Βιβλίο Γράμματα & Τέχνες Ψυχολογία

Ελένη Πατίδου “Μαμά, βοήθεια! Είμαι δημόσιος υπάλληλος!” / Ένα βιβλίο για τη δύναμη του ονείρου κόντρα στα κοινωνικά στερεότυπα

Το βιβλίο της Ελένης Πατίδου, σε πρωτοπρόσωπη και γραμμική αφήγηση, καταγράφει καταστάσεις, συνθέτει χαρακτήρες, ανατρέπει στερεότυπα και προκαλεί στον αναγνώστη, μέσα από μια αφηγηματική διαδρομή, την ελπίδα για τη νίκη εκείνων που θέλουν να αγωνιστούν για τα όνειρά τους, παλεύοντας με τα δεσμά τους. 

…………..

Μετά από δύο βιβλία η Ελένη Πατίδου εκδίδει το τρίτο της με τον τίτλο “Μαμά, βοήθεια! Είμαι δημόσιος υπάλληλος!”, εκδόσεις “άνω τελεία”.

Ο τίτλος ηχηρός, σίγουρα δημιουργεί ερωτηματικά αλλά και ενδιαφέρον στον αναγνώστη που θα πάρει το βιβλίο στα χέρια του, με σκέψεις  εναλλασσόμενες, που προέρχονται από τη δική του οπτική πάνω στη δημοσιοϋπαλληλική ζωή.

Η Ελένη Πατίδου είναι ψυχολόγος και εργάζεται στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Είναι όμως η επιστήμονας που υπερβαίνει τα εσκαμμένα του κλάδου της και αντί για επιστημονικές καταθέσεις, μετατρέπει την εμπειρία και τις γνώσεις της σε λογοτεχνία, αγγίζοντας περισσότερο μ’ αυτόν τον τρόπο τον αναγνώστη της, αφού πάντα η πλοκή δημιουργεί την αίσθηση της δράσης, που κινητοποιεί τη σκέψη μέσα από το συναίσθημα.

Η νουβέλα της ακροβατεί ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και τη συλλογική αίσθηση, ανάμεσα στο δραματικό και τη χιουμοριστική κάποτε θέαση των πραγμάτων, σαν ένα παιχνίδι που έχει τελικά το στόχο του να προβληματίσει αλλά και να ανατρέψει τα κακώς κείμενα.

Τα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας, ιδιαίτερα στην επαρχία, είναι πολλά και τα στερεότυπα, όσο κι αν φαίνεται πως η κοινωνία προχωρεί,  εξακολουθούν να επηρεάζουν το παιδί και ιδιαίτερα το κορίτσι, που του ζητιέται επίμονα από την οικογένεια η αποκατάσταση. Αποκατάσταση σημαίνει για τους γονείς μια θέση στο δημόσιο και στη συνέχεια έναν γάμο.

Πράγματα προκαθορισμένα, στερεότυπα ακράδαντα για την ελληνική επαρχία,που χτίστηκαν αιώνες τώρα το δεύτερο και τους δύο τελευταίους το πρώτο, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Η πρωταγωνίστρια της νουβέλας ασφυκτιά κάτω από το βάρος της πίεσης των δύο οικογενειακών και κοινωνικών επιταγών. Ειδικά  η επίτευξη του ονείρου να βάλει στο χέρι της το “χρυσό βραχιόλι” του δημοσίου υπαλλήλου είναι γι’ αυτήν στόχος απραγματοποίητος, αφού το ίδιο πιστεύουν οι γονείς της και κάθε τόσο το εκφράζουν πεσιμιστικά με την έννοια του ανεκπλήρωτου.

“Να έχεις τη δουλίτσα σου, τα λεφτουδάκια σου. Να μην έχεις ανάγκη κανέναν. Αλλά για να το πετύχεις χρειάζεσαι ένα βραχιόλι… Ξύλο απελέκητο παιδάκι μου. Αχ καλό μου, βλέπεις την τυραννία μας. Μάθε γράμματα. Βάλε βραχιόλι και βρες μια δουλίτσα μόνιμη. Εσύ τι λες άντρα μου, καλά δε λέω;” ρωτούσε και τον πατέρα μου, για να επισφραγίσει τον λόγο της η μάνα μου.

Είναι, όμως, για ένα παιδί, που έχει δέσει τη μοίρα του με το μάζεμα των καπνών στο χωράφι, το πραγματικό του όνειρο;

Πόσο δικαιούται να ανοίξει τα φτερά του; Έχει φτερά ή είναι κομμένα από τους άλλους ήδη από πολύ νωρίς;

Οικογένεια και σχολείο. Όλοι ξέρουμε πως συνδιαμορφώνουν την εύπλαστη προσωπικότητα του παιδιού Ποια οικογένεια, όμως, και ποιο σχολείο;

Η πρωταγωνίστρια περνά μέσα από το κακό και το καλό σχολείο, από την ισοπέδωση και την αναπτέρωση και κάποτε καταφέρνει να πραγματοποιήσει το όνειρο των δικών της. Νοσηλεύτρια σε νοσοκομείο!

Δημόσιος υπάλληλος! Το προσδοκώμενο; Η επιτυχία;

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί όλη τη διπλή της εμπειρία, εκείνη της δημοσιοϋπαλληλικής ζωής κι εκείνην της ψυχολόγου και χτίζει το μύθο της.

Αλήθειες που πονάνε, σκέψεις και συναισθήματα, γκροτέσκο καταστάσεις, δένουν σ’ έναν καμβά καταθέσεων που δίνονται με λόγο απλό, καθαρό, που απευθύνεται στον καθένα χωρίς να  να διεκδικεί εύσημα επιστημονικής επάρκειας, η οποία όμως επάρκεια όχι απλά υπάρχει, αλλά έχει το χάρισμα να κρύβεται επιμελώς, δίνοντας πρώτο ρόλο στην αφήγηση και την πλοκή της.

Η ηρωίδα της έχει την ευκαιρία να περιγράψει κι άλλους χαρακτήρες, οι οποίοι βρίσκονται στο ίδιο “πηγάδι” μ’ αυτήν, πηγάδι σκοτεινό και αδιέξοδο, όπου πνίγεται Η Λητώ, η “μάνα κουράγιο” του βιβλίου, είναι αντιπροσωπευτική.

“Από το αστραφτερό χαμόγελο της φωτογραφίας έμειναν κάποια ελάχιστα δόντια, κιτρινισμένα από το πολύ τσιγάρο. Τα έντονα χείλη έγιναν ζαρωμένα, γεμάτα ρυτίδες. Από το ευθυτενές περήφανο κορμί δεν έμεινε τίποτα. Αντικαταστάθηκε από μια καμπουριασμένη πλάτη που έκλεισε μέσα στο θώρακα καρδιά, ώμους, στέρνο. Όλα πολτοποιημένα.”

Αλλάζει δουλειά. Αυτήν τη φορά στην Πρόνοια. Κι εδώ Δημόσιο. Εκεί αντιμετωπίζει καταστάσεις τραγικές.

“Ήταν ένα πενταόροφο κτίριο σε μια από τις κεντρικότερες περιοχές της πόλης. Μπροστά στην είσοδό του η στάση λεωφορείων, μικροπωλητές, ζητιάνοι, ναρκομανείς, παράνομοι μετανάστες, πρόσφυγες. Καθώς έμπαινες, πάντα υπήρχε ένας τουλάχιστον άστεγος με τις κουβέρτες του και τα πράγματά του.
Στο ασανσέρ μέσα και έξω υπήρχαν σκουπίδια, αποτσίγαρα και ούρα. Όταν αυτό χαλούσε, και δυστυχώς συνέβαινε πολύ συχνά, αναγκαζόμασταν να διασχίσουμε τα ΄δημόσια ουρητήρια’. Έτσι αποκαλούσαμε τα σκαλοπάτια και τους διαδρόμους των πρώτων ορόφων.”

Και μέσα στο σκοτάδι άνθρωποι χαρισματικοί, χτυπημένοι από τη φτώχεια, προσπαθώντας να βγάλουν ένα βιβλιάριο απορίας, κρατούν την αξιοπρέπειά τους και γίνονται για την ηρωίδα φως:

“Ήμουν ηθοποιός. Εμένα που με βλέπεις, ήμουν ηθοποιός. Ταυτόχρονα πολέμησα για την πατρίδα πολλές φορές, με διάφορους τρόπους και διαφορετικούς εχθρούς. Και η μεγαλύτερη απογοήτευση είναι αυτή που εισπράττεις από την πατρίδα σου…

 Σηκώθηκε αγέρωχος και περήφανος από την καρέκλα του, με χαιρέτησε ευγενικά και με αργό βήμα έφυγε. Ανέλπιστο! Σ’ ένα αυστηρά διαρθρωμένο και κρύο περιβάλλον, όπως η υπηρεσία μου, ως απροσδόκητο δώρο αυτός ο άνθρωπος μού ζέστανε την καρδιά.”

Το “πηγάδι” της πρωταγωνίστριας βαθαίνει, αλλά:

“Αυτό το πηγάδι από τη μια το νιώθω απύθμενο και με φοβίζει κι από την άλλη το νιώθω σαν μια χαραμάδα προς το απέραντο συμπαντικό φως, που με ωθεί στην αναζήτησή του”.

Ποιον δρόμο θα επιλέξει η ηρωίδα;  Η συγγραφέας θα πει στον επίλογο του βιβλίου της:

“Στόχος ή όνειρο; Και για τα δυο παλεύει ο άνθρωπος. Θέτει στόχους και υλοποιεί όνειρα.”

Το βιβλίο της Ελένης Πατίδου, σε πρωτοπρόσωπη και γραμμική αφήγηση, καταγράφει καταστάσεις, συνθέτει χαρακτήρες , ανατρέπει στερεότυπα και προκαλεί στον αναγνώστη μέσα από μια αφηγηματική διαδρομή την ελπίδα για τη νίκη εκείνων που θέλουν να αγωνιστούν για τα όνειρά τους, παλεύοντας με τα δεσμά τους.

……………..

“Κάτω από τα άγρυπνα μάτια της αυτοπαρατήρησης ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο. Ήμουν ένα λευκό χαρτί. Το στυλό πήρε το χέρι μου και με πήγε…”
Ελένη Πατίδου

banner-article

Ροη ειδήσεων