα σε δάσος στα χαμηλότερα επίπεδα του ορεινού όγκου.

Βλέπαμε εκείνες που κόντευαν τα 2.000 μέτρα υψόμετρο, τις χαμηλές.

Κοιτάζοντας πιο πέρα και ψηλότερα διακρίναμε τις άλλες, τις ψηλές, που ξεπερνούσαν τα 2.000 μέτρα.

Ξεχώριζαν καθαρά οι: ‘‘Χάλι’’ ή ‘‘Κιλιντέρκα’’ (υψ. 1.726 μ.), ‘‘Δόντι’’ (υψ. 2.146 μ.) και ένα τμήμα της κορυφής ‘‘Άσπρος Σβόλος’’ (υψ. 2.370 μ.).

Βλέπαμε το ‘‘Δάσος Ίσιο Πεύκο’’ ή ‘‘Ράμνο Μπορ’’ ( υψ. από 1.100 μέχρι 1.700 μ.).

Χαμηλά το χάος του ‘‘Ρέματος Λούτα’’.

Για να ξεχωρίσουμε, μέσα από το χάος αυτό της δασωμένης ρεματιάς, την κορυφή ‘‘Πευκόφυτο’’ ή ‘‘Μπουρίκα’’ (υψ. 1.688 μ.) χρειαστήκαμε μεγαλύτερη παρατηρητικότητα και περισσότερη εστίαση της ματιάς.

Βρισκόμασταν κοντά στο χείλος της σχεδόν κάθετης πλαγιάς (φωτ. 14).

Το «ταξίδι» της ματιάς μας στα χαμηλά συνοδευόταν με ανάμεικτα συναισθήματα.

Η εικόνα του απότομου βάθους μάς προκαλούσε τρόμο και εκείνη του γκριζωπού ανάγλυφου της απέναντι βραχώδους πλαγιάς τη μαγεία, τον θαυμασμό.

Αλήθεια, ποιο μυστήριο θα κρύβει όλο εκείνο το χάος;;!!

Πόσες ιστορίες πολέμων θα «φωλιάζουν» σε κάθε σπιθαμή του;;!!

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.

Το μονοπάτι σε βράχο, στενό και σε πολλά τμήματά του με πλάτος μόλις 30 με 40 εκατοστών.

Αρκετά ανηφορικό και με πολλά σύντομα «ζιγκ-ζαγκ».

Η πορεία μας μέσα σε εναλλασσόμενα δάση…πεύκου, οξυάς, μεικτής βλάστησης.

Στα δεξιά μας η απότομη δενδροκαλυμμένη πλαγιά και στα αριστερά μας το βαθύ ρέμα.

Συνεχίζαμε ανεβαίνοντας υψομετρικά.

Βγαίνοντας από το πευκοδάσος η εικόνα τελείως διαφορετική.

Το γύρω τοπίο καμιά σχέση με τα προηγούμενα που περάσαμε.

Κυριαρχούσε η οξυά και όλο το γύρω περιβάλλον ήταν καλυμμένο από πεσμένα χρυσοκαφετί χρωματισμού φύλλα.

Πατούσαμε στα μαλακά και το θρόϊσμα των ξηρών φύλλων σε κάθε πάτημά μας διέκοπτε τη σιωπή του δάσους.

Βρεθήκαμε στα 1.400 μέτρα υψόμετρο.

Προσπερνούσαμε μεγαλόκορμες οξυές που είχαν στους κορμούς τους χαραγμένους συμβολισμούς από ερωτευμένους, από περαστικούς περιπατητές, από εκείνους που πολέμησαν στην περιοχή κ.α.

Βλέπαμε διάφορες παραστάσεις, διάφορα σύμβολα, βέλη, καρδιές, ονόματα, ημερομηνίες.

Σε κάποιον κορμό διάβασα: « 1957 » !!! ( φωτ. 15).

Κάποια στιγμή άκουσα τον προπορευόμενο Τοτό να φωνάζει: ‘‘Θανάση, σου ’ρχομαι !!!’’

Κοντεύαμε στο σημείο εκείνο που ο συνοδοιπόρος μας, ο Θανάσης, επιστρέφοντας με τον αρχηγό μας από την κορυφή ‘‘Γεράκι’’ ή ‘‘Σοκόλ’’, κάθισε κάτω από μία οξυά και έγειρε το σώμα του στην…αγκαλιά…της Φύσης, που τόσο λάτρευε, έκλεισε για πάντα τα μάτια του και «πήρε» το… μονοπάτι της αιωνιότητας, εκείνο που δεν έχει επιστροφή.

Ήταν 22 Οκτώβρη του 2023.

Ο Τοτός ήταν εκείνος που, μέσα στη ταραχή της στιγμής, έκανε με πολλή πόνο στην καρδιά του την άχαρη πράξη, να Τού κλείσει τα μάτια.

Φτάσαμε στην οξυά, εκεί που, στα 1.600 περίπου μέτρα υψόμετρο, κατασκευάσαμε πέρσι έναν σταυρό στη μνήμη του συνοδοιπόρου μας.

Χρειαστήκαμε 2,5 ώρες συνεχούς απαιτητικής ανάβασης για να βρεθούμε, από το σημείο που αφήσαμε το τζιπ, στη θέση που εμείς «ονομάσαμε»: ‘‘Θανάσης’’

«Ανάψαμε» το κεράκια μπαταρίας, που φέραμε μαζί μας, τιμώντας το φιλαράκι μας (φωτ. 16).

Στη συνέχεια ανεβήκαμε μέχρι το κλασικό μονοπάτι: ‘‘Σοκόλ’’ ↔ ‘‘Κιλιντέρκα’’, που απέχει 20 μόλις μέτρα από τον σταυρό που φτιάξαμε.

Εκεί, στη βάση της μεταλλικής πινακιδούλας, που πέρσι τοποθετήσαμε δίπλα στην φυτρωμένη στο χείλος ακριβώς του γκρεμού οξυά, «ανάψαμε» το δεύτερο κεράκι μπαταρίας που φέραμε μαζί μας.

Επιλέξαμε το σημείο εκείνο του κλασικού μονοπατιού για να την βλέπουν οι ορειβάτες, που θα ανηφορίζουν ή θα επιστρέφουν από την κορυφή, και να σταματούν στο σημείο για λίγα δευτερόλεπτα να Τον «χαιρετήσουν» (φωτ. 17).

Μετά το καθήκον μας στη μνήμη του αγαπητού φίλου μας και καλού συνοδοιπόρου της ομάδας μας ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για τη συνέχεια, για την κορυφή.

Δεν αργήσαμε να βγούμε από τη δροσιά της σκιάς του δάσους οξυάς.

Ήμασταν πλέον εκτεθειμένοι στον καυτό ήλιο.

Είχαμε καλυμμένο το στόμα μας, γιατί οι ανεπιθύμητες επιθέσεις από αμέτρητα μυγάκια και ενοχλητικά μικροσκοπικά δίπτερα ήταν συνεχείς.

Αυτό μάς δυσκόλευε αρκετά στην αναπνοή σε μια αφόρητη ατμοσφαιρική ζέστη και στην προσπάθεια της πιο απαιτητικής ανάβασης (φωτ. 18).

Έξω από το δάσος η εικόνα τελείως διαφορετική.

Ανηφορίζαμε τη βραχώδη ράχη πριν την κορυφή.

Η ανάβαση αρκετά απαιτητική.

Σε κάποια σημεία της διαδρομής χρειαστήκαμε τη συνδρομή και των χεριών μας για να μπορέσουμε να «σκαρφαλώσουμε» τη βράχινη εκείνη πλαγιά με μεγάλη κλίση.

Παντού σημάδια πολέμων.

Στο πέρασμά μας προσπερνούσαμε σκαμμένα ορύγματα, χαλάσματα κτισμάτων από την εποχή του πολέμου (φωτ. 19, 20, 21).

Κοντεύαμε στην κορυφή.

Παντού το άσπρο τσάι βουνού και η ρίγανη που μοσχοβολούσε μόλις την ακουμπούσαμε με τα μπατόν μας

Στη σκέψη της θέα που θα αντικρίζαμε από τα ψηλά ξεχνούσαμε τα ζόρια της απαιτητικής ανάβασης (φωτ. 22 και 23).

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην κορυφή.

Βρεθήκαμε στα 1.827 μέτρα υψόμετρο.

Δεν νικήσαμε το βουνό, αλλά τους εαυτούς μας.

Πατήσαμε τα Ελληνοσκοπιανά σύνορα.

Εκεί μάς «υποδέχτηκαν» η μεταλλική πινακίδα με την ένδειξη: ‘‘ΚΟΡΥΦΗ ΓΕΡΑΚΙ (ΣΟΚΟΛ) 1.827 μ.’’, ένα κομμάτι οβίδας (σημάδι πολέμων) και…η χαρακτηριστική σπηλιά –πηγάδι (δημιουργία από ανθρώπινο χέρι) [ φωτ. 24].

Εκτός από την πιο πάνω σπηλιά-πηγάδι υπάρχουν στην κορυφή και γύρω από αυτήν: ορύγματα, οχυρωματικές θέσεις, πολυβολεία και δεκάδες ερείπια κτισμάτων (ένα από αυτά είχε χρησιμοποιηθεί σαν Νοσοκομείο στα χρόνια του πολέμου (φωτ. από 25 έως και 29).

Οι εικόνες από ψηλά απερίγραπτες.

Τα συναισθήματα στο αντίκρισμά τους ανάμεικτα.

Κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση του βορά βλέπαμε τις περιοχές των Σκοπίων.

«Ταξιδεύοντας» το βλέμμα μας στα δεξιά, ακολουθώντας τη συνοριογραμμή, η ματιά μας «σκόνταφτε» στην κορυφή ‘‘Καραούλι’’ που «έκρυβε» την ‘‘Καλή Πεδιάδα’’ ή ‘‘Ντόμπρο Πόλε’’.

Πίσω μας τα δάση οξιάς και στο βάθος οι περιοχές της Αριδαίας του Νομού Πέλλας.

Αριστερά μας όλος σχεδόν ο ορεινός όγκος του ‘‘Βόρα’’ με την άγρια ομορφιά του και την όλο θαυμασμό γεωμορφολογία του.

Ο όγκος του ‘‘Καϊμακτσαλάν’’, όπως το αποκαλούν οι περισσότεροι, με τα πυκνά πευκοδάση του να καλύπτουν όλες τις χαμηλότερες κορυφές του.

Και πιο πάνω από αυτές ξεχώριζαν οι ψηλότερες, οι γυμνές από βλάστηση.

Η κύρια από αυτές, ο  ‘‘Πρ. Ηλίας’’ ( υψ. 2.524 μ.), ήθελε καλύτερη εστίαση της ματιάς για να την ξεχωρίσουμε.

Και τέλος χαμηλά, κάτω από τα πόδια μας, βλέπαμε το ‘‘Ρέμα Λούτα’’.

Στα 1.827 μέτρα υψόμετρο «στρώσαμε» το κυριακάτικο τραπέζι μας και καθίσαμε να απολαύσουμε τα καλούδια που είχαμε φέρει μαζί μας.

Είχαμε όλα τα καλά: σάντουιτς, μπάρες δημητριακών, ξηρούς καρπούς με σταφίδα, μπισκότα…για κυρίως menu.

Μπανάνες και σοκολατάκια…για φρούτο και γλυκό.

Και το ποτό μας;;; Μα, τι άλλο από το ευλογημένο νεράκι με ηλεκτρολύτες ;;!!!

Τα 30 λεπτά μάς φάνηκαν αρκετά να χαρούμε το…γεύμα…μας, τη θέα από τα ψηλά και να «γεμίσουμε» τις…μπαταρίες…μας για τη συνέχεια.

Έτσι, συμμαζέψαμε τα πράγματά μας, μαζέψαμε τα σκουπίδια και τα τακτοποιήσαμε στα σακίδιά μας.

Τα φορτωθήκαμε.

Φωτογραφίες, τελευταία ματιά και με το νεύμα του αρχηγού ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας.

Η κατηφορική πορεία μας απαιτούσε προσοχή και δύναμη στα γόνατα.

Η διαδρομή γνώριμη και οι εικόνες που αντικρίζαμε αυτή τη φορά διέφεραν από τις προηγούμενες ως προ τη γωνία φωτισμού τους (φωτ. 30 και 31).

Φτάσαμε στη θέση με την πινακίδα που είχαμε τοποθετήσει στη μνήμη του συνοδοιπόρου μας Θανάση.

Ακολουθώντας το κλασικό μονοπάτι περάσαμε και από το σημείο που τον πρόδωσε η καρδιά του.

Με το: ‘‘Αιωνία σου η μνήμη παλιέ μας συνοδοιπόρε’’, συνεχίσαμε την κατηφορική πορεία μας.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο τζιπ.

Χρειαστήκαμε 2,5 ώρες κατηφορικής πορείας για να βρεθούμε από την κορυφή στη θέση με το αυτοκίνητο.

Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της η κυριακάτικη δραστηριότητά μας.

Άλλη μία ορειβατική δράση μας στο βουνό προστέθηκε στο «ορειβατικό μας βιογραφικό».

Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτώσαμε τα πράγματά μας στο τζίπ και με ανάμεικτα συναισθήματα πήραμε το δρόμο της επιστροφής μας στην Βέροια.

 

«Μην αποθαρρύνεσαι…

  Μην τα παρατάς…

  Μοιάζει η ζωή μ’ ένα βουνό

  και συ να λαχανιάζεις.

  Σκέψου την θέα από ψηλά

  και κάτω μην το βάζεις.» (Άγνωστος)

Απολογισμός: 

Δαδρομή : ‘‘Ρέμα Κουνουπίτσας’’ ( υψ. 800 μ.) → δασικός χωμάτινος δρόμος → μονοπάτι «Μ2/4» → θέση ‘‘Θανάσης’’ (υψ. 1.600 μ.) → κορυφή ‘‘Γεράκι’’ ή ‘‘Σοκόλ’’ (υψ. 1.827μ.) → επιστροφή

Απόσταση :  12 χλμ.

Υψομετρική  διαφορά :  1.030 μ.  ( με  ανεβοκατεβάσματα )

Χρόνος :  6 ώρες και 45΄ ( συνολικός χρόνος )

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ