Αθλητικά Κοινωνία

“Το άρρωστο ελληνικό ποδόσφαιρο” γράφει ο Νίκος Λάζαρης

———-

Στο σημείο αυτό εύλογα αναρωτιέται κανείς: αφού η πρόσφατη οπαδική δολοφονία του νεαρού Άλκη Καμπανού δεν είναι η πρώτη (έχουν προηγηθεί και άλλες στο παρελθόν) ∙ και αφού κάθε φορά που η αστυνομία κάνει αιφνιδιαστικές εφόδους στα γραφεία αυτών των συνδέσμων, ανακαλύπτει, όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες, κρυμμένα ολόκληρα οπλοστάσια που αποτελούνται από τσεκούρια, μαχαίρια, δρεπάνια, κροτίδες, ρόπαλα, αξίνες, δικράνια κ. ά, τότε γιατί η Πολιτεία δεν βάζει ένα οριστικό λουκέτο σε αυτούς τους συνδέσμους;

———–

Νίκος Λάζαρης

Μολονότι στα πρώτα μου νιάτα έπαιξα για πολλά χρόνια ποδόσφαιρο και μάλιστα σε υψηλό επαγγελματικό επίπεδο (φόρεσα, μεταξύ άλλων, και τη φανέλα τής ιστορικής ομάδας τού Απόλλωνα Αθηνών που την εποχή εκείνη ονομαζόταν «Ελαφρά Ταξιαρχία»), εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες δεν πηγαίνω στο γήπεδο, ούτε παρακολουθώ αγώνες από την τηλεόραση.

Δεν πηγαίνω στο γήπεδο, γιατί πιστεύω ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο νοσεί βαριά. Και η βαριά αυτή αρρώστια δεν οφείλεται μόνο στους, ως επί το πλείστον, άσχετους με το άθλημα προέδρους και παράγοντες των ομάδων, οι οποίοι έχουν το απύθμενο θράσος να εισβάλουν στους αγωνιστικούς χώρους ως τραμπούκοι, οπλοφορώντας, ή συνοδευόμενοι από θηριώδεις σωματοφύλακες για να επιβάλουν αυταρχικά τις απόψεις τους ∙ ούτε ακόμη στη σκανδαλώδη πολλές φορές διαιτησία, στους «στημένους» κατά καιρούς αγώνες (όπως έχει επανειλημμένα αποδειχθεί) ή στους πολυάριθμους, μέτριους κατά κανόνα, ξένους ποδοσφαιριστές που παίζουν σε όλες τις επαγγελματικές ομάδες πρώτης και δεύτερης εθνικής κατηγορίας και των οποίων η παρουσία (που απορρέει φυσικά από την εξοργιστικά λανθασμένη νοοτροπία των ιθυνόντων), έχει επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στο εντόπιο άθλημα ∙ οφείλεται επίσης, ίσως κατά κύριο λόγο, και στους οργανωμένους συνδέσμους οπαδών που δημιούργησαν οι μεγάλοι σύλλογοι τής Αθήνας τού Πειραιά και τής Θεσσαλονίκης.

Οι σύνδεσμοι αυτοί, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στην πρόσφατη στυγερή δολοφονία του νεαρού Άλκη Καμπανού στη συμπρωτεύουσα που συγκλόνισε το πανελλήνιο, αποτελούν ένα φυτώριο ακροδεξιών στοιχείων, φασιστών και νεοναζιστών.

Τα νεαρά άτομα- μέλη που συγκροτούν αυτούς τους συνδέσμους δεν είναι φυσικά φίλαθλοι (υπό την έννοια ότι δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο ως άθλημα). Είναι οπαδοί μιας ομάδας. Πρόκειται στην ουσία για άκρως συμπλεγματικά άτομα, τυφλωμένα από τον φανατισμό τα οποία τρέφονται με το μίσος εναντίον όσων τολμούν να έχουν διαφορετική άποψη από τη δική τους, έστω και σε επίπεδο αθλητικών προτιμήσεων.

Το ψυχολογικό πρόβλημα (ένα από τα πολλά) που χαρακτηρίζει τα νεαρά αυτά άτομα είναι το εξής: Παρακολουθώντας από τις κερκίδες τους ακριβοπληρωμένους άσσους των γηπέδων να αξιοποιούν στο έπακρο τις σωματικές τους δυνατότητες, προκαλώντας με τις επινοήσεις και τα κατορθώματά τους τον θαυμασμό χιλιάδων φιλάθλων, αισθάνονται μειονεκτικά απέναντί τους ∙ αισθάνονται δηλαδή, αυτοί που είναι καλεσμένοι σε μια πάνδημη γιορτή στην οποία δεν μπορούν να συμμετάσχουν παρά μόνο ως ηδονοβλεψίες –θεατές, ότι τους αφαιρείται κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: το ίδιο τους το σώμα. Επιχειρούν λοιπόν να το πάρουν πίσω, είτε φωνάζοντας καθ’ όλη όλη τη διάρκεια του αγώνα συνθήματα στο γήπεδο γυμνοί από τη μέση και πάνω, είτε χτυπώντας τύμπανα ή παίζοντας άλλα όργανα, είτε, το κυριότερο, καταφεύγοντας εντός και εκτός γηπέδων, στην ακραία βία και, γιατί όχι; στο έγκλημα.


Στο σημείο αυτό εύλογα αναρωτιέται κανείς: αφού η πρόσφατη οπαδική δολοφονία του νεαρού Άλκη Καμπανού δεν είναι η πρώτη (έχουν προηγηθεί και άλλες στο παρελθόν) ∙ και αφού κάθε φορά που η αστυνομία κάνει αιφνιδιαστικές εφόδους στα γραφεία αυτών των συνδέσμων, ανακαλύπτει, όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες, κρυμμένα ολόκληρα οπλοστάσια που αποτελούνται από τσεκούρια, μαχαίρια, δρεπάνια, κροτίδες, ρόπαλα, αξίνες, δικράνια κ. ά, τότε γιατί η Πολιτεία δεν βάζει ένα οριστικό λουκέτο σε αυτούς τους συνδέσμους;
Η απάντηση είναι απλή. Γιατί αυτό δεν το θέλουν οι παράγοντες των μεγάλων ομάδων. Και δεν το θέλουν, για τον απλούστατο λόγο ότι οι οπαδικοί σύνδεσμοι (που εκείνοι έχουν ιδρύσει και στηρίζουν) αποτελούν την εμπροσθοφυλακή, τον πολιορκητικό κριό και την ασπίδα προστασίας των ιδίων, αλλά και των συλλόγων που διοικούν.
Εμείς όμως που παίξαμε ποδόσφαιρο (και το αγαπήσαμε) σε άλλες, αγνότερες εποχές, όπου η ποιότητα του εντόπιου ποδοσφαίρου, αλλά και της Εθνικής μας ομάδας βρισκόταν, κατά γενική ομολογία, σε υψηλότερο ποιοτικό επίπεδο ∙ σε εποχές κατά τις οποίες οι οπαδοί των αντίπαλων ομάδων παρακολουθούσαν τους αγώνες πλάι-πλάι, συχνά με τις οικογένειές τους, στα κατάμεστα από χιλιάδες φιλάθλους γήπεδα∙ εμείς λοιπόν, δεν θέλουμε ούτε να βλέπουμε, ούτε να ακούμε συζητήσεις για το ελληνικό ποδόσφαιρο όπως έχει καταντήσει σήμερα. Γιατί ο κατήφορος που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια είναι εξαιρετικά ολισθηρός και φαίνεται, δυστυχώς, πως δεν έχει τέλος.
.
Αγανακτισμένοι λοιπόν με όσα συμβαίνουν γύρω μας, κάνουμε τώρα μια χειρονομία: χαρίζουμε αυτό το βαριά άρρωστο ποδόσφαιρο στους μεγαλοπαράγοντες των συλλόγων και στην Πολιτεία, η οποία αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ανίκανη να λύσει ένα σοβαρό αθλητικό πρόβλημα με σαφείς κοινωνικές προεκτάσεις.
———–
Ο Νίκος Λάζαρης είναι ποιητής και κριτικός Λογοτεχνίας / Παλιότερη συνέντευξή του στη Φαρέτρα μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ
banner-article

Ροη ειδήσεων