“Μια συζήτηση που θα κάναμε αν πραγματικά ενδιαφερόμασταν για τις δολοφονίες γυναικών” / γράφει ο Θέμης Τζήμας
Αν σε αυτήν την κοινωνία όσες και όσοι (επιτρέψτε μας να μην πούμε και «όσ@» κατά τους φρικτούς νεολογισμούς της πολιτικής ορθότητας) υποτίθεται ότι «καίγονται» για την έμφυλη βία, ενδιαφέρονταν πράγματι για αυτήν, το τελευταίο για το οποίο θα συζητούσαμε θα ήταν η καταστολή των υποψηφίων δραστών. Όχι γιατί είναι ασήμαντη, αλλά γιατί κυριολεκτικώς είναι το χρονικώς τελευταίο ζήτημα.
Θα ξεκινούσαμε με μία αξιόπιστη μελέτη για το αν το ζήτημα γενικώς της έμφυλης βίας και ειδικότερα των δολοφονιών βρίσκεται σε έξαρση ως προς προηγούμενες δεκαετίες ή όχι και κυρίως γιατί.
Θα αναζητούσαμε το προφίλ δραστών και θυμάτων. Έχουν κάποια κοινά στοιχεία για παράδειγμα σε ό,τι αφορά το επίπεδο μόρφωσης, την κοινωνική προέλευση, το οικογενειακό τους περιβάλλον, το επάγγελμά τους, την ηλικία τους, το είδος των σχέσεων εντός των οποίων τέτοια περιστατικά λαμβάνουν χώρα (ευκαιριακές σχέσεις, μακροχρόνιες κλπ.), τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τον τόπο που κατοικούν, τα ενδιαφέροντα, τις κοινωνικές και πολιτικές τοποθετήσεις τους ή όχι; Αν έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά ποια είναι αυτά, γιατί και προς τα πού μας καθοδηγούν; Αν όχι, δηλαδή αν το φαινόμενο είναι εντελώς διάχυτο, και πάλι γιατί έχουμε μια τέτοια διάχυτη βία;
Θα ψάχναμε ποια είναι η συσχέτιση των περιστατικών αυτών με την 15ετή πλέον οικονομική κρίση, με τους νέους πολιτισμικούς κώδικες και τη σύγκρουσή τους με τους παλαιότερους, με τους νέους και παλαιούς έμφυλους ρόλους, με την εμπειρία της πανδημίας, αλλά και με τις εκδηλώσεις άλλων μορφών έντονης βίας (χουλιγκανικής, κρατικής, παρακρατικής, οργανωμένου εγκλήματος), ώστε να βρούμε χρήσιμες συνδέσεις.
Θα ερευνούσαμε ποια είναι η πολιτική του εκπαιδευτικού συστήματος και θα συζητούσαμε ποια πρέπει να είναι. Τι σημαίνει ενημερώνω έναν έφηβο για το πώς πρέπει να είναι οι σχέσεις του με το άλλο φύλο, ώστε να υπάρχει και ελευθερία και ασφάλεια. Τι σημαίνει ενδυναμώνω και όχι θυματοποιώ.
Θα βλέπαμε τι σημαίνει και πώς γίνεται να υποστηρίξουμε ως κοινωνία και ως κράτος στο επίπεδο των υλικών όρων όχι μόνο τα θύματα, αλλά συνολικώς τα πιο αδύναμα στρώματα, ώστε να μην υπάρχουν θύματα και πότε οι θεσμικές μεταβολές αποκτούν πραγματική αξία για τις ζωές των ανθρώπων. Τι σημαίνει η παρότρυνση «μίλα» στα θύματα, όταν αφού μιλήσουν θα γυρίσουν στο ίδιο σπίτι με το δράστη; Τι σημαίνει η διαβεβαίωση «έχουμε ξενώνα» στα θύματα, όταν θα πρέπει μετά να βρουν μια δουλειά και μάλιστα επαρκώς αμειβόμενη δουλειά για να ζήσουν τα παιδιά τους, από αυτές που δεν υπάρχουν; Πώς είναι εφικτό να μην παραβιάζονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και την ίδια στιγμή να υπάρχει ο μικρότερος βαθμός διακινδύνευσης για το φερόμενο ως θύμα;
Ποιος είναι ο ρόλος άλλων φορέων με ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα, όπως είναι οι αθλητικοί οργανισμοί, τα συνδικάτα, η αυτοδιοίκηση, οι νεολαιίστικες οργανώσεις κλπ., στο να προλαμβάνουμε τη διάχυτη βία;
Αφού λοιπόν ερευνήσουμε όλα αυτά, προκειμένου να αναλύσουμε ως κοινωνία τι όντως αντιμετωπίζουμε, πώς όντως πρέπει να δράσουμε, είναι που (πρέπει να) έρχεται ο ρόλος της αστυνομίας και των δικαστηρίων.
Είναι απολύτως σαφές ότι έχουμε μια ανίκανη, ύποπτη ή και ανοιχτά διεφθαρμένη αστυνομία και δικαιοσύνη. Από τους πάνω από 600 νεκρούς της Πύλου έως τα Τέμπη και τις «εφόδους» 14 μήνες μετά στον ΟΣΕ που έχουν μετατρέψει την ελληνική δικαιοσύνη σε ανέκδοτο, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η δικαιοσύνη προσαρμόζεται στις ορέξεις των ισχυρών και ότι η αστυνομία είναι υπερ-επαρκής για να καταστέλλει κοινωνικά κινήματα και πολύ λιγότερο ικανή να περιορίζει το έγκλημα, ιδίως δε το οργανωμένο με το οποίο κάθε άλλο παρά εχθρικές σχέσεις έχει. Όμως δεν είναι ούτε ο ποινικός κώδικας, ούτε η αστυνομία που προνομιακώς θα λύσουν το ζήτημα της έμφυλης βίας.
Ναι, μπορεί και οφείλει να κάνει καλύτερα τη δουλειά της η αστυνομία και στον συγκεκριμένο τομέα. Να μην αποθαρρύνει για παράδειγμα τα θύματα, να έχει δομές υποστήριξης της πρώτης καταγγελίας, να μην αντιμετωπίζει διαφορετικά την πλούσια λευκή, ντόπια γυναίκα, από τη φτωχή, την ξένη, τη «σκουρόχρωμη». Να έχει αστυνομικούς που δεν είναι τα ανεκπαίδευτα βύσματα του υπουργού (ων ουκ έστιν αριθμός), αλλά εκπαιδευμένο και ευσυνείδητο προσωπικό. Να μην ασκεί έμφυλη βία και να μην εκφέρει σεξιστικό, χυδαίο λόγο όταν συλλαμβάνει διαδηλωτές και διαδηλώτριες εκ των οποίων αρκετές έχουν κακοποιηθεί κατά καιρούς από αστυνομικούς.
Υπάρχουν όμως και όλα τα υπόλοιπα. Η ανάγκη να δούμε το προφανές: ότι μια κοινωνία κάτω από ένα αποικιακού τύπου, αντικοινωνικό σύστημα εξουσίας δεν μπορεί παρά να λουμπενοποιείται, να καννιβαλίζει κάθε αδύναμο, να παράγει θύτες και θύματα σε έναν διαρκή κύκλο αποσύνθεσης, να εγκληματεί. Δεν είναι η πατριαρχία: κάτι τέτοιο θα ήταν μέχρι ενός σημείου ανακουφιστικό, γιατί ξέρουμε πώς αντιμετωπίζεται. Είναι η παρακμή, το αίσθημα ανημποριάς, η καταπιεσμένη οργή, η ανυπαρξία λαϊκού πολιτισμού, η λατρεία της δύναμης (που ποτέ δεν έχουμε), η ματαίωση. Αυτά θρέφουν μια χουλιγκανική στάση ζωής. Όποιος ασχολείται μόνο με την καταστολή στο τελευταίο στάδιο το κάνει γιατί είτε δεν μπορεί, είτε δεν θέλει να καταπιαστεί με όλα τα προηγούμενα.
Υ.Γ.: Μέσα σε όλα αυτά, ορισμένοι «προοδευτικοί» βρήκαν τη λύση: να πούμε τις δολοφονίες γυναικών γυναικοκτονίες. Είναι να απορείς με τη βλακεία και με τη χυδαιότητα ορισμένων ανθρώπων.