Άρθρα Κοινωνία Πολιτική

Αυστηροποίηση, «νόμος και τάξη» και άλλες αυταπάτες / γράφει ο Γιώργος Παπανικολάου

Η απάντηση στην τραγωδία της περασμένης Δευτέρας δεν περνάει από τη λογική «περισσότερη αστυνομία, αυστηρότερες ποινές».

Ο τραγικός θάνατος του 29χρονου οπαδού της ΑΕΚ το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, αποτέλεσμα της δολοφονικής επίθεσης των οπαδών της κροατικής Ντιναμό και των ντόπιων φίλων τους, έδωσε μια ακόμη ευκαιρία στην εμβρόντητη κοινή γνώμη να παρακολουθήσει την τελετουργική χορογραφία της μετακύλισης και αποποίησης ευθυνών, στην χώρα που ηγεμονεύει το δόγμα «νόμος και τάξη».

Υπάρχει ένα νέο στοιχείο στην τρέχουσα περίπτωση, το οποίο προφανώς τη διαφοροποιεί εν μέσω θερινής ραστώνης στη σκέψη και τις αντιδράσεις των συμπολιτών μας από άλλες προηγούμενες (θα δούμε σε λίγο ποιες): ο άτυχος Μιχάλης είναι το αθώο και ανύποπτο θύμα της δολοφονικής μαχαιριάς των φασιστοχούλιγκανς. Σε αυτή τη βάση είναι θεμελιωμένη η ομοφωνία, όπως φαίνεται, για το ότι «το πράγμα δεν πάει άλλο», ότι «το μαχαίρι πρέπει να φτάσει στο κόκκαλο» για το πρόβλημα της «οπαδικής βίας».

Αναπόφευκτα, λοιπόν, ελάχιστα εικοσιτετράωρα μετά το φονικό, το πιο εντυπωσιακό, υποτίθεται, στοιχείο της χορογραφίας, την «καρατόμηση» (δανείζομαι τη λέξη από τα σχετικά δημοσιεύματα) των σχετικών αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας διαδέχεται η υπόσχεση της αυστηροποίησης του νομοθετικού πλαισίου: με αυστηρότερα αστυνομικά και διοικητικά μέτρα, μεγαλύτερη αυστηρότητα στην έκτιση των σχετικών ποινών, αλλά και, πολύ πιθανό με βάση την έως τώρα λογική αυτής της κυβέρνησης, υψηλότερες ποινές για τα σχετικά αδικήματα.

Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης θα επιτρέψει στη Βουλή μας να προσθέσει μια ακόμη επίστρωση στο παλίμψηστο του Ν.2725/1999 («Ερασιτεχνικός και επαγγελματικός αθλητισμός και άλλες διατάξεις»), ιδίως τα άρθρα 41 και 41ΣΤ. Το δεύτερο, το οποίο προβλέπει τα σχετικά ποινικά αδικήματα και τις ποινές τους, αφενός μεν, όπως υποδηλώνει η αρίθμησή του, δεν περιλαμβανόταν στον αρχικό νόμο, αφετέρου δε τροποποιήθηκε με αλλεπάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες κατά την τελευταία εικοσαετία. Η πιο πρόσφατη μάλιστα τροποποίηση χρεώνεται στην προηγούμενη εκδοχή αυτής της κυβέρνησης (Ν.4908/2022). Αποτελεί συνεπώς μνημείο και της ευκαιριακής προσέγγισης του φαινομένου, αλλά και του πολιτικού θεάτρου που στήνεται γύρω από την αντιμετώπιση του προβλήματος με σλόγκαν την «αυστηροποίηση».

Αυτή η περιβόητη αυστηροποίηση προτείνεται στη δικαίως ανήσυχη κοινή γνώμη ως πανάκεια. Επιπλέον, η απώτερη στόχευση της παρούσας κυβέρνησης είναι η περαιτέρω εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη» στη συνείδηση και την ανάστατη ψυχή της κοινής γνώμης. Και όμως, η νομοθεσία, όπως ισχύει, ήδη επαρκεί από την σκοπιά της ποινικής πρόβλεψης: η φυλάκιση για τα αδικήματα του α. 41ΣΤ αποτελεί ένα ελάχιστο, καθώς για τα σοβαρότερα αδικήματα ισχύουν οι προβλέψεις του Ποινικού Κώδικα. Επίσης ο νόμος δίνει ευρείες στρατηγικές και επιχειρησιακές ευχέρειες στην Ελληνική Αστυνομία, η οποία κατά τούτο δύναται να προβεί τόσο στον σχετικό σχεδιασμό, όσο και στα κατάλληλα αστυνομικά/διοικητικά μέτρα και περιορισμούς.

Τα παραπάνω, όπως προκύπτει και από την κοινή εμπειρία, σημαίνουν πολύ απλά ότι η αστυνομία είναι παρούσα, όταν θέλει να είναι παρούσα. Το ερώτημα είναι γιατί όλη αυτή η νομοθετική υποδομή δεν επηρέασε καθόλου το πρόσφατο περιστατικό. Η επίσημη αντίδραση, δηλαδή η επακόλουθη της (πρωθ)υπουργικής δυσφορίας «καρατόμηση», καταδεικνύει όχι τόσο την ανικανότητα, όσο την απροθυμία του κράτους να δώσει σοβαρή πολιτική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Στ’ αλήθεια, μπορεί οποιοδήποτε να πάρει στα σοβαρά το ότι η «καρατόμηση» για το δολοφονικό προσκύνημα των φασιστο-χούλιγκαν στην καρδιά της Νέας Φιλαδέλφειας συνίσταται κατά τα έξι έβδομα στην επί πίνακι λήψη των κεφαλών των διοικητών των τμημάτων τροχαίας αυτοκινητοδρόμων; Τη στιγμή μάλιστα που συνολικά οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας είχαν γνώση της πορείας, της αφίξεως και πιθανότατα των προθέσεων του κροατικού σκέλους του τάγματος θανάτου; Υπάρχουν δυσβάσταχτες αλήθειες στο ότι το ίδιο το περιστατικό στη Νέα Φιλαδέλφεια εξελίχθηκε εν απουσία της αστυνομίας και στο ότι η σχετική αντίδραση και συλλήψεις απλώς επακολούθησαν.

Τα παραπάνω όμως δεν γράφονται προς υποστήριξη της ιδέας που τώρα σερβίρεται για μια ακόμη φορά στην σοκαρισμένη κοινή γνώμη, ότι τάχα για την ασφάλειά μας χρειάζεται περισσότερη, «καλύτερη» και «υγιέστερη» αστυνομία, ευρύτερες αστυνομικές εξουσίες και ευχέρειες (για την απάτη της αυστηροποίησης των ποινών έχουμε γράψει με άλλη αφορμή). Δυστυχώς και η στάση της αντιπολίτευσης, με την έμφαση στις παραιτήσεις και την κριτική της «(αν)ετοιμότητας/(αν)επάρκειας του κρατικού μηχανισμού» συντείνει στην ιδέα αυτή. Δεν είναι όμως εκεί ο πυρήνας του προβλήματος. Άλλωστε, έχουμε να κάνουμε με τον ίδιο κρατικό μηχανισμό, ο οποίος όχι μόνο είναι προσηλωμένος στην κατασταλτική προσέγγιση της «οπαδικής βίας», αλλά παραμένει εν πολλοίς αδρανής απέναντι ή και συμμέτοχος στο σύνολο των αλληλλοτροφοδοτούμενων παθογενειών και των νοσηρών διαπλοκών, οι οποίες χαρακτηρίζουν το πεδίο «ποδόσφαιρο» στην Ελλάδα.

Το εγκώμιο της καταστολής, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της τρέχουσας συζήτησης, δεν βοηθάει στο να γίνει αντιληπτό πως στην καρδιά της λογικής της αστυνομικής εξουσίας, της λογικής της ασφάλειας (που είναι, μας λένε, το αναγκαίο αντίβαρο της ελευθερίας) βρίσκεται το αξίωμα ότι κάποιες ζωές μετράνε λιγότερο. Η γλώσσα των υπηρεσιακών εγγράφων («η υπηρεσία παρακολουθεί το θέμα») υποδηλώνει ότι το φαινόμενο της επιδρομής των (φασιστο)χούλιγκανς δεν είναι πρωτοφανές και ότι η «διακριτική παρακολούθηση» υπήρξε μάλλον η ενδεδειγμένη κατά την αστυνομία στάση. Υπήρξε η δολοφονία του 29χρονου, για να θυμηθούμε εδώ τον Τσαρλς Πέρροου, ένα «κανονικό ατύχημα»; Ας ελπίσουμε ότι με την εξέλιξη των ερευνών θα μάθουμε περισσότερα για τα πραγματικά σημαντικά ερωτήματα, όπως για παράδειγμα την ακριβή σημασία της «διακριτικότητας». Αυτή η τελευταία βέβαια απουσίαζε στις περιπτώσεις του Σαμπάνη ή του Φραγκούλη. Το αξίωμα της ασφάλειας «κάποιες ζωές μετράνε λιγότερο» εφαρμόζεται είτε με την παρουσία είτε με την απουσία της αστυνομίας, και η φύση του στίγματος, «παραβατικοί Ρομά» εκεί, «οπαδική βία» εδώ, καθορίζει το αν θα συμβαίνει με τον πρώτο ή το δεύτερο τρόπο.

Η απάντηση στην τραγωδία της περασμένης Δευτέρας δεν περνάει από τη λογική «περισσότερη αστυνομία, αυστηρότερες ποινές». Η δολοφονία ενός νέου ανθρώπου μπορεί να δικαιολογεί την οργή, αλλά η οργή οδηγεί μόνο σε περισσότερη βία, συμπεριλαμβανομένης και της κρατικής. Ένας τέτοιος κύκλος θα συσκοτίσει τις ενεργές αιτίες ενός ζητήματος, το οποίο εύκολα μπορεί να απομειωθεί στις ταμπέλες του «χουλιγκανισμού» και της «οπαδικής βίας». Η εμφάνιση και το κήρυγμα μίσους του αναφερόμενου ως δικηγόρου των εμπλεκομένων Κροατών βοήθησε στο να γίνει αντιληπτό ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι πιο σύνθετο. Οι πολίτες οφείλουν λοιπόν τώρα να μην υποκύψουν στα συναισθήματα της οργής και της θλίψης, που θα συσκοτίσουν τα κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα. Αν αυτό συμβεί, θα ανοίξει ο δρόμος για τον οριστικό εκτοπισμό της πιθανότητας μιας πολιτικής κοινωνικής πρόληψης, προς όφελος της τυφλής γενίκευσης και εντατικοποίησης της καταστολής, ακριβώς σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις στοχεύσεις του κυβερνητικού δόγματος «νόμος και τάξη».

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ