Περιβάλλον Περισσότερο διαβασμένα

Όλυμπος: Από τα Πριόνια στο Οροπέδιο Μουσών, από τα γομαροστάλια

Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος                                

«Όλοι μας έχουμε ένα ανυποψίαστο απόθεμα δύναμης που αναδύεται όταν η επιθυμία της πραγματοποίησης του σκοπού μας μάς βάζει σε δοκιμασία

Αύγουστος.

Συγκεντρωθήκαμε, τα μέλη της Ορειβατικής Ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’, στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης.

Μαζί μας και τρείς φίλοι μου, λάτρεις της φύσης και της ορειβασίας, που αποφάσισαν να μας ακολουθήσουν.

Στο ημερολόγιο έγραφε: Κυριακή, 13-08-2023.

Ήμασταν όλοι στην ώρα μας και συνεπείς στο ραντεβού μας.

Γύρω μας το απόλυτο σκοτάδι.

Παντού η σιωπή των πρώτων ωρών πριν το ξημέρωμα.

Ο ουρανός συννεφιασμένος και η πρωινή Αυγουστιάτικη ατμοσφαιρική ψυχρούλα αισθητή.

Φορτώσαμε τα πράγματά μας στα αυτοκίνητα και αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε για το ραντεβού μας με τη…Φύση.

Ξεκινήσαμε για εκεί που μάς περίμενε ένα ακόμη κυριακάτικο τόλμημα.

Ένα τόλμημα που θα μας επέτρεπε, απαλλαγμένους από τα «μη» και από τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας, να ξεδιπλώσουμε ελεύθεροι πλέον τα «θέλω» μας, να μετρήσουμε τις ικανότητές μας και να δοκιμάσουμε της δυνατότητές μας.

Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε: 06.00΄ π.μ.

Η πόλη της Βέροιας ακόμη «κοιμόταν» και εμείς οδεύαμε για την κυριακάτικη προγραμματισμένη δραστηριότητά μας στον ορεινό όγκο του βουνού των θεών, που επιλέξαμε για να δοκιμάσουμε τα όριά μας και τις αντοχές μας.

Ο οδικώς προορισμός μας η κωμόπολη Λιτόχωρο Πιερίας και στη συνέχεια της τα ‘‘Πριόνια’’ Ολύμπου.

Από εκεί θα ξεκινούσαμε το ημερήσιο τόλμημά μας που περιελάμβανε: «Ανάβαση στο ‘‘Οροπέδιο των Μουσών’’ ακολουθώντας το αρκετά απαιτητικό μονοπάτι με τοπωνύμιο: ‘‘Γομαρόσταλος’’ και επιστροφή στα ‘‘Πριόνια’’ ακολουθώντας τα μονοπάτια: ‘‘Κοφτό’’‘‘Ε4’’ και περνώντας από το καταφύγιο του ‘‘Σπ. Αγαπητού’’ (ή ‘‘Ζολώτα’’)».

Αφήσαμε πίσω μας την ‘‘όμορφη κοιμωμένη’’, την Βέροια, και ακολουθήσαμε την Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Αθήνα.

Άρχισε να χαράζει.

Πέρα στον ορίζοντα και πάνω από τον ορεινό όγκο του ‘‘Χορτιάτη’’ σχηματιζόταν μία πορτοκαλί χρωματισμού λωρίδα που, όσο κυλούσαν τα λεπτά, ολοένα και διευρυνόταν σε πλάτος (φωτ. 1).

Η εικόνα που αντικρίζαμε όμορφη.

Η κορυφογραμμή του βουνού στο βάθος άρχιζε να ξεχωρίζει και όλα γύρω μας άρχιζαν να σχηματίζονται και να παίρνουν μορφή.

Συνεχίζαμε την οδική πορεία μας.

Κάποια στιγμή εγκαταλείψαμε την Εθνική Οδό και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στο Λιτόχωρο, την κωμόπολη της Πιερίας που απλώνεται στη..σκιά…του βουνού των θεών.

Μπροστά μας άρχιζε να ορθώνεται ένα άγριο και επιβλητικό γιγάντιο τοίχος, δείχνοντας το όλο μυστήριο μπόϊ του, όσο το πλησιάζαμε.

Καταφέραμε να διακρίνουμε και το τμήμα της ράχης που κάποια στιγμή θα ανηφορίζαμε (φωτ. 2).

Στο Λιτόχωρο δεν καθυστερήσαμε καθόλου.

Συνεχίσαμε.

Βγαίνοντας από την κωμόπολη ακολουθήσαμε τον ανηφορικό ασφαλτόδρομο με τα πολλά στροφηλίκια, που οδηγούσε στο τοπωνύμιο ‘‘Πριόνια’’.

Όσο ανηφορίζαμε για τον προορισμό μας, τόσο βλέπαμε το τοπίο να αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει χρώματα.

Η Φύση άρχιζε, από λεπτό σε λεπτό, να «ντύνεται» στα πολύχρωμά της.

Σε μια από τις πάμπολλες στροφές του δρόμου, καταφέραμε να αντικρίσουμε το όμορφο θέαμα της ανατολής του ήλου.

Μια απερίγραπτης ομορφιάς…ζωγραφιά…στον ουρανό.

Πάνω από το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής ο κατακόκκινος δίσκος έπαιρνε τον ανηφορικό του δρόμο για το ψηλότερο σημείο  του ουρανού.

Χαμηλά ο ‘‘Θερμαϊκός’’ και η σχηματισμένη μακρουλή ακτογραμμή της Πιερίας.

Ο ήλιος ανηφόριζε στον ουρανό.

Ανηφορίζαμε και εμείς στον ορεινό όγκο του βουνού των θεών για να φτάσουμε στο τερματισμό του ασφαλτόδρομου.

Τα 18 περίπου χλμ της οδικής πορείας μας, με τα πολλά στροφηλίκια, δεν μάς κούρασαν.

Τα τοπία που εναλλάσσονταν μεταξύ τους στο πέρασμά μας και οι εικόνες που διαδέχονταν η μία την άλλη μάς ξεκούραζαν στο αντίκρισμά τους.

Φτάσαμε στα 1.100 μέτρα υψόμετρο.

Βρεθήκαμε στο τοπωνύμιο ‘‘Πριόνια’’ Ολύμπου.

Στο parking τα αυτοκίνητα αμέτρητα, αλλά η ανθρώπινη παρουσία την ώρα που φτάσαμε σχεδόν απούσα.

Οι περισσότεροι από τους επισκέπτες θα βρίσκονταν, εκείνη τη στιγμή, στα καταφύγια και κάποιοι άλλοι…θα ήταν περιπλανώμενοι στα δεκάδες και πλέον μονοπάτια του βουνού.

Με αυτή την πρωινή εικόνα αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτικη πολύωρη δραστηριότητά μας.

Η άσφαλτος του parking βρεγμένη και η δροσούλα του τοπίου αισθητή.

Ο ουρανός συννεφιασμένος και οι μύτες των κορυφών κρυμμένες πίσω από το σκούρο γκριζωπό πέπλο.

Ευτυχώς που δεν έβρεχε.

Η ατμοσφαιρική ψυχρούλα στα 1.100 μέτρα υψόμετρο σχετικά ανεκτή.

Τελευταίο τσεκάρισμα στα σακίδιά μας.

Επειδή στο βουνό όλα είναι απρόβλεπτα, προσθέσαμε σε αυτά και κάποια επιπλέον απαραίτητα σε μια πολύωρη απαιτητική πορεία και μάλιστα με άστατο καιρό.

Πήραμε μαζί μας και αρκετό νερό, γιατί σε όλη τη διαδρομή μας δεν θα συναντούσαμε πουθενά πηγή.

Συντονίσαμε τους ασυρμάτους επικοινωνίας μεταξύ μας, ενεργοποιήσαμε τα GPS’s, «οπλίσαμε» τις φωτογραφικές μας μηχανές και περιμέναμε το νεύμα του 86χρονου αρχηγού μας, του Τοτού (Θεόδωρος-Τοτός Σαρόγλου), να ξεκινήσουμε.

Θα ακολουθούσαμε το αρκετά δύσκολο μονοπάτι ‘‘Γομαρόσταλος’’, με σκοπό να βρεθούμε στο ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ και στην συνέχεια στο καταφύγιο ‘‘Αποστολίδης’’, που είναι κτισμένο στο ψηλότερο σημείο του Ελλαδικού ορεινού όγκου (υψ. 2.750 μ.) [φωτ. 3].

Για τους φίλους μου και συνοδοιπόρους μας ήταν μια γνώριμη διαδρομή, την είχαν ξανακάνει μαζί μου πριν από δύο χρόνια, εκτός του Μπάμπη, του νεαρού της παρέας, που θα βίωνε μία πρωτόγνωρη εμπειρία στο μονοπάτι που το επιλέγουν ελάχιστοι μόνο ορειβάτες.

Για όλους μας, πάντως, η επιλογή αυτή θα ήταν μία ακόμη αναμέτρηση με το βουνό και

πάνω απ’ όλα εκείνη, η για ακόμη μια φορά, αναμέτρηση με τον ‘‘εαυτό μας’’!!

Με το νεύμα του αρχηγού ξεκινήσαμε, διαγράφοντας από το μυαλό μας όλα εκείνα τα ‘‘άχρηστα’’ που το βάρυναν μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Με την διαγραφή όλων των ‘‘άχρηστων’’ «δημιουργήσαμε» ελεύθερο χώρο στο μυαλό μας για να ‘‘φιλοξενήσει’’ εικόνες, που θα αντικρίζαμε, και να ‘‘αποθηκεύσει’’ στιγμές, που θα βιώναμε κατά τη διάρκεια της πολύωρης πορείας μας.

«Πατήσαμε» το…κουμπί: ‘‘αποφασιστικότητα’’…και μπήκαμε με χαμόγελα και γεμάτοι θετική διάθεση στο μονοπάτι με τη «μπλέ» σήμανση (φωτ. 4).

Εκείνο δηλαδή, το «εναλλακτικό», με την απευθείας είσοδο στην απότομη και με πυκνή βλάστηση πλαγιά, που βρίσκεται στη δεξιά μεριά του parking όπως το ανεβαίνουμε και απέναντι ακριβώς από την είσοδο στο μονοπάτι: ‘‘Πριόνια’’→‘‘Ενιπέας’’→‘‘Λιτόχωρο’’ (βλέπε πιο πάνω τη φωτό 3).

Για να βρει κάποιος το μονοπάτι που ακολουθήσαμε θα πρέπει να ψάξει, μέσα στη μεικτή βλάστηση της πλαγιάς, το δένδρο με το καρφωμένο μεταλλικό βέλος και τη «μπλε» χρώματος κουκίδα στον κορμό του.

Το μεταλλικό αυτό βέλος φέρει χαραγμένη την ένδειξη: «Γομαρόσταλος».

Ονομάστηκε έτσι, επειδή η διαδρομή του περνά από τα τρία ορεινά λιβάδια (παλιά γομαροστάλια).

Έχει, σύμφωνα από πληροφορίες, δημιουργηθεί και διανοιχτεί από Θεσσαλονικείς ορειβάτες-αναρριχητές το 2007.

Είναι το πιο σύντομο, εάν αποφασίσει κανείς να φτάσει από τα ‘‘Πριόνια’’ στο ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ κάνοντας μικρότερη διαδρομή.

Είναι όμως και το πιο απαιτητικό, αρκετά δύσκολο…αλλά, και το πιο όμορφο με πολλές εναλλαγές γεωμορφολογίας και εικόνων.

Έχει ένα απότομο αναρριχητικό κομμάτι πριν την είσοδο στο ‘‘Οροπέδιο’’, που το «σκαρφάλωμά» του θα σε κάνει να νιώσεις, για κάποια λεπτά, αναρριχητής και η προσπάθειά σου αυτή, στο σημείο εκείνο, θα σε γεμίσει με δεκάδες απερίγραπτα συναισθήματα (φωτ. 5).

Το συγκεκριμένο μονοπάτι κάποιος ορειβάτης το χαρακτήρισε: «…‘‘ασανσέρ’’, που σε ‘‘ανεβάζει’’ σχεδόν κατακόρυφα από τα 1.100 στα 2.600 μέτρα υψόμετρο με τη μία

Ισχύει.

Εάν το ακολουθήσει κάποιος θα διαπιστώσει ότι όλη η πορεία γίνεται σε μια πολύ απαιτητική πλαγιά με συνεχή και αρκετά μεγάλη κλίση.

Τα δε οριζόντια, τα κάπως «ξεκούραστα»,  τμήματα αριθμούν μόλις δύο σε όλη τη διαδρομή και αυτά, μάλιστα, μικρού σχετικά μήκους.

Εμείς, επειδή το έχουμε ανηφορίσει δεκάδες φορές, θα συμπληρώσω τον εφευρετικό άγνωστο ορειβάτη: «Όταν χρησιμοποιεί κάποιος το παραπάνω ‘‘ασανσέρ’’ περνά από τα εξής επίπεδα, ξεκινώντας από το χαμηλότερο και φτάνοντας στο ψηλότερο: 1ο. ‘‘προσωπική αποφασιστικότητα’’, 2ο. ‘‘φυσική κατάσταση’’, 3ο. ‘‘σωματική αντοχή’’, 4ο. ‘‘επιμονή’’, 5ο.  ‘‘κουράγιο’’, 6ο. ‘‘τόλμη’’ και τελευταίο…το 7ο, εκείνο δηλαδή της ‘‘ανταμοιβής του τολμήματος’’».

Λίγο πιο πάνω από το parking υπάρχει μία άλλη είσοδος σε μονοπάτι που περνάει από τα ‘‘γομαροστάλια’’.

Ονομάζεται «πρώτη» και είναι η παλιότερη που οδηγεί απευθείας στο ‘‘Οροπέδιο’’.

Βρίσκεται πίσω ακριβώς από την καλύβα του αγωγιάτη, που φροντίζει για την τροφοδοσία του Καταφύγιου ‘‘Σπήλιος Αγαπητός’’ (ή ‘‘Ζολώτα’’).

Την καλύβα αυτή την συναντά κανείς μπαίνοντας στο Ευρωπαϊκό μονοπάτι ‘‘Ε4’’ με προορισμό τις κορυφές και πριν φτάσει στο ξύλινο χαρακτηριστικό γεφυράκι (φωτ. 6, παλαιότερη).

Την πρώτη φορά, πριν από πολλά χρόνια που συμμετείχα σε παρόμοιο πρόγραμμα ανάβασης, η ομάδα μας ακολούθησε το μονοπάτι αυτό.

Ήταν το πιο γνωστό τότε, που περνούσε από τα ξέφωτα-ορεινά χορτολίβαδα.

Πάντως όποια είσοδο και αν χρησιμοποιήσει κάποιος θα βρεθεί, ανηφορίζοντας την πλαγιά,

στο τελευταίο τμήμα του μονοπατιού ‘‘Γομαροστάλος’’.

Το τμήμα εκείνο της συνάντησης μονοπατιών βρίσκεται στη γυμνή από βλάστηση σαθρή ράχη, με την αρκετά μεγάλη κλίση, και πριν το απότομο αναρριχητικό βράχο (φωτ. 7).

Εμείς, επιλέξαμε το εναλλακτικό μονοπάτι και το ακολουθήσαμε.

Είναι αρκετά ανηφορικό από την αρχή του κιόλας και ξεκινά από την πλαγιά με μεγάλη σχετικά κλίση που σε δυσκολεύει κάπως στην είσοδό του.

Το πέρασμά του απαιτεί φυσική κατάσταση, δύναμη στα πόδια, σωματική αντοχή και επιμονή.

Είναι ευδιάκριτο και με πολύ καλή σήμανση, μπλε βούλες και μεταλλικά βέλη στους κορμούς των δένδρων.

Περνά μέσα από πυκνή εναλλασσόμενη βλάστηση.

Αρχικά περνάει μέσα από μεικτό δάσος ποικιλόμορφων δένδρων, στη συνέχεια μέσα από δάσος οξιάς και τέλος μέσα από εκείνο με τα πανύψηλα μαυρόπευκα.

Τα μεγαλόκορμα δένδρα, που ορθώνονταν γύρω μας, σχημάτιζαν φυτικά τούνελ.

Περάσματα δροσιάς στις ψηλές θερμοκρασίες και προστασίας στις ηλιόλουστες μέρες με καυτό ήλιο.

Όσο ανεβαίναμε, αντικρίζαμε εναλλασσόμενες εικόνες, που η μία ανταγωνιζόταν την άλλη σε ομορφιά.

Εναλλασσόταν όμως και η γεωμορφολογία του μονοπατιού.

Περπατούσαμε σε βατά τμήματα, πατούσαμε ποώδη βλάστηση και φτέρες, τα μπατόν μας κτυπούσαν σε βράχους και ογκόλιθους, περνούσαμε μέσα από βραχώδη στενώματα και όλα αυτά σε πλαγιά με μεγάλη κλίση (φωτ. από 8 έως και 11).

Στην περιοχή που βρεθήκαμε δεν ήθελες να μιλάς, αλλά μόνο να κοιτάς και να προσέχεις που και πως πατάς.

Παντού η απόλυτη σιωπή.

Ανεβαίνοντας, μάς προσπέρασαν δύο νεαροί ορειβάτες από την Κατερίνη.

Κουβαλώντας λιγότερο…ηλικιακό βάρος…στην πλάτη τους σχεδόν…«πετούσαν».

Ο μεγαλύτερος από τους δύο είχε τα μισά χρόνια του αρχηγού μας.

Εμείς, ακολουθώντας το δικό μας ρυθμό…συνεχίζαμε.

Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το μονοπάτι, στα αριστερά μας, με το τοπωνύμιο: ‘‘Κοφτό’’. Είναι σύντομο σε διαδρομή και κερδίζεις, εάν το ακολουθήσεις, χρόνο πορείας για να φτάσεις στο πρώτο ξέφωτο, το πρώτο δηλαδή ‘‘γομαροστάλι’’.

Χρειαστήκαμε μία ώρα συνεχούς ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από το parking στο σημείο αυτό της συνάντησης μονοπατιών (φωτ. 12).

Ολιγόλεπτη σύσκεψη.

Μετά την ανταλλαγή απόψεων, αποφασίσαμε να χωριστούμε.

Εγώ, ενημέρωσα τα μέλη της ομάδας ότι θα συνεχίσω την κλασική διαδρομή, που πήγαινε ακόμη δεξιότερα.

Θα ακολουθούσα δηλαδή την σχεδόν κυκλική πορεία του μονοπατιού και  θα διένυα κάπως μεγαλύτερη απόσταση από τους άλλους.

Όλοι οι υπόλοιποι θέλησαν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους στο ‘‘Κοφτό’’ και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν την χορταριασμένη και σχεδόν απότομη πλαγιά με το πυκνό δάσος μεγαλόκορμων μαυρόπευκων.

Η μεγάλη κλίση στο κομμάτι εκείνο απαιτούσε πορεία συνεχών «ζιγκ-ζαγκ».

Με την απόφασή μου αυτή μού δόθηκε η ευκαιρία να υπολογίσω τη διαφορά χρόνου ανάβασης μεταξύ των δύο διαφορετικών αυτών διαδρομών.

Η πορεία μου ξεκούραστη, δεν απαιτούσε την επιπλέον σπατάλη δυνάμεων.

Η διαδρομή μου, όμως, μακρινάρι.

Δεν άργησα να συναντήσω τη επόμενη διασταύρωση μονοπατιών, που βρίσκεται λίγο ψηλότερα υψομετρικά.

Βρέθηκα στα 1.680 μέτρα υψόμετρο και στο σημείο εκείνο που το μονοπάτι που ακολουθούσα συναντιέται με ένα άλλο, που οδηγεί στο τοπωνύμιο ‘‘Στράγγος’’ και στη συνέχειά του στο καταφύγιο ‘‘Πετρόστρουγκας’’ (φωτ. 13).

Από τη θέση εκείνη συνέχισα την πορεία μου ακολουθώντας την κλειστή στροφή στα αριστερά.

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής μου άκουσα τον Ηλία να με ενημερώνει, μέσω ασυρμάτου, ότι φτάσανε στο ‘‘1ο γομαροστάλι’’.

Με ενημέρωσε το φιλαράκι μου ότι εκείνη τη στιγμή βρέθηκαν στο πρώτο χορτολίβαδο, εκεί δηλαδή που ξεκουράζονται, σταλιάζουν, τα άλογα και τα μουλάρια, που τα χρησιμοποιούν οι αγωγιάτες για την τροφοδοσία των καταφυγίων με προϊόντα και για την μεταφορά διάφορων απαραίτητων υλικών.

Άρχισα την χρονομέτρηση προκειμένου να υπολογίσω τη διαφορά χρόνου πορείας των δύο διαφορετικών διαδρομών, που ακολουθήσαμε σαν υποομάδες, μέχρι να συναντηθούμε όλοι μαζί στην ίδια θέση κάπου ψηλότερα.

Δεν έκανα παραπάνω από 5 λεπτά, επιπλέον χρόνου, ομαλής πορείας και γρήγορου όμως ρυθμού βαδίσματος για να φτάσω με τη σειρά μου στο πρώτο ξέφωτο, εκεί που με περίμεναν οι τολμηροί της ομάδας.

Φτάνοντας στο ορεινό εκείνο χορτολίβαδο, στα 1.780 μέτρα υψόμετρο,….ώ, τι έκπληξη!!!!

Ο Μπάμπης, ο νεότερος της παρέας μας, αποθανάτιζε την όλη γύρω εικόνα με το drone που χειριζόταν !!!!

Ο «ιπτάμενος δίσκο»…πετούσε, κάνοντας γύρες εκεί ψηλά και σχεδόν «αγγίζοντας» τα…σύννεφα… βιντεοσκοπούσε το όλο τοπίο πριν προλάβει να το καλύψει η ομίχλη που πηγαινοερχόταν (φωτ. 14 και 15).

Χρειάστηκα μία ώρα και 25 λεπτά, (συνολικός χρόνος συνεχούς απαιτητικής ανάβασης), για να φτάσω από τα ‘‘Πριόνια’’ μέχρι το σημείο της συνάντησης με τους υπόλοιπους.

Από τα 1.780 μέτρα υψόμετρο οι απέναντι κορυφές της κορυφογραμμής του ‘‘Καλόγερου’’ δεν φαίνονταν.

Τις σκέπαζε η σκουρόγκριζη πυκνή ομίχλη.

Βλέπαμε όμως το χάος της όλο μυστήριο ρεματιάς του ‘‘Μαυρόλογγου’’, που ξεδίπλωνε σαν ένα μακρινάρι κάτω από τα…πόδια μας.

Στο ‘‘πρώτο γομαροστάλι’’ δεν καθυστερήσαμε καθόλου.

Το μεγάλο και το αρκετά δύσκολο υπόλοιπο κομμάτι της διαδρομής, καθώς και ο άστατος καιρός δεν μάς επέτρεπαν για άσκοπο χάσιμο χρόνου.

Έτσι, ο Μπάμπης συμμάζεψε τον…«ιπτάμενο δίσκο» του, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε όλοι μαζί για τη συνέχεια.

Ακολουθήσαμε το ανηφορικό μονοπάτι, στα δεξιά μας, με κατεύθυνση προς το ‘‘δεύτερο γομαροστάλι’’.

Εκείνο δηλαδή που βρίσκεται ψηλότερα υψομετρικά και είναι λίγο μεγαλύτερο, σε επιφάνεια, από το πρώτο ορεινό χορτολίβαδο στο οποίο είχαμε βρεθεί νωρίτερα.

Στη διαδρομή της ανάβασής μας συναντούσαμε διάφορους σχηματισμούς από κορμούς βιολογικά νεκρών κωνοφόρων δένδρων, που προκαλούσαν τον θαυμασμό μας στο αντίκρισμά τους (φωτ. 16 και 17).

Φτάσαμε στο δεύτερο ορεινό χορτολίβαδο  που βρίσκεται στα 2.000 περίπου μέτρα υψόμετρο.

Χρειαστήκαμε 35 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από το 1ο στο 2ο παλιό ‘‘γομαροστάλι’’ (φωτ. 18).

Επιτέλους, φάνηκε και ο ζωοδότης ήλιος.

Τα σκουρόχρωμα όμως σύννεφα, που έρχονταν από πέρα, δεν θα μας επέτρεπαν να τον χαρούμε για κάποια παραπάνω λεπτά της ώρας.

Το γύρω τοπίο, με τον ήλιο να το φωτίζει και να το χρωματίζει, καταπληκτικό.

Ολιγόλεπτη στάση για να απολαύσουμε την πανέμορφη γύρω θέα και για να «αιχμαλωτίσουμε» στις φωτογραφικές μας κάποιες από τις εικόνες του τοπίου για ανάμνηση.

Στη διάρκεια της ξεκούρασης «τροφοδοτήσαμε» τα κουρασμένα κορμιά μας με υγρά και με τους απαραίτητους ηλεκτρολύτες για την ακόμη πιο δύσκολη συνέχεια.

Δεν χρειαστήκαμε περισσότερο χρόνο ξεκούρασης και μετά τη σύντομη «ηλιοθεραπεία» αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε.

Όσο εμείς ανεβαίναμε υψομετρικά, τόσο τα κωνοφόρα δένδρα άρχιζαν να αραιώνουν και να κονταίνουν. Άρχιζαν να παίρνουν το σχήμα και το ύψος ενός θάμνου.

Φτάσαμε στο 3ο ξέφωτο ( ‘‘τρίτο γομαροστάλι’’).

Είναι το μεγαλύτερο σε επιφάνεια από τα προηγούμενα.

Στα 2.100 μέτρα υψόμετρο δεν καθυστερήσαμε καθόλου.

Συνεχίσαμε την πορεία μας στην ακόμη πιο απαιτητική πλαγιά με τα σύννεφα να πυκνώνουν στον ουρανό και την ομίχλη να πηγαινοέρχεται (φωτ. 19 και 20).

Κοντεύαμε στο τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού με την ονομασία ‘‘Γομαρόσταλος’’.

Φτάναμε δηλαδή στην χαρακτηριστική βραχώδη ράχη με το αναρριχητικό κομμάτι της.

Στο κομμάτι εκείνο που οδηγούσε κατευθείαν στο ‘‘Οροπέδιο των Μουσών’’.

Μετά τα τελευταία δένδρα αντικρίσαμε ένα τοπίο…σεληνιακό.

Ένα τοπίο που η ομίχλη το μετέτρεπε σε μυστηριώδη και κατάλληλο για σκηνές ταινίας…τρόμου.

Πήραμε βαθιές ανάσες, «πατήσαμε» το κουμπί: ‘‘επιμονή’’, και μπήκαμε στο σαθρό τμήμα της διαδρομής (Φωτ. 21).

Μιας διαδρομής που απαιτούσε αρκετό κουράγιο, περισσότερη προσοχή και δύναμη στα πόδια.

Παντού βράχια και γιγάντιοι βραχώδεις όγκοι.

Το πέρασμά μας γινόταν πάνω στην κόψη της ράχης πατώντας σε σαθρό πεδίο.

Τα βήματά μας αργά και οι ανάσες βαθιές.

Ανεβαίναμε.

Επιμέναμε στην πραγματοποίηση του τελικού μας σκοπού.

Από την κόψη της ράχης που ανηφορίζαμε δεν μπορέσαμε, λόγω ομίχλης, να βλέπουμε ολοκληρωμένες εικόνες και από τις δύο μεριές της, καθώς επίσης και την εικόνα μπροστά μας.

Στο κομμάτι εκείνο της διαδρομής είχαμε, με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, την αίσθηση ότι περπατούσαμε «πατώντας» πάνω στα…σύννεφα.

Κάπου-κάπου, όμως, η ομίχλη μας έκαμνε την χάρη και καταφέρναμε να αντικρίσουμε κάποιες εικόνες που μάς τις «έκρυβε» δευτερόλεπτα νωρίτερα η σκουρόχρωμη…κουρτίνα (φωτ. 22).

Η απουσία της θα μας χάριζε ομορφιές τοπίων που θα μάς αποζημίωναν, στο αντίκρισμά τους, στην αρκετά απαιτητική ανάβαση στο σεληνιακό εκείνο τοπίο που ανηφορίζαμε.

Ο Edward Weston είπε κάποτε: ‘‘Δείξε μου τη φωτογραφία ενός τόπου, ώστε να μπορέσω να τον αισθανθώ.’’»

Ακολουθώντας την προτροπή του Edward, θα σας παραθέσω παρακάτω κάποιες από τις φωτογραφίες τοπίων της περιοχής, που κατάφερε να «αιχμαλωτίσει» ο φακός της φωτογραφικής μου μηχανής από τις προηγούμενες φορές ανάβασης χωρίς ομίχλη, ώστε να αισθανθείτε και εσείς, μέσα από αυτές, τις ομορφιές εκείνες που θα αντικρίζαμε γι ακόμη μια φορά εάν απουσίαζε το σκουρόχρωμο πέπλο (φωτ. από 23 έως και 26).

Με την αργή, αλλά δυνατή, «ταχύτητα» στα…πόδια μας…συνεχίζαμε, μέχρι να φτάσουμε στη βάση της ορθοπλαγιάς ύψους 100 περίπου μέτρων, που βρίσκεται στα 2.500 μέτρα υψόμετρο.

Βαδίζαμε στο σαθρό πεδίο της κόψη με βήματα αργά και τις ανάσες μας βαθιές.

Συντροφιά μας η ομίχλη, η αισθητή ψυχρούλα του υψόμετρου, ο ήχος της επαφής του μεταλλικού μπατόν σε πέτρα και κάπου-κάπου η εμφάνιση κάποιου χαριτωμένου αγριοκάτσικου Ολύμπου που το βλέπαμε να τρέχει, σαν δεινός αναρριχητής, στην απότομη πλαγιά της γυμνής από δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση ράχης.

Χρειαστήκαμε να φορέσουμε τα αντιανεμικά μας.

Ευτυχώς, ο ‘‘Αίολος’’ ήταν…«φιλόξενος» στο βουνό των θεών, δεν «έστελνε» αέρηδες να μας δυσκολεύουν.

Μόνο ο…‘‘Ποσειδώνας’’… μας «ταλαιπωρούσε» με τα παιχνιδίσματά του.

Η συννεφιά και η ομίχλη…στο «παιχνίδι» του.

Δεν αργήσαμε να φτάσαμε στο πιο τεχνικό τμήμα της διαδρομής με τοπωνύμιο ‘‘Καλάγια’’ ( φωτ. 27).

Τελευταία, στο σχεδόν κάθετο βράχο, έγινε θαυμάσια δουλειά από εθελοντές – μέλη ενός από τους ορειβατικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης.

Τα παλιά σχοινιά απομακρύνθηκαν και αντικαταστάθηκαν από σταθερά μόνιμα συρματόσχοινα.

Για «πατήματα» έχουν τοποθετηθεί μεταλλικά σκαλοπάτια.

Μπράβο στους εθελοντές ορειβάτες και πολλά συγχαρητήρια για τη δουλειά που κάνανε.

Με την ορειβατική μας ομάδα Βέροιας «Τοτός» την σχεδόν κάθετη αυτή ανάβαση την είχαμε κάνει 3 με 4 φορές χωρίς την ύπαρξη βοηθητικών μέσων.

Τον σαθρό και σχεδόν κάθετο βράχινο όγκο τον «σκαρφαλώναμε», τότε, βάζοντας τα δάκτυλα μέσα στις σχισμές και πατώντας σε εσοχές που υπήρχαν στο βράχο (φωτ. 28, 29, 30).

Άλλες 2 με 3 φορές τον αναρριχηθήκαμε με την βοήθεια των σχοινιών που είχαν τοποθετηθεί κάποτε από εθελοντές (φωτ. 31 και 32).

Και τώρα, θα τον ανεβαίναμε ευκολότερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια πιασμένοι από το μόνιμα τοποθετημένο συρματόσχοινο και πατώντας….σκαλοπατάκια.

Στη βάση του βράχινου εκείνου κομματιού, κάναμε την απαραίτητη στάση μας.

Αφού ξεκουραστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, μαζέψαμε τα μπατών και προχωρήσαμε προς την είσοδο του…«ασανσέρ» (για τον χαρακτηρισμό αυτό: «ασανσέρ»,  του τμήματος της διαδρομής με την σχεδόν κάθετη ανάβαση αναφέρθηκα σε κάποιο σημείο στην αρχή του κειμένου μου).

Αφήσαμε στην είσοδο του τα: ‘‘χαχαχού!!!», την επιπολαιότητα, την χαλαρότητα.

«Πατήσαμε» το…κουμπί: «στόχος», και η ανάβαση ξεκίνησε.

Ξεκινήσαμε  με αποφασιστικότητα, με τόλμη, με λογική, με σοβαρότητα και με τη σιγουριά της ικανότητας του καθένα μας…για να φτάσουμε από το χαμηλότερο στο ανώτατο επίπεδο της ορθοπλαγιάς.

Όσο ανεβαίναμε η αδρεναλίνη στο…φουλ.

Γύρω μας η ομίχλη, από πάνω μας να «κρέμονται» οι ακανόνιστου σχήματος ογκόλιθοι, χαμηλά το χάος και ακριβώς κοντά στο πρόσωπό μας ο ψυχρός γκριζωπός βράχος.

Σκαρφαλώνοντας, σχεδόν με τα τέσσερα, «αισθανόμασταν» την ψυχράδα της…«ανάσας» του.

Η ύπαρξη συρματόσχοινου και των σκαλοπατιών δεν σήμαινε χαλάρωση.

Ήθελε συνεχή προσοχή σε κάθε πάτημα, σε κάθε πιάσιμο από βράχο ή από σχοινί, γιατί ο κίνδυνος ενός ανεπιθύμητου, και πολλές φορές σοβαρού, τραυματισμού παραμόνευε ανά πάσα στιγμή.

Για το τόλμημά μας αυτό θα «μιλήσουν» καλύτερα οι φωτογραφίες που ακολουθούν (φωτ.  από 33 έως και 38).

Η σχεδόν κάθετη ανάβασή μας κράτησε 20 περίπου λεπτά (μεικτός χρόνος)…χάρη, πάντα, στην καλή δουλειά που έγινε από εθελοντές ορειβάτες στο κομμάτι εκείνο του απότομου βράχου.

Και να το, αυτό ήταν !!!

Χρειαστήκαμε 4 ώρες και 20 λεπτά συνεχούς απαιτητικής ανάβασης για να βρεθούμε από τα ‘‘Πριόνια’’ στο «Οροπέδιο των Μουσών».

Βρεθήκαμε επιτέλους στα 2.640 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 39).

Ικανοποίηση της επίτευξης του σκοπού. Ανακούφιση.

Αλλά αυτό που αρχικά αντικρίσαμε μάς…απογοήτευσε.

Το γκριζωπό πέπλο της ομίχλης, που κάλυπτε ολόκληρο το τοπίο, δεν μας χάριζε την εικόνα που θα θέλαμε να δούμε σαν επιβράβευση της συνολικής μας προσπάθειας.

Δυστυχώς, δεν μας επέτρεπε να δούμε ολόκληρη την ομορφιά του Οροπεδίου, που κάποτε «φιλοξενούσε» τις…Μούσες για τον ξέφρενο χορό τους κάτω από το βλέμμα του Δία.

Η απουσία της θα μάς μας χάριζε το φανταστικό σκηνικό που απεικονίζεται σε μια παλιότερη φωτογραφία μου από την ίδια σχεδόν θέση λήψης (φωτ. 40)

Συναντήσαμε και κάποια από τα χιλιάδες αγριοκάτσικα του βουνού των θεών που αδιαφορούσαν, συνηθισμένα στην ανθρώπινη παρουσία, στο πέρασμά μας.

Συνέχιζαν αμέριμνα να βόσκουν στο απέραντο χορτολίβαδο, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

Στο σημείο της εισόδου μας στο ‘‘Οροπέδιο’’ αποφασίσαμε να χωριστούμε σε δυο υποομάδες.

Οι φίλοι μου αποφάσισαν να προχωρήσουν προς το Καταφύγιο ‘‘Χρ. Κάκαλος’’ και από εκεί να επιστρέψουν στα ‘‘Πριόνια’’ κατηφορίζοντας το μονοπάτι με τοπωνύμιο: ‘‘Κοφτό’’.

Εμείς, της ομάδος του Τοτού, θα συνεχίζαμε για το Καταφύγιο ‘‘Αποστολίδης’’, ακολουθώντας το πρόγραμμα που είχαμε καταρτίσει μέρες πριν.

Ενημέρωσα τον αρχηγό, τον Τοτό, ότι ήθελα να έχω στο ψηφιακό μου άλμπουμ και κάποιες φωτογραφίες από το ‘‘Κάκαλο’’ και ότι για τον σκοπό μου αυτό θα ακολουθούσα, αρχικά, τα φιλαράκια μου και στη συνέχεια θα ανηφόριζα για τον ‘‘Αποστολίδη’’.

Έτσι και έγινε.

Με τα φιλαράκια μου λοιπόν δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο μικρό καταφύγιο της περιοχής.

Στα 2.648 μέτρα υψόμετρο δεν κυκλοφορούσε ψυχή.

Η έντονα αισθητή ψυχρούλα του υψόμετρου «κράτησε» τους ορειβάτες στη ζεστασιά της τραπεζαρίας του πέτρινου κτίσματος.

Πάντως, παρατήρησα ότι στο ‘‘Οροπέδιο’’ ο κόσμος ήταν κατά πολύ ελάχιστος, αριθμητικά, από τις προηγούμενες εκείνες φορές που εδώ γινόταν κανονικό…πανηγύρι.

Αναμνηστικές φωτογραφίες με τα φιλαράκια μου και στη συνέχεια τους αποχαιρέτησα (φωτ. 41 και 42).

Πήρα το ανηφορικό μονοπάτι για τα 2.750 μέτρα υψόμετρο.

Ο Ηλίας, ο Χρήστος και ο Μπάμπης μπήκαν στο μονοπάτι ‘‘Κοφτό’’ για να επιστρέψουν στα ‘‘Πριόνια’’.

Στη διαδρομή μου έβλεπα στημένες πολύχρωμες σκηνές, λες και περνούσα μέσα από ένα χωριό Εσκιμώων χωρίς το λευκό του χιονιού γύρω του.

Έφτασα στο, κτισμένο στο πιο ψηλότερο σημείο σε ολόκληρο τον Ελλαδικό ορεινό όγκο, καταφύγιο ‘‘Αποστολίδης’’ (φωτ. 43).

Και εδώ, στα 2.750 μέτρα υψόμετρο, δεν κυκλοφορούσε ψυχή ;;!!

Μπήκα στην τραπεζαρία και συνάντησα τα υπόλοιπα μέλη της ορειβατικής μου ομάδας.

Στη ζεστασιά του χώρου κολατσίσαμε και απολαύσαμε το ζεστό τσάϊ βουνού.

Κάπου-κάπου ρίχναμε και καμιά ματιά έξω από το παράθυρο για να δούμε τα παιχνιδίσματα του καιρού (φωτ. 44).

Γύρω μας ομάδες και ομαδούλες ορειβατών.

Ο χρόνος, όμως, έτρεχε.

Με τη σκέψη ότι είχαμε αρκετά μεγάλο δρόμο για την επιστροφή δεν μας έπαιρνε άλλο για περισσότερη καθυστέρηση.

Έτσι, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε.

Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, χαιρετήσαμε τους ορειβάτες, βγάλαμε αναμνηστική φωτογραφία και πήραμε το κατηφορικό μονοπάτι με την ονομασία: ‘‘Κοφτό’’, που περνάει λίγο πιο πάνω από το μεγάλο βαθούλωμα με το τοπωνύμιο ‘‘Γούρνα’’ ( φωτ. 45 και 46).

Το μονοπάτι αυτό, από το ‘‘Οροπέδιο’’ μέχρι το καταφύγιο ‘‘Σπ. Αγαπητός’’,  είναι το πιο σύντομο αλλά και το αρκετά απαιτητικό.

Το πέρασμα του απαιτεί: γερά γόνατα στο κατέβασμα και δύναμη στα πόδια στο ανέβασμα.

Η διαδρομή της επιστροφής που αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε ήταν: ‘‘Οροπέδιο’’ (υψ. 2.600μ) → μονοπάτι ‘‘Κοφτό’’ → Καταφύγιο ‘‘Σπήλιος Αγαπητός’’ →  ‘‘Ε4’’ → ‘‘Πηγαδούλι’’ → ‘‘Πριόνια’’ (υψ. 1.100 μ.).

Μερικές φωτογραφίες από τις δεκάδες και πλέον εικόνες που αντικρίσαμε κατηφορίζοντας μέχρι το καταφύγιο ‘‘Σπ. Αγαπητός’’ σας τις παραθέτω παρακάτω (φωτ. από 47 έως και 51).

Ο καιρός άρχιζε να βελτιώνεται. Τα σύννεφα στον ουρανό άρχιζαν να αραιώνουν.

Φτάσαμε στο καταφύγιο.

Στα 2.100 μέτρα υψόμετρο βρεθήκαμε μετά από κατηφορική πορεία μιας ώρας και 25 λεπτών (μεικτός χρόνος) [φωτ. 52].

Στάση για ανάσα και φωτογραφίες της πλαγιάς που κατηφορίσαμε ακολουθώντας το μονοπάτι: ‘‘Κοφτό’’.

«Τρέξαμε» με τη ματιά μας την διαδρομή ( φωτ. 53).

Το αντίκρισμά της μάς έκανε να αναφωνήσουμε.

Στη συνέχεια ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε την κατηφορική πορεία μας για τα ‘‘Πριόνια’’ ακολουθώντας το Ευρωπαϊκό μονοπάτι ‘‘Ε4’’.

Μπήκαμε στο κλασικό δηλαδή μονοπάτι, το πιο πολύπερπατημένο.

Συναντήσαμε πολλή κόσμο που ανηφόριζε και ελάχιστους που κατηφόριζαν.

Φτάνοντας στο parking, έφτανε στο τέλος της η πολύωρη και η πολύ απαιτητική κυριακάτικη δραστηριότητά μας.

Όλα πήγαν καλά. Κάναμε ένα μεγάλο κατόρθωμα.

Το προγραμματίσαμε, το αποφασίσαμε, το τολμήσαμε.

Ανακαλύψαμε κάποιες ακόμη από τις κρυμμένες δυνατότητές μας.

Παραβγήκαμε με τον «εαυτό μας» και τον νικήσαμε.

Στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας θα συγκαταλέγεται πλέον και μια από τις δυσκολότερες διαδρομές, καθώς και η ομορφότερη εμπειρία που βιώσαμε σε όλη τη διάρκεια της πολύωρης κυριακάτικης δραστηριότητάς μας.

Χαρούμενοι για το κατόρθωμα, γεμάτοι εμπειρίες και με αμέτρητες εικόνες να «φωλιάζουν» στην άκρη του μυαλού μας, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στην Βέροια.

«Κατόρθωμα στη ζωή σου δεν είναι μόνο τι πέτυχες…αλλά, και τι ξεπέρασες.» (Άγνωστος)

Απολογισμός :

Διαδρομή: ‘‘Πριόνια’’ (υψ. 1.100 μ.) → μονοπάτι ‘‘Γομαρόσταλος’’ → αναρριχητικό πεδίο ‘‘Καλάγια’’ → ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ (υψ. 2.600 μ.) → Καταφύγιο ‘‘Χρ. Κάκαλος’’ (υψ. 2.648 μ) →  Καταφύγιο ‘‘Αποστολίδης’’ (υψ. 2.750 μ.) → μονοπάτι ‘‘Κοφτό’’ → καταφύγιο ‘‘Σπ. Αγαπητός’’ (υψ. 2.100 μ.) → ‘‘Πηγαδούλι’’ → ‘‘Πριόνια’’

Υψομετρική  διαφορά : 1.630 μέτρα  (με ανεβοκατεβάσματα)

Απόσταση: 15,5 χλμ

Χρόνος :      10 ώρες και 15 λεπτά (συνολικός χρόνος )

banner-article

Ροη ειδήσεων