Βέροια – ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Τρεις χώροι δυο χοροί” / γράφει ο Φώτης Σιμόπουλος
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΗΣ
Εστιατόριο Χαβάη
Η πλατεία Ωρολογίου ήταν το επίκεντρο της πόλης, τέλη της δεκαετίας του ’50, αρχές της δεκαετίας του ’60, όπου αμέτρητος κόσμος συνέρρεε στο πάρκο του με τα μεγάλα δέντρα και τα σιδερένια παγκάκια. Ένα σμάρι ανθρώπων από εκεί ξεκινούσε τη βόλτα του προς τη Μητροπόλεως κι εκεί κατέληγε. Και τι δεν χώνευε στα σπλάχνα της αυτή η βόλτα… Λοξές ματιές, εκκωφαντικούς ψιθύρους, καρδιακές μαρμαρυγές, δήθεν αδιαφορία… Το γαϊτανάκι του έρωτα έπλεκε αδιάκοπα στις χρωματιστές κορδέλες του τη λάγνα παραζάλη των εξαίσιων στιγμών και τα ανομολόγητα ερωτικά σκιρτήματα, που κατέληγαν στα ατέλειωτα στριφογυρίσματα της αγρύπνιας και στα ανεκπλήρωτα όνειρα της αυγής.
Πέριξ της πλατείας διάφορα καταστήματα και σε δεσπόζουσα θέση το «Εστιατόριο Χαβάη» του θείου μου, Μέρκου Καρατζόγλου. Χαλαρός τύπος ο θείος μου και φημισμένος μάγειρας, με φαγητά που τραβούσαν τους πελάτες σαν τις μέλισσες· «βελόνα δεν πέφτει» σχολίαζαν οι πελάτες, δικαστικοί, στρατιωτικοί, υπάλληλοι, μεροκαματιάρηδες, που διαγκωνίζονταν για ένα τραπέζι. Αεικίνητα τα γκαρσόνια, να δίνουν τις παραγγελίες και να φορτώνονται τα πιάτα, ίδια πολυκατοικία το ένα πάνω στο άλλο, δίχως το παραμικρό ατύχημα. Πρώτος και καλύτερος ο κύριος Σίμος, ένας δίμετρος γορίλας, πάντοτε σοβαρός και ιδρωμένος. Ένα μεσημέρι μπαίνει η Αγορανομία για έλεγχο στο μαγαζί, τους παίρνει χαμπάρι ο Σίμος, τσαλακώνει τον λογαριασμό, τον κάνει μπαλάκι και τον καταπίνει. «Τον λογαριασμό παρακαλώ», λέει ο αστυνομικός, «Είδατε σεις λογαριασμό;» απαντάει ο Σίμος μπουκωμένος, κι έτσι τη γλιτώνει.
Ο θείος Μέρκος δεν ήταν μοναχά μαέστρος στα μαγειρέματα, μαγείρευε και τις ψυχές των θαμώνων με τις παραπονιάρικες νότες της φυσαρμόνικάς του, που συχνά κάτι βράδια γέμιζαν το μαγαζί. Κι όταν έπιανε το «Λες και ήταν χθες» όλοι παρότρυναν τον Σίμο να χορέψει βαλς, αλλά αυτός δεν καταδεχόταν. «Ε δεν θα χορέψουμε και σε εστιατόριο», ψιθύρισε.
————–
«Αρζεντίνα»
Εκείνη την Κυριακή η πόλη περηφανευόταν για τα εγκαίνια της «Αρζεντίνας», του νέου υπόγειου κέντρου διασκέδασης, στη Μητροπόλεως, με την αχανή κυκλική της σάλα, τη μεγάλη πίστα και τον τεράστιο πολυέλαιο. Όλος ο καλός κόσμος εκεί και γω παρακολούθημα του μπαμπά μου, να παρατηρώ και να θαυμάζω τους αετονύχηδες σερβιτόρους με τα πιάτα και τα ποτά και να δοκιμάζω σουβλάκι με γαρίδες, αν και το ανδρικό φύλο θαύμαζε περισσότερο τη σύζυγο του ιδιοκτήτη, κυρίου Γιώργου Ιωακειμίδη, με το μεγάλο ντεκολτέ, γνωστή με την επωνυμία «Λάνα Τάρνερ». Ανάμεσά τους και ο Σίμος ντυμένος στην τρίχα με μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και κόκκινο παπιγιόν, να ελίσσεται ανάμεσα στα ζευγάρια που χόρευαν μάμπο. Πάω προς την πίστα, «κάτσε, βρε σατανά, στ’ αυγά σου», με κοκαλώνει ο μπαμπάς, κι εγώ πειθαρχώ. Σταματά η μουσική, ο τζαζμπανίστας αρχίζει ράουλο υποδοχής κι εμφανίζεται ο Σίμος, ο οποίος υποδέχεται με υπόκλιση τη Σοφία, την ντάμα του· φίλησε με επισημότητα το χέρι της, την έκλεισε στοργικά στην αγκαλιά του, ο μαέστρος έδωσε το σύνθημα με την μπαγκέτα του και η οι μαγικοί ήχοι της Κομπαρσίτας ξεχύθηκαν στην αίθουσα. Ο καβαλιέρος σοβαρός και η λιλιπούτεια ντάμα μ’ ευτυχισμένο μειδίαμα ακροβατούσαν πάνω στις νότες. Όλοι μαγεμένοι κρατούσαν την ανάσα τους κι ασυναίσθητα λικνίζονταν κι αυτοί στον ρυθμό του τάγκο. Μα πώς μπέρδευαν έτσι τα πόδια τους και στριφογύριζαν χωρίς να πέφτουν; Το φινάλε ήρθε με μια τριπλή πιρουέτα της Σοφίας και τριπλό χειροκρότημα.
«Μα τι πλαστικότητα…» σχολίασε μία κυρία.
«Αυτό, κυρία μου, δεν είναι χορός… πέταγμα είναι» είπε ο διπλανός μου. Πετούσα κι εγώ απ’ τη χαρά μου.
—————-
«Εληά»
Πόσο γρήγορα κύλησαν τα χρόνια και βρέθηκα φοιτητής πια στην επιτροπή διοργάνωσης του φοιτητικού χορού στην «Εληά». Είχαμε στολίσει με φύλλα φοινικιάς το κέντρο, τοποθετήσαμε λουλούδια στα τραπέζια κι από ένα σουπλά με ποιήματα των Καβάφη και Αναγνωστάκη. Ζωγραφίσαμε πανό με τα αρχαία της πόλης και τα αρχοντικά της· η «Εληά» έλαμπε στολισμένη στην κορυφή του καταπράσινου κάμπου, ενώ ένα κατακίτρινο φεγγάρι σκορπούσε αφειδώλευτα τα μυστικά του.
Στη σκέψη μου είχε φωλιάσει η ιδέα να καλέσω το χορευτικό ζευγάρι της «Αρζεντίνας», αλλά ο χρόνος μου φαινόταν ανυπέρβλητο βουνό, πώς θα ήταν άραγε μετά τόσον καιρό; Όμως, «τι φοβάσαι, κάνε την κίνηση», με κέντρισε μια επίμονη φωνή και τόλμησα. Τους βρήκα στο σπίτι τους μπροστά στην τηλεόραση και παραξενεμένοι με θωρούσαν αμίλητοι. Δεν με είχαν γνωρίσει κι όταν συστήθηκα «βρε, πώς μεγάλωσες έτσι…» είπαν μ’ ένα στόμα. Χαμογελώντας τους εξήγησα το λόγο της επίσκεψής μου «αποκλείεται… τώρα πια γεράσαμε», είπε ο Σίμος, ενώ η Σοφία υπομειδιούσε αινιγματικά. «Γερνούν ποτέ οι αετοί», απάντησα και πες πες… τους κατάφερα.
Κατά τις έντεκα το αδιαχώρητο, η ορχήστρα να παίζει «Το καλοκαίρι εκείνο», το «Aldila», την «Τσιγγάνα καρδιά» και μετά τα σέικ και τα τουίστ. Φωνές, γέλια, αστεία, εκπλήξεις, οινόπνευμα και ανάταση. Κατά τις δώδεκα ρίξαμε πυροτεχνήματα και σε καθένα που έσκαγε ένα «ααα…» ακουγόταν. Τότε ήταν που ο τραγουδιστής, «και τώρα το ρεζουμέ της βραδιάς», είπε απ’ το μικρόφωνο κι επικράτησε απόλυτη σιγή, ενώ τα «Κύματα του Δουνάβεως», κύματα ψυχής, καρδιάς και αναπόλησης κατέκλυσαν τον χώρο. Η Σοφία ασπροφορεμένη κι ο Σίμος με γκρι σκούρα κουστουμιά, κολλημένοι ένα σώμα, άρχισαν το βαλς. Ο κόσμος έκπληκτος παρακολουθούσε και σε κάθε φιγούρα επιφωνήματα επιδοκιμασίας ακολουθούσαν· στον αλέγκρο ρυθμό των ¾ η Σοφία, μια τοσοδούλα λευκή σιλουέτα χάιδευε τα βλέμματά μας κι ο Σίμος στιβαρός καβαλιέρος πρόσφερε τη βάση σε κάθε φιγούρα. Κύκνος αέρινος η Σοφία, παράσερνε κι εμάς στους στροβιλισμούς της και ο Γαλάζιος Δούναβης έκλεισε με τριπλή πιρουέτα, του καταχειροκροτούμενου ζεύγους. Από τότε, κάθε φορά που τους φέρνω στη θύμησή μου, μια θλίψη με κυριεύει, ένας βαθύς αναστεναγμός, επειδή ενώθηκαν με το άπειρο· όμως η αίσθηση ότι σε κάποια γωνιά του ουρανού θα χορεύουν «Κομπαρσίτα» ή «Γαλάζιο Δούναβη» σφιχταγκαλιασμένοι, με λυτρώνει.