Τοπικά Χρονογράφημα

«Τα Πρώτα Γεμιστά!» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Ακούστηκε το τηλέφωνο!
Ήταν περίπου 9 το πρωί.
Ποιος είναι τώρα πρωινιάτικα, σκέφτηκε!

-Έλα να σε φιλέψω γεμιστά.
Βιολογικά τα πιπέρια… από τον σκεπασμένο μπαξέ του θείου Νίκου!

Τα πρώτα γεμιστά!
Θα βάλω και κανά δυο ντομάτες!

– Αχ, μωρέ Ελένη!
Τι μου κάνεις…

Ένα ταψί μπορώ να φάω από δαύτα!

Μόλις τελείωσε το μπίρι, μπίρι, και άρχισε τις δουλειές που ποτέ δεν τελειώνουν, πήγε προς την κουζίνα, και ένιωσε τη μεθυστική, διεγερτική μυρωδιά των γεμιστών …

Α… δεν πάω καλά, σκέφτηκε φωναχτά!

Παραισθήσεις έχω.

Τι συμβαίνει μαμά, φώναξε η Κατερίνα  η μικρή της κόρη που έγραφε στον υπολογιστή μία εργασία για το σχολείο…

– Τι συμβαίνει;

– Κατερίνα, έχω να σου πω ιστορίες με πιπεριές και γεμιστά!.
Έλα!
Κάνε ένα διάλειμμα…

Η Κατερίνα … άλλο που δεν ήθελε!

Άκου!

Όταν η γιαγιά σου έφτιαχνε τα πρώτα γεμιστά του καλοκαιριού, καμάρωνε και  ήταν σα να είχαμε γιορτή!

Τέτοιο φαΐ, έλεγε !

Μη θαρρείτε είναι εύκολο, αλλά είναι πολύχρωμο, ευωδιαστό, δημιουργικό!

Πιπέρια, ντομάτες, μελιτζάνες, και κάνα κολοκύθι, καμία πατάτα στα κενά, το στήσιμο στο ταψί!

Ολόκληρη ιεροτελεστία!

Να σιγοψήνονται έλεγε, να ρουφάει το νερό το ρύζι , να προλαβαίνει, και να μην τσουρουφλίζονται ..

Εγώ δεν τρώω μόνο το ρύζι!

Καμάρωνε , γιατί αυτή άνοιγε τα αυλάκια με την τσάπα, φύτευε το ζαρζαβάτι, το τσάπιζε, το πότιζε!

Το πότιζε μια κουβέντα είναι αυτή!

Συνέδεε ένα πολύ μακρύ λάστιχο με την τουλούμπα, τη βρύση μας δηλαδή, με έναν τρόπο …που έφτανε στον μπαχτσέ με τα επίμαχα λαχανικά.

Η γιαγιά πότιζε τα αυλάκια και γώ με τη θεία σας, τουλουμπούσαμε επί ώρα , χοροπηδώντας μάλιστα για να πιέζουμε πιο εύκολα τον μοχλό της αντλίας…

Μικράκια ήμασταν…
Δεν είχαμε ακόμη αγοράσει μοτοράκι ηλεκτρικό!

Νιε γκουκ! Νιε μουκ!

Βοηθούσαμε τη μαμά μας.

Όλο το καλοκαίρι, ο μπαχτσές μας τάιζε!

Θα σου πω μια αστεία ιστορία, Κατερίνα!

Μία μέρα που ήταν και ο ξάδερφός μου ο Νίκος και παίζαμε με την τουλούμπα…

Τι παίζαμε;

Γεμίζαμε το πουστάβι (χτιστή στέρνα ορθογώνια) με νερό, παίρναμε κρυφά το λουλάκι για τα ρούχα και το διαλύαμε μέσα.

Ήταν η θάλασσα μας!

Μπαίναμε ξυπόλητοι μέσα .
Ο Νίκος με τα ρούχα, καλοκαίρι για!

Μας λέει η γιαγιά σου:

«Πάτι καλά μου, να φέριτι μια καφτιρή πιπιριά απ’ τουν μπαχτσέ.»

Σίγουρα μας έδωσε κι άλλες διευκρινιστικές οδηγίες, αλλά εμείς χαχαχά, χουχουχού, δεν συγκρατήσαμε και πολλά.

Εγώ θα ήμουν 8 και ο Νίκος 11 .

Θυμόμασταν μόνο ότι ήταν  μυτερές αυτές οι πιπεριές!

Ανοίγουμε την υποτυπώδη πόρτα του μπαχτσέ που ήταν φτιαγμένος με κοτετσόσυρμα και ξύλινο σκελετό και ο ξάδερφός μου, μου λέει:
« Πάρε εσύ αυτό το αυλάκι και εγώ το άλλο.

Θα δαγκώνουμε μια πιπεριά από κάθε ρίζα, μέχρι να βρούμε τις καυτερές…

Και την καυτερή τη βρίσκω εγώ και αρχίζω να φωνάζω:

«Νερό! νερό!

Κάηκα!»

Βγαίνει η γιαγιά σου, έρχεται και τι να δεί!

Για μια στιγμή συνοφρυώθηκε, αλλά στη συνέχεια ξεκαρδίστηκε. Μάζεψε τα «πληγωμένα» πιπέρια και τα τηγάνισε και έκανε και μια σάλτσα με φρέσκια ντομάτα…να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει!

Την αφήγηση της, διέκοψε το κινητό!

Ήταν η Ελένη πάλι!

Θα έρθω να τα κάνουμε μαζί!

Τα πρώτα γεμιστά, βρε Τζένη!

Θα διασκεδάσουμε όπως τότε που ήμασταν παιδιά και η συγχωρεμένη η μάνα σου μας έβαζε να γεμίζουμε τις πιπεριές και τις ντομάτες και τι … ευτυχία!

Κι όταν ψήνονταν και τρυπούσαν μύτες στη γειτονιά και τη ρωτούσαν…

«Γεμιστά έκανες, Μαρία;»

Όχι εγώ, έλεγε.

Η Ευγενούλα με την Ελένη!

Έκλεισε το κινητό και ένα αβίαστο χαμόγελο  φώτισε τον χώρο.

καλή εβδομάδα με υγεία!

Ει. Δα.

banner-article banner-article

Ροη ειδήσεων