Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν οι μεγάλοι να αποτρέψουν όλα αυτά τα επικίνδυνα κατά τους ίδιους πράγματα; Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να περιορίσουν την “ελευθερία” τους; Η πιο αποτελεσματική λύση ήταν παραδοσιακά δοκιμασμένη. Ήταν ο φόβος. Όχι όμως οποιοσδήποτε φόβος. Ο φόβος για κάτι που δεν ελέγχεται εμπειρικά, για κάτι υπερφυσικό. Για κάτι αόρατο
Στα χωριά τα παιδιά ζούσαν σε συνθήκες μεγάλης ελευθερίας κινήσεων στον χώρο. Οι γονείς απασχολημένοι ολημερίς, συχνά απόντες για διάφορους λόγους, έψαχναν τα παιδιά τους τα βράδια…Τα παιδιά, περισσότερο τα αγόρια, κινούνταν και εκτός των οικισμών σε όλη την έκταση του κοινοτικού χώρου, καμιά φορά και πέρα από το σύνορο, στις επικράτειες άλλων χωριών.
Υπήρχε μια δυσκολία, λοιπόν, των μεγάλων να έχουν τον έλεγχο, έτσι ώστε να αποφεύγονται επικίνδυνες “επιχειρήσεις” των παιδικών “συμμοριών “. Μεγαλωμένα στη φύση αυτά τα παιδιά, δεν έπαιρναν στα σοβαρά ιστορίες για λύκους και αρκούδες…Έτσι, αγνοούσαν τέτοιες φοβέρες ή συμβουλές και όργωναν δάση και ξέφωτα, ρεματιές και βράχια, σπηλιές και κορφοβούνια. Οι λόγοι πολλοί. Από το παιχνίδι μέχρι τη συλλογή εδώδιμων φυτών και άγριων καρπών της φύσης. Έφευγαν το πρωί και γύριζαν το βράδυ… Μια για να παίξουν πόλεμο στις φτέρες, μια ν’ ανοίξουν δρόμους σε γκρεμούς, την άλλη να μαζέψουν βατόμουρα, γκόρτσα ή άλλα καλούδια του τόπου.
Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν οι μεγάλοι να αποτρέψουν όλα αυτά τα επικίνδυνα κατά τους ίδιους πράγματα; Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να περιορίσουν την “ελευθερία” τους; Η πιο αποτελεσματική λύση ήταν παραδοσιακά δοκιμασμένη. Ήταν ο φόβος. Όχι όμως οποιοσδήποτε φόβος. Ο φόβος για κάτι που δεν ελέγχεται εμπειρικά, για κάτι υπερφυσικό. Για κάτι αόρατο. Για κάτι που δεν εμπίπτει στον κόσμο της φύσης, με την οποία τα παιδιά αυτά ήταν εξοικειωμένα. Ο φόβος, λοιπόν, για το άγνωστο. Ο φόβος για το μυστήριο. Ο φόβος για το μεταφυσικό. Ιστορίες όχι για λύκους και αρκούδες αλλά για φαντάσματα. Φαντάσματα που βγαίνουν στα νεκροταφεία στα όρια των οικισμών, μαγίστρες που βγαίνουν κι αυτές στα ρέματα γύρω από τα χωριά. Ίστορίες για σκοτωμένους που ακούγονται τις νύχτες να βογκούν σε τόπους επικίνδυνους που φέρουν ανάλογα ονόματα: Φάνταση, Σκοτωμένου, Τούρκου, Βαρ τσιομπάν κ.λπ
Είναι αλήθεια, μπορώ και ο ίδιος να το βεβαιώσω, ότι ακόμα και τώρα όταν βρίσκομαι σε τέτοιους τόπους φοβάμαι. Φοβάμαι σχεδόν όπως τότε που ήμουνα παιδί. Δεν σκέφτομαι συναπαντήματα με αρκούδες και λύκους αλλά με φαντάσματα…
Τα σκέφτομαι τούτες τις μέρες όλα αυτά. Τούτες τις μέρες που τείνει να κυριαρχήσει ο φόβος. Ένας φόβος για κάτι αόρατο. Ένας φόβος που καλλιεργείται, ωστόσο, από τους “μεγάλους” με κάθε αφορμή. Ο φόβος σαν μέσο κοινωνικού ελέγχου. Τον καλλιεργούν ακόμα και μέσω των δελτίων επικίνδυνων καιρικών φαινομένων. Εντελώς φυσικά φαινόμενα παρουσιάζονται σαν παραφυσικά. Μπορεί βεβαίως να είναι παραφυσικά, όπως έχουμε καταντήσει τη φύση ή τη σχέση μας μ’ αυτή.
Ο φόβος των φαντασμάτων είναι πράγματι πολύ αποτελεσματικός μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου. Άλλωστε, ο πιο ακίνδυνος πολίτης είναι ο φοβισμένος πολίτης!