Λαογραφία Χρονογράφημα

«Ο Αϊ Δημήτρης της επιστροφής» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Σε δύο μέρες είναι του Αϊ Δημήτρη.

Γιορτή ορόσημο ήταν κάποτε η γιορτή του Αγίου Δημητρίου κατά κάποιον τρόπο και σήμερα πιστεύω εξακολουθεί να είναι.

Ήταν ο μήνας της επιστροφής, ο μήνας που κλείνονταν συμφωνίες που εξοφλούνταν χρέη και πληρώνονταν οι εργάτες για το μόχθο των έξι μηνών της αποδημίας τους που ξεκινούσε από τον Μάρτη και κυρίως μετά του Αϊ Γιώργη.

Ο Αϊ Γιώργης τους σκόρπιζε στην Ελλάδα, αλλά και σε διάφορες χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου και ο Αϊ Δημήτρης του συμμάζευε στις φαμίλιες τους.

Και οι δύο Άγιοι όμορφοι καβαλάρηδες, χώριζαν κατά κάποιον τρόπο τον χρόνο σε δύο εξάμηνα.

Το πρώτο εξάμηνο, το εξάμηνο της δουλειάς και της ξενιτιάς και το άλλο το εξάμηνο της ξεκούρασης, της απολαβής του μόχθου και της οικογενειακής θαλπωρής ενόψει του χειμώνα…

«Οι δύο Άγιοι μάλωναν, ο Αϊ Γιώργης και ο Αϊ Δημήτρης.

-Αϊ Γιώργη, Γιώργη Βούλγαρε και σκορποφαμελίτη,
εγώ μαζώνω φαμιλιές και εσύ μου τις σκορπίζεις.

Mαζώνω μάνες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
 μαζώνω και τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.

Μαζώνω και μια μικρόνυφη, μικρή ‘ρραβωνιασμένη,
 πόχει τα τέλια στα μαλλιά, τα νύχια τα βαμμένα.

-Εγώ φέρνω την άνοιξη και συ μου τη στεγνώνεις.
-Εγώ φέρνω τα πρόβατα και εσύ τα ξεδιαγ’μίζεις.
-Εγώ φέρνω τσοπάνηδες λαλώντας τις φλογέρες.»

Είναι ένα πολύ γνωστό δημοτικό τραγούδι και μάλιστα το συγκεκριμένο είναι μία παραλλαγή που προέρχεται από το Βόιο της Κοζάνης με τα μαστοροχώρια του, πατροπαράδοτες εστίες εξόρμησης προς την ξενιτιά, για τους ξακουστούς κτίστες , τους καλφάδες.( πηγή: Ο γυρισμός των  παραδοσιακών  μαστόρων στις οικογενειακές εστίες του Παναγιώτη Καμηλάκη)»

Γνώριζαν πολύ καλά στα ορεινά, άγονα μέρη την αποδημία  και την επιστροφή των ξενιτεμένων εργατών διαφόρων συντεχνιών. Εκεί που οι συνθήκες της επιβίωσης ήταν σκληρές και μαθημένοι οι άνθρωποι στην υπομονή και την εγκαρτέρηση…

Περίμεναν  απ’ τον Αϊ Δημήτριο και μετά να φανούν από μακριά και σε συγκεκριμένα υψώματα και συγκεκριμένα σημεία συνάντησης οι αγαπημένοι τους που επέστρεφαν μετά από έξι μήνες…

Περίμεναν οι γυναίκες τους άντρες τους, τα παιδιά τους, τους αδελφούς τους.
Τρέχανε  να τους προϋπαντήσουν με λαχτάρα .
Να τους δούνε επιτέλους από κοντά για να διασκορπιστεί κάθε είδους ανασφάλεια και αγωνία… από κοντά και τα παιδιά με τις μανάδες τους.

Ο Άγιος Δημήτριος, γίνονταν ο προστάτης των ξενιτεμένων κι εκεί γύρω στη γιορτή του άρχιζαν το πολυπόθητο ταξίδι της επιστροφής.

Ένιωθαν τυχεροί όταν μπορούσαν να το κάνουν ανήμερα της γιορτής του γεροί και καζαντισμένοι.

Εκτός από τους χτίστες, άρχιζαν το ταξίδι της επιστροφής τους και οι υλοτόμοι. Όπως οι περίφημοι Καταφυγιώτες υλοτόμοι από το Καταφύγι Σερβίων  Κοζάνης που γύριζαν όλους τους θερινούς μήνες παλιότερα και υλοτομούσαν σε πολλές περιοχές του ορεινού χώρου της Bαλκανικής κι όχι μόνον.

Οι καρβουνιάρηδες γύριζαν, επίσης οι αγγειοπλάστες και οι κεραμοποιοί που επέστρεφαν λίγο νωρίτερα αυτοί, μόλις ξεκινούσαν οι πρώτες βροχές του Σεπτέμβρη.

Οι  βαρελοποιοί, οι χαλκουργοί, οι πλανόδιοι φωτογράφοι κ.α.

«Στη Γαλατινή και σε άλλα χωριά του Βοΐου, γράφει ο Παναγιώτης Καμηλάκης, ερευνητής του κέντρου λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, μόλις πλησίαζαν οι ξενιτεμένοι στο χωριό για να σημάνουν την άφιξή τους, «έριχναν όπλα», δηλαδή πυροβολούσαν στην τοποθεσία Κλαψαράχη, όπου είχε γίνει και ο αποχωρισμός κατά την αναχώρηση την άνοιξη.

Μπαίνοντας στο χωριό έδιναν στα παιδιά που συναντούσαν διάφορα καλούδια, ζαχαράτα, καραμέλες δηλαδή, μπιμπλιά, δηλαδή στραγάλια, τζίτζιφα κι άλλα καλούδια.
Σε πολλά μέρη όποιος συναντούσε πρώτος ξενιτεμένο που επέστρεφε, έτρεχε στο σπίτι του για να το αναγγείλει με ευχές στους οικείους του, οι οποίοι του προσέφεραν τα συχαρίκια δηλαδή χρήματα ως ανταμοιβή.

Ο ξενιτεμένος μόλις επέστρεφε, συνήθως την πρώτη Κυριακή αμέσως μετά την επιστροφή του και συνοδευόμενος από όλη την οικογένεια του, πήγαινε στην εκκλησία και άναβε μία λαμπάδα ίσα με το μπόι του ευχαριστώντας το Θεό που τον βοήθησε να επιστρέψει υγιής και καζαντισμένος!»

Αλλά το πιο οικείο γεγονός στην ύπαιθρο αυτής της επιστροφής, ήταν όταν οι ποιμένες άφηναν τα αλπικά λιβάδια των βουνών και κατέβαιναν στους κάμπους να ξεχειμωνιάσουν αναγκαστικά.
Και βέβαια  όλοι θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια, τα λόγια της δασκάλας ή του δασκάλου όταν μας μιλούσε για το φθινόπωρο.


«Πέφτουν τα φύλλα, φεύγουν τα χελιδόνια και… οι τσοπάνηδες κατεβάζουν τα κοπάδια  τους στα χειμαδιά!»

Βοηθούσε τη φαντασία μας να φτιάχνει όμορφες και ζωντανές εικόνες  και ο χάρτης των εποχών που κρεμασμένος στον τοίχο σηματοδοτούσε
τις αλλαγές της φύσης και τις δραστηριότητες των ανθρώπων για κάθε εποχή και κάθε μήνα.

Στο χωριό που μεγάλωσα έχει αρκετούς Βλάχους

Θυμάμαι καμιά φορά ιστορίες που λέγανε  στον πατέρα μου καθώς κουβέντιαζαν, κάποιοι φίλοι του βλάχικης καταγωγής για αυτή τη διαδικασία την επίπονη…

Έλεγαν πως το ανέβασμα στα βουνά την άνοιξη ήταν ευχάριστο, ενώ το κατέβασμα ήταν πολύ κουραστικό, είχανε πολλή αγωνία γιατί τα ζώα εγκυμονούσαν και οι καιρικές συνθήκες ήταν συχνά αντίξοες.

Η ημέρα μίκραινε και αυτό δυσκόλευε ακόμη πιο πολύ το κατέβασμα.

Άκουγα να λένε πως και τα ίδια τα ζώα καταλάβαιναν πότε είναι η ώρα να φύγουνε όταν ερχόταν η άνοιξη σαν να ήξεραν τον δρόμο και όταν ήταν να γυρίσουνε στα χειμαδιά πάλι το καταλάβαιναν.

Το πρόβατο έλεγαν, το κάθε πράγμα το καταλαβαίνει σαν τον άνθρωπο και ας μην έχει μιλιά… είναι όπως  ο άνθρωπος που πάει σπίτι του.

Και εγώ θυμάμαι, πολύ μικρή σαν σε όνειρο, τα άλογα με τους περήφανους Βλάχους φορτωμένα με τα πράγματά τους όταν περνούσαν μπροστά από το δρόμο του σχολείου για να ανέβουν ανοιξιάτικα στο Σέλι.

Μία εικόνα που λες… το έχω ζήσει ή όχι;

Κάποιος φίλος μου που μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και έμενε στην πλατεία Βαρδαρίου μπροστά, μου είπε ότι ακόμη και στη Θεσσαλονίκη μέχρι τη δεκαετία του 70, τέτοιον καιρό τσοπάνηδες με τα κοπάδια τους, άλλοι περπατητά κι άλλοι με άλογα κατέβαιναν από τα ψηλά, από την Αγίου Δημητρίου που ήταν καλντερίμι και άστραφταν επάνω του τα πέταλα των αλόγων καθώς στραβοπατούσαν.

Περνούσαν στη συνέχεια διαγωνίως τον Βαρδάρη, ήταν τότε στρογγυλή η πλατεία, και κατευθύνονταν προς τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Τις πολύ πρωινές ώρες η πλατεία γέμιζε από σφυρίγματα τσοπάνηδων και βελάσματα προβάτων με τα μικρούλια  να αγωνιούν με τις χαρακτηριστικές φωνούλες τους μη χάσουν τις μάνες τους…Κουδούνια μεγάλα και μικρά ενορχήστρωναν χαρούμενες νότες αφύπνισης και όλος αυτός ο ιδιαίτερος θίασος χάνονταν στο βάθος του δρόμου, αφήνοντας πίσω του υδάτινες, κυματοειδείς γραμμές,
έχοντας δώσει  μια πραγματικά απίστευτη βουκολική παράσταση…

Άλλαξαν πολλά πράγματα από τότε…

Αυτό όμως που συνεχίζεται είναι δυστυχώς ο ξενιτεμός και οι αποδημίες των Ελλήνων προς άλλες χώρες της Ευρώπης κι όχι μόνο…

Η οικονομική κρίση τον τελευταίο καιρό ανάγκασε πολλούς και αξιόλογους νέους να αναζητήσουν μία καλύτερη ζωή στην ξενιτιά.

Αυτά τα νέα παιδιά ,αυτοί οι νέοι άνθρωποι όμως δεν θα γυρίσουν σε έξι μήνες… δε  γυρίζουν σε έξι μήνες.

Πονούνε που θα τους φάει η ξενιτιά και ας προκόψουν εκεί και ας καζαντίσουνε!

Τι κρίμα για τη χώρα μας… Πότε θα γίνει μάνα καρδιακή και δίκαιη, γιατί αγαπημένη είναι.

καλή εβδομάδα με υγεία!

Ει. Δα.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας