“Οι αναλφάβητοι μεν, εξαίρετοι … δε(ν), πολίτες του 21ου αιώνα” / γράφει η Νικολέτα Θάνου
Αισθάνομαι ότι στη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα η «γοητεία» του καθηγητή έχει εξοβελιστεί από τις σχολικές αίθουσες.
Θα ήθελα να πω – θα λαχταρούσα να πω είναι η αλήθεια, για να διασκεδάσω αυτή την οχληρή αίσθηση – ότι έχει πιθανόν αντικατασταθεί από τη «γοητεία» του μαθήματος. Όμως, είναι πράγματι έτσι; Είναι σημαντική η στιγμή της εξομολόγησης του μαθητή κατά την οποία σκιαγραφεί με απορία μια πραγματικότητα, η οποία «κινηματογραφικά» κάνει πρεμιέρα για τον ίδιο, ενώ για τον εκπαιδευτικό έχει προβληθεί εκατοντάδες φορές..
Τι περιλαμβάνει, λοιπόν, αυτή η εξομολόγηση; Περί γραπτού λόγου το θέμα και το πρόβλημα που ανακύπτει κάθε φορά, κάθε νέα χρονιά, που έρχεται για να καταδείξει τα τρωτά ενός συστήματος, το οποίο εξακολουθεί να παράγει λειτουργικά αναλφάβητους, ανθρώπους στους οποίους παρέχεται γνώση (!) την οποία αδυνατούν να αξιοποιήσουν. Γνώση αναφομοίωτη , γνώση περαστική. Ο δάσκαλος απαιτεί χωρίς να μοιράζεται, αντικαθίσταται από το κείμενο το οποίο οι μαθητές καλούνται να το αποκωδικοποιήσουν , να το αποσυνθέσουν και να το επανασυνθέσουν μέσα από μια διαφορετική οπτική κάθε φορά, ίσως και διαφορετική για τον καθένα , εφόσον νοηματοδοτείται από τις εκάστοτε εμπειρικές προσλαμβάνουσες του καθενός εκπαιδευόμενου.
Ποιος ο ρόλος του δασκάλου, άραγε, όταν κατά την ανάθεση της παραγωγής λόγου συστήνει τη αξιοποίηση των ιδεών του κειμένου, ενός δύσκολου στην κατανόηση κειμένου, χωρίς να συνδιαλέγεται το βίωμά του με αυτό του μαθητή, η πλούσια γνωστική εμπειρία του ενός με την άγνοια, την αμβλυμένη κριτική ικανότητα, την αδιαφορία ή και το έντονο ενδιαφέρον για μάθηση του άλλου; Το κείμενο μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, ως αυθύπαρκτη οντότητα και να «μιλήσει» σε έναν μαθητή εκτεθειμένο σε γλωσσικές στρεβλώσεις και παραποιημένες γνώσεις που αντλεί από το διαδίκτυο ή από την φτωχή σε ερεθίσματα καθημερινότητα που αποδομούν ακόμα περισσότερο τη ικανότητα της σκέψης του; Είναι μεθοδευμένη από τα σύγχρονα ΠΣ η τροχοδρόμηση του δασκάλου στο περιθώριο της μάθησης ή εσκεμμένη, βολική τρόπον τινά;
Οι βασικές αρχές των νέων προγραμμάτων σπουδών που έχουν ως κύρια στόχευση να δοθούν ερεθίσματα, κατευθύνσεις και αρχές, κίνητρα και μεθοδολογικά εργαλεία για την επίτευξη της αποτελεσματικής διδασκαλίας μέσω της δημιουργίας δυναμικών κοινοτήτων μάθησης, όχι απλά δεν εφαρμόζονται, αλλά διαστρεβλώνονται παντελώς ή απλά …. τίθενται στο περιθώριο των εκπαιδευτικών υποχρεώσεων. Οι κοινότητες μάθησης στερούνται δυναμικής προς το παρόν. Αρχής γενομένης από το μάθημα της Έκθεσης , θα έλεγα πώς αναδύεται μείζον ζήτημα από την απουσία ερεθισμάτων ή κινήτρων που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον των μαθητών και θα εξομαλύνουν την ούτως ή άλλως διαταραγμένη σχέση τους με το μάθημα. Όσο για τα μεθοδολογικά εργαλεία, αυτά πλέον και σε συνδυασμό με τον νέο ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης οπωσδήποτε θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος για την κατάκτηση του υψηλού στόχου της ισότιμης συμμετοχής σε μια ποιοτική εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς. Μόνο για αυτό όμως, όπως αποδεικνύεται και όπως μαρτυρά ο πολύπαθος μαθητής, αυτός που αισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά αγνοεί ΓΙΑΤΙ δεν μαθαίνει. Η χρήση των νέων τεχνολογιών μπορεί να αξιοποιηθεί από τη τάξη για την έρευνα, για την γνώση πτυχών διαφορετικών πολιτισμών, για την αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών, για την κατάκτηση του κόσμου ίσως – για την κατάκτηση της γλώσσας όμως; Για την αντιμετώπιση της αδυσώπητης καθημερινότητας;
Σε άρθρο του Αντώνη Καρπετόπουλου στην εφημερίδα «Το Βήμα», το οποίο έχει συμπεριληφθεί και στην Τράπεζα Θεμάτων (αν μη τι άλλο, ο αυτοσαρκασμός υποδεικνύει τη επίγνωση της κατάστασης), αναφέρεται ότι «Ο λειτουργικά αναλφάβητος δεν γνωρίζει την άγνοιά του – νομίζει ότι δεν έχει πρόβλημα. Δεν έχει καμία διαφορά από τη φιγούρα του αμόρφωτου μορφωμένου την οποία ολοένα και συχνότερα συναντάμε: αναφέρομαι σε ανθρώπους με πτυχία και θέσεις, οι οποίοι όμως δεν ξέρουν να φερθούν και γίνονται κατά συνέπεια επιζήμιοι.». Άρα, αν το νέο μοντέλο μάθησης, καθίσταται επιζήμιο, όπως έχει πολλάκις αποδειχθεί από τις στρατιές των λειτουργικά αναλφάβητων μαθητών, που εμφανίζουν υψηλούς δείκτες επικοινωνιακής ανεπάρκειας, από τις στρατιές των «μορφωμένων αμόρφωτων» που έχουν κατακλύσει τα Πανεπιστήμια, αυτό και μόνο δίνει το δικαίωμα στον εκπαιδευτικό του μέλλοντος να «αυθαιρετήσει».
Κι αυτό, γιατί απαιτείται ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά μια πιο ενεργητική στάση του εκπαιδευτικού. Όχι, ο δάσκαλος δεν τίθεται στο περιθώριο. Καλείται να συντρέξει με όσα μέσα διαθέτει, να ενδυναμωθεί ο ίδιος πρώτα από τους διαδικτυακούς πόρους και έπειτα να καθοδηγήσει, γιατί η άστοχη και άσκοπη περιπλάνηση στον κόσμο των μέσων χωρίς αναζήτηση σαφούς προορισμού, ειδικά από τους εφήβους, που βλέπουν τις λέξεις αδυνατώντας να ανακαλέσουν τις έννοιες ΠΙΣΩ από τις λέξεις, θα καταλήξει σε πλήρες φιάσκο και σε αποτυχία του όλου εκπαιδευτικού εγχειρήματος . Άρα, η ανακούφιση και η παραίτηση είναι εκ των προτέρων απορριπτέα, καθώς η ανάθεση εργασιών ή η συγγραφή της έκθεσης – που στάθηκε η αφορμή για τη εκπόνηση του παρόντος κειμένου – προϋποθέτει και τον ανάλογο εξοπλισμό (συμπεριλαμβανομένης της υπομονής και επιμονής) του εκπαιδευτικού.
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών, όπως ορίζεται στο ΙΕΠ, έχουν ως αφετηρία τα μαθησιακά αποτελέσματα, δηλαδή όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει ο/η μαθητής/τρια, να κατανοεί και να μπορεί να εφαρμόσει μετά την ολοκλήρωση κάθε μαθησιακής διαδικασίας. Η έμφαση μετακινείται από το γνωστικό αντικείμενο, τους/τις διδάσκοντες/ουσες και τη διδακτική διαδικασία προς τους/τις μαθητές/τριες και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα μάθησης : ακολουθείται δηλαδή μια αντίστροφη πορεία. Για να είμαστε ρεαλιστές και να μην αιθεροβατούμε, τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής είναι κωμικοτραγικά. Ας πάρουμε ως παράδειγμα το παραμελημένο και «ήσσονος σημασίας», σύμφωνα με πολλούς γονείς, μάθημα της Έκθεσης. Αυτό που θα έπρεπε να ενδιαφέρει τους αρμόδιους είναι η εφικτή ή όχι προσαρμογή του στις νέες μεθόδους, καθώς δεν είναι δυνατόν να γράφει ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής χωρίς γνωστικό υλικό, χωρίς μια βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί για να ξεδιπλώσει τη σκέψη του , για να ανιχνεύσει παρόμοιες ιδέες μέσα στα δοθέντα κείμενα, να ακολουθήσει αφαιρετική πιθανόν διαδικασία, να απορρίψει, να συγκρατήσει ιδέες, να συνδυάσει, να αξιολογήσει. Δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στις πληροφορίες του κειμένου για να ανταποκριθεί επαρκώς στα ζητούμενα του θέματος της Έκθεσης χωρίς καμία προεργασία, αναζήτηση πηγών , συζήτηση στην τάξη, έστω παράδοση σχετικού υλικού. Και όσον αφορά τη λογοτεχνία, δεν είναι δυνατόν να ζητείται από τους μαθητές στη λογοτεχνική ερώτηση να παραθέσουν τις δικές τους επιλογές μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις ή σημαντικές της ζωής τους με βιωματικό τρόπο. Σε ποιο βίωμα μπορεί να στηρίξει την απάντηση του ένας μαθητής 15 χρονών όταν οι σημαντικότερες επιλογές της ζωής του μέχρι εκείνη τη στιγμή αφορούν ποια ταινία θα παρακολουθήσει στον κινηματογράφο, τι θα φορέσει την επόμενη ημέρα στο σχολείο ή πού θα πάει διακοπές μετά τις πανελλήνιες; Απλά ακατανόητο.
Η ενασχόληση με το θέμα της γλώσσας σε λίγα χρόνια θα χαρακτηρίζεται «γραφική». Εάν υπάρχει ακόμα αυτή λέξη στη γλωσσική δεξαμενή των μελλοντικών χρηστών της. Η απόκτηση δεξιοτήτων επιστημονικών, κοινωνικών, συναισθηματικών θα παραμείνει ανεφάρμοστη χωρίς την εντρύφηση στη γλώσσα. Οι Έλληνες μαθητές του 21ου αιώνα δεν πρέπει να μείνουν στην ωραιοποιημένη και ιδανικά πλασαρισμένη εικόνα των πολιτών του 21ου αιώνα και να βαυκαλίζονται με την ιδέα αυτή, αλλά να καταδυθούν στο βάθος των ιστορικών παραμέτρων μιας γλώσσας πολλών αιώνων που λόγω του συστηματικού ακρωτηριασμού της από τα σύγχρονα προγράμματα σπουδών και τους «φερέλπιδες» εμπνευστές τους θα τους οδηγήσει σε αφωνία, δυσφωνία, επικοινωνιακή αδεξιότητα, αλλά και σε κάτι ακόμη χειρότερο: θα τους καταστήσει απλούς παρατηρητές και ουραγούς όχι μόνο των τοπικών, αλλά και των διεθνών εξελίξεων.