Βιβλιοπαρουσίαση – Γιάννης Μοσχόπουλος / Ευαγγελίας Δαμουλή-Φίλια, «Μεθώντας μ’ ένα κρασί Αγιονορείτικο. Η εμπειρία του ταξιδιού στο Άγιον Όρος Ελλήνων Λογοτεχνών»
Παρουσιάζουμε σήμερα στη Βέροια το βιβλίο της Ευαγγελίας Δαμουλή-Φίλια, «Μεθώντας μ’ ένα κρασί Αγιονορείτικο. Η εμπειρία του ταξιδιού στο Άγιον Όρος Ελλήνων Λογοτεχνών», που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γρηγόρη, στην Αθήνα το 2017.
Ο τίτλος του βιβλίου θέτει τρεις βασικούς άξονες έρευνας στους οποίους αναφέρεται η συγγραφέας:
- Το Άγιο Όρος
Τι είναι το Άγιο Όρος; Γιατί πήγαν εκεί οι ασκητές; Γιατί πήγαν εκεί τόσοι προσκυνητές και σημαντικοί λογοτέχνες που έγραψαν την ταξιδιωτική τους εμπειρία. Γιατί να πάω εκεί; θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος.
«Γιατί στο Άγιον Όρος λοιπόν;».
Σύμφωνα με την άποψη του Όμηρου Φωτιάδη (σελ. 25) «η Αθωνική πολιτεία των ασκητών του Αγίου Όρους αποτελεί τη μόνη αυθεντική συνέχεια της ελληνικής αντίληψης περί πόλης, ιδίως όπως αυτή διαμορφώθηκε στα όρια του βυζαντινού ελληνισμού και της ανατολικής ορθόδοξης παράδοσης. Ο ασκητής πολίτης του Αγίου Όρους υποτάσσει τον ατομικό, ψυχολογικό, βιολογικό και φυσικό εαυτό του σ’ ένα πρόγραμμα και έναν τρόπο ζωής αναρχικό και ανοιχτό ! […] Ο Έλληνας αναμετράται στο Άγιον Όρος με αυτό το συγκλονιστικό βίωμα της ύπαρξης, μη νοούμενης ψυχολογικά και υποκειμενικά, αλλά οντολογικά, ρεαλιστικά, ασκητικο-ερωτικά».
Πλέον τούτων το Άγιον Όρος είναι η κιβωτός της Ορθοδοξίας, η κληρονόμος του βυζαντινού πολιτισμού, ο φύλακας αναρίθμητων και πολυτιμότατων κειμηλίων και θησαυρών.
- Να πάμε λοιπόν στο Άγιον Όρος. Πως όμως θα πάει κάποιος εκεί; Μα φυσικά ταξιδεύοντας, αλλά μόνο εάν είσαι άνδρας. Όμως το ταξίδι είναι πολλά παραπάνω από τη χρήση των δεδομένων μέσων συγκοινωνίας για να φθάσεις σ’ έναν τόσο αξιόλογο προορισμό.
Κατεβαίνοντας από το καραβάκι στο λιμανάκι της Δάφνης ο προσκυνητής, φορτωμένος με σακίδιο, έρχεται αντιμέτωπος με την πεζοπορία στα λιθόστρωτα μονοπάτια. Τότε δεν μπορείς παρά να αναλογισθείς τις δυνάμεις που διαθέτεις για να μπορέσεις να κάνεις το γύρο της χερσονήσου. Το σώμα σου μέσα στη μαγευτική φύση αγωνιά εάν έχει τις αντοχές για ανηφορικό βάδισμα και η ψυχή σου αναρωτιέται εάν είναι ανοιχτή για την γνωριμία με την περιρρέουσα θεολογική πνευματικότητα. Έτσι η δεύτερη σημαντική παράμετρος που απασχολεί τη συγγραφέα στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου της είναι η βαθύτερη έννοια του ταξιδιού.
Γράφει λοιπόν (σελ. 20 επ.) ότι: «Ταξίδι είναι επιμήκυνση του χρόνου, ανακάλυψη, συνάντηση με τον πολιτισμό του Άλλου. Με το ταξίδι ξεπερνάς τα όριά σου, αλλάζεις τη μοίρα σου. Είναι ακόμη μια συνταγή να διατηρήσεις την παιδική σου περιέργεια και διάθεση να ξεφύγεις από τα καθημερινά. Ο ταξιδευτής ή ταξιδιώτης, ο περιηγητής ταλαιπωρείται και συμμετέχει στις εμπειρίες και εκτιμά τη διαφορετικότητα. Το ταξίδι είναι μία προσωπική πρόκληση προς το άγνωστο και τα όριά σου χωρίς να μετράς το χρόνο.
Όμως οι γυναίκες σήμερα τη μόνη δυνατότητα που έχουν να δούν ή να προσεγγίσουν το Άγιον Όρος είναι να ανεβούν σ’ ένα καραβάκι από την Ουρανούπολη και να κάνουν τον περίπλου μέχρι τα Νέα Ρόδα. Λύση προσφέρουν τα πολλά βιβλία και οι μελέτες που έχουν γραφεί για το Όρος. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι πολύ ευρηματική η ιδέα της συγγραφέως να μας ξεναγήσει στον Άθω μέσα από τα γραπτά σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών. Νομίζω πως είναι εξαιρετική η ευκαιρία να περιηγηθεί κάποιος μέσα από κείμενα ανδρών επισκεπτών, που τα επέλεξε όμως μία γυναίκα, η συγγραφέας Λίτσα Δημουλά-Φίλια.
Το παρουσιαζόμενο βιβλίο επιχειρεί να σπάσει το άβατο και να δώσει την ευκαιρία σε γυναίκες, αλλά και σε άνδρες που αρνούνται ή δεν βρήκαν χρόνο να το επισκεφθούν, να γνωρίσουν από κοντά την ιερότητα του περιβολιού της Παναγίας μέσα από τα μάτια και τις διηγήσεις επιφανών Ελλήνων λογοτεχνών. Έτσι το βιωματικά άγνωστο μπορεί να γίνει απτό και κατανοητό.
Η συγγραφέας αυτοπροσδιορίζει το βιβλίο της ως μία μελέτη που στοχεύει να μας γνωρίσει έναν «Τόπο», το Άγιον Όρος, γνωριμία που επιτελείται και συντελείται μ’ ένα «μέσο», ένα λογοτεχνικό «Είδος» που είναι το ταξίδι, η ταξιδιωτική καταγραφή.
- Κι όταν φτάσεις στο Άγιο Όρος είναι αδύνατον να μην δοκιμάσεις το κρασί που προσφέρουν φιλόξενα οι καλόγεροι σε κάθε επισκέπτη που συντρώγει μαζί τους στην Τράπεζα. Είναι αδύνατον να μη συγκλονισθείς από το ύψος της ασκητικής ζωής, από την ιερότητα του χώρου, από την ανοιχτή επαφή του ανέγγιχτου γήϊνου με τον ουράνιο στόχο. Όταν βιώνεις τη φύση έτσι όπως πρωτοπλάστηκε και βλέπεις τον ανηφορικό δρόμο προς την πυραμίδα του Άθω δεν μπορείς παρά να προβληματιστείς για το τι υπάρχει παραπάνω.
Μπορεί όμως ο κάθε επισκέπτης ή περιηγητής να μεταλάβει της «μέθης» από το Αγιονορείτικο κρασί; Είναι δηλαδή δυνατόν να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων που φυλάσσει το Όρος;
Η συγγραφέας ξεκινάει ένα ιστορικό περίγραμμα για την χερσόνησο του Άθω από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα χωρισμένο σε κεφάλαια, έτσι ώστε να μας κοινωνεί το πνευματικό «μεθύσι» ή μη που βίωσαν τόσοι και τόσοι λογοτέχνες «πίνοντας» το Αγιονορείτικο κρασί, δηλαδή από την επαφή τους με την θεολογική πνευματικότητα της Αθωνικής Πολιτείας.
Στο 2ο κεφάλαιο, αφού επαρκώς μας ενημερώνει για τα αρχαία ιερά που υπήρχαν εκεί, φτάνει στις απαρχές της μοναστικής ζωής στο Όρος τον 7ο αιώνα και στην σταδιακή ίδρυση των μονών όταν σύμφωνα με τον Νικηφ. Γρηγορά (σ. 70) «το κύμα της επίγειας νοοτροπίας και πολυτέλειας έσπασε στη βραχώδη πύλη της πράσινης χερσονήσου. Η γυναίκα, η λάγνα ματιά, ο γάμος, οι πληθωρικές τέχνες, τα πανηγύρια και ο αναβρασμός των αισθήσεων, όπως επίσης και η κτηνοτροφία, ήταν εξορισμένα δια παντός από την περιοχή της ιερής Κοινότητας. […] Δε γεννιέται ζωντανό πλάσμα στο Άγιον Όρος. Πεθαίνουν μόνο, αλλά χωρίς δάκρυα, χωρίς μνήμα». Μας ενημερώνει για την θεολογική και πνευματική άνθιση της Παλαιολόγειας Αναγέννησης, για την οθωμανική περίοδο, τα προνόμια των μονών, τη μέριμνά τους από τους Σλάβους και Μολδαβούς ηγεμόνες, την φιλοκαλική αναγέννηση έως το τέλος του 19ου αιώνα.
Στο 3ο κεφάλαιο (1880-1920), όταν πλέον το Όρος αρχίζει να γίνεται πανελλήνιο προσκύνημα, παραθέτει την εκεί μετάβασή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «χάριν προσκυνήσεως» σε όλα τα μοναστήρια (σ. 116-118). Είδε όμως ότι όλοι οι μοναχοί δεν βρίσκονταν σε κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης που θα τους έφερνε σε νηφαλιότητα και σωφροσύνη, ώστε να φτάσουν στη νήψη, στην πνευματική μέθοδο που απελευθερώνει εντελώς τον άνθρωπο με τη βοήθεια του Θεού από σκέψεις μολυσμένες από πάθη, από λόγια και έργα πονηρά, αν εφαρμόζεται πολύν καιρό και πρόθυμα. Μέσω δε της νήψης θα μπορούσαν να πετύχουν τη θέωση και από κεί την ευτυχία και τον Παράδεισο. Έτσι ο Παπαδιαμάντης αναχώρησε λέγοντας «Εγώ δεν γίνομαι καλόγερος εδώ» κι έγινε κοσμοκαλόγερος.
Ο δημοσιογράφος Χρήστος Χρηστοβασίλης (σ. 129) ανέβηκε και στην κορυφή του Άθωνα και ανέφερε «Είναι τόσο ψηλή κι απότομη η κορυφή του Άθωνα, που λησμονάει κανείς ότι είναι άφτερο δίποδο, και του φαίνεται ότι έχει φτερά και βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα γής και ουρανού !».
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (σ. 135) αντιμετώπισε το Όρος ως βυζαντινό μουσείο κτιρίων, κειμηλίων, τύπων και βυζαντινών ανθρώπων.
Ο Ν. Καζαντζάκης (σ. 141) διέσχισε επί σαράντα μέρες και νύχτες την ιερή γεωγραφία του Α.Ό. διαβάζοντας Δάντη, τα Ευαγγέλια και τον Βούδα, ρωτώντας διάφορους μοναχούς και προσπαθώντας να διατυπώσει το δικό του θρησκευτικό όραμα, αναζητώντας στο Ό. το Απόλυτο.
Ο Άγγελος Σικελιανός (σ. 161 επ.) στα τριάντα του χρόνια, πόθησε να εκχριστιανίσει την ψυχή του πρώτα με το προσκύνημα στο Άγιον Όρος και αργότερα με τα δημιουργήματά του. Ήθελε να μετάσχει στη μοναστική ζωή για να εμβαθύνει το θρησκευτικό συναίσθημα και να γνωρίσει το Βυζάντιο.
Στο 4ο κεφάλαιο (1920-1940), διαβάζουμε ότι ο Φώτης Κόντογλου με νωπό το βλέμμα της Μικρασιατικής καταστροφής επισκέφθηκε το Όρος με απώτερο σκοπό να μελετήσει την βυζαντινή τέχνη, αλλά καλούσε (σ. 184, 186) «ας έρθουνε μαζί μου να πάμε κατά τα μέρη που δεν υπάρχει καμμιά μηχανή, κανένα τέτοιο πονηρό είδωλο, εκεί που είναι η πλάση κι ο άνθρωπος όπως τα έκανε ο Θεός, απλά και βλογημένα».
Συνεχίζει με Κ. Ουράνη, Γ. Βαφόπουλο, Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη, κ.ά.
Το 5ο κεφάλαιο αφορά την περίοδο του Β΄Π.Π μέχρι το 1960, όταν ο Βασ. Βασιλικός (σ. 285) ζητούσε να βρεί εκεί μιαν αρχή κι ένα σκοπό, ο Σπύρος Μελάς (σ. 286) την ελληνικότητα, ο Ν. Λούβαρης (σ. 292) την πύλη του Ουρανού, ο Γ. Θεοτοκάς (σ. 308) τις πηγές της πνευματικότητας και τον Ορθόδοξο ανθρωπισμό, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (σ. 338) την εσωτερική μετατόπιση και την υπέρβαση του αισθητού.
Η συγγραφέας συνεχίζει παρομοίως στα επόμενα κεφάλαια για τα χρόνια της δικτατορίας, τότε που πήγα κι εγώ πρώτη φορά εκεί την Μεγάλη Εβδομάδα του 1973 και θα μου επιτρέψετε να σταματήσω εδώ.
Ο αναγνώστης του βιβλίου μπορεί να συνεχίσει διαβάζοντας για λογοτέχνες επισκέπτες του Όρους στα χρόνια της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα.
ΘΕΡΜΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΉΡΙΑ στη συγγραφέα
κι ΕΥΧΕΣ για πολλές αναγνώσεις και καλές πωλήσεις του βιβλίου.-
Αλεξάνδρεια 04.10.2023
Γιάννης Μοσχόπουλος / 6977336818 / mosio@otenet.gr