Δεν εξήγησε ο πρωθυπουργός πώς μπορεί να χρησιμοποιείται σαν αθωωτικό επιχείρημα για την υποκλοπή των συνδιαλέξεων του κ. Ανδρουλάκη σχετική απαίτηση της Αρμενίας και της Ουκρανίας, που τη διέψευσαν αμέσως οι δύο ελαφρόμυαλα προσβληθείσες χώρες. Δεν εξήγησε πώς η υπερσυγκεντρωτική εξουσία του επέτρεψε να αυτονομηθούν δύο μη αυτόφωτα, ευεργετημένα πρόσωπα, που αντλούσαν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο το όποιο δημόσιο κύρος τους: ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης Γρηγόρης Δημητριάδης, και επιτελάρχης υπ’ αριθμ. 2 στην ουσία, λόγω και της στενής συγγένειας, η οποία φαίνεται ότι του διόγκωνε την αυταρέσκεια αντί να τον καθιστά προσεκτικότερο· και ο κ. Παναγιώτης Κοντολέων, που του δωρήθηκε με φωτογραφική διάταξη η ηγεσία της ΕΥΠ παρά την εξόφθαλμη ανεπάρκεια του βιογραφικού του – ή μήπως χάρη σε αυτήν;
Η δήλωση του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, πως «η θέση του πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη, είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα», συμπίπτει με την άποψη που διατύπωσε στην «Κ» της Κυριακής ο συνταγματολόγος κ. Νίκος Αλιβιζάτος. Αν ο πρωθυπουργός το συμμεριζόταν αυτό, θα ζητούσε συγγνώμη από το θύμα των συνταγματικά ανάρμοστων υποκλοπών. Δεν το έπραξε. Μια άλλη φορά…