Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 15 / Σκύθες, Γέτες και άλλοι “Μιγάδες Έλληνες”… | μέρος Β

ΝΟΜΙΣΜΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β’ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
—————-

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 15

ΣΚΥΘΕΣ, ΓΕΤΕΣ, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ «ΜΙΓΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»… ΠΕΡΙΞ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΣΠΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ … ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΤΟΥΤΟ ΤΟ «ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ»… ΜΕΡΟΣ Β’

«… περί της γεγενημένης αταξίας ταις Ρωμαίων δυνάμεσιν, αριστείαν τε Ρωμαίων κατά Σκλαβηνών ήτοι Γετών· Γέται γαρ το παλαιόν εκαλούντο. […] Και ως Πιράγαστος ο της των Σκλαβηνών δυνάμεως φύλαρχος ανήρηται· και ανδραγαθία Ρωμαίων. Περί της ανυδρίας της παρακολουθησάσης ταις Ρωμαίων δυνάμεσι. Και όπως του Πέτρου καταπολεμηθέντος υπό Σκλαβηνών Πρίσκος αύθις γίνεται στρατηγός.»

 Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

  1. Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818): «[Έτος 5870 ή 370 μ.Χ.] «Τούτω τω έτει οι Γότθοι πάλιν ενωθέντες εξήλθον εις την γην των Ρωμαίων, και ηρήμωσαν πολλάς επαρχίας, Μυσίαν, Θράκην, Μακεδονίαν, και Αχαΐαν, και πάσαν την Ελλάδα, περί τας είκοσι επαρχίας. Εθεάθησαν δε εν τούτω τω χρόνω εν τω αέρι εν ταις νεφέλαις εσχηματισμένοι άνδρες ένοπλοι.» – «Γότθους δε επιχωρίως τους Σκύθας λέγεσθαι Τραϊανός ο Πατρίκιος εν τη κατ’ αυτόν ιστορίαν φησίν.» – «[Έτος 5931 ή 431 μ.Χ.] Ήσαν δε τότε Γότθοι και έθνη πολλά τε και μέγιστα πέραν του Δανουβίου εν τοις υπερβορείοις τόποις κατωκισμένα. Τούτων δε αξιολογώτερά εισι τέσσαρα, Γότθοι, Υπογότθοι, Γήπαιδες και Ουανδήλοι εν ονόμασι μόνω και ουδενί ετέρω διαλλάττοντες, μία διαλέκτω κεχρημένοι· πάντες δε της Αρείου υπάρχουσι κακοπιστίας. Ούτοι επί [αδελφών] Αρκαδίου [377-408, βασ. 395-408] και Ονωρίου [384-423, βασ. 395-423] τον Δάνουβιν διαβάντες, εν τη Ρωμαίων γη κατωκίσθησαν. Και οι μεν Γήπαιδες, εξ ων ύστερον διηρέθησαν Λογγίβαρδοι και Αβάροις, τα περί Σιγγιδόνα και Σερμείον χωρία ώκησαν. Οι δε Υπογότθοι μετά Αλάριχον την Ρώμην πορθήσαντες, εις Γαλλίας εχώρησαν και των εκεί εκράτησαν. Γότθοι δε Παννονίαν έσχον πρώτον, έπειτα τω ιθ΄ έτει της βασιλείας, Θεοδοσίου του νέου [Θεοδόσιος Β΄,γνωστός και ως Θεοδόσιος ο Νεώτεροςή Θεοδόσιος ο Καλλιγράφος: 401-450, βασ. 408-450.] επιτρέποντος, τα της Θράκης χωρία ώκησαν, και επί νη΄ χρόνους εν τη Θράκη διέτριψαν, και της Εσπερίου βασιλείας εκράτησαν. Οι δε Ουανδήλοι Αλανούς εταιρισάμενοι και Γερμανούς, τους νυν καλουμένους Φράγκους, διαβάντες τον Ρήνον ποταμόν…» – «[Έτος 6050 ή 550 μ.Χ.] …εισήλθεν έθνος εν τω Βυζαντίω παράδοξον των λεγομένων Αβάρων, και η πάσα η πόλις συνέτρεχεν εις την θέαν αυτών, ως μηδέποτε εωρακότες τοιούτον έθνος. Είχον γαρ τας κόμας όπισθεν μακράς πάνυ δεδεμένας πρανδίοις και πεπλεγμένας. Η δε λοιπή φορεσία αυτών ομοία των λοιπών Ούννων. Ούτοι φυγόντες εκ της ιδίας χώρας ήλθον εις τα μέρη Σκυθίας και Μυσίας, και έπεμψαν προς Ιουστινιανόν πρέσβεις δεχθήναι αυτούς.» – «[Έτος 551 μ.Χ.] «Τω δε αυτώ έτει επανέστησαν Ούννοι και Σκλάβοι τη Θράκη πλήθη πολλά, και επολέμησαν αυτήν, και πολλούς εφόνευσαν και ηχμαλώτισαν.» – «Ιουστίνος ο ανεψιός Ιουστινιανού […] ην δε τω γένει Θράξ, μεγαλόψυχός τε και εις πάντα επιδέξιος, φιλοκτίστης…» – «[Έτος 576 μ.Χ.] Ο δε Χαγάνος την ειρήνην διαλύσαι δόλω έσπευδεν. Το γαρ Σκλαβίνων έθνη κατά της Θράκης εξώπλισεν· α τινα παρε-γένοντο μέχρι των Μακρών τειχών πολλήν άλωσιν ποιούμενα. Ο δε βασιλεύς τα του παλατίου στρατεύματα εξαγαγών της πόλεως και τους δήμους, φυλάττειν τα Μακρά τείχη εκέλευσεν. Και Κομεντίολον στρατηγόν χειροτονήσας και εξοπλίσας, κατά βαρβάρων απέστειλεν. Ο δε αδοκήτως τοις βαρβάροις περιπεσών, πολλά πλήθη ανείλεν και τούτους απήλασεν. Παραγενόμενος δε εν Αδριανουπόλει περιέτυχεν Ανδραγάστω πλήθη Σκλαβίνων μετά αιχμαλωσίας επιφερομένω· και τούτω επιπεσών την τε αιχμαλωσίαν διέσωσεν, και νίκην μεγάλην περιεβάλετο.» – «[Έτος 579 μ.Χ.] Ο δε Κομεντίολος εν ταις ύλαις του Αίμου κρυπτόμενος, εξήλθεν συν τω Μαρτίνω· και καταλαβών τον Χαγάνον ανετοιμότατον διά το την πληθύν των βαρβάρων περικεχύσθαι τη Θράκη, πρώτη φυλακή κατ’ αυτού χωρεί. Και ην αυτώ μέγα των επί χειρών το κατόρθωμα, ει μη τύχη τινί παρεσφάλη του επιχειρήματος. Ενός γαρ ζώου τον φόρτον διαστρέψαντος, εταίρος του δεσπότου του ζώου προσφωνεί τον φόρτον ανορθώσας τη πατρώα φωνή· τόρνα, τόρνα, φράτρε. Και ο μεν κύριος του ημιόνου την φωνήν ουκ ήσθετο. Οι δε λαοί ακούσαντες, και τους πολεμίους επιστήναι αυτοίς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα, τόρνα μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες. Ο δε Χαγάνος μεγάλην δειλίαν περιβαλόμενος, ακρατώς έφυγεν. Και ην ιδείν Αβάρους τε και Ρωμαίους αλλήλους διαδιδράσκοντας, μηδενός διώκοντος.» – «[Έτος 585 μ.Χ.] Τούτω τω έτει ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος [Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος – Flavius Mauricius Tiberius Augustus: 539-602, βασ. 582-602] τον Πρίσκον συν πάσαις ταις Ρωμαϊκαίς δυνάμεσιν επί τον Ίστρον ποταμόν έπεμψεν, ώστε τα Σκλαβινών έθνη διαπεράσαι κωλύση. Τούτου δε ελθόντος επί τον Δορόστολον, ο Χαγάνος μαθών πρέσβεις εξέπεμψεν προς αυτόν· και κατητιάτο Ρωμαίους έναρξιν τω πολέμω διδόντας. […] Αλλά προς τα Σκλαβινών έθνη υπό του αυτοκράτορος απεστάλην. […] Οι δε Ρωμαίοι ανελόντες πλήθη Σκλαβινών, και περί τον Αρδάγαστον διατεμόντες χώραν, αιχμαλωσίας τε κρατήσαντες πολλάς εις το Βυζάντιον έπεμπεν διά Τατήμερος.» – «Ο δε Πρίσκος θαρρήσας, εις τα εσώτερα μέρη των Σκλαβινών εχώρει. Γήπαις δε ανήρ της θρησκείας των Χριστιανών υπάρχων αυτομολεί προς Ρωμαίους, και την είσοδον τοις Ρωμαίοις υπέδειξεν, και των βαρβάρων εκράτησαν·» – «Τούτοις οι Ρωμαίοι κρυπτώς επιπεσόντες, μέγιστον φόνον απεργάζονται· τριάκοντα γαρ χιλιάδας Γηπαίδων και ετέρων βαρβάρων απέκτειναν· και πλείστην αιχμαλωσίαν λαβόντες προς τον Πρίσκον υπέστρεψαν. Ο δε Χαγάνος πάλιν δυνάμεις συναθροίσας επί τον Ίστρον παραγίνεται. Και συμβαλόντες πόλεμον ηττώνται οι βάρβαροι, και εις τα ρείθρα του ποταμού αποπνίγονται. Συναπόλλυνται δε τούτοις και Σκλαβινοί πολλοί. Ζώντας δε εκράτησαν Αβάρους μεν τρισχιλίους διακοσίους, και βαρβάρους δισχιλίους.» – «[Το έτος 617] … στρατώ κατά Κωνσταντινούπολιν απέστειλεν, όπως τους εκ Δύσεως Ούννους, ους Αβάρους καλούσιν, Αβάρεις τε και Σκλάβους και Γήπαιδας συμφωνήσας κατά της πόλεως χωρήσωσι και ταύτην πολιορκήσωσι. […] το δε τρίτον μέρος αυτός λαβών επί Λαζικήν εχώρει· και εν ταύτη διατρίβων τους Τούρκους από της εώας, ους Χαζάρους ονομάζουσιν, εις συμμαχίαν προσεκαλέσατο.» – «[Έτος 683] Τούτω τω έτει Ιουστινιανός απελέξατο εκ των μετοικισθέντων υπ’ αυτού Σκλάβων, και εστράτευσε χιλιάδας λ΄ και οπλίσας αυτούς επωνόμασεν αυτούς λαόν περιούσιον, άρχοντά τε αυτών Νέβουλον τούνομα.» – «[Έτος 775] Τούτω τω έτει ειρηνεύσασα Ειρήνη μετά των Αράβων […] κατά των Σκλαβίνων εθνών. Και κατελθών επί Θεσσαλονίκην και Ελλάδα, υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε τη βασιλεία. Εισήλθεν δε και εν Πελοποννήσω, και πολλήν αιχμαλωσίαν και λάφυρα ήγαγεν τη των Ρωμαίων βασιλεία. | Τούτω τω έτει [776] μηνί Ιανουαρίω ινδικτιώνος ζ΄ κατέλαβεν Σταυράκιος ο προρρηθείς εκ των Σκλαβίνων, και εθριάμβευσε τα επινίκια επί ιπποδρομίας.» – «[Έτος 791] Τω δε Μαρτίω μηνί της ζ΄ ινδικτιώνος, ηβουλήθη Ακάμηρος, ο των Σκλαβίνων της Βελζητίας άρχων νυχθείς υπό των Ελλαδικών εξαγαγείν τους υιούς Κωνσταντίνου, και προχειρίσασθαι εξ αυτών βασιλέα.»

  2. Πατριάρχης Φώτιος (810-891): Επί Μαυρικίου [Flavius Mauricius Tiberius Augustus: 539-602, βασ. 582-602] οι Άβαροι πολιορκούν το Σίρμιον για δύο έτη «και αλίσκεται υπό βαρβάρων Σιγγηδών η πόλις και Αυγούστα και το Βιμινάκιον, πολιορκείται δε και Αγχίαλος πόλις. Και πρεσβεύονται Ελπίδιος και Κομεντίολος Ρωμαίων πρέσβεις προς των Αβάρων Χαγάνον διαπρεσβεύσαι επί τω και τας είκοσι χιλιάδας προστεθήναι, και λαβών Ταργίτιόν τινα από των Αβάρων εις Βυζάντιον ήκεν. Επεί δε οι βάρβαροι πολλά των Ρωμαίων εληΐζοντο, Ταργίτιος εις Χαλκίδα νήσον εξορίζεται, μηνών έξ τη εξορία παραταθέντων. Στρατηγός δε αιρεθείς Κομεντίολος κατά Σκλαβήνων ηνδραγάθησε. Και όπως πάλιν ο Χαγάνος τας σπονδάς συγχεί. Και περί Βουγολόβρα του μάγου· πόρθησίς τε πλείστων πόλεων Ρωμαίων υπό των βαρβάρων.» – «Και Κομεντιόλου διάσκεψις ει χρη επιτίθεσθαι τοις Αβάροις, και δημηγορία επί το δειν επιτίθεσθαι, και αντιδημηγορία. Όπως φωνή εμπεσούσα τω στρατώ των Αβάρων άπρακτον την του Κομεντιόλου επίθεσιν την του Χαγάνου ειργάσατο. Και περί Βουσά του στρατιώτου, όπως τε κυνηγών εάλω υπό των Αβάρων, και όπως υπό των ομοφύλων υπεροφθείς πρώτος διά τούτο τους Αβάρους πολιορκητικά όργανα εδίδαξε κατασκευάζεσθαι.» – «Αλίσκεται δε υπό Περσών η Μαρτυρόπολις διά Σίττα δόλω, και αποχειροτονείται Φιλιππικός, και Κομεντίολος αντ’ αυτού τον Περσικόν από του αυτοκράτορος πιστεύεται πόλεμον. Οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο, η Ρώμη δε προς τους Λογγιβάρδους ανθωπλίζετο, και Λιβύη των Μαυρουσίων περιεγίνετο.» – «Περί των τριών Σκλαβηνών των κιθάρας επιφερομένων, οι εκ των μερών του Ωκεανού ελέγοντο προς τον Χαγάνον απεστάλθαι· οι και ενεφανίσθησαν Μαυρικίω τω βασιλεί.» – «Στρατεία Αβάρων κατά Ρωμαίων και πολιορκία Σιγγιδόνος της πόλεως, χειροτονία τε Πρίσκου του στρατηγού, και όπως του κατά την Ευρώπην πολέμου τούτον προεστήσατο. […] Πρεσβεία τε Αβάρων προς Ρωμαίους […] Ανδραγαθία τε του Ρωμαίων ταξιάρχου Αλεξάνδρου, και ανδραγαθία Ρωμαίων, και Σκλαβηνών αναίρεσις, έφοδός τε Σκλαβηνών κατά Ρωμαίων.» – «… περί της γεγενημένης αταξίας ταις Ρωμαίων δυνάμεσιν, αριστείαν τε Ρωμαίων κατά Σκλαβηνών ήτοι Γετών· Γέται γαρ το παλαιόν εκαλούντο. […] Και ως Πιράγαστος ο της των Σκλαβηνών δυνάμεως φύλαρχος ανήρηται· και ανδραγαθία Ρωμαίων. Περί της ανυδρίας της παρακολουθησάσης ταις Ρωμαίων δυνάμεσι. Και όπως του Πέτρου καταπολεμηθέντος υπό Σκλαβηνών Πρίσκος αύθις γίνεται στρατηγός.» – «… εδουλώσατο δε και Αβάρους. Διέξεισι δε και περί των κατά την Ταυγάς εθνών και περί του Μουκρί, εν οις οι Άβαροι ηττηθέντες διεσπάρησαν. Και περί του Ουάρ και Χουνί των εθνών, εξ ων επί Ιουστινιανού απόμοιρα τωνδε των εθνών ενδημεί τη Ευρώπη, οι και Αβάρους εαυτούς επεφήμισαν.» – «Μάχη Ρωμαίων και Αβάρων, στρατηγούντος Πρίσκου και Κομεντιόλου…» – «Τετάρτη μάχη, και νίκη πάλι Ρωμαίων λαμπρά, και αναίρεσις Αβάρων άμα Γηπαίδων χιλιάδων τριάκοντα. Πέμπτη μάχη, και νίκη Ρωμαίων, και αναίρεσις Αβάρων, και άλωσις των μεν ζωγρηθέντων Αβάρων τρισχιλίων, άλλων δε βαρβάρων τετρακισχιλίων, και ετέρων δισχιλίων και διακοσίων, και Σαβήνων χιλιάδων οκτώ· εξ ων ο Χαγάνος απατήσας τον αυτοκράτορα τους ζωγραθέντας Αβάρους ανέλαβε. Περί της Κομεντιόλου μελαγχολίας, και όπως τη τούτη αβουλία πλήθος Ρωμαίων, προς Φιλιππούπολιν απαίροντος, τω κρύει διώλοντο.» – «Η γαρ Κύπρος πόλις μεγάλη· δήμοι την γλώτταν ακριβώς Έλληνες.» – «Όσα γραφείς, και λόγοι δύνανται. Μάλλον δε μικρότερα μίμησις πάσα προς λόγους. Άβαριν τον σοφόν γένος μεν Υπερβόρειον λέγουσιν, Έλληνα δε την φωνήν γεγενήσθαι, και Σκύθην μεν άχρι στολής τε και σχήματος, ει δε που γλώτταν κινήσειε, τούτο εκείνο εκ μέσης Ακαδημίας και αυτού Λυκείου νομίζεσθαι. Τον Ελευσίνιον έφηβον ορθήναι λόγος προς Δήμητρος, ίνα την νομάδα τράπεζαν ημέροις αμείψη πυροίς. Ήκεν Άβαρις Αθήναζε τόξα έχων, φαρέτραν ημμένος εις ώμον, χλαμύδι σφιγγόμενος. Ζώνη ην κατ’ ιξύων χρυσή, αναξυρίδες εκ ταρσών άκρων άχρι και γλουτών ανατείνουσαι. Τούτο πανταχόθεν ευρίσκομεν, καθάπερ εν αρμονία λύρας, σύμφωνον ηχούντα τη γνώμη τον λόγον. Αν ηδύς εντυχείν, δεινός ησυχή μεγάλην πράξιν εργάζεσθαι, οξύς το παρόν ιδείν, προμηθής το μέλλον φυλάττεσθαι, σοφίας ήττων, εραστής φιλίας, ολίγα μεν τύχη πιστεύων, γνώμη δε τα πάντα πιστούμενος.» – «Πρώτος μεν ο σοφός Ανάχαρσις εκ Σκυθών ήλθεν εις Έλληνας, πρώτος δε Πέλοψ Λυδών, επ’ αθανάτων ίππων κατά γαλήνης οχούμενος.» – «Ότι Σκύθην, φησί, θάττόν τε την Ελληνίδα μαθόντα είδον, εις μειρακίων ηλικίαν άρτι παρελθόντα· είτα του ωνησαμένου δεσπότου μαθήμασιν ελευθερίοις αυτόν εκδεδωκότος, τοσούτον επιδούναι τούτοις και γενέσθαι κατά πολλά των μαθημάτων περιδέξιον, ως και παρ’ Έλλησι και παρά Ρωμαίοις λαμπρόν γενέσθαι και περιβόητον, επειδή και νόμων ώφθη διδάσκαλος. Ο δ’ ωνησάμενος Σύρος ην, Αντιοχείας πολίτης και γραμματικής παίδων διδάσκαλος. Γενέσθαι δε και μαθητήν εαυτόν φησιν ο φιλάρετος ούτος Αστέριος του αργυρωνήτου τούτου Σκύθου· πού δε διατρίβοντος ή τίνος μαθήματος ου λέγει.» – «Πρώτος παρά τοις αμαξοβίοις Σκύθαις θυσιαστήρια έπηξας· και μόλις των ίππων αποπηδήσας ο βάρβαρος έμαθε γόνυ κάμπτειν και εις έδαφος εξαπλούσθαι.» – «[Κατά Πέτρον Σικελιώτην, μοναχό, που το 870 μ.Χ. έγραψε Ιστορία των Μανιχαίων και Παυλικανών] Σκύθαι ωνητοί δούλοι, εκ τούτων διαλέγονται, μήπω της γλώττης αυτόν προς την Ελληνίδα διάλεκτον καθαρώς απευθυνθείσης, αλλά συγκεκομμένως μεν και ως ειπείν αδιαρθρώτως…»]

  3. Fragmentum, Ex Historia de Conversione Boiorum et Carentanorum ad fidem Christianam, que circa annum 838 scripta est [Έτος 838]: «EXCEPTUM. Elibetlo de conversion Carentanorum. […] | Post hune interjecte atique tempore supervenit quidam Sclavus ab Histrie et Dalmatie partibus nomine Methodius [815-884 και Κύριλλος: 826/27-869] qui adinvenit Sclavicas litteras et Sclavice celebravit divinum officium et vilescere fecit Latinum; tandem fugatus a Carentanis partibus intravit Moraviam, ibique quiescit.»- [Η πηγή τούτη είναι αρχαιότερη όλων και μαρτυρεί ότι ο Μεθόδιος ήταν Σκλάβος καταγόμενος από την Ίστρια της Δαλματίας, γεγονός που καταρρίπτει την εκ Θεσσαλονίκης καταγωγή των Κύριλλου και Μεθόδιου εφευρετών του «σλαβωνικού αλφάβητου», η καταγωγή των οποίων επινοήθηκε για την… επιβολή της θεωρίας ότι εκείνα τα χρόνια η Θεσσαλονίκη είχε σλαβόγλωσσο πληθυσμό, ή πληθυσμό Σλάβων! (P.L. 129, Paris 1853)].

  4. Λέων ο Σοφός (866-912): «Τα σκυθικά τοίνυν έθνη μιάς εστίν, ως ειπείν, ανατροφής τε και τάξεως, πολύαρχά τε και απράγμονα νομαδικώς ως εσπίπαν βιούντα. μόνα δε τα των βουλγάρων πρόσετι δε και τα των τούρκων της ομοίας φροντίζουσι τάξεως πολεμικής ισχυρωτέρας των άλλων σκυθικών εθνών τας κατά σύστασιν μάχας ποιούμενά τε και μοναρχούμενα.» – «Και ήδη και σκλάβοι των ποτέ ότε πέραν κατώκουν του ίστρου, ον και δανούβιον καλούμεν. οις και προσεπολέμουν ρωμαίοι επιτιθέμενοι νομαδικώς και αυτώ τότε διαζώντων πριν ή περαθήναι τον ίστρον, και υπό τον ζυγόν της ρωμαϊκής εξουσίας τον αυτόν αυχένα υποκλίναι. Ουδέ τούτων δε τα έθιμα προς τας μάχας και την άλλην συνήθειαν άγνωστά σοι καταλείψω, αλλ’ ώσπερ μοι είρης πάντα συλλέξας διαγράψω, καθόσον ημίν η δύναμις εγχωρεί, ίνα πανταχόθεν μεγίστης δίκην ερανίζης και συλλέγης τα χρήσιμα.» – «Και τα σκλαβικά δε έθνη ομοδίαιτά τε ήσαν και ομότροπα αλλήλοις, και ελεύθερα, μηδαμώς δουλούσθαι ή άρχεσθαι πειθόμενα, και μάλιστα ότε πέραν του δανουβίου κατώκουν εν τη ιδία χώρα. Όθεν και ενταύθα περαιωθέντα, και οιονεί βιασθέντα δέξασθαι την δουλείαν ουχ ετέρω ηδέως πείθεσθαι ήθελον, αλλά τρόπον τινά εαυτών κρείττον γε ηγούντο από του άρχοντος της εαυτών φυλής φθείρεσθαι, ή τοις ρωμαϊκοίς δουλεύειν και υποκλίνεσθαι νόμοις. οι δε του σωτηρίου βαπτίσματος τον [φωτισμόν;!] καταδεξάμενοι άχρι των ημετέρων χρόνων, τούτον όσον κατ’ αυτούς εις αρχαίας ελευθερίας συνήθειαν διατηρούνται.» – «Ταύτα ουν ο ημέτερος πατήρ και ρωμαίων αυτοκράτωρ Βασίλειος [811-866] των αρχαίων εθνών έπεισε μεταστήναι, και γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας, της δε δουλείας ηλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων και στρατεύεσθαι κατά των ρωμαίοις πολεμούντων εθνών εξεπαίδευσεν ούτω πως επιμελώς περί τα τοιαύτα διακείμενος. διό και αμερίμνους ρωμαίους εκ της πολλάκις από σκλάβων γενομένης ανταρσίας εποίησε, πολλάς υπ’ εκείνων οχλήσεις και πολέμους τοις πάλαι χρόνοις υπομείναντας.» — ««ρα΄. Ταύτα δε ο ημέτερος εν θεία τη λήξει γενόμενος πατήρ και Ρωμαίων αυτοκράτωρ Βασίλειος των αρχαίων εθών έπεισε μεταστήναι, και Γραικώσας, και άρχουσι κατά τον Ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας, και βαπτίσματι τιμήσας, της τε δουλείας ηλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων, και στρατεύεσθαι κατά των Ρωμαίοις πολεμούντων εθνών εξεπαίδευσεν, ούτω πως επιμελώς περί τα τοιαύτα διακείμενος, διό και αμερίμνους Ρωμαίους εκ της πολλάκις από Σκλάβων γενομένης ανταρσίας εποίησε, πολλάς υπ’ εκείνων οχλήσεις και πολέμους τοις πάλαι χρόνοις υπομείναντας. | ρβ΄. Ήσαν δε, ουκ οίδ’ όπως ειπείν, τη φιλοξενία κατακόρως χρώματα τα Σκλάβων φύλα, ην ουδέ νυν καταλιπείν εδικαίωσαν, άλλ’ έχουσιν ομοίως.»

  5. Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (905-959): «Ζαχλούμοι δε ωνομάσθησαν από όρους ούτω καλουμένου Χλούμου, και άλλως δε παρά τη των Σκλάβων διαλέκτω ερμηνεύεται το Ζαχλούμοι ήγουν “οπίσω του βουνού”.» – «[Οἱ Σκλάβοι] πρῶτον μὲν τὰς τῶν γειτόνων οἰκείας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν καὶ εῖς ἁρπαγή ἐτἰθεντο, ἔπειτα δὲ καὶ κατὰ τῶν οἰκητόρων τῆς τῶν Πατρῶν ὁρμήσαντες πόλεως […] μεθ’ ἐαυτῶν ἔχοντες καὶ Ἀφρίκους καὶ Σαρακηνοῦς…» – «Λεξικόν των εν τω Γοτθικώ αδομένων: γαύζας (χαίρεσθε), βόνας (καλαί), βίκηδας (γειτονείαι), γαυδέντες (χαίρεσθε), ελκηβόνιδες (προσκαλούμενοι), ενκέρτυς (αγωνιζόμενοι), βόνα ώρα (καλή ώρα), γυβίλους (κραυγή και κράκτης), γυβελάρες (κραυγάζοντες), γυβίλους (κράκτης), γυβελάρες (φωνοβολούντες), νανά (Θεέ Θεέ ή Θεού Θεού), του γέγδεμα (εξ ανατολής ή αρχήθεν), δε τούλβελε (αγαθός ο Θεός), νικάτο τούλδο (νικάτω ο Θεός), τουτόβαντες (σαλπίζοντες), βόνα αμόρε (καλήν αγάπην), ιδεσαλβάτους (σωζόμενοι), δέους, δέους (Θεός, Θεός· νανά), σεβακίβα (εαυτούς ευσχολούντες) […]· Ετέρα ερμηνεία των προειρημένων λέξεων: γαύζας (ο ευπρεπής – Ρωμ.), βίκη (τεχνίτης – Εβραι.), άγια (φύλαττε – Ρωμ.), Ελ (Θεέ – Εβραι.), δες (γνώθι –Εβραι.), βάντες (ελθέ – Ρωμ.) […]» – [Τούτα, για να γνωρίζουμε σήμερα τι γλώσσα και πώς τη μιλούσαν οι νυν λεγόμενοι…. «Βυζαντινοί»!…] – «Χρη ειδέναι, όπως εδέξατο Μιχαήλ ο βασιλεύς [Μιχαήλ Γ’, βασ. 842-867] Σκλάβους τους ατακτήσαντας εν χώρα Σουβδελιτία και ανελθόντας εις τα όρη και πάλιν καταφυγόντας τη αυτοκρατορική και υψηλή βασιλεία. […] και ευθέως εισήχθησαν έτεροι Σκλάβοι Θεσσαλονίκης αρχοντίας και αυτοί υπό ενός οστιαρίου…» – [Η άγνωστη –κατά τους ιστορικούς– «χώρα Σουβδελιτία», αποτελεί εκγραικισμένο τύπο σύνθετης λέξης που παράγεται από τις βλάχικες λέξεις σούμ ή σούν ή σούμπ = υπό, κάτω από (χαρακτηριστικό παράδειγμα η λ. σουμσοάρâ ή σουνσοάρâ ή σουμπσοάρâ = «υπό μάλης») και τεάρâ ή ντεάλâ ή ντάλâ = ανθόγαλα, αφρόγαλα, καϊμάκι, κορυφή και κατ’ επέκταση «κορυφή βουνού», «λόφος», «ύψωμα» (ρουμανιστί deal), άρα σουμπ + ντεάλâ à σουμπντεάλâ = υπό τα όρη, «υπώρεια». εκγραικισμένο σουβδεάλα, και πιο λόγια εκγραικισμένη η λ. για την περιοχή στο υποκοριστικό Σουβδελιτία. Και προφανώς η Σουβδελιτία (= Υπώρεια) ήταν περιοχή πλησίον της Θεσσαλονικής, είτε μάλλον υπό το Βέρμιον, είτε υπό τα όρη των Σερρών τα παρακείμενα στον Στρυμώνα, χωρίς να αποκλείονται τα Πιέρια ή η προς την Πιερία πλευρά του Ολύμπου.]

    ————————

    *Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ

    ———————

    Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

    ———————-

    Αναφορά σε «Οψίκιον», όπου κατοικούν «Σθλαβησιάνοι» – [Το Οψίκιον είναι στην Μικρά Ασία, όπου το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, και η αναφορά στους εκεί «Σθλαβησιάνους», σαφώς δεν αφορά σε Σλάβους αλλά σε Σκλαβηνούς.] – «Τὸ δὲ θέμα τὸ καλούμενον Ὀψίκιον πᾶσιν ἔχει γνώριμον τὴν προσηγορίαν· ὀψίκιον γὰρ ῥωμαϊστὶ λέγεται, ὅπερ σημαίνει τῇ Ἑλλήνων φωνῇ τοὺς προπορευομένους ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως ἐπὶ εὐταξίᾳ καὶ τιμῇ.» – «… Τὸ δὲ θέμα τοῦ Στρυμόνος τῇ Μακεδονίᾳ συντέτακται καὶ οὐδαμοῦ τούτου λόγος ἐστὶ περὶ θέματος, ἀλλ’ εἰς κλεισούρας τάξιν λελόγισται· καὶ Σκύθαι αὐτὸ ἀντὶ Μακεδόνων διανέμονται, Ἰουστινιανοῦ τοῦ Ῥινοτμήτου ἐν τοῖς ὄρεσι τοῦ Στρυμόνος καὶ ταῖς διαβάθραις τῶν κλεισουρῶν τούτους ἐγκατοικίσαντος. …» – «Ὕστερον δὲ πάλιν, τῶν Μακεδόνων ὑπὸ Ῥωμαίων ἡττηθέντων, πᾶσα ἡ Ἑλλάς τε καὶ ἡ Πελοπόννησος ὑπὸ τὴν τῶν Ῥωμαίων σαγήνην ἐγένετο, ὥστε δούλους ἀντ’ ἐλευθέρων γενέσθαι. Ἐσθλαβώθη δὲ πᾶσα ἡ χώρα καὶ γέγονε βάρβαρος, ὅτε ὁ λοιμικὸς θάνατος πᾶσαν ἐβόσκετο τὴν οἰκουμένην, ὁπηνίκα Κωνσταντῖνος, ὁ τῆς κοπρίας ἐπώ-νυμος, τὰ σκῆπτρα τῆς τῶν Ῥωμαίων διεῖπεν ἀρχῆς, ὥστε τινὰ τῶν ἐκ Πελοποννήσου μέγα φρονοῦντα ἐπὶ τῇ αὑτοῦ εὐγενείᾳ, ἵνα μὴ λέγω δυσγενείᾳ, Εὐφήμιον ἐκεῖνον τὸν περιβόητον γραμματικὸν ἀποσκῶψαι εἰς αὐτὸν τουτοῒ τὸ θρυλούμενον ἰαμβεῖον· Γαρασδοειδὴς ὄψις ἐσθλαβωμένη. Ἦν δὲ οὗτος Νικήτας, ὁ κηδεύσας ἐπὶ θυγατρὶ Σοφίᾳ Χριστο-φόρον τὸν υἱὸν τοῦ καλοῦ Ῥωμανοῦ καὶ ἀγαθοῦ βασιλέως. …» – «Περ τν Πατζινακιτν κα Χερσωνιτν. Ὅτι καὶ ἕτερος λαὸς τῶν τοιούτων Πατζινακιτῶν τῷ μέρει τῆς Χερσῶνος παράκεινται, οἵτινες καὶ πραγματεύονται μετὰ τῶν Χερσωνιτῶν, καὶ ποιοῦσι τὰς δουλείας αὐτῶν τε καὶ τοῦ βασιλέως εἴς τε τὴν Ῥωσίαν καὶ Χαζαραν καὶ τὴν Ζιχίαν καὶ εἰς πάντα τὰ ἐκεῖθεν μέρη, δηλονότι λαμβάνοντες παρὰ τῶν Χερσωνιτῶν τὸν προσυμπεφωνημένον μισθὸν ὑπὲρ τῆς τοιαύτης διακονίας κατὰ τὸ ἀνῆκον τῆς δουλείας καὶ τοῦ κόπου αὐτῶν, οἷον βλαττία, πράνδια, χαρέρια, σημέντα, πέπεριν, δερμάτια ἀληθινὰ Πάρθικα καὶ ἕτερα εἴδη τὰ ὑπ’ αὐτῶν ἐπιζητούμενα, καθὼς ἂν ἕκαστος Χερσωνίτης ἕκαστον Πατζινακτην πείσῃ συμφωνῶν ἢ πεισθῇ. λεθεροι γρ ντες κα οον ατνομοι ο τοιοτοι Πατζινακται οδεμαν δουλεαν νευ μισθο ποιοσ ποτε.» – «Ὅτι καὶ ες τ μρος τς Βουλγαρας καθζεται λας τν Πατζινακιτν, π τ μρος το Δναπρι κα το Δναστρι κα τν τρων τν κεσε ντων ποταμν. […] “μες μετ τος Πατζινακτας αυτος ο βλλομεν· ο γρ δυνμεθα πολεμεν πρς ατος, τι κα χρα μεγλη κα λας πολς κα κακ παιδα εσ· κα το λοιπο τν λγον τοτον πρς μς μ επς· ο γρ γαπμεν ατν.” Ὅτι καὶ οἱ Πατζινακῖται ἐκεῖθεν τοῦ Δανάπρεως ποταμοῦ μετὰ τὸ ἔαρ διέρχονται, καὶ ἀεὶ ἐκεῖσε καλοκαιρίζουσιν.» – «Καὶ πρῶτον μὲν ἔρχονται εἰς τὸν πρῶτον φραγμόν, τὸν ἐπονομαζόμενον σσουπ, ὃ ρμηνεεται ωσιστ κα Σκλαβηνιστ “μ κοιμσαι”·…» – «καὶ κατέρχονται εἰς τὸν ἕτερον φραγμόν, τὸν ἐπιλεγόμενον ωσιστ μν Ολβορσ, Σκλαβηνιστ δὲ Ὀστροβουνιπρχ, περ ρμηνεεται “τ νησον το φραγμο.» – «Ὁμοίως δὲ διέρχονται καὶ τὸν τρίτον φραγμόν, τὸν λεγόμενον Γελανδρ, ρμηνεεται Σκλαβηνιστχος φραγμο, εἶθ’ οὕτως τὸν τέταρτον φραγμόν, τὸν μέγαν, τὸν ἐπιλεγόμενον ωσιστ μν ειφρ, Σκλαβηνιστ δ Νεαστ, διότι φωλεύουσιν οἱ πελεκᾶνοι εἰς τὰ λιθάρια τοῦ φραγμοῦ.» – [Προσοχή στις λέξεις των Σκλαβηνών: «Γελανδρί» και «Νεασήτ». Βλαχιστί: γκιλάνντρου = κύλινδρος, «κουκούλι», σφαίρα, «η στεφάνη», και νεασίτου = άφταστο, απλησίαστο, μη ώριμο, αγίνωτο, υπερέχων, μη φουσκωμένο ζυμάρι αρτοπαρακευής, και είναι λέξεις που δεν τις έχει η ρουμάνικη και η ιταλική, μα θαρρώ ούτε και κάποια σλάβικη γλώσσα.] – «περχμενοι δ ες τν πμπτον φραγμν, τν πονομαζμενον ωσιστ μν Βαρουφρος, Σκλαβηνιστ δ Βουλνηπρχ, διτι μεγλην λμνην ποτελε, πλιν ες τς το ποταμο γωνας τ ατν μονξυλα διαβιβσαντες, καθς κα ες τν πρτον φραγμν κα δετερον, καταλαμβνουσι τν κτον φραγμν, λεγμενον μν ωσιστ Λεντι, Σκλαβηνιστ δ Βεροτζη, στιν “βρσμα νερο“, κα διαβανουσι κα ατν μοως. Κα π τοτου ποπλουσι κα πρς τν βδομον φραγμν, τν πιλεγμενον ωσιστ μν Στροκουν, Σκλαβηνιστ δ Ναπρεζ, ρμηνεεται “μικρς φραγμς”.» –

    ΤΡΑΝΣΥΛΒΑΝΙΑ, ΤΕΤΡΑΔΑΧΜΟ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β’
    ————

    [Λέξεις Σκλαβηνών: Βουλνηπράχ, Βερούτζη και Ναπρεζή. Βλαχιστί: Βουλουσhτένjι = όχι βαθιά λίμνη με βλάστηση-τροφή για φορτηγά ζώα, τέλμα, τέναγος, έλος, πράγκ ή πράγ ή πράχ = βάθρο, κατώφλι, και «βουλνηπράχ» = (μάλλον) λίμνη με περίφραγμα. Βλχ. Βέρου = αλήθεια, αληθινό, «κρίκος», εξάδελφος, βέρâ = βέρα, σκουλαρίκι-κρίκος, βεάρâ = καλοκαίρι, βερούσhι ή βερούτζι = καλοκαιράκι, μικρό καλοκαίρι (μικρής χρονικής διάρκειας καλοκαιρία, αλλά και σκουλαρικάκια, και εξεδελφάκια), και θεωρώ ότι από εδώ προέκυψε το «βερούτζη». Βλχ. ’νâ-πράγκου εν. και ’νâ-πράτζι πλ. = εντοιχισμός εν, και εντοιχισμοί πλ., φρονώ πως έχουμε την σκλαβηνική λ. «ναπρεζή».] – «Ἡ δὲ χειμέριος τῶν αὐτῶν Ῥῶς καὶ σκληρὰ διαγωγή ἐστιν αὕτη. Ἡνίκα ὁ Νοέμβριος μὴν εἰσέλθῃ, εὐθέως οἱ αὐτῶν ἐξέρχονται ἄρχοντες μετὰ πάντων τῶν Ῥῶς ἀπὸ τὸν Κίαβον, καὶ ἀπέρχονται εἰς τὰ πολύδια, ὃ λέγεται γύρα, ἤγουν ες τς Σκλαβηνας τν τε Βερβινων κα τν Δρουγουβιτν κα Κριβιτζν κα τν Σεβερων κα λοιπν Σκλβων, οἵτινές εἰσιν πακτιῶται τῶν Ῥῶς. Δι’ ὅλου δὲ τοῦ χειμῶνος ἐκεῖσε δια-τρεφόμενοι, πάλιν ἀπὸ μηνὸς Ἀπριλίου, διαλυομένου τοῦ πάγους τοῦ Δανάπρεως ποταμοῦ, κατέρχονται πρὸς τὸν Κίαβον. Καὶ εἶθ’ οὕτως ἀπολαμβάνονται τὰ αὐτῶν μονόξυλα, καθὼς προείρηται, καὶ ἐξοπλί-ζονται, καὶ πρὸς ωμαναν κατέρχονται.» – «Ἦσαν δὲ τῷ τότε Γτθοι κα θνη πολλ τε κα μγιστα μχρι το Δανουβου ν τος περβορεοις τποις κατκισμνα. Τούτων δὲ ἀξιολογώτερά εἰσι Γτθοι, σγοτθοι, Γπαιδες καὶ Οανδλοι, ἐν ὀνόμασι μόνον καὶ οὐδενὶ ἑτέρῳ διαλλάττοντες, μι διαλκτ κεχρημνοι· πάντες δὲ τῆς Ἀρείου ὑπάρχουσι κακοπιστίας. Οὗτοι ἐπ’ Ἀρκαδίου [395-408] καὶ Ὁνωρίου [393-423] τν Δανοβιν διαβντες, ν τ τν ωμαων γ κατκσθησαν. Κα ο μν Γπαιδες, ξ ν στερον διρθησαν Λογγβαρδοι κα βαρεις, τ περ Σιγγιδνα κα Σρμιον χωρα κησαν. Οἱ δὲ Ἰσίγοτθοι μετὰ Ἀλάριχον τὴν Ῥώμην πορθήσαντες, εἰς Γαλλίας ἐχώρησαν καὶ τῶν ἐκεῖ ἐκράτησαν. Γτθοι δ Παννοναν χοντες πρτον, ἔπειτα ιθʹ ἔτει τῆς βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ νέου [408-450], ἐπιτρέψαντος, τὰ τῆς Θρᾴκης χωρία ᾤκησαν, καὶ ἐπὶ νηʹ χρόνους ἐν τῇ Θρᾴκῃ διατρίψαντες, Θευδερίχου ἡγεμονεύοντος αὐτῶν πατρικίου καὶ ὑπάτου, Ζήνωνος [474-475, 476-491] αὐτοῖς ἐπιτρέψαντος, τῆς ἑσπερίου βασιλείας ἐκράτησαν. Οἱ δὲ Οὐανδῆλοι Ἀλανοὺς ἑταιρισάμενοι καὶ Γερμανούς, τοὺς νῦν καλουμένους Φράγγους, διαβάντες τὸν †Νῖνον† ποταμόν, ἡγούμενον ἔχοντες Γογίδισκλον, κατῴκησαν ἐν Ἱσπανίᾳ, πρώτῃ οὔσῃ χώρᾳ τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τοῦ ἑσπερίου Ὠκεανοῦ.» – «Περ τς Δελματας κα τν ν ατ παρακειμνων θνν. || Ὅτι Διοκλητιανς βασιλες πνυ τς χρας Δελματας ρσθη, δι κα π τς Ῥώμης λαν γαγν μετ τς φαμιλας ατν, ν τ ατ τς Δελματας χρ τοτους κατεσκνωσεν, ο κα ωμνοι προσηγορεθησαν δι τ π Ῥώμης μετοικισθναι, κα τατην μχρι τς σμερον τν πωνυμαν ναποφρονται. Οὗτος οὖν ὁ βα-σιλεὺς Διοκλητιανὸς καὶ τὸ τοῦ Ἀσπαλάθου κάστρον ᾠκοδόμησεν, καὶ ἐν αὐτῷ παλάτια ἐδείματο λόγου καὶ γραφῆς ἁπάσης ἐπέκεινα, ὧν καὶ μέχρι τῆς σήμερον τῆς παλαιᾶς εὐδαιμονίας λείψανα φέρονται, κἂν ὁ πολὺς χρόνος αὐτὰ κατηνάλωσεν. Ἀλλὰ καὶ τὸ κάστρον Διόκλεια, τὸ νῦν παρὰ τῶν Διοκλητιανῶν κατεχόμενον, ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Διοκλητιανὸς ᾠκοδόμησεν, ὅθεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν “Διοκλητιανοί” καλεῖσθαι οἱ τῆς χώρας ἐκείνης ἐναπειλήφασιν. δ κα τν ατν ωμνων διακρτησις ν μχρι το Δανοβεως ποταμο, ο κα ποτε θελσαντες τν ποταμν διαπερσαι κα καταμαθεν, τνες κατοικοσιν κεθεν το ποταμο, διαπερσαντες ερον θνη Σκλαβνικα οπλα ντα, τινα κα βαροι καλοντο. Καὶ οὔτε οὗτοι ἤλπιζον ἐκεῖθεν τοῦ ποταμοῦ κατοικεῖν τινας, οὔτε ἐκεῖνοι ἔνθεν τοῦ ποταμοῦ. Διὰ οὖν τὸ ἀόπλους εὑρεῖν αὐτοὺς τοὺς βρους οἱ ωμνοι καὶ πρὸς πόλεμον ἀπαρασκευάστους καταπολεμήσαντες, ἀνελάβοντο πραῖδαν καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ ἀνεχώρησαν. Καὶ ἔκτοτε ποιήσαντες ἀλλάγια δύο οἱ Ῥωμᾶνοι ἀπὸ πάσχα ἕως πάσχα τὸν λαὸν αὐτῶν ἐνήλλασσον, ὥστε τῷ μεγά-λῳ καὶ ἁγίῳ σαββάτῳ ἀλλήλοις συναντᾶν, τοὺς μὲν ἀποστρεφομένους ἀπὸ τοῦ παραμονίμου, τοὺς δὲ εἰς τὴν τοιαύτην δουλείαν ἀπερχομέ-νους. Καὶ γὰρ πλησίον τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ αὐτὸ κάστρον κάστρον ἔστιν, τὸ ἐπιλεγόμενον Σαλνα, μέγεθος ἔχον τὸ ἥμισυ Κωνσταντινου-πόλεως, ἐν ᾧ πντες ο ωμνοι συνήγοντο καὶ καθωπλίζοντο καὶ προσαπεκίνουν ἐκ τῶν ἐκεῖσε, καὶ πρὸς τὴν κλεισοῦραν ἀπήρχοντο, τὴν ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ κάστρου ὑπάρχουσαν μίλια τέσσαρα, ἥτις καὶ μέχρι τοῦ νῦν καλεῖται Κλεσα διὰ τὸ συγκλείειν τοὺς διερχομένους ἐκεῖθεν. Καὶ ἐκ τῶν ἐκεῖσε ἀπήρχοντο πρὸς τὸν ποταμόν. Τὸ οὖν τοιοῦτον ἀλλάγιον ἐπὶ πολλοὺς χρόνους γινόμενον, ο κεθεν το ποταμο Σκλβοι, ο κα βαροι καλομενοι, καθ’ ἑαυτοὺς ἐσκόπησαν λέγοντες, ὅτι· “Οτοι ο ωμνοι, πε πρασαν κα ερον πραδαν, π το νν καθ’ μν ο μ πασονται διαπερντες, κα δι τοτο μηχα-νησμεθα κατ’ ατν.” Οὕτως οὖν ο Σκλβοι, ο κα βαροι, βουλευσάμενοι, καὶ διαπερασάν-των ποτὲ τῶν Ῥωμάνων, ποιήσαντες οὗτοι ἐγκρύμματα καὶ πολεμήσαν-τες, ἐνίκησαν αὐτούς. Καὶ ἀναλαβόμενοι τά τε ὅπλα αὐτῶν καὶ τὰ φλμμουλα καὶ τὰ λοιπὰ πολεμικὰ σημεῖα, διαπεράσαντες οἱ προειρημένοι Σκλβοι τὸν ποταμόν, ἦλθον εἰς τὴν κλεισοῦραν, οὓς καὶ ἰδόντες οἱ ἐκεῖσε ὄντες Ῥωμᾶνοι, θεασάμενοι δὲ τὰ φλάμμουλα καὶ τὴν ἐξόπλισιν τῶν ὁμοφύλων αὐτῶν, τοὺς αὐτῶν ὁμοφύλους εἶναι νομίσαντες, ἡνίκα κατέλαβον οἱ Σκλβοι οἱ προρρηθέντες εἰς τὴν κλεισοῦραν, παρεχώρησαν αὐτοῖς διελθεῖν. Διελθόντων δέ, εὐθὺς τοὺς Ῥωμάνους οὗτοι ἐξήλασαν, καὶ τὴν Σαλνα, τὸ προειρημένον κάστρον ἐκράτησαν. Κα κατοικσαντες κεσε, κτοτε κατ μικρν ρξμενοι πραιδεειν τος ωμνους, τος ες τος κμπους κα ες ψηλτερα μρη κατοικοντας, φνισαν κα τος τπους ατν κατεκρτησαν. Ο δ λοιπο ωμνοι ες τ τς παραλας κστρα διεσθησαν, κα μχρι το νν κρατοσιν ατ, τιν εσιν τ Δεκτερα, τ αοσιν, τ σπλαθον, τ Τετραγγοριν, τ Διδωρα, ρβη, Βκλα κα τ ψαρα, ντι-νων κα οκτορες μχρι το νν ωμνοι καλονται. || Ὅτι ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἡρακλείου, τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων, καθ’ ὃν μέλλει τρόπον ῥηθήσεσθαι ἐν τῇ περὶ τῶν Χρωβτων καὶ Σρβλων συγγραφῇ, πᾶσα ἡ Δελματα καὶ τὰ περὶ αὐτὴν ἔθνη, οἷον Χρωβτοι, Σρβλοι, Ζαχλομοι, Τερβουνιται, Καναλται, Διοκλητιανο καὶ ρεντανο, οἱ καὶ Παγανο προσαγορευόμενοι, ***. Τῆς δὲ τῶν Ῥωμαίων βασιλείας διὰ τὴν τῶν τότε κρατούντων νωθρότητα καὶ ἀφέλειαν εἰς τὸ μηδὲν παράπαν μικροῦ δεῖν ἐναπονευσάσης, καὶ μάλιστα δὲ ἐπὶ Μιχαὴλ τοῦ ἐξ Ἀμορίου, τοῦ Τραυλοῦ, οἱ τὰ τῆς Δελματίας κάστρα οἰκοῦντες γεγόνασιν αὐτοκέφαλοι, μήτε τῷ βασιλεῖ Ῥωμαίων, μήτε ἑτέρῳ τινὶ ὑποκείμενοι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκεῖσε ἔθνη, οἵ τε Χρωβάτοι καὶ Σέρβλοι καὶ Ζαχλοῦμοι καὶ Τερβουνιῶται τε καὶ Καναλῖται καὶ Διοκλητιανοὶ καὶ οἱ Παγανοί, τῆς τῶν Ῥωμαίων βασιλείας ἀφηνιάσαντες γεγόνασιν ἰδιόρρυθμοι καὶ αὐτοκέφαλοι, τινὶ μὴ ὑποκείμενοι. Ἄρχοντας δέ, ὥς φασι, ταῦτα τὰ ἔθνη μὴ ἔχειν, πλὴν ζουπνους γροντας, καθὼς καὶ αἱ λοιπαὶ Σκλαβηναι ἔχουσι τύπον. Ἀλλὰ καὶ ο πλεονες τν τοιοτων Σκλβων οδ βαπτζοντο, λλ μχρι πολλο μενον βπτιστοι. Ἐπὶ δὲ Βασιλείου, τοῦ φιλοχρίστου βασιλέως, ἀπέστειλαν ἀποκρισιαρίους, ἐξαιτούμενοι καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν τοὺς ἐξ αὐτῶν ἀβαπτίστους βαπτισθῆναι καὶ εἶναι, ὡς τὸ ἐξ ἀρχῆς, ὑποτεταγμένους τῇ βασιλείᾳ τῶν Ῥωμαίων, ὧντι-νων εἰσακούσας ὁ μακάριος ἐκεῖνος καὶ ἀοίδιμος βασιλεύς, ἐξαπέστει-λεν βασιλικὸν μετὰ καὶ ἱερέων, καὶ ἐβάπτισεν αὐτοὺς πάντας τοὺς τῶν προρρηθέντων ἐθνῶν ἀβαπτίστους τυγχάνοντας, καὶ μετὰ τὸ βαπτίσαι αὐτοὺς τότε προεβάλετο εἰς αὐτοὺς ἄρχοντας, οὓς ἐκεῖνοι ἤθελον καὶ προέκριναν, ἀπὸ τῆς γενεᾶς, ἧς ἐκεῖνοι ἠγά-πων καὶ ἔστεργον. Καὶ ἔκτοτε μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῶν αὐτῶν γενεῶν γίνονται ἄρχοντες εἰς αὐτούς, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρας. Ο δ Παγανο, ο κα τ ωμαων διαλκτ ρεντανο καλομενοι, ες δυσβτους τπους κα κρημνδεις κατελεφθησαν βπτιστοι. Κα γρ Παγανο κατ τν τν Σκλβων γλσσαν βπτιστοι” ρμηνεεται. …» – «… Τὰ δὲ λοιπὰ κάστρα, τὰ ὄντα εἰς τὴν ξηρὰν τοῦ θέματος καὶ κρατηθέντα παρὰ τῶν εἰρημένων Σκλβων, ἀοίκητα καὶ ἔρημα ἵστανται, μηδενὸς κατοικοῦν-τος ἐν αὐτοῖς. || 30 Διγησις περ το θματος Δελματας. Εἰ πᾶσιν ἡ γνῶσις καλόν, καὶ ἡμεῖς ἄρα τῶν πραγμάτων τὴν γνῶσιν καταλαμβάνοντες οὐ πόρρω τούτου γινόμεθα. Ὅθεν καὶ πᾶσι φανερὰν ποιοῦμεν τῶν μεθ’ ἡμᾶς πῇ μὲν τούτων τὴν δήλωσιν, πῇ δὲ ἑτέρων ἀξιολόγων τινῶν, ἵνα καὶ διπλοῦν ἐπακολουθῇ τὸ καλόν. Τοῖς οὖν καὶ τῆς Δελματίας τὴν παράληψιν ζητοῦσιν, ὅπως ἐλήφθη παρὰ τῶν Σκλαβικν θνν, ἐντεῦθεν ἔστιν μαθεῖν, ἀλλὰ πρότερον τὴν θέσιν αὐτῆς διηγητέον. Ἐκ παλαιοῦ τοίνυν Δελματα τν ρχν μν εχεν π τν συνρων Δυρραχου, γουν π ντιβρεως, κα παρετενετο μν μχρι τν τς στρας ρν, πλατνετο δ μχρι το Δανουβου ποταμο. Ἦν δὲ ἅπασα ἡ τοιαύτη περίχωρος ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν, καὶ ἐνδοξότερον τῶν ἄλλων ἑσπερίων θεμάτων τὸ τοιοῦτον θέμα ἐτύγχανε, πλὴν παρελήφθη παρὰ τῶν Σκλαβικν θνν τρόπῳ τοιῷδε. Κάστρον ἐστὶν πλησίον Ἀσπαλάθου, ὃ Σαλνα λέγεται, ργον Διοκλητιανο το βασιλως, ἀλλ’ ἡ μὲν Ἀσπάλαθος καὶ αὐτὴ παρὰ Διοκλητιανοῦ ἐκτίσθη, καὶ τὰ αὐτοῦ βασιλικὰ ἐκεῖσε ἐτύγχανον, ες δ Σαλνα κατκουν ο τε μεγιστνες ατο κα τν χλων κανο. Ὑπῆρχε δὲ τὸ τοιοῦτον κάστρον κεφαλὴ πάσης τῆς Δελματίας. θροζοντο ον ν πν τος κ τν λοιπν κστρων Δελματας στρατιται φιπποι, κα πεστλλοντο π Σαλνος μχρι τν χιλων, κα φλαττον ες τν Δανοβιν ποταμν νεκεν τν βρων. Ο γρ βαρεις κεθεν το Δανουβου ποταμο τς διατριβς ποιοντο, νθα ρτως εσν ο Τορκοι νομδα βον ζντες. Ἀπερχόμενοι δὲ οἱ Δελματίας κατ’ ἔτος ἔβλεπον πολλάκις ἐκεῖθεν τοῦ ποταμοῦ τά τε κτήνη καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς κατά τινα χρόνον διαπερᾶσαι καὶ ἐρευνῆσαι, τίνες εἰσὶν οἱ ἐκεῖσε τὴν δίαιταν ἔχοντες. Περάσαντες οὖν εὗρον τὰς γυναῖκας τῶν βρων καὶ τὰ παιδία μόνα, τοὺς ἄνδρας δὲ καὶ τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν ἐν ταξιδίῳ. Ἄφνω οὖν ἐπιπέσαντες ᾐχμαλώτευσαν αὐτούς, καὶ ὑπέστρεψαν ἀταλαιπώρως, ἀποκομίσαντες τὴν τοιαύτην πραῖδαν εἰς Σαλνα. Ὡς οὖν ὑπέστρεψαν οἱ βαρεις ἐκ τοῦ ταξιδίου καὶ τὸ γενόμενον, ἀφ’ ὧν ἔπαθον, ἔμαθον, ἐταράχθησαν μέν, ἠγνόουν δέ, ὁπόθεν αὐτοῖς ἡ τοιαύτη πληγὴ προσεγένετο. …» – «… Ἐπί τινας οὖν χρόνους πολεμοῦντες ἀλλήλους, ὑπερίσχυσαν οἱ Χρωβάτοι, καὶ τοὺς μὲν τῶν βρων κατέσφαξαν, τοὺς δὲ λοιποὺς ὑποταγῆναι κατηνάγκασαν. κτοτε ον κατεκρατθη τοιατη χρα παρ τν Χρωβτων, κα εσν κμν ν Χρωβατίᾳ κ {τος} τν βρων, κα γινσκονται βαρεις ντες. Οἱ δὲ λοιποὶ Χρωβάτοι ἔμειναν πρὸς Φραγγίαν, καὶ λέγονται ἀρτίως Βελοχρωβτοι, γουν σπροι Χρωβτοι, ἔχοντες ἴδιον ἄρχοντα· ὑπόκεινται δὲ Ὤτῳ, τῷ μεγάλῳ ηγ Φραγγίας, τῆς καὶ Σαξίας, καὶ ἀβάπτιστοι τυγχάνουσιν, συμπενθερίας μετὰ τοὺς Τούρκους καὶ ἀγάπας ἔχοντες. …» – «…Διεμερίσθη οὖν ἡ χώρα αὐτῶν εἰς ζουπανας ιαʹ, ἤγουν ἡ Χλεβίανα, ἡ Τζένζηνα, τὰ Ἤμοτα, ἡ Πλέβα, ἡ Πεσέντα, ἡ Παραθαλασσία, ἡ Βρεβέρη, ἡ Νόνα, ἡ Τνήνα, ἡ Σίδραγα, ἡ Νίνα· καὶ ὁ βονος αὐτῶν κρατεῖ τὴν Κρίβασαν, τὴν Λίτζαν καὶ τὴν Γουτζησκά. Καὶ ἡ μὲν εἰρημένη Χρωβατία, ἀλλὰ καὶ αἱ λοιπα Σκλαβηναι διάκεινται οὕτως· ἡ δὲ Διόκλεια πλησιάζει πρὸς τὰ καστέλλια τοῦ Δυρραχίου, ἤγουν πρὸς τὸν Ἐλισσὸν καὶ πρὸς τὸ Ἑλκύνιον καὶ τὴν Ἀντίβαριν, καὶ ἔρχεται μέχρι τῶν Δεκατέρων, πρὸς τὰ ὀρεινὰ δὲ πλησιάζει τῇ Σερβλίᾳ. Ἀπὸ δὲ τοῦ κάστρου τῶν Δεκατέρων ἄρχεται ἡ ἀρχοντία Τερβουνίας, καὶ παρεκτεί-νεται μέχρι τοῦ Ῥαουσίου, πρὸς δὲ τὰ ὀρεινὰ αὐτῆς πλησιάζει τῇ Σερβλίᾳ. …» – «… γρ χρα Σερβλας ες κεφαλν μν στιν πασν τν λοιπν χωρν, πρς ρκτον δ πλησιζει τ Χρωβατίᾳ, πρς μεσημβραν δ τ Βουλγαρίᾳ. Ἀφ’ οὗ δὲ κατεσκήνωσαν οἱ εἰρημένοι Σκλβοι, κατεκράτησαν πᾶσαν τὴν περίχωρον Δελματίας· ἠργάζοντο δὲ τὰ κάστρα τῶν Ῥωμάνων τὰς νήσους, καὶ ἔζουν ἐξ αὐτῶν· ὑπὸ δὲ τῶν Παγανῶν καθ’ ἑκάστην ἐπαιχμαλωτιζόμενοι καὶ ἀφανιζόμενοι κατέλιπον τὰς τοιαύτας νήσους, βουλόμενοι εἰς τὴν ἤπειρον ἐργάζεσθαι. Ἐκωλύοντο δὲ παρὰ τῶν Χρωβάτων· οὔπω γὰρ ἐτέλουν αὐτοὺς φόρους, ἀλλὰ πάντα, ἅπερ ἀρτίως παρέχουσι τοῖς Σκλβοις, τῷ στρατηγῷ ταῦτα παρεῖχον. …» – «… Ὅτι οἱ Χρωβάτοι, οἱ εἰς τὰ τῆς Δελματίας νῦν κατοικοῦντες μέρη, ἀπὸ τῶν ἀβαπτίστων Χρωβάτων, τῶν καὶ ἄσπρων ἐπονομαζομένων, κατάγονται, οἵτινες Τουρκίας μὲν ἐκεῖθεν, Φραγγίας δὲ πλησίον κατοικοῦσι, καὶ συνοροῦσι Σκλβοις, τοῖς ἀβαπτίστοις Σρβλοις.

    ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
    ———–

    Τ δ Χρωβτοι τ τν Σκλβων διαλκτ ρμηνεεται, τουτστιν “ο πολλν χραν κατχοντες”. Οἱ δὲ αὐτοὶ Χρωβάτοι εἰς τὸν βασιλέα τῶν Ῥωμαίων, Ἡράκλειον πρόσφυγες παρεγένοντο πρὸ τοῦ τοὺς Σρβλους προσφυγεῖν εἰς τὸν αὐτὸν βασιλέα, Ἡράκλειον κατὰ τὸν καιρόν, ὃν ο βαρεις πολεμσαντες, π’ κεσε τος ωμνους ναπεδωξαν, ος βασιλες Διοκλητιανς π Ῥώμης γαγν κεσε κατεσκνωσεν, δι κα ωμνοι κλθησαν δι τ π Ῥώμης μετοκους ατος γενσθαι ν τας τοιαταις χραις, γουν τς νν καλουμνης Χρωβατας κα Σερβλας. Παρ δ τν βρων κδιωχθντες ο ατο ωμνοι ντας μραις το ατο βασιλως ωμαων, ρακλεου, α τοτων ρημοι καθεστκασιν χραι. Προστάξει οὖν τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου οἱ αὐτοὶ Χρωβάτοι καταπολεμήσαντες καὶ ἀπὸ τῶν ἐκεῖσε τοὺς βρους ἐκδιώξαντες, Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως κελεύσει ἐν τῇ αὐτῇ τῶν βρων χώρᾳ, εἰς ἣν νῦν οἰκοῦσιν, κατεσκήνωσαν. Εἶχον δὲ οἱ αὐτοὶ Χρωβάτοι τῷ τότε καιρῷ ἄρχοντα τὸν πατέρα τοῦ Ποργᾶ. …» – «…Καὶ ἐπειδὴ ἡ νῦν Σερβλία καὶ Παγανία καὶ ἡ ὀνομασθεῖσα Ζαχλούμων χώρα καὶ Τερβουνία καὶ ἡ τῶν Καναλιτῶν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων ὑπῆρχον, ἐγένοντο δὲ α τοιαται χραι ρημοι παρ τν βρων (π τν κεσε γρ ωμνους τος νν Δελματαν κα τ Δυρρχιον οκοντας πήλασαν), καὶ κατεσκήνωσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς αὐτοὺς Σέρβλους ἐν ταῖς τοιαύταις χώραις, καὶ ἦσαν τῷ βασιλεῖ Ῥωμαίων ὑποτασσόμενοι, οὓς ὁ βασιλεὺς πρεσβύτας ἀπὸ Ῥώμης ἀγαγὼν ἐβάπτισεν, καὶ διδάξας αὐτοὺς τὰ τῆς εὐσεβείας τελεῖν καλῶς, αὐτοῖς τὴν τῶν Χριστιανῶν πίστιν ἐξέθετο. …» – «Περ τν Ζαχλομων κα ς νν οκοσι χρας. || Ὅτι τν Ζαχλομων χρα παρ τν ωμαων πρτερον κρατετο, ωμνων δ φημι, ος π Ῥώμης Διοκλητιανς βασιλες μετκισεν, καθς κα ες τν τν Χρωβτων στοραν ερηται περ ατν. Ὑπὸ τῷ βασιλεῖ δὲ Ῥωμαίων ἡ τῶν Ζαχλούμων αὕτη χώρα ὑπῆρχεν, ἀλλὰ παρ τν βρων αχμαλωτισθεσα ἥ τε χώρα καὶ ὁ ταύτης λαὸς τὸ παρά-παν ἠρήμωται. Οἱ δὲ νῦν οἰκοῦντες ἐκεῖσε Ζαχλοῦμοι Σέρβλοι τυγχάνουσιν ἐξ ἐκείνου τοῦ ἄρχοντος, τοῦ εἰς τὸν βασιλέα Ἡράκλειον προσφυγόντος. Ζαχλομοι δ νομσθησαν π ρους οτω καλουμνου Χλομου, κα λλως δ παρ τ τν Σκλβων διαλκτ ρμηνεεται τ Ζαχλομοι γουν “πσω το βουνο, ἐπειδὴ ἐν τῷ τοιούτῳ χωρίῳ βουνς ἐστιν μέγας, ἔχων ἄνωθεν αὐτοῦ δύο κάστρα, τὸ Βνα καὶ τὸ Χλομ, ὄπισθεν δὲ τοῦ τοιούτου βουνοῦ διέρχεται ποταμὸς καλούμενος Βνα, ρμηνεεται “καλν”. || Ὅτι ἡ γενεὰ τοῦ ἀνθυπάτου καὶ πατρικίου Μιχαήλ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Βουσεβούτζη, τοῦ ἄρχοντος τῶν Ζαχλούμων, ἦλθεν ἀπὸ τῶν κατοικούντων ἀβαπτίστων εἰς τὸν ποταμὸν Βίσλας, τοὺς ἐπονομαζομένους Λιτζίκη, καὶ ᾤκησεν εἰς τὸν ποταμόν, τὸν ἐπονομαζό-μενον Ζαχλοῦμα. || Ὅτι ἐν τῷ χωρίῳ τῶν Ζαχλούμων εἰσὶν κάστρα οἰκούμενα· τ Σταγνν, τ Μοκρισκκ, τ οσλ, τ Γαλουμανικ. τ Δοβρισκκ.» – «Τερβουνα δ τ τν Σκλβων διαλκτ ρμηνεεταισχυρς τπος“· γρ τοιατη χρα χυρματα χει πολλ. τι στν κα τρα χρα π τατην τν χραν Τερβουνας, Καναλ προσαγορευομνη. Τ δ Καναλ ρμηνεεται τ τν Σκλβων διαλκτμαξα“, πειδ δι τ εναι τν τπον ππεδον πσας ατν τς δουλεας δι μαξν κτελοσιν.» – «… Καὶ γὰρ Παγανο τ τν Σκλβων διαλκτβπτιστοι” ρμηνεονται, τῇ τῶν Ῥωμαίων δὲ διαλέκτῳ ἡ χώρα αὐτῶν Ἄρεντα καλεῖται, ἐξ οὗ κἀκεῖνοι παρὰ τῶν αὐτῶν Ῥωμαίων ρεντανο καλοῦνται. || Ὅτι ἐν Παγανίᾳ εἰσὶν κάστρα οἰκούμενα· τὸ Μκρον, τὸ Βερούλλια, τὸ Ὄστρωκ καὶ ἡ Σλαβίνετζα.

    ΝΟΜΙΣΜΑ: ΑΙΧΜΗ ΒΕΛΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ
    ΣΚΥΘΙΑ 6ος-5ος αι. π.Χ.
    ———–

    Κρατοῦσιν δὲ καὶ ταύτας τὰς νήσους· νῆσος μεγάλη ἡ Κούρκουρα, ἤτοι τὸ Κίκερ, ἐν ᾗ ἔστιν καὶ κάστρον· νῆσος ἑτέρα μεγάλη τὰ Μέλετα, ἤτοι τὸ Μαλοζεάται, ἣν ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστόλων ὁ ἅγιος Λουκᾶς μέμνηται Μελίτην ταύτην προσαγορεύων, ἐν ᾗ καὶ ἔχις τὸν ἅγιον Παῦλον ἀπὸ τοῦ δακτύλου προσήψατο, ἣν καὶ τῷ πυρὶ ὁ ἅγιος Παῦλος κατέφλεξεν· νῆσος ἑτέρα μεγάλη τὸ Φάρα· νῆσος ἑτέρα μεγάλη ὁ Βράτζης. Εἰσὶ δὲ καὶ ἕτεραι νῆσοι, αἱ μὴ κρατούμεναι παρὰ τῶν αὐτῶν Παγανῶν· νῆσος τὰ Χώαρα, νῆσος Ἴης, νῆσος τὸ Λάστοβον.» – «Ἰστέον, ὅτι καὶ Κγγαρ νομζονται ο Πατζινακται, ἀλλ’ οὐχὶ πάντες, πλὴν ὁ τῶν τριῶν θεμάτων λαός, τοῦ Ἰαβδιηρτὶ καὶ τοῦ Κουαρτζιτζοὺρ καὶ τοῦ Χαβουξιγγυλά, ὡς νδρειτεροι κα εγενστεροι τν λοιπν· τοτο γρ δηλο το Κγγαρ προσηγορα.» – « ζητν, πως τ τν Πατρν κκλησίᾳ ο Σκλβοι δουλεειν κα ποκεσθαι τχθησαν, κ τς παροσης μανθαντω γραφς. …» – «Ἐπεὶ οὖν ὁ τηνικαῦτα στρατηγὸς ὑπῆρχεν πρὸς τὴν ἄκραν τοῦ θέματος ἐν κάστρῳ Κορίνθου, καὶ προσδοκία ἦν τοῦ παραγενέσθαι αὐτὸν καὶ καταπολεμσαι τ θνος τν Σκλαβνων, ὡς καὶ πρώην καταμηνυθέντος αὐτοῦ περὶ τῆς καταδρομῆς αὐτῶν παρὰ τῶν ἀρχόντων, …» – «…τήν τε ἔφοδον τῶν Σκλαβνων καὶ τὴν προνομὴν καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ ἀφανισμὸν καὶ τὴν λεηλασίαν καὶ τἄλλα δεινά, ὅσα καταδραμόντες ἐποίησαν εἰς τὰ μρη τς χαας, ἔτι δὲ καὶ τὴν πολυήμερον πολιορκίαν καὶ τὴν κατὰ τῶν οἰκητόρων τοῦ κάστρου διηνεκῆ ἐπίθεσιν, …» – «Περ τν ν τ θματι Πελοποννσου Σκλβων, τν τε Μηλιγγν κα ζεριτν κα περ τν τελουμνων παρ’ ατν πκτων, μοως κα περ τν οκητρων το κστρου Μανης κα το παρ’ ατν τελουμέ-νου πκτου. || Ἰστέον, ὅτι οἱ τοῦ θέματος Πελοποννήσου Σκλβοι ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ βασιλέως Θεοφίλου καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, Μιχαήλ, ἀποστατήσαντες γεγόνασιν ἰδιόρρυθμοι, λεηλασίας καὶ ἀνδραποδισμοὺς καὶ πραίδας καὶ ἐμπρησμοὺς καὶ κλοπὰς ἐργαζόμενοι. Ἐπὶ δὲ τῆς βασιλείας Μιχαήλ, τοῦ υἱοῦ Θεοφίλου, ἀπεστάλη ὁ πρωτοσπαθάριος Θεόκτιστος, οὗ τὸ ἐπίκλην ὁ τῶν Βρυεννίων, στρατηγὸς ἐν τῷ θέματι Πελοποννήσου μετ δυνμεως κα σχος πολλς, γουν Θρκν κα Μακεδνων κα τν λοιπν δυτικν θεμτων το πολεμσαι κα καθυποτξαι ατος. Καὶ πάντας μὲν τοὺς Σκλβους καὶ λοιποὺς ἀνυποτάκτους τοῦ θέματος Πελοποννήσου ὑπέταξε καὶ ἐχειρώσατο, μνοι δ ο ζερται κα ο Μηλιγγο κατελεφθησαν π τν Λακεδαιμοναν κα τ λος. Καὶ ἐπειδὴ ὄρος ἐστὶν ἐκεῖσε μέγα καὶ ὑψηλότατον, καλούμενον Πενταδκτυλος, καὶ εἰσέρχεται ὥσπερ τράχηλος εἰς τὴν θάλασσαν ἕως πολλοῦ διαστήματος, διὰ δὲ τὸ εἶναι τὸν τόπον δύσκολον κατκησαν ες τς πλευρς το ατο ρους, ν μν τ ν μρει ο Μηλιγγο, ν δ τ τρ μρει ο ζερται.

    ΤΡΑΝΣΥΛΒΑΝΙΑ, ΚΕΛΤΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
    ———–

    Καὶ ὁ μὲν προρρηθεὶς πρω-τοσπαθάριος Θεόκτιστος καὶ στρατηγὸς Πελοποννήσου δυνηθεὶς καὶ τούτους καθυποτάξαι, ἐξέθετο τοῖς μὲν Μηλιγγος νομίσματα ξʹ, τοῖς δὲ ζερταις νομίσματα τʹ, ἅτινα καὶ ἐτέλουν, αὐτοῦ στρατηγοῦντος, καθὼς παρὰ τῶν ἐντοπίων διασώζεται μέχρι τῆς σήμερον ἡ τοιαύτη φήμη. Ἐπὶ δὲ τῆς βασιλείας τοῦ κυροῦ Ῥωμανοῦ, τοῦ βασιλέως, στρατηγῶν ὁ πρωτοσπαθάριος Ἰωάννης ὁ Πρωτεύων εἰς τὸ αὐτὸ θέμα ἀνήγαγεν πρὸς τὸν αὐτὸν κύριν Ῥωμανὸν περ τε τν Μηλιγγν κα τν ζεριτν, ὅτι ἀποστατήσαντες οὐ πείθονται οὔτε τῷ στρατηγῷ, οὔτε βασιλικῇ κελεύσει ὑπείκουσιν, ἀλλ’ εἰσὶν ὥσπερ αὐτόνομοι καὶ αὐτοδέσποτοι, καὶ οὔτε παρὰ τοῦ στρατηγοῦ δέχονται ἄρχοντα, οὔτε συνταξιδεύειν αὐτῷ ὑπείκουσιν, οὔτε ἄλλην τοῦ δημοσίου δουλείαν ἐκτελεῖν πείθονται. …» – «… καὶ τὸν πρωτοσπαθάριον Λέοντα τὸν Ἀγέλαστον ἀποδιωξάντων ἀπὸ τοῦ θέματος, καὶ εὐθέως γενομένης καὶ τῆς τῶν Σκλαβησινων ἐπιθέσεως κατὰ τοῦ αὐτοῦ θέματος, ἀπέστειλαν οἱ αὐτοὶ Σκλβοι, ο τε Μηλιγγο κα ο ζερται, πρὸς τὸν κύριν Ῥωμανόν, τὸν βασιλέα, ἐξαιτούμενοι καὶ παρακαλοῦντες τοῦ συμπαθηθῆναι αὐτοῖς τὰς προσθήκας τῶν πάκτων καὶ τελεῖν αὐτούς, καθὼς καὶ πρότερον ἐτέλουν. Ἐπεὶ δέ, καθὼς προείρηται, εἰσῆλθον οἱ Σκλαβησινοι ἐν τῷ θέματι Πελοποννήσου, δεδιὼς ὁ βασιλεύς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ προστεθέντες τοῖς Σθλβοις παντελῆ ἐξολόθρευσιν τοῦ αὐτοῦ θέματος ἐργάσωνται, ἐποίησεν αὐτοῖς χρυσοβούλλιον τοῦ τελεῖν αὐτοὺς πάκτα, ὡς καὶ πρότερον, τοὺς μὲν Μηλιγγος ξʹ νομίσματα, τοὺς δὲ ζερτας νομίσματα τʹ. Αὕτη οὖν ἐστιν ἡ αἰτία τῆς προσθήκης καὶ τῆς ἐκκοπῆς τῶν πάκτων τῶν τε Μηλιγγν καὶ τῶν ζεριτν. στον, τι ο το κστρου Μανης οκτορες οκ εσν π τς γενες τν προρρηθντων Σκλβων, λλ’ κ τν παλαιοτρων ωμαων, ο κα μχρι το νν παρ τν ντοπων λληνες προσαγορεονται δι τ ν τος προπαλαιος χρνοις εδωλολτρας εναι κα προσκυνητς τν εδλων κατ τος παλαιος λληνας, οτινες π τς βασιλεας το οιδμου Βασιλεου βαπτισθντες Χριστιανο γεγνασιν. …»

  6. Γεώργιος Μοναχός ή Αμαρτωλός (έδρασε την περίοδο 842-867): «Ο γαρ νέος Σεναχηρείμ Κρούμος, επαρθείς τη πρώην δίκη, καταλιπών τον ίδιον αδελφόν πολιορκείν την Αδριανούπολιν, μετά έξ ημέρας της αυτοκρατορίας Λέοντος [Λέων Αρμένιος: βασ. 813-820] επελθών τη πόλει περιήει τα τείχη από Βλαχερνών έως της Χρυσής πόρτης, επιδεικνύων την περί αυτόν δύναμιν. […] και μετά λαού πλείστου διαπεράσας των τε ευγενών Μακεδόνων, κατεσκήνωσεν εν τω Δανουβίω ποταμώ. Ο δε Λέων τα της ασεβείας έργα διεπράττετο εν τη πόλει.» – «Αναγκαίον δε ηγησάμην διηγήσασθαι περί του αυτού Βασιλείου την τε ανατροφήν, και όθεν έστι μέχρι της τοιαύτης υποθέσεως. Ο αυτός Βασίλειος γεννάται εν Μακεδονία εν τοις χωρίοις Αδριανουπόλεως […] Επί τούτου εξήλθε Κρούμος ο άρχων Βουλγαρίας κατά Χριστιανών· και τραπείς Μιχαήλ, και Λέων ο Αρμένιος τυραννήσας αυτόν και βασιλεύσας, ελθών όπισθεν αυτού ο Κρούμος περιεκύκλωσε την πόλιν. Λογχευθείς δε παρά Λέοντος του Αρμενίου και υποστρέφων εν Βουλγαρία έπεμψεν εις τον άγιον Μάμαντα αφελείν τα εκείσε χαλκά ζώδια. Απελθών δε και εν Αδριανουπόλει παρέλαβεν αυτήν, και μετέστησε χιλιάδας ανδρών δέκα χωρίς γυναικών, και τούτους κατώκισε πέραν του Δανουβίου. Εν δε ταις ημέραις Θεοφίλου του βασιλέως ην στρατηλάτης εν Μακεδονία Κορδύλης προσαγορευόμενος. Είχε δε και υιόν Βάρδαν ονόματι, ηνδρειωμένον πάνυ, ον κατέλιπε αντ’ αυτού άρχειν των Μακεδόνων των όντων πέραν του ποταμού Δανουβίου. […] Ην δε άρχων Βουλγαρίας ο Βαλδίμερ, έγγονος Κρούμου, πατήρ Συμεώνος του μετά ταύτα κρατήσαντος. Εποίσεν ουν βουλήν ο λαός συν γυναιξίν και τέκνοις εξελθείν εν Ρωμανία. Εξελθόντες δε του Μιχαήλ Βουλγάρου εν Θεσσαλονίκη, ήρξαντο διαπεράν συν ταις υποστάσεσιν αυτών. Απογνόντες ουν οι Μακεδόνες εποίησαν κεφαλήν αυτών τον τε Τζάντζην και τον Κορδύλην, και συμβαλόντες πόλεμον απέκτειναν πολλούς, τινάς δε εκράτησαν. Οι δε μη δυνηθέντες περάσαι Βουλγαρίαν προσερρύησαν τοις Ούγγροις και ανήγγειλαν αυτοίς πάντα τα των Μακεδόνων. Ήλθον δε και τα πλοία του βασιλέως προς το αναλαβέσθαι αυτούς προς την πόλιν. Παρευθύς ουν ανεφάνησαν Ούννοι πλήθος άπειρον. Οι δε ιδόντες αυτούς μετά δακρύων εβόων λέγοντες‚ ο θεός του
    αγίου Αδριανού βοήθει ημίν‛, και παρετάσσοντο προς συμβολήν πολέμου. Οι δε Τούρκοι είπον προς αυτούς‚ δότε ημίν την ύπαρξιν υμών πάσαν, και απέλθετε ένθα και βούλεσθε‛. Οι δε τούτο ου κατεδέξαντο, αλλά παρατεταγμένοι υπήρχον εν τρισίν ημέραις. Τη δε τετάρτη ήρξαντο εισέρχεσθαι εις τα πλοία αυτών. Θεασάμενοι δε τούτο οι Τούρκοι συνέβαλον πόλεμον από ώρας πέμπτης μέχρις εσπέραν· και τραπέν το έθνος, κατεδίωκον αυτούς οι Μακεδόνες. Και τη επιούση ημέρα βουλομένων αυτών υποχωρήσαι, ανεφάνησαν πάλιν Ούννοι προς το πολεμήσαι αυτούς. Αναστάς δε Μακεδόνων νεώτερος, Λέων ονόματι, εκ γένους των Γωμοστών, ος μετά ταύτα γέγονεν εταιρειάρχης, και έτεροι ονομαστοί των Μακεδόνων, έτρεψαν αυτούς και εξήλασαν· και υποστρέψαντες εισήλθον εις τα πλοία, και απεσώθησαν προς τον βασιλέα, και φιλοτιμηθέντες παρ’ αυτού υπέστρεψαν εις Μακεδονίαν, εις την ιδίαν χώραν αυτών. Ην δε τότε Βασίλειος ως είναι τότε τα έτη αυτού κε΄. […] | Των δε Βουλγάρων επιδρομάς ποιούντων εν Θράκη και Μακεδονία και ληϊζομένων τα τοιαύτα θέματα, η Θεοδώρα ταξατιώνα εποίησεν, οι εκ των κάστρων επιτιθέμενοι Βουλγάροις, σποράδην και κατ’ ολίγους κουρσεύοντες, εφόνευον τούτους και ηχμαλώτιζον, ώστε υποσταλήναι τους Βουλγάρους εν τη ιδία χώρα
    .» – «Εκστρατεύσας δε Μιχαήλ [Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος] άμα Βάρδα Καίσαρι κίνησιν ποιεί κατά Μιχαήλ άρχοντος Βουλγαρίας διά τε γης και θαλάσσης, μαθών το των Βουλγάρων έθνος λιμώ τήκεσθαι. Οι δε Βούλγαροι τούτο μαθόντες ως ήχον βροντής υπεκλίθησαν και προ των αγώνων και της μάχης περί της νίκης απέγνωσαν, και Χριστιανοί γενέσθαι και υποτάττεσθαι τω βασιλεί και Ρωμαίοις ητήσαντο. Ο δε Μιχαήλ τον μεν άρχοντα αυτών βαπτίσας και δεξάμενος επέθηκεν αυτόν το αυτού όνομα, τους δε μεγιστάνας αυτού εν τη πόλει αγαγών εβάπτισεν αυτούς, έκτοτε γενομένης ειρήνης βαθείας.» – [Επί Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, βασ. 886-912, υιού του Βασιλείου Α΄, βασ. 867-886] «Ήλθε δε και αγγελία παρά του στρατηγού Μακεδονίας ως ο άρχων Βουλγαρίας Συμεών βούλεται εκστρατεύσαι κατά Ρωμαίων. Η δε αιτία ην ωργίζετο ΢υμεών ην αύτη. Ζαούτζας ο βασιλεοπάτωρ είχε δούλον ευνούχον ονόματι Μουσικόν. Ούτος εφιλιώθη Σταυρακίω και Κοσμά Ελλαδικοίς φιλοχρύσοις και πραγματευταίς, οίτινες προς αισχροκερδίαν αφορώντες μεσιτεία και δυνάμει του Μουσικού διέστησαν την εν τη πόλει πραγματείαν των Βουλγάρων εν Θεσσαλονίκη, κακώς τους Βουλγάρους διοικούντες εν τω κομμερκεύειν. Οι δε Βούλγαροι τω Συμεών ταύτα απήγγειλαν. Ο δε δήλα πεποίηκε ταύτα τω βασιλεί Λέοντι. Ο δε βασιλεύς υπό του βασιλεοπάτορος κωλυόμενος, προσπαθούντος τω Μουσικώ, πάντα ως λήρον ήκουεν. Μανείς ουν ο Βούλγαρος εκστρατεύει κατά Ρωμαίων. Και μαθών ταύτα ο βασιλεύς αποστέλλει τον Κρηνήτην στρατηλάτην κατά Βουλγάρων μετά όπλων και αρχόντων πολλών της πόλεως κατά Συμεών. Και συμβολής γενομένης εν Μακεδονία τρέπονται οι Ρωμαίοι, σφαγέντος του τε Κρηνήτου και του Αρμένη του Κουρτικίου και των λοιπών πάντων. Εκ δε των Χαζάρων, οι ήσαν εις την εταιρείαν Λέοντος, κρατηθέντες και τας ρίνας αυτών κοπέντες εις αισχύνην Ρωμαίων εν τη πόλει παρά Συμεών απεστάλησαν. Ους ιδών ο βασιλεύς και θυμωθείς απέστειλε Νικήταν τον επιλεγόμενον Σκληρόν μετά δρομώνων εν τω ποταμώ Δανουβίω δούναι δώρα τοις Τούρκοις και πόλεμον κινήσαι κατά Συμεών. Ο δε απελθών και συντυχών ταις κεφαλαίς αυτών […] Συμεών δε την κατ’ αυτού κίνησιν διά τε γης και θαλάσσης μαθών εν φρουρά κατακλύει τον κυαίστωρα ως επί δόλω ελθόντα. Περάσαντες ουν οι Τούρκοι, του Συμεών επί το στράτευμα Φωκά ασχολουμένου, ηχμαλώτευσαν πάσαν την Βουλγαρίαν. Ταύτα μαθών Συμεών κινείται κατά Τούρκων. Οι δε αντιπεράσαντες συμβάλλουσι πόλεμον μετά Βουλγάρων, και τρέπεται Συμεών, μόλις διασωθείς εν τη Δίστρα. Οι δε Τούρκοι ητήσαντο τον βασιλέα αποστείλαι και αγοράσαι την αιχμαλωσίαν των Βουλγάρων· ο δη και πεποίηκεν ο βασιλεύς, τους πολίτας αποστείλας επαγοράσαι αυτούς.» – «Λέων δε ο βασιλεύς δομέστικον των σχολών προβάλλεται Λέοντα Κατακαλόν, εν τη Ράβδω την οίκησιν έχοντα…» – «και το κάστρον η Δημητριάς εν τω θέματι της Ελλάδος…» – «Παρελήφθη δε και Λήμνος η νήσος υπό Αγαρηνών, αιχμαλωσία πολλήν πεποιηκότες.» – [Επί Αλεξάνδρου: γιου του Βασιλείου Α΄, βασ. 912-913] «Ψσαύτως και Γαβριηλόπουλον και Βασιλίτζην από Σκλαβηνών έθνους σφοδρώς κατεπλούτισεν εκ των του παλατίου χρημάτων.» – [Επί Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου: βασ. 913-959] «Αυγούστου δε μηνί Συμεών ο Βούλγαρος άρχων εκστρατεύσας κατά Ρωμαίων συν όχλω πολλώ και βαρεί, κατέλαβεν την Κωνσταντινούπολιν, και δη περικαθίσας αυτήν χάρακα περιέβαλεν από Βλαχερνών και μέχρι της λεγομένης Χρυσής πόρτης, ελπίσι μετέωρος ων απονητί ταύτην πάντως ελείν. […] Δώροις ουν αμέτροις τε και μεγίστοις φιλοφρονηθέντες ο τε Συμεών και τούτου υιοί εις την ιδίαν χώραν υπέστρεψαν, ασύμφωνοι επί τη ειρημένη ειρήνη διαλυθέντες.» – «Του δε Βουλγάρου Συμεών την Θράκην πάλιν ληϊζομένου […] Ιωάννης ο Βογάς […] αγαγείν κατ’ αυτού Πατζίνακας. Της αιτήσεως δε τυχών δώρα τε λαβών εις την των Πατζινάκων χώραν απήει, και δη σπευσάμενος ομήρους εκείθεν λαβών ήγαγεν εν τη πόλει, συνθεμένων των Πατζινάκων διαπεράσαι και τον Συμεών καταπολεμήσαι.» – Υπό τον Ιωάννη Βογά «οι Πατζίνακαι» βοηθούν τον Λέοντα τον Φωκά στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων στον ποταμό Δανούβιον. – [Παραλείπονται πολλά χωρία.]

  7. Συμεών Μάγιστρος (10ος αι.): «Λοιπόν ουν τούτων γενομένων θυμωθείς ο Κρούμος εκέλευσε τη επαύριον εμπυρήσαι και καταστρέψαι πάντα τόπον· […] και εισήλθον εις τα όρη του Γάνου· και ευρόντες εκείσε λαόν πολύν κρυπτόμενον και σχεδόν πάντα τα κτήνη της Θράκης, κατέσφαξαν τους ανθρώπους, και τα κτήνη όντα εις πλήθος αιχμαλωτεύσαντες απέστειλαν εις Βουλγαρίαν, και γυναικόπαιδα πολλά. […] Και λαβόντες οι Βούλγαροι την αιχμαλωσίαν πάσαν εις πλήθος ούσαν αναρίθμητον και πάσαν την αποσκευήν αυτών, μετώκισαν αυτούς εις Βουλγαρίαν εκείθεν του Ίστρου ποταμού.» – «Και δη λοιπόν γεγονότος ευδίου του αέρος τω χειμώνι, και των ποταμών μη εχόντων ύδωρ πολύ, εξήλθον οι Βούλγαροι χιλιάδες λ΄ ολοσίδηροι· και ελθόντες έως Αρκαδιούπολιν και περάσαντες τον Ριγίαν (ποταμός δε ούτως εστίν λεγόμενος) ηύρον λαόν πολύν και ηχμαλώτευσαν αυτόν. […] και ούτως επέρασαν μετά της αιχμαλωσίας όντων ομού ανδρών και γυναικών και παιδίων χιλιάδες ν΄. Λαβόντες και πάντα τα

    ΟΥΓΓΡΙΚΗΣ ΔΑΚΙΑΣ ΚΕΛΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

υπάρχοντα αυτών, Αρμενιατικά στραγλομαλωτάρια και νακοτάπητα ανώτερα και ιματισμόν πολύν και χαλκώματα, εφόρτωσαν πάντα εις τας αμάξας, και λαβόντες πάσας τας αγέλας αυτών βόας και πρόβατα εισήλθον εις Βουλγαρίαν. Και ο αδίκως βασιλεύσας κατά παραχώρησιν θεού ούτε αυτός εξήλθεν της πόλεως προς βοήθειαν της αιχμαλωσίας ούτε άλλους απέστειλεν. | Λοιπόν ουν μετά ταύτα ανηγγέλη αυτών λεγόντων ότι ο Κρούμος εστράτευσεν λαόν πολύν συναθροίσας και τους Αβάρεις και πάσας τας Σκλαβινίας· […] περί τη μεγάλη Πέμπτη του πάσχα ο πρώτος Βουλγαρίας ο Κρούμος, ο περίφημος, ο την πόλιν ελείν βουλόμενος, τέλει του βίου εχρήσατο αοράτως σφαγιασθείς· ος και εξήγαγεν αιμάτων οχετούς διά τε του στόματος και των ρινών και των ώτων αυτού, και ούτως απέρρηξεν την ψυχήν αυτού εν κακοίς.» – [Παραλείπονται πολλά χωρία.]

  1. Λέων ο Διάκονος (~950 – θ. ;): [Έτος 970] Ο των Ρωμαίων βασιλεύς… «γυμνάζει την στρατιάν, και τον χώρον περιέπειν, ως μη τις είη τούτω λώβη ταις επιδρομαίς των Σκυθών· εις τε τας επαύλεις και τα ήθη των δυσμενών διγλώσσους άνδρας εκπέμπει Σκυθικόν ημπισχημένους ιματισμόν, ως τα σφων διαβούλια γνοίεν, και βασιλεί ταύτα κατάφωρα γίγνοιντο. Την τοιαύτην ουν φάσιν προς του βασιλέως ειληφότες, την Ευρώπην καταλαμβάνουσιν.» – [Έτος 971] «Συμεών, ο των Μυσών αρχηγός, ανήρ τολμητίας και θερμουργός τα πολεμικά, πάλαι σφαδάζων, και την κατά Ρωμαίων μάχην ωδίνων, ευκαιρίας δραξάμενος, λεηλατών ουκ ανίη Μακεδονίαν και Θράκην·» – [Έτος 6480 ή 972] – «Βορήντων Μυσών βασιλέα, συν γυναικί και δυσί νηπίοις, ούτω πυρσοίς την γένυν περιπυκάζοντα, και προσαχθήναι τω βασιλεί· ο δε, τούτον δεξάμενος, διά τιμής ήγε, κοίρανον Βουλγάρων αποκαλών, φάσκων τε, ήκειν Μυσοίς τιμωρήσων, δεινά πεπονθόσι προς των Σκυθών.» – «… Λέγεται γαρ Ελληνικοίς οργίοις κατόχους όντας, τον Ελληνικόν τρόπον θυσίας και χοάς τοις αποιχομένοις τελείν, είτε προ Αναχάρσεως ταύτα και Ζαμόλξιδος, των σφετέρων φιλοσόφων, μυηθέντες, είτε και προς των του Αχιλλέως εταίρων. Αρριανός γαρ φησίν εν τω Περίπλω, Σκύθην Αχιλλέαν τον Πηλέως πεφηνέναι, εκ της Μυρμηκώνος καλουμένης πολίχνης, παρά Μαιώτιν λίμνην [νυν Αζοφική Θάλασσα] κειμένης· απελαθέντα δε προς των Σκυθών διά το απεινές, ωμόν, και αυθάδες του φρονήματος, αύθις Θετταλίαν οικήσαι. Τεκμήρια του λόγου σαφή ή,τε της αμπεχόνης συν τη πόρπη σκευή, και η πεζομαχία, και η πυρσή κόμη, και οι γλαυκιώντες οφθαλμοί, και το απε-νενοημένον, και θυμοειδές και ωμόν· …» – [Σε απλά ελληνικά: «Ο Αχιλλέας ήταν Σκύθης»! Ουσιαστικά πρόκειται για αναπαραγωγή πληροφορίας που την δανείζεται ο Λέων από τον ποιητή Αλκαίο (630/620-560 π.Χ.).] – [Έτος 975] «Είτ’ αύθις, επεί το ληστρικόν των συνωμοτών του Σκληρού Βάρδα [γυναικάδελφος του Ι. Τζιμισκή, στασιάσας κατά της αυτοκρατορίας κατά τα έτη 976-978] τελέως εσκίδνατο, τας δυνάμεις ανειληφώς ο αυτοκράτωρ Βασίλειος [Βασίλειος Β΄, ο και Βουλγαροκτόνος: 976-1025] ηπείγετο κατά των Μυσών. Η γαρ εκείνων αυθάδεια και απήνεια, φονικόν περιπνέουσα, την Ρωμαϊκήν εσίνετο επικράτειαν, και τα των Μακεδόνων αφειδώς εληΐζετο, ηβηδόν άπαντας διαφθείρουσα.»

  2. Χρονογραφία Συνέχεια Θεοφάνη (10ος αι.): «ορμάσθαι φησι τον Θωμάν εξ ασήμων τε γονέων και πενιχρών, άλλως δε και Σκλαβογενών, των πολλάκις εγκισσευθέντων κατά την Ανατολήν.» –  «Κατά δε τον αυτόν καιρόν ο τε χαγάνος Χαζαρίας και ο Πεχ προς τον αυτοκράτορα Θεόφιλον [813-842, βασ. 829-842] έπεμπον πρεσβευτάς, το κάστρον όπερ ούτω Σάρκελ κατονομάζεται αυτοίς κτισθήναι εξαιτούμενοι, όπερ ερμηνεύεται μεν Λευκόν οίκημα, έστι δε κατά τον Τάναϊν ποταμόν, ος τους τε Πατζινακίτας εντεύθεν και αυτούς διείργει τους Χαζάρους εκείθεν, ένθα και Χαζάρων ταξεώται καθέζον-ται τριακόσιοι κατά χρόνον εναλλασσόμενοι.» – «τον μεν Αποστύππην μετά των Θρακών τε και Μακεδόνων κατά το δεξιόν μέρος αγωνιζόμενον κρατείν των εχθρών και πολύν φόνον εργάζεσθαι, τον δε Προκόπιον μετά των Σκλαβηνών τε και δυτικών κατά το έτερον μέρος αντιταττόμενον υπό των εναντίων πιέζεσθαι

    ΣΤΗ ΝΥΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ, ΝΟΜΙΣΜΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
    ———-

    – «Τόπος τις έστι κατά Πελοπόννησον ου μακράν Μονεμβασίας διεστηκώς, καθ΄ ην ο Ρωμαϊκός στόλος ηυλίζετο, Έλος προσαγορευόμενος, από της περί αυτόν δασείας και συνηρεφούς ύλης το όνομα κληρωσάμενος. Εν τούτω τοίνυν δαιμονία τις εφήδρευε δύναμις, η και υπό των εκείσε νεμόντων ποιμένων πολλάκις εθεραπεύετο, ως αν ασινή δήθεν εκ τούτων τα νεμόμενα διαφυλάττοιτο θρέμματα.» – «Στεφάνου δε πατριάρχου τον βίον απόλιπόντος, Αντώνιος ο την επωνυμίαν Καυλέας [ο κατά τον αχαιότερο Συναξαριστή ονόματι Βλαχέας] πατριάρχης αντ’ αυτού προχειρίζεται….» – «Όθεν ο αυτοκράτωρ Ρωμανός [Ρωμανός Β΄: 939-963, βασ. 959-963] ζήλω θείω κινηθείς, τη συμβουλή και ευβουλία του παρακοιμωμένου Ιωσήφ, εκ παντός τόπου ναυς και πλοία πολεμικά συναθροίσας μετά υγρού πυρός και επιλέκτου στρατοπέδου Θρακικών Μακεδονικών και Σθλαβησιάνων εις Κρήτην εκπέμψαι έδοξεν.» – «Επεί δε ταύτα συνέστησεν [Νικηφόρος Φωκάς: 912-969, βασ. 963-969], των ταγμάτων και των θεματικών αρχόντων και Αρμενίων και Ρως και Σθλαβησιάνων και Θρακών επελθείν τω κάστρω εκέλευσεν.»

  3. Ιωάννης Καμενιάτης (10ος αι.): «Διήκει δε την ηλίου δύσιν αποσκοπούν, έως τινών άλλων ορέων υψηλών και μεγάλων παρατεινόμενον, ένθα και πόλις τις Βέρροια καλουμένη κατώκισται, και αυτή περιφανεστάτη τοις οικήτορσι τε και πάσι τοις άλλοις οις αυχεί πόλις την σύστασιν. Εμπεριέχει δε τω διά μέσου χώρω το πεδίον τούτο και αμφιμίκτους τινάς κώμας, ων αι μεν προς τη πόλει τελούσι, Δρουγουβίταί τινες και Σαγουδάτοι την κλήσιν ονομαζόμενοι, αι δε τω συνομορούντι των Σκυθών έθνει ου μακράν όντι τους φόρους αποδιδόασι. Πλην γειτνιάζουσιν αλλήλαις αι κώμαι την οίκησιν, και έστι και τούτο προς τοις άλλοις Θεσσαλονικεύσιν ου μικρώς συμβαλλόμενον, το προς τους Σκύθας διά των εμπορικών μεθόδων συναναμίγνυσθαι, και μάλισθ’ όταν έχωσι προς αλλήλους καλώς και μη κινώσιν όπλα την μάχην εξαγριαίνοντα· ο δη και πολλώ τινί τω πάλαι χρόνω παρ’ εκατέρων μελετηθέν, κοινότητα ζωής τας χρείας αλλήλοις αμείβουσι, θαυμασίαν τινά και βαθείαν ειρήνην εν εαυτοίς συντηρούμενοι. Ποταμοί δε τινες παμμεγέθεις εκ της Σκυθών εξορμώμενοι και το προλεχθέν πεδίον καθ’ εαυτούς διελόμενοι πολλήν δαψίλειαν και αυτοί τη πόλει παρέχονται ταις τε χορηγίαις ταις από των ιχθύων και ταις δι’ αυτών από της θαλάσσης των νηών αναδρομαίς, δι’ ων επινοείται ποικίλη τις πρόσοδος των χρειών των υδάτων εκείνων συγκαταρρέουσα.» – Ενώ οι Αγαρηνοί εισέρχονται στην πόλη της Θεσσαλονίκης από διάφορες πύλες (πόρτες) και σκοτώνουν, καίνε, σφάζουν κ.λπ., από την Λιταία πύλη «οι των Σκλαβήνων ηγούμενοι, πάλαι προμελετήσαντες τούτο και τας κλείδας των πυλών εκείνων προϋφελόμενοι. […] πρόφασιν τινά δολίαν πλασάμενοι, ως ου προς φυγήν εκτρέπονται, προς υποδοχήν δε μάλλον των Στρυμονιτών συμμάχων, του στρατηγού δήθεν προστάξαντος τούτο.»

  4. Σουΐδα ή Σούδας Λεξικό (10ος αι.): «Άβαρις. Σκύθης, Σεύθου υιός. Συνεγράψατο δε χρησμούς τους καλουμένους Σκυθικούς· και γάμον Έβρου του ποταμού· και καθαρμούς· και θεογονίαν καταλογάδην. και Απόλλωνος άφιξιν εις Υπερβορέους,

    εμμέτρως. Ήκε δε εκ Σκυθών εις Ελλάδα. Τούτου ο μυθολογούμενος οϊστός του πετουμένου από της Ελλάδος μέχρι των Υπερβορέων Σκυθών. εδόθη δε αυτώ παρά του Απόλλωνος. Τούτου ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, εν τω εις τον μέγαν Βασίλειον Επιταφίω μνήμην πεποίηται. Φασί δε, ότι λοιμού κατά πάσαν την οικουμένην γεγονότος, ανείλεν ο Απόλλων μαντευομένοις Έλλησί τε και Βαρβάροις, των Αθηναίων δήμον υπέρ πάντων ευχάς ποιήσασθαι. Πρεσβευομένων δε πολλών εθνών προς αυτούς, και Άβαριν εξ Υπερβορέων πρεσβευτήν αφικέσθαι λέγουσι κατά την τρίτην Ολυμπιάδα. Ότι τους Αβάρις οι Βούλγαροι κατακράτος άρδην ηφάνισαν. Ότι οι Αβάρις ούτοι εξήλασαν Σαβίνωρα, μετανάσται γενόμενοι υπό εθνών οικούντων μεν την παρωκεανίτιν ακτήν, την δε χώραν απελιπόντων διά το εξ αναχύσεως του Ωκεανού ομιχλώδες γινόμενον, και γρυπών δε πλήθος αναφανέν. όπερ ην λόγος, μη πρότερον παύσασθαι, πριν ή βοράν ποιήσασθαι το των ανθρώπων γένος. …» – «Ανάχαρσις. Γνύρου, μητρός δε Ελληνίδος, Σκύθης, φιλόσοφος, αδελφός Καδουΐα του Σκυθών βασιλέως. έγραψε Νόμιμα Σκυθών δι’ επών. περί ευτελείας τα εις τον ανθρώπινον βίον έπη πάντα οκτακόσια. Εύρε δε ούτος άγκυραν, και τον κεραμικόν τροχόν. ήν δε επί Κροίσου. Τετελεύτηκεν Ελληνικάς τελετάς επιτελών εν Σκύθαις, επιβουλεύσαντος αυτώ του αδελφού. κατά δε τινας, εν γήρα βαθεί, και μέχρις ετών εκατόν.» – «[…] της δε εν τη κεφαλή τριχών τα έμπροσθεν άχρις ες τους κροτάφους αποτεμνόμενοι, τα όπισθεν αποκρέμασθαι σφίσιν επί μακρότατον λόγω ουδενί είων, ως οι Μασσαγέται. διό και Ούννιον εκαλείτο το αυτό είδος…» – «Βούλγαροι. Ότι οι Βούλγαροι ηρέσθησαν εις την στολήν των Αβάρων, και μετημφιάσαντο αυτήν, και έως νυν περιβέβληνται. Ότι επί Ιουστινιανού του Ρινοτμήτου [668-711, βασ. 685-695, 705-711] ήκμαζεν ο Τέρβελις, ο Βουλγάρων αρχηγός· και ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, και ο Κωνσταντίνος [612-641, βασ. 641] ο Ηρακλείου υιός, υπόφοροι τούτω ήσαν. Την γε ασπίδα, την είχεν εν πολέμω, υπτίαν έθηκε, και την εαυτού μάστιγα, η εχρήτο επί του ίππου, και έως ου εσκέπασεν αμφότερα, χρήματα ενετίθει. και το δόρυ εν τη γη παρεκτείνας, μέχρι των περάττων και ες ύψος πολύ σηρικτήν εσθήτα ετίθει, και κιβώτια πλήσας χρυσού και αργύρου, τοις στρατιώταις εδίδου, την μεν δεξιάν χρυσίου πληρών, την δε λαιάν αργυρίου. Ότι τους Αβάρις κατακράτος άρδην ηφάνισαν οι αυτοί Βούλγαροι. ηρώτησε δε Κρεμ τους των Αβάρων αιχμαλώτους, πόθεν σκηνίτες, ότι απώλετο ο άρχων υμών και το έθνος όλον. Και απεκρίθησαν, ότι επλήθυναν αι κατ’ αλλήλων κατηγορίαι, και απώλεσαν τους ανδρειωτέρους και φρονιμωτέρους. είτα οι άδικοι και οι κλέπται κοινωνοί τοις κριταίς εγένοντο. είτα η μέθη. πληθυνθέντος γαρ του οίνου πάντες εγένοντο μέθυσοι. είτα η δωροδοκία. είτα η πραγματεία. πάντες γαρ εγένοντο έμποροι, και αλλήλους δολιούμενοι. και η απώλεια ημών ήλθεν εκ τούτων. Ο δε ταύτα ακούσας συνεκαλέσατο τους Βουλγάρους πάντας, και διετάξατο νομοθετών· Εάν τις κατηγορήση τινός, μη ακουέσθω πρότερον, ή δεθείς εξετασθή. και είγε συκοφαντών ευρεθήσεται, και ψευδόμενος, αναιρείσθω. Μηδέ εξέστω τινί κλέπτοντι μεταδούναι τροφής· ή τάχα τούτο τολμών τις δημευέσθω. Και του κλέπτου μεν συγκλάν τα σκέλη. τους δε αμπελώνας πάντας εκριζώσαι εκέλευσε. τω δε αιτούντι παντί μη απλώς διδέναι, αλλά την αυτάρκειαν αυτού, ως μη και αύθις αυτόν δέεσθαι· ή τάχα δημευέσθω ο μη ούτω ποιών. τους δε Αβάρεις πάντας, ως λέλεκας, άρδην ηφάνισαν.» – «Δάκες. οι νυν Πατζινακίται λεγόμενοι. Η ευθεία δάκος. τω δάκει· δάκη, και δάκετα, θηρία ιοβόλα ερπετά. και δακέτας, ομοίως.» – «Δακία χώρα· ην ο Τραϊανός εν τοις πέραν του Ίστρου χωρίοις κατώκισε. και ταύτην Αυρηλιανός απέλιπε, κεκακωμύνης της Ιλλυριών τε και Μυσιών χώρας, ηγούμενος έσεσθαι την πέραν εν μέσοις τοις ποταμοίς απειλημμένων διαζώσεσθαι. εξαγαγών ουν τους εκείσε Ρωμαίους απωκισμένους εκ τε των πόλεων και των αγρών, εν μέση τη Μυσία καθίδρυσε, την χώρα ονομάσας Δακίαν· η νυν εν μέσω των δύο Μυσιών κειμένη διαιρεί αυτάς απ’ αλλήλων.» – «Ζάμολξις. Πυθαγόρα δουλεύσας, ως Ηρόδοτος δ΄. Σκύθης· ος επανελθών εδίδασκε περί του αθάνατον είναι την ψυχήν· Μνασίας δε, παρά Γέταις τον Κρόνον τιμάσθαι, και καλείσθαι Ζάμολξιν. Ελλάνικος δε εν τοις Βαρβαρικοίς νόμοις φησίν, ότι Ελληνικός τις γεγονώς τελετάς κατέδειξε Γέταις τοις εν Θράκη· και έλεγεν, ότι ούτ’ αν αυτός αποθάνοι, ούθ’ οι μετά τούτου, αλλ’ έξουσιν πάντα αγαθά. άμα δε ταύτα λέγων ωκοδόμει οίκημα κατάγαιον. έπειτα αφανισθείς αιφνίδιον εκ Θρακών εν τούτω διηιτάτο. οι δε Γέται επόθουν αυτόν. τετάρτω δε έτει πάλιν φαίνεται. και οι Θράκες αυτώ πάντα επίστευσαν. Λέγουσι δε τινες, ως ο Ζάμολξις εδούλευσε Πυθαγόρα, Μνησάρχου, Σαμίω, και ελευθερωθείς ταύτα εσοφίζετο. Αλλά πολύ πρότερος δοκεί ο Ζάμολξις Πυθαγόρου γενέσθαι. Αθανατίζουσι δε και Τερέτιζοι και Κρόβιζοι, και τους αποθανόντας εις Ζάμολξιν φασίν οίχεσθαι· ήξει δε αύθις. και ταύτα αεί νομίζηται αληθεύειν. θύουσι δε, και ευωχούνται, ως αύθις ήξοντος του αποθανόντος.»

    ΝΟΜΙΣΜΑ: ΔΕΛΦΙΝΙ ΟΛΒΙΑ, ΣΤΗ ΣΑΡΜΑΤΙΑ 5ος-4ος αι. π.Χ.
    ——–

    – «Σκλαβηνόν. έθνος το πέραν του Ίστρου.» – «Σκύθαινα. η υπηρέτης. Αριστοφάνης· Πού ευθ’ η Σκύθαινα.» – «Σκύθαι. ότι επί Κλαυδίου βασιλέως Ρωμαίων [Κλαύδιος ο Γοτθικός ή Κλαύδιος Β´ (Marcus Aurelius Valerius Claudius Augustus): 213-270, βασ. 268-270], Σκυθών οι περιλειφθέντες εκ των προλαβουσών επαρθέντες εφόδων επί Γαλιηνού του μικρού, Ερούλους και Πευκέστας και Γότθους παραλαβόντες, και περί τον Τύραν ποταμόν αθροιθέντες, εισέβαλον εις τον Πόντον. ναυπηγησάμενοι δε πλοία εννακόσια, και τούτοις εμβιβάσαντες δύο και τριάκοντα μυριάδας, άραντες διά του Πόντου, πόλει Τόμη προσβαλόντες απεκρούσθησαν. ωσαύτως και Μαρκιανουπόλει. επεί δε τα στενά της Προποντίδος κατέλαβον, εκ του ρεύματος τα πλοία αλλήλοις προσήραττε, και επεφέρετο τα σκάφη συν ουδενί κόσμω, των κυβερνητών μεθιέντων τους οίακας· ώστε τας μεν καταδύναι αυτάνδρους· τινάς δε και ανδρών ερήμους οκείλαι· και πλείστοι απώλοντο. Οι δε περιληφθέντες την επί Κύζικον έπλεον, και άχρι του Άθω περιενεχθέντες, και των πλοίων επιμέλειαν ποιησάμενοι, Κασσάνδρειαν και Θεσσαλονίκην επολιόρκουν. αποκρουσθέντες δε, ες την μεσόγειον αναβάντες, πάσαν χώραν εληΐζοντο, και κατά διαφόρους χώρας διεφθείροντο, όσοι και διεσώθησαν, Ρωμαίοις συναριθμήθησαν, και προς γεωργίαν ετράποντο.» – «Σώστρις. Βασιλεύς των Αιγυπτίων, εκ της φυλής του Χαμ· ος τις υπέταξε τους Ασσυρίους και πάσαν την Ασίαν και την Ευρώπην· και κατώκισεν εν τη Ασσυρίων χώρα Σκυθών άνδρας μυριάδας Φ΄, οι τινες εκλήθησαν Πάρθοι, ο εστι Περσική γλώσση, Σκύθαι. και μέχρι σήμερον έχουσι και την στολήν και την λαλιάν και τους νόμους των Σκυθών.» – «Υπερβόρειοι. έθνος αρκτιώτερον, και ενδότερον των Σκυθών.»

  5. Ιωσήφ Γενέσιος (10ος αι.): «Αλλά και προς των ει τι λυσιτελούντων διέγνωστο, φιλοπονίας ουκ έληγεν· δι’ ης κατά γε Θράκην Μακεδονίαν τε πάσαν και έως των ορίων της Σκυθών γης πόλεις ανανεώσατο, αυτός επελθών συν στρατιώτισιν φάλαγξιν, όπως τας τε πολεμίων εφόδους εκτρέπετο και ταις τούτων επισκευαίς παρέχοι το ευπεράτωτον. | Ην δε τω γένει κατά συζυγίαν εξ Ασσυρίων και Αρμενίων αναφυείς, των ιδίων γεννητόρων επεξαναστάντων αυτούς τε μιαιφονησαμένων και προς τοις των Αρμενίων χωρίοις κατά φυγαδίαν ενσκηνωσάντων, κακείσε τον ανήμερον θήρα τεκείν· εξ ων ετερογενές τι τεράστιον κεχρημάτικεν. Αρμενίους δε φασίν εξ Αρμένου κληθήναι του από Αρμενίου πόλεως Θετταλίας, ος Ιάσονι συνεστράτευσεν. Εκεκρατήκει δε Λέων της βασιλείας ζ΄ έτεσι και μησί ε΄ κατά θεού υψίστου εμμανώς αυχησάμενος.» [Λέων Ε΄ ο Αρμένιος: βασιλεία 813-820] – «…αναδείται στέφος βασίλειον παρά του αρχιερέως Αντιοχείας Ιώβ, είτα μετ’ Αγαρηνών Ινδών Αιγυπτίων Ασσυρίων Μήδων Αβασίων Ζηχών
    Ιβήρων Καβείρων Σκλάβων Ούννων Βανδήλων Γετών
    και όσοι της Μάνεντος βδελυρίας μετείχον, Λαζών τε και Αλανών Χάλδων τε και Αρμενίων και ετέρων παντοίων εθνών πολυθρύλλητον πανστρατιάν στρατοπεδευσάμενος απάσης της ανατολής εκευρίευσεν, τελευταίον μέρεσι τοις κατά Θράκην προσεμπελάσας ελεπολείν το Βυζάντιον εκβιάζεται

    ιππεύσιν ευόπλοις και πετροβολισταίς τοις υπό χείρα πεζοίς…» – «[Επί Μιχαήλ Β΄ Τραυλού ή Ψελλού: βασ. 820-829] Ακηκοώς δε Μορτάγων ο κύριος Βουλγαρίας όσα τε και οία κατά την βασιλίδα πόλιν συνηνέχθη γενέσθαι, διαπρεσβεύεται προς βασιλέα και συμμαχείν αιτείται αυτώ· […] Λείαν δε πολλήν των πολεμίων οι Βούλγαροι συμφορήσαντες προς την εαυτών υποστρέφουσιν.» – «Όθεν ανέκαθεν και μέχρι της σήμερον η της Κρήτης νήσος κεκράτηται παρά των Αγαρηνών, εξ ης τοις Ρωμαϊκοίς όροις επισυρρέουσιν.» – «Βλαχέρναις. Από τινος αρχηγού Σκύθου Βλαχέρνου αναιρεθέντος εκείσε πεφήμισται.» – «Εν δε τω μεταξύ χρόνω καλώς τα της πολιτείας εκεκυβέρνητο παρά τε βασιλέως Μιχαήλ και Θεοδώρας της τούτου μητρός, μεσιτευόντων των προδηλωθέντων ανδρών.

    ΘΡΑΚΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ, 5ος αι. π.Χ.
    ———–

    Ο δε αρχηγός Βουλγαρίας (οις το γένος εξ Αβάρων τε και Χαζάρων, από Βουλγάρου κυρίου ονόματος, ος παρά Ρωμαίων εν κατοικήσει Δορυστόλου και της Μυσίας γεγένητο) επαχθή προΐησι ρήματα επιδρομήν Ρωμαίοις επαπειλών. Η δε βασίλισσα τούτω ανδρειοφρόνως μετά του εαυτής στρατοπέδου άχρι Βουλγαρικής γης αύθις επαναστατεύειν εμεγαλαύχησεν· και η μεν γυναίκα ηττήσειας, ουδέν σοι προς νίκος το καύχημα· ει δε και υπό ταύτης εκνικηθείης, πάση το σον ήττημα καταγέλαστον. Ταύτα ο Σκύθης συνείς ηρεμείν κατά την ιδίαν χώραν διέγνωκεν.» – «Και το μεν όνομα Ιταλία από Ιταλού του Σικελού γενετήρος, του μεν πατρός της Ιταλίας χώρας του δε υιού Σικανίας ή Τρινακρίας εγκρατών γεγονότων. Ιταλία δε και ούτως, από τινος περαιωσαμένης βοός, ην αθρόαν ιδόντες εγχώριοι εκ γης ετέρας τον απόπλουν προς αυτούς ποιουμένην διωκομένην τε παρά των κτητόρων αυτής εβόησαν ‚ιταλός, ιταλός‛, ο τη εαυτών διαλέκτω ερμηνεύεται βους, ή από τινος ληστού Ιταλού δι’ Ηρακλέους εκείσε αναιρεθέντος, την κλήσιν ηγάγετο. Λογγιβαρδία δε από τινος Λογγιβάρδου του πρώτως κατασχόντος την χώραν, εφ’ ότω και μέγα εξήνθιστο γένειον· λόγγη γαρ παρά τοις Λογγιβάρδοις το μέγα, βάρβα δε το γένειον.» – Πάλη ενός μεγαλοσώματου Βούλγαρου Σκύθη με έναν Μακεδόνα, και νίκησε ο δεύτερος.

  6. Χρονικόν της Μονεμβασίας (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.): Αον: «1 Ἐν ἔτει τῷ ΄ςξδ΄ [6.064 = 559 μ.Χ.] τῆς τοῦ κόσμου κατασκευής, | 2 ὅπερ ἥν ἔτος λβ΄ [32] τῆς βασιλείας Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου, εἰσῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει πρέσβεις ἔθνους παραδόξου, τῶν Ἀβάρων λεγομένων καί συνέτρεχε πᾶσα ἡ πόλις εἰς τήν θέαν αὐτῶν ὡς μηδέποτε ἐωρακότες ἔθνος τοιοῦτον. | 3 Εἷχον γάρ τάς κόμας μακράς πάνυ δεδεμένας πρανδίοις καί πεπλεμένας. ἡ δέ λοιπή φορεσία αὐτῶν ὁμοία τῶν λοιπῶν Οὔνων.» – «9 Καί ἐξ ἀπόρων εὔποροι γενόμενοι καί εἰς πλῆθος ἐκτεθέντες καί ἀμνήμονες καί ἀχάριστοι εὑρεθέντες ἥκον Ρωμαίους καταστρεψάμενοι, Θράκας καί Μακεδόνας αἰχμαλωτίζοντες καί αὐτήν τήν βασιλίδα κατατρέχοντες, καί τά περί αὐτήν ἀφειδώς λῃιζόμενοι. | 10 Παρέλαβον δέ καί τό Σίρμιον, πόλιν τῆς εὐρώπης ἐπίσημον, ἥτις ἐν Βουλγαρίᾳ οὗσα νῦν καλεῖται Στρίωμος, πρώην μέν ὑπό Γηπαίδων κρατουμένην, Ἰουστίνῳ δέ τῷ βασιλεῖ παραδοθείσαν παρ’ αὐτῶν. | 11 Διά ταῦτα οὗν συνθῆκαι ἐπονείδιστοι ὑπό Ρωμαίων γεγόνασι πρός αὐτούς, ὑποσχομένους παρέχειν αὐτοῖς φόρον ἐτήσιον χρυσοῦ χιλιάδας π΄ [80.000]. Καί ἐπί τούτοις ἐπηγγείλαντο οἱ Ἀβαρεις ἡσυχάζειν. | 12 Τοῦ δέ Μαυρικίου τῶν σκήπτρων ἐπειλλημένων κατά τό ἐξάκις χιλιοστῷ [οε]΄ [6075 = 571 μ.Χ.] ἔτος | 13 πρεσβεύουσιν οἱ Ἀβαρεις πρός αὐτόν αξιοῦντες ταῖς π΄ χιλιάσι [80.000] τοῦ χρυσοῦ ἅς ἐλάμβανον παρά Ρωμαίων προςτεθῆναι ἄλλας εἴκοσι [20.000].» – «20 Ο δε βασιλεύς πρέσβεις παρά τον Χαγάνον εξαπέστειλεν Ελπίδιον πατρίκιον συν Κομμεντιόλω προςθήκην των πάκτων ποιούμενος, και επί τούτω ειρήνην άγειν ο βάρβαρος καθωμολόγησε. | 21 Μικρόν δε ησυχάσας πάλιν τας σπονδάς διαλύει και καταπολεμεί δεινών την τε Σκυθίαν χώραν και την Μυσίαν, καταστρέψας δε φρούρια πάμπολλα. | 22 Εν ετέρα δε ειςβολή | 23 εχειρώσατο πάσαν την Θεσσαλίαν και την Ελλάδα πάσαν την τε παλαιάν Ήπειρον και Αττικήν και εύοιαν· | 24 οι δη και εν Πελοποννήσω εφορμήσαντες πολέμω ταύτην είλον | 25 και εκβαλόντες τα ευγενή και ελληνικά έθνη και καταφθείραντες κατώκησαν αυτοί εν αυτῆ. | 26 Οι δε τας μιαιφόνους αυτών χείρας δυνηθέντες εκφυγείν, άλλος αλλαχή διεσπάρησαν. | 27 Και η μεν των Πατρών πόλις μετωκίσθη εν τη των Καλαυρών χώρα του Ριγίου, | 28 οι δε Αργείοι εν τη νύσω τη καλουμένη Ορόβη, οι δε Κορίνθιοι εν τη νήσω τη καλουμένη Αιγίνη μετώκησαν. | 29 Τότε δη και οι Λάκωνες το πατρώον έδαφος καταλιπόντες οι μεν εν τη νήσω Σικελίας εξέπλευσαν, οι και εις έτι εισίν εν αυτή εν τόπω καλουμένω Δέμεννα και Δεμενίται αντί Λακεδαιμονιτών κατονομαζόμενοι και την ιδίαν των Λακώνων διάλεκτον διασώζοντες. | 30 Οι δε δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχειν των εν αυτώ ειςπορευομένων την είςοδον εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά και του ιδίου αυτών επισκόπου. | 31 Οι δε των θρεμμάτων νομείς και αγροικικοί κατωκίσθησαν εν τοις παρακειμένοις εκείσε τραχανοίς τόποις, οι και επ’ εσχάτων Τζακονίαι επωνομάσθησαν. | 32 Ούτως οι Άβαροι την Πελοπόννησον κατασχόντες και κατοικήσαντες εν αυτή διήρκεσαν επί χρόνοις διακοσίοις οκτωκαίδεκα [218] μήτε των Ρωμαίων βασιλεί μήτε ετέρω υποκείμενοι, ήγουν από του ΄ςρς΄ [6106] έτους της του κόσμου κατασκευής όπερ ην έκτον έτος της βασιλείας Μαυρικίου και μέχρι του ςουτιγ΄ [6313] έτους όπερ ην τέταρτον έτος της βασιλείας Νικηφόρου του παλαιού του έχοντος Σταυράκιον. | 33 Μόνου δε του ανατολικού μέρους της Πελοποννήσου από Κορίνθου και μέχρι Μαλαίου του Σθλαβινού έθνους διά το τραχύ και δύσβατον καθαρεύοντος, στρατηγός Πελοποννήσου εν τω αυτώ τω μέρει υπό του Ρωμαίων βασιλέως κατεπέμπετο. | 34 Εἶς δέ τῶν ὑπό τοιούτον στρατηγών ορμώμενος μεν από της μικράς Αρμενίας, φατριάς δε των επονομαζομένων Σκληρών συμβαλών το Σθλαβινώ έθνει πολεμικώς ειλέ τε και ηφάνισε εις τέλος και τοις αρχήθεν οικήτορσι αποκαταστήναι τα οικεία παρέσχεν.»

    ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β’
    ———–

    – «37 Ανωκοδόμησέ τε εκ βάθρων και την πόλιν αυτών και τας του θεού αγίας εκκλησίας, | 38 πατριαρχούντος έτι Ταρασίου [πατριάρχης 784-806] του εν αγίοις πατρός ημών. | 39 Την δε Λακεδαίμονα πόλιν εκ βάθρων και αυτήν ανεγείρας και ενοικίσας εν αυτή λαόν σύμμικτον Καφήρους τε και Θρακησίους και Αρμενίους και λοιπούς από διαφόρων τόπων τε και πόλεων επισυναχθέντες επισκοπήν. | 40 και αύθις ταύτην κατέστησε και υποκείμενη τη των Πατρών μητροπόλει εθέσπισεν, προςαφιερώσας και δύο ετέρας επισκοπάς την τε Μεθώνην και την Κορώνην. | 41 Διό και οι βάρβαροι τῆ τοῦ θεοῦ βοηθείᾳ και χάριτι κατηχηθέντες εβαπτίσθησαν και τη των Χριστιανών προςετέθησαν πίστει, | 42 εις δόξαν και ευχαριστίαν του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας αμήν.» —— Βον: « «1 Εις την ημέραν των Αβάρων άχρι την σήμερον ΄ςε΄ῳ [6804] | 2 Γένος οι Άβαρες έθνος Ουνικόν και Βουλγαρικόν | 3 είχον γαρ τας κόμας μακράς πάνου δεδεμένας πρανδϊοίς και πεπλεμένας, η δέ λοιπή φορεσία αυτών ομοία των λοιπών Ούνων. | 4 Ούτος | 5 υπήρχον έθνος των αμαξοβίων των υπό τον Καύκασον τα επείκεινα παιδία νεμόμενοι. Επεί επικακώς πεπόνθασι παρά των γειτνιών-των αυτοίς Τούρκων, τούτο φεύγοντες δε ιδίας απαναστάντες χώρας και τον αιγιαλόν του Ευξείνου διαβάντες αφίκοντο επί τον Βόσπορον | 6 Εκείθεν δε απάραντες διήλθον τόπους πολλών εθνών. Τούτοις παρατυγχάνουσιν ανταγωνιζόμενοι μέχρις ου τας όχθας του Ίστρου κατειλήφασι και προς Ιουστινιανόν επρεσβεύσαντο, αιτούντες δεχθήναι αυτούς. | 7 Του δε βασιλέως φιλανθρώπως αυτούς δεξαμένον έλαχον παρ’ αυτού έχειν την κατοίκησιν εν χώρα Μασίας [Μοισίας] εν πόλει Δωροστόλω την νυν καλουμένην Δρίστρα. | 8 Και εξ απόρων εύποροι γενόμενοι και εις πλήθος εκταθέντες και αμνήμονες και αχάριστοι ευρεθέντες οίκον Ρωμαίους καταστρεψόμενοι, Θράκας και Μακεδoνίαν αιχμαλωτίζοντες και αυτήν την βασιλίδα κατατρέχοντες. | 9 Του Μαυρικίου των σκήπτωρ [σκήπτρων] επιλημένου κατά το εξακιςχιλιοστώ εβδομηκοστόν ε΄ [6075] έτος, |  10 δε χαμνός λύει τας πονδάς [σπουδάς] αιτών υπέρογκα | 11 και εχειρώσατο Θετταλίαν, Ελλάδα, Αττικήν και Εύβοια | 12 και Πελοπόνησον. | 13 και καταφθείραντες τα γένη κατώκησαν αυτοί εν αυτή. | 14 Οι δε δυνηθέντες εκφυγείν διεσπάρησαν, | 15 και η μεν των Πατρών πόλις κατοικίσθη εν τη των Καλαύρων χώρα του Ρυγίου [Ρηγίου], | 16 οι δε Άργιοι [Αργίοι] εν τη Ορόβι [Ορόβη], οι δε Κορίνθιοι εν τη Αιγίνη μετώκησαν. | 17 Τότε και οι Λάκωνες το πατρώον έδαφος καταλιπόντες εν τη Σικελία εξέπλευσαν κατοικούντες εν τόπω καλούμενον Δέμενα και αντί Λακεδαιμονιτών Δεμαινίται κατονομάζονται. | 18 Οι δε λοιποί δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχει των εν αυτώ ειςπορευομένων την είςοδον εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά του ιδίου αυτών επισκόπου, | 19 οι δε έτεροι των θρεμμάτων νομής και άγροικοι κατωκίσθησαν εν τοις παρακειμένοις εκείσε τραχυνοίς τόποις οι και επ’ εσχάτων Τζακωνίαι επωνομάσθησαν διάτη και αυτούς τους Λάκωνας Τζάκωνας μετονομασθήναι. | 20 Τοίνυν οι Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόννησον διήκαισαν επί χρόνοις σιη΄ [218] μήτε των Ρωμαίων βασιλείων, μήτε ετέρω υποκείμενοι, ήγουν από του ΄ςουρουςου (ςhς) [6106] έτους της του κόσμου κατασκευής, όπερ ην έκτον έτος της βασιλείας Μαυρικίου και μέχρι του ΄ςου τριακοστού τρειςκαιδεκάτου [6313] έτους όπερ ην δον έτος της βασιλείας Νικηφόρου του παλαιού του έχοντον υιόν Σταυράκιον. | 21 Μόνου δε του ανατολικού μέρους της Πελοποννήσου από Κορίνθου και μέχρι Μαλαίου του θλαβινού [Σθλαβινού] έθνους διά το τραχεί και δύσβατον καθαρεύοντος στρατηγός Πελοποννήσου εν τω αυτώ το μέρει υπό του Ρωμαίων βασιλέως κατεπέμπετο. | 22 Εις δε των τοιούτον στρατηγών, ορμώμενος μεν από της μικράς Αρμενίας, φατριάς δε των επονομαζομένων Σκληρών, συμβαλών τω Σθλαβινώ έθνει πολεμικώς ειλέ τε και ηφάνισεν εις τέλος, και τοις αρχήθεν οικήτορσιν αποκαταστείναι τα οικεία παρέσχεν.» – «28 Από δε της βασιλείας κυρ Αλεξίου του Κομνηνού πατριαρχούντος κυρ Ευστρατίου ετιμήθη η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας εις μητρόπολιν, επισκοπούντος κυρ Θεοδοσίου.» —— Γον (α’ δημοσίευση του χρονικού το 1749): «Γένος οι Άβαρες έθνος Ουνικόν και Βουλγάριον· είχον γαρ τας κόμας μακράς πάνυ δεδεμένας πρανδίοις και πεπλεμμένας, η δε λοιπή φορεσία αυτών ομοία των λοιπών Ούνων. ούτοι υπήρχον έθνος των αμαξοβίων των υπό τον Καύκασον τα επέκεινα πεδία νεμόμενοι επεί επικακών πεπόνθασι παρά των γαιτυιότων αυτοίς Τουρκών τούτο φεύγοντες ιδίας απαναστάντες χώρας και τον αιγιαλόν του Ευξείνου διαβάντες αφίκοντο επί τον Βόσπορον. εκείθεν δε απάραντες διήλθον τόπους πολλούς εθνών. τούτους παρατυγχάνουσιν ανταγωνιζόμενοι μέχρις ου τας όχθας του Ίστρου κατελήφασι και προς Ιουστινιανόν επρεσβεύσαντο αιτούντες δεχθήναι αυτούς. του δε βασιλέως φιλανθρώπως αυτούς δεξαμένους έλαχον παρ’ αυτού έχειν την κα[τ]οίκησιν εν χώρα Μοισίας εν πόλει Δωροστύλω την νυν καλουμένην Δρίστρα. και εξ απόρων εύποροι γενόμενοι και εις πλήθος εκταθέντες, και αμνήμονες και αχάριστοι ευρεθέντες. οίκον Ρωμαίους καταστρεψόμενοι. Θράκας και Μακεδόνας αιχμαλωτίζοντες. και αυτήν την βασιλίδα κατατρέχοντες. | Του δε Μαυρικίου των σκήπτρων επιλημμένου κατά το εξακισχιλιοστόν εβδομηκοστόν ε’ έτος [567 τότε δε εβασίλευε ο Ιουστίνος Β’], ο δε Χαμνός [Χαγάνος], λύει τας σπονδάς αιτών υπέρογκα και εχειρώσατο Θετταλίαν Ελλάδα Αττικήν και Έβοιαν και Πελοπόννησον. και καταφθείραντες τα γένη κατώκησαν αυτοί εν αυτή. οι δε δυνηθέντες εκφυγείν, διεσπάρησαν. και η μεν των Πατρών πόλις κατωκίσθη εν τη των Καλάβρων χώρα του Ρηγίου. οι δε Αργίοι εν τη Ορόβη. οι δε Κορίνθιοι εν τη Αιγίνη μετώκησαν. τότε και οι Λάκωνες, το πατρώον έδαφος καταλιπόντες εν τη Σικελία εξέπλευσαν κατοικούντες εν τόπω καλουμένω Δέμαινα και αντί Λακαιδεμονιτών Δεμαινίται κατονομάζονται. οι δε λοιποί εκ των επισήμων δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν ευρόντες και πόλιν ισχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες. διά το μίαν έχει των εν αυτώ εισπορευσμένων την είσοδον. εν αυτή τη πόλει κατώκησαν μετά του ιδίου επισκόπου. οι δε έτεροι των επισήμων μετά των θερμάτων νομής και αγροικικών κατωκήθησαν εν τοις παρακειμένοις εκείσε τραχινοίς τόποις. οι και επεσχάτων Τζακωνίας επονομάσθησαν. διά το και αυτούς τους Λάκωνας Τζάκωνας μετονομασθήναι. τοίνυν οι Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόννησον διώκησαν επί χρόνους σιη [218]. μήτε τω Ρωμαίων βασιλεί, μήτε ετέρω υποκείμενοι, ήγουν από του ,ςϞς [6096] έτους εις του κόσμου κατασκευής όπερ ην έκτον έτος της βασιλείας Μαυρικίου [6313/588-589 μ.Χ.] και μέχρι του ,ς’ τριακουστού τρεις και δεκάτου έτους όπερ ην έτος δ της βασιλείας Νικηφόρου του Παλαιού, του έχοντος υιού Σταυρακίου. μόνου δε του ανατολικού μέρους της Πελοπονήσου από Κορίνθου και μέχρι Μαλαίου του Σθλαβινού έθνους. διά το τραχές και δύσβατον καθαρεύοντος στρατηγός Πελοπονήσου εν τω αυτώ μέρει υπό των Ρωμαίων βασιλέως κατεπέμπετο. είς δε των τοιούτων στρατη-γών ορμώμενος μεν από της μικράς Αρμενίας. Φατριάς δε των επονομαζομένων Σεληρών, συμβαλών τω Σθλαβιανών έθνει πολεμικώς είλε τε και ηφάνισεν εις τέλος, και τοις αρχήθεν οικήτορσιν, αποκαταστήναι τα οικεία παρέσχεν. τούτο μαθών ο προειρημένος βασιλεύς Νικηφόρος, και χαράς πλησθείς διά φροντίδας έθετο τας πόλεις ανακαινίσαι. και ας οι Βάρβαροι κατηδάφθησαν, εκκλησίας ανοικοδομήσαι, και αυτούς τους Βαρβάρους Χριστιανούς· ποιήσαι την δε μετοχίαν των Πατέρων αναλαθών τω εδάφει των Πατέρων αυτούς απεκατέστησε μετά του ιδίου αυτών ποιμένος, ος ην Αθανάσιος το όνομα. αρχιεπισκοπή τυγχάνουσα πρότερον. ετιμήθη εις μητρόπολιν παρά του αυτού. Νικηφόρου, πατριαρχούντος Ταρασίου [784-806] εδόθη προς αυτήν κατ’ επίδοσιν, και η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας και η Μεθώνη και η Κορώνη. Από δε της βασιλείας κυρού Αλεξίου του Κομνηνού πατριαρχούντος κυρού Ευστρατίου ετιμήθη η αγιωτάτη επισκοπή Λακεδαιμονίας εις μητρόπο-λιν επισκοπούντος κυρού Θεοδοσίου εν έτει 6595 [1087 μ.Χ.]. | Μετά το υποταγήναι τον ενταύθα τόπον ευδοκία Θεού, και υπό την χείραν των κραταιών και αγίων ημών αυθεντών και βασιλέων πρώτος κατέλαβεν ο αρχιερεύς ο της αγιωτάτης μητροπόλεως Μονεμβασίας κυρός Γρηγόριος Έξαρχος ων δε και τα εκκλησιαστικά δίκαια έχων πάσης Πελοπονήσου. Εχειροτόνησεν εις το Αμήκλιν Νικηφόρον των διακών και εις την επισκοπήν του Έλους τον κυρόν Μάρκον· έτι εχειροτόνησεν επί την αγιωτάτην μητρόπολιν Λακεδαιμονίας εις Σκευοφύλακα τον Παρασακουντινόν, και τον Μαλώταρα σακελάριον και χαρτοφύλακα τον Ευγένιον. μετά δε ταύτα προεδρεύσαντος της μητροπόλεως του πανιερωτάτου μητροπολίτου Κρήτης εχειροτόνησε και αυτός εις το Αμήκλιν τον Καψοβάδα και μετά την τελευτήν αυτού τον Ευάρεστον, ο δε Βούτους Γρηγόριος τον Ευγένιον. Ερωτηθείς δε Αθανάσιος ιερεύς ο Κοντοκότζης κληρικός Λακεδαιμονίας γηραιοί πάνυ. εξείπε ότι εγώ εδούλευον τον Εξερού επίσκοπον κυρόν Βασίλειον τον ανατολικόν. επί τη προεδρία Κρήτης. τότε δε ην ο μητροπολίτης Μονεμβασίας κυρός Νικόλαος όστις ηθέλησεν επί ταις υπ’ αυτόν αγιωτάταις επισκοπαίς Έλους και Μαΐνης χειροτονήσαι επισκόπους, προσκαλεσάμενος ουν και τον Κρήτην πρόεδρον Λακεδαιμονίας επί την τούτων χειροτονίαν. εγένετο δε φιλονικία μέσοι αυτών ως αντιποιουμένων του Μονεμβασίας την αγιωτάτην επισκοπήν Αμηκλήου άτε και της των παλαιών Πατρών μητροπόλεως εγκρατής ων. επιγούν ταις φιλονεικίαις ταύτα ανεφάνη από πολλών μαρτύρων ότι τη της Λακεδαιμονίας υπόκειται διό και τω νικίσαι ο Κρήτης απέλαβε. εγώ ο ταπεινός μητροπολίτης Κρήτης και πρόεδρος Λακεδαιμονίας Νικηφόρος ωκοδόμησα τον ναόν του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ανήγειρά τε εκ βάθρων αυτών μύλωνας, αυτήν Μαγούλαν. και εφύτευσα δε ελαιώνας και περιβόλαια εν αυτή και και την λάσπην αμπελώνα εφυτευτικώς ηγόρασά τε δε τα συνεγκύς της εκκλησίας οσπήτια του Χαρτοφύλακος Ευγενίου. | Έτους 6820 [1112 μ.Χ.] ινδ. ι, μετά τον Νικηφόρον, ορισμός του βασιλέως απεστάλη. πρόεδρος Λακεδαιμονίας μητροπολίτης Σουγδαίας ο Λουκάς και επρόσμεινε καμπόσον καιρόν έτους 6838 [1130 μ.Χ.] ινδ. ιγ, και μετ’ αυτόν ήλθε γνήσιος αρχιερεύς Νείλος Λακεδαιμονίας και έστησε την εκκλησίαν· έτους 6 . . . μηνί Μαΐω ινδ. ζ και εκ των προσόδων αυτών φωταγωγείν αυτήν προσηκόντως και δαψιλώς. τυπώσαντες ανάπτεσθαι καθεκάστην ημέραν απάσης της δοξολογίας κανδήλας λη, εξ ων ακοιμήτους και μηδέποτε σβενουμένας κανδήλας θ, και κηρούς καθεκάστην ημέραν ζ. εν δε ταις αγίαις κυριακαίς ιε, τυπούμεν δε και εκ των δεσπωτικών μεγάλων εορτών τινας λαμπράς και ολοφώτους τας φωναψίας έντε ελαίω δε κηρώ τας πέντε ταύτας την τε αγίαν του Χριστού γέννησιν και τα άγια θεοφάνια και το άγιον πάσχα, και την αγίαν κοίμησιν της υπεραγίας θεοτόκου, και των αγίων ύψωσιν του τιμίου σταυρού. ταύτα ημών η αναξιότης σκοπίσασα και λυσιτελή κρίνασα ετύπωσε και εξέθετο. ει δε τοις μεθ’ ημάς αγιωτάτοις δεσπόταις ουκ άλογα ταύτα ούτε δίκαια δόξει, το κρείτον και το δοκούν αυτοίς γνώμην συμφέρον οικονομείτωσαν. λογιζόμεθα γαρ ως ει ου αρεστά αυτοίς ταύτα φανή. Μείζωνα πάντως δε αξιεπαινέστερα βουλεύονται. ει δε λυσιτελή ταύτα δε αυτοίς δόξη παρακαλούμεν δε στέρξαι και επικυρώσαι αυτά.»

  7. Ανωνύμου Θαύματα Αγίου Δημητρίου [Βιβλίον Γ’] (10ος – 11ος αι.): «[…] Ούτω και γαρ, οία τις ακλινής περίβολος και στερρός, τας των αλητηρίων Σκύθων έτι και νυν επέχει ορμάς, την άμαχον αυτοίς επιτειχίζων δεξιάν, και ανωτέραν την εαυτού της εκείνων διασώζων επιδρομής.» – «[…] Και αίφνης ο άγρυπνος τω όντι φύλαξ, και πολιούχος ημών, και μέγας του μεγάλου βασιλέως στρατιώτης Δημήτριος έφιππος εφ’ ίππου λευκού τω Βουλγαράνακτι φαίνεται, και καιρίαν ακοντίζει παραχρήμα τον άθλιον·» – «[…] ο ταχύς εις αντίληψιν, και οξύς εις επικουρίαν μέγας Δημήτριος, φθάνει τον κάκιστον όσον και αστραπή, ανά μέσον ορών κυνηγετούντα και ιππαζόμενον, έφιππος, και καιρίαν πλήττει τον δειλαίον του ίππου μακράν αποσφαιρισάμενον· εώρων τον μέγαν ες τουμφανές τω Ραδομιρώ [Gavril Radomir: 983-1015] εφεπόμενοι, όπως αυτόν σφοδρά τη ρύμη, και επέβη, και τη λόγχη κατέσφαξε· και ο μάρτυς μεν παραυτά αφανής· ο δε νεκρούται παραχρήμα, και παρά την αδίην τα οστά διεσκόρπισται, και ο καταπεπονημένος εκείνος άπας λαός εώρταζεν τω μεγάλω ρύσια.»

  8. Νικών ο «Μετανοείτε» (τέλη 10ου αι.): «Αλλά συντετάχθω τω λόγω και θαύμα έτερον αξιάκουστον· έχει γαρ μετά του φοβερού και το χάριεν. Τελχίνες τινες και βάσκανοι δαίμονες εξόρμησάν ποτε ενίους των την χώραν λαχόντων των Αθρικών, ους δη και Μιληγγούς καλείν ειώθασιν αντί Μυρμιδόνων οι εγχώριοι, άνδρες αιμορφείς και φόνιον πνέοντες, πόδας τε κεκτημένοι εις κακίαν τρέχοντες και μηδέν άλλο ειδότες ή μόνον το ληστεύειν αεί και τα αλλότρια επισπάσθαι αρπαλέως, εφ’ ω κατήλθον εν τω μνημονευθέντι μετοχίω της μονής, και τα εκείσε θρέμματα της μονής διάρπαγμα ποιήσαι έσπευδον. Και δή, πορευθέντες οι μάταιοι, το του θείου φάναι Ιερεμίου, οπίσω των ενθυμημάτων της καρδίας αυτών της πονηράς, ομόσε εχώρουν προς το έργον, και πλήθος σύμμικτον και νέοι δυσκάθεκτοι ταις ορμαίς, επιστάντες λογχοφόροι τοις οίκοις και τοις αιπολίοις, όσον το εις εκείνους ήκον, εις πέρας ήγαγον το πονηρόν βούλευμα, και, τα θρέμματα ληστρικώς αφελόμενοι, προς την σφων πατρίδα και χώραν απήγαγον δίκην αγρίων θηρών, σπαράξαι ταύτα βουλόμενοι.» – [Τούτοι οι Μιληγγοί, θεωρούνται από τους ιστορικούς Σλάβοι! Όμως, δεν ονομάζονται έτσι από τον συναξαριστή του Νίκωνος· ονομάζονται Μυρμιδόνες!…]

  9. Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσης (τέλη 10ου αι.): «Γήπαιδες: οι λεγόμενοι Λογγίβαρδοι· οιονεί, Γετίπαιδες, οι Γετών παίδες.» – «Οι δε Ούγγροι ούτοι ελέγοντο το παλαιόν Γήπαιδες.» – «Γήπαιδες, έθνος οι και Ερεχθιείς ονομάζονται· φασί δε τούτους από τους Γίγαντας.» – «Δακία (η): χώρα πλησίον του ποταμού Βορυσθαίνη. Και έστιν

    υπό μεν τα δυτικώτατα της Σαρματίας επί νότον κατιούσα μετά τους Ιάζυγας, τους μετανάστας η Δακία, οριζομένη και αύτη τω Ίστρω. Δακίαν πρώτην και δευτέραν μνημονεύει ο Μαλάλας.» – «Κελτοί: Κελτώ, Πρετάνου θυγάτηρ, ηρασθείσα Ηρακλέους, παρεκάλει αυτόν αυτή μιγήναι· και τούτο πράξας Ηρακλής, απέλιπε το τόξον αυτή, ειπών, εάν άρρην γεννηθή, βασιλέα αυτόν γεννέσθαι, ει δύναται τείναι το τόξον· και εγεννήθη παις Κελτός· αφ’ ου Κελτοί έθνη. Κελτική από του Κελτού, υιού Ηρακλέους και Στερόπης της Άτλαντος θυγατρός

  10. Κεκαυμένος (10ος – 11ος αι.): «οι Βούλγαροι τον πλούσιον βογάτον λέγουσιν, όπερ δηλοί θεοειδή.» – «Θεσσαλονίκη πόλις εστίν επί . . . πολυάνθρωπος . . . μετά πλήθους πολλούς Βουλγάρων εις το πολεμήσαι αυτήν […] μη κατουνεύσαντος δει ως είρηται, εζαλίζοντο ένθεν κακείθεν […] θεασάμενοι ουν αυτούς οι ένδον του κάστρου ούτως ατάκτως πλανωμένους εκπηδήσαντες αίφνης επέθεντο αυτοίς και αυτίκα έτρεψαν τους Βουλγάρους τροπήν μεγάλην και οι μεν αυτών εσφάγησαν, άλλοι δε απέθανον υπό της δίψης και του καύματος, οι δε λοιποί ως πρόβατα ελαυνόμενοι εν μάνδρα εζωγρήθησαν.» – «Εξελθόντων των Πατζινάκων […] οι δε Πατζινάκοι εκπηδήσαντες εξ αναπαύσεως γαυριώντες παρετάξαντο κατ’ αυτών […] εκείσε γαρ έπεσαν οι ρωμαλεώτατοι και αλκιμώτατοι των Ρωμαίων· απώλοντο γαρ μυριάδες πολλαί, και σχεδόν πάσα η των Ρωμαίων η χώρα επλήσθη θρήνων.» – «Ο μοναχός Βασίλειος και προνοητής Βουλγάρων απεστάλη παρά του αοιδίμου βασιλέως του Μονομάχου πολεμήσαι τους Πατζινάκας.» – «Προσέταξεν ουν αποκλεισθήναι από μεν των Βλάχων τον πρόκριτον αυτών άρχοντα Σθλαβωτάν τον Καρμαλάκην, από δε των Λαρισαίων Θεόδωρον Σκρίβονα τον Πεταστόν. Οι δε λοιποί πάντες ιδόντες τους τοιούτους απαγομένους την επί θάνατον έφριξαν και προσπεσόντες αυτόν πάντες εζήτουν το συμπαθήσαι αυτόν αυτούς λέγοντες· ποιούμεν ο αν προστάξεις ημίν. Επικαμφθείς ουν εκείνος ταις αυτών παρακλήσεσιν συνεπάθησεν αυτούς και αναλαβόμενος τους προκρίτους των Βλάχων και των Λαρισαίων απήλθεν προς τον κατεπάνω Βουλγαρίας Ανδρόνικον τον Φιλοκάλην, ος τον όρκον αυτώ έπεμψε του βασιλέως. Ηύρεν δε αυτόν εις τον Πετερίσκον, συστελλόμενον και φοβούμενον αυτόν πολλά· ου γαρ προσεδόκει αληθεύειν αυτόν την ειρήνην. Κακείθεν δε εισήλθεν προς τον μακαρίτην βασιλέα εν τη πόλει, ος εδέξατο αυτόν καλώς, και επί τέσσαρσι μησί περιεπάτει εν τη πόλει αδεώς μετά των συν αυτώ εισελθόντων προκρίτων Βλάχων και Λαρισαίων. Μετά δε τούτο απέστειλεαν αυτόν εις τον μακαρίτην πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως κυρ Ιωάννην Ξιφιλίνον [Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος: 1005-1008 έως 1075, πατριαρχία 1063-1075].» – «Επεί δε το των Βλάχων γένος άπιστον τε παντελώς και διεστραμμένον, μήτε εις Θεόν έχον πίστιν ορθήν μήτε εις βασιλέα μήτε εις συγγενή ή εις φίλον, αλλά αγωνιζόμενον πάντας καταπραγματεύεσθαι, ψεύδεται δε πολλά και κλέπτει πάνυ, ομνύμενον καθ’ εκάστην όρκους φρικωδεστάτους προς τους εαυτού φίλους και αθετούν ραδίως ποιούν τε αδελφοποιήσεις και συντεκνίας και σοφιζόμενον διά τούτων απατάν τους απλουστέρους, ουδέποτε δε εφύλαξεν πίστιν προς τινα, ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες εάλωσαν, και του βασιλέως αυτών του λεγομένου Δεκαβάλου αποσφαγέντος και την κεφαλήν επί δόρατος αναρτηθέντος εν μέση πόλει Ρωμαίων. Ούτοι γαρ εισι οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι. Ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δανουβίου ποταμού και του Σάου, ου νυν ποταμόν Σάβαν καλούμεν, ένθα Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις. Τούτοις θαρρούντες υπεκρίνοντο αγάπην και δούλωσιν προς τους αρχαιοτέρους των Ρωμαίων βασιλείς και εξερχόμενοι των οχυρωμάτων ελεΐζοντο τας χώρας των Ρωμαίων. Όθεν αγανακτήσαντες κατ’ αυτών, ως είχηται, διέφθειραν αυτούς. Οι και εξελθόντες των εκείσε διεσπάρησαν εν πάση τη Ηπείρω και Μακεδονία, οι δε πλείονες αυτών ώκησαν την Ελλάδα. Εισί και δειλοί πάνυ λαγωών έχοντες καρδίαν, θάρσος δε έχοντες και τούτο από δειλίας. Παραγγέλλω ουν υμίν ίνα μη πιστεύητε τούτοις το σύνολον. Και ει γένηταί ποτε μούλτον και υποκρίνονται αγάπην και πίστιν, εξομνύμενοι εις τον Θεόν φυλάξαι ταύτην, μη πιστεύητε αυτοίς. Κρείττον γαρ εστιν υμίν μη ορκίσαι αυτούς ως κακούς, ή ομόσαι ή δέξασθαι όρκον. Χρη ουν μη πιστεύειν αυτοίς το σύνολον, πλην υποκρίνου και συ φίλος αυτών. Ει δε και ποτε γενήσεται ανταρσία εις Βουλγαρίαν, καθώς προείρηται, και ει φίλοι σου ομολογούσιν είναι ή και όμνυνται, μη πιστεύσης αυτοίς

  11. Λέων ο Γραμματικός (έζησε αρχές 11ου αι.): «Ουάλης εβασίλευσεν έτη τρία [Ουάλης ή Βάλης (Flavius Iulius Valens) 328-378, βασ. 364-378]. Επί αυτού οι Γότθοι περάσαντες την Μαιώτιν λίμνην ελάφου ηγησαμένης ήλθον εις την Θράκην, και δύο γεγονότες μέρη αλλήλους εμάχοντο. […] Μετά τούτο ουν εν Συρία του Ουάλεντος διατρίβοντος οι Σκύθαι περάσαντες κατά της πόλεως εισέφρησαν, σπονδάς μη φυλάξαντες μετά το βαπτισθήναι αυτούς· …» – «Εκ των Γότθων έθνη γέγονε τέσσαρα, Γότθοι Υπόγοτθοι Γήπεδες και Ουάνδιλοι, εξ ων Άβαρις ήρξατο διαπεράν εν τη Ρωμαίων γη.» «[Μαυρίκιος – Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος (Flavius Mauricius Tiberius Augustus): 539-602, βασ. 582-602 και κατόπιν Φωκάς, βασ. 602-610] Πρίσκον [; – 613] αποστείλας τον ίδιον γαμβρόν [ο Φωκάς] κατά Σκυθών μετά παντός στρατού· οι τους Σκύθας νικήσαντες αντάραι κατά του βασιλέως εβουλεύοντο. Έμεινε δε επ’ αυτοίς ο βασιλεύς. Πολέμου συγκροτηθήναι μέλλοντος μεταξύ Ρωμαίων και Αβάρων υπέθετο Μαυρίκιος ο βασιλεύς τω στρατηγώ τω καταπιστευθέντι το στράτευμα προδούναι τούτους τοις πολεμίοις δι’ ην ανταρσίαν κατ’ αυτού εμελέτησαν· όπερ και γέγονε. Συνελήφθη ουν πλήθος πολύ, και ήγαγον αυτούς οι Σκύθαι εξωνηθήναι παρά Ρωμαίων.» – «Αβάρεις την Θράκην εδήωσαν και άμφω τα στρατόπεδα των Ρωμαίων διέφθειρον…» – «Αβάρεις δε τα της Θράκης πάντα διέφθειρον…» – «[Ιουστινιανός ο υιός αυτού ο ρινότμητος – Ιουστινιανός Β´, ο Ρινότμητος: 668-711, βασ. σε δύο περιόδους: 685-695 και 705-711] Έλυσε δε και την των Βουλγάρων ειρήνην. Επιστρατεύσας δε επί τα δυτικά μέρη πολλά των Σκλάβων πλήθη τα μεν πολέμω τα δε λόγω παραλαβών υπέστρεψεν, αφ’ ων επιλεξάμενος και στρατεύσας χιλιάδας τριάκοντα λαόν περιούσιον τούτους επωνόμασεν· ους δη καθοπλίσας και ιδιοποιησάμενος, και τη τούτων συμμαχία πεποιθώς, λύει την μεταξύ Ρωμαίων και Αγαρηνών ειρήνην εξ ανοίας, και λαβών τον περιούσιον ή μάλλον ανόσιον ειπείν λαόν και τα λοιπά στρατεύματα προς την Σεβαστούπολιν απήρεν· […]

    ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
    ——–

    Και συμβολής γενομένης ηυτομόλησαν εκ των Σκλάβων προς τους Αγαρηνούς χιλιάδες είκοσι, και ούτως των Ρωμαίων δεινώς τραπέντων και αναριθμήτων σφαγέντων η δικαιοκρισία και νίκη προς εναντίους εχώρησε, διδάσκουσα μη προβαίνειν θείον όρκον πώποτε, καν προς τους εναντίους και απίστους γένηται. […] και έκτοτε πλείω θρασυνθέντες οι Αγαρηνοί σφοδρότερον εληΐζοντο την Ρωμανίαν, έχοντες εις βοήθειαν και τους πρόσφυγας Σκλάβους.» – «Αι Βλαχέρναι από τινος Σκύθου καλουμένου αναιρεθέντος εκεί προσηγορεύθη.» – «Και αντιχειροτονεί πατριάρχην Νικήταν [;–780, πατριαρχία 766-780] τον ευνούχον και Σκλάβον.» – «Έσχε δε δεξιωσάμενος φίλους κρυπτούς εν Βουλγαρία, οι κατεμήνυον αυτώ άπαντα τα τω άρχοντι αυτώ βουλευόμενα· οι δηλούσι τω βασιλεί ότι αποστέλλει ο κύρις Βούλγαρος λαόν προς το αιχμαλωτίσαι την Βερζητίαν.…» – «Σταυράκιον δε λογοθέτην αποστείλασα Ειρήνη μετά δυνάμεως πολλής κατά των Σκλαβηνών εθνών υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε τη βασιλεία. Εξήλθε δε και ο βασιλεύς συν τη μητρί αυτού τη Θράκη μετ’ οργάνων μουσικών και λαού πλείστου, και απήλθον έως Βεροίας· και ταύτην κτίσασα η μήτηρ αυτού Ειρηνούπολιν επωνόμασεν. Έκτισε δε και την Αγχίαλον, και υπέστρεψε μετ’ ευφροσύνης.» – Ο Κρούμος των Βουλγάρων πήρε 12.000 Μακεδόνες από την Αδριανούπολη «χωρίς γυναικών» και «τούτους κατώκισεν μέχρι του Δανουβίου. Εν δε ταις ημέραις Θεοφίλου [813-842, βασ. 829-842] του βασιλέως ην στρατηλάτης εν Μακεδονία ο Κορδύλης προσαγορευόμενος· είχεν δε και υιόν Βάρδαν ονόματι, ηνδρωμένον πάνυ, ον κατέλιπεν αντ’ αυτού άρχειν των Μακεδόνων των όντων πέραν του ποταμού του Δανουβίου.» – «Στεφάνου [867-893, πατριαρχία 886-893] δε πατριάρχου των τήδε μεταστάντος χειροτονείται αντ’ αυτού Αντώνιος ο λεγόμενος Καυλέας [Αντώνιος Β΄ ο Καυλέας ή Βλαχέας: 829-901, πατριαρχία 893-901].» – «Ωσαύτως ουν φασίν και Γαβριλόπουλον και Βασιλίτζην από του Σκλαβίνων έθνους σφοδρώς κατεπλούτισεν εκ των του παλατίου χρημάτων

  12. Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096/97): «[Μιχαήλ ΣΤ΄: 1056-1057] … ήσαν δε των περί τον Ταύρον Σκυθών των τεττάρων ου πλείους …» – «… και δυνάμεις οπόσαι παρά των εθνών αυτοίς παραγένοντο, Ιταλοί τε και Ταυροσκύθαι, φοβεροί και τοις είδεσι και τοις σχήμασιν, άμφω μεν γλαυκιώντες…» – «Τοιούτω τοιγαρούν ανδρί τον απεληλυθότα τιμήσας ο βασιλεύς [Ισαάκιος Κομνηνός: 1057-1059], επειδή τους εώους βαρβάρους των επιχειρημάτων ανείρξε, και τούτο δη απραγμονέστατον αυτώ εγεγόνει το τμήμα, πανστρατιά επί τους εσπερίους χωρεί, ους Μυσούς μεν ο πάλαι χρόνος ωνόμαζεν, είτα δε εις ον λέγονται μετωνομάσθησαν· νεμόμενοι δε οπόσα ο Ίστρος προς την των Ρωμαίων διορίζειν ηγεμονίαν, αθρόον τε επανέστησαν και προς την ημεδαπήν γην μετωκίσθησαν· αιτία δε αυτοίς της επαναστάσεως το των Γετών έθνος, ομορούντες μεν εκείνοις, ληστεύοντες δε τούτους και ληϊζόμενοι, και προς την μετοικίαν εκβιαζόμενοι· διά ταύτα αποκρυσταλλωθέντι ποτέ τω Ίστρω, ώσπερ ηπείρω χρησάμενοι, εκείθεν προς ημάς μετανίστανται, όλον έθνος τοις ημετέροις επιφορτισθέντες ορίοις και ουκ έχοντες ουδ’ όπως αν ηρεμήσαιεν, ουδ’ όπως τους οις προσήγγισαν μη οχλήσαιεν.» – «Ο δε, αποστολικήν κληροδοσίαν πιστεύεται, και μετά λαμπρών των ελπίδων εις τους πριν Νομάδας κεκλημένους Σκύθας, έπειτα δε Βουλγάρους ωνομασμένους εκ της προκαθημένης συμπασών των πόλεων πέμπεται· ουκ έψευσε τας ελπίδας τοις αποστείλασιν, ή τοσούτον, ότι κρείττων εκείνων εγένετο, όλον έθνος καθαρώς μετεπλάσας προς τον θεόν, ουδέν έλαττον ή την Ινδών ο Δίδυμος σύμπασαν.» – «Σκύθαι μεν γαρ Νομάδες του πολιτικού γένους απηλλοτρίωνται, και τοις ηπειρώταις οι νησιώται ου πάνυ προσήκουσιν, αι τε διάφοροι των κλιμάτων οικήσεις, αλλοτρίας των οικητόρων τας γνώμας αποδιδόασιν·»

  13. Πατριάρχης Νικόλαος Γ’ Κυρδινιάτης ή Γραμματικός (πατρ. 1084-111): «…και υπό την Ηράκλειαν επαναστρέφειν την ειρημένην εκκλησίαν, ως πρότερον. Προς επιτούτοις και ο θεοφιλέστατος μητροπολίτης Πατρών πολλοίς και διαφόροις τετείχισται δικαιώμασιν, εις το συμφυείς και ατμήτους και αναποσπάστους έχειν τας τη κατ’ αυτόν εκκλησία δωρηθείσας Επισκοπάς, παρά Νικηφόρου βασιλέως του από γενικών, διά το εν τη καταστροφή των Αβάρων παρά του κορυφαίου των αποστόλων και πρωτοκλήτου Ανδρέου οφθαλμοφανώς γενόμενον θαύμα, επί διακοσίοις δεκαοκτώ χρόνοις όλοις κατασχόντων την Πελοπόννησον, και της Ρωμαϊκής αρχής αποτεμομένων, ως μηδέ πόδα βαλείν όλως δύνασθαι εν αυτή Ρωμαίον άνδρα· εν μια δε ώρα τούτων μεν αφανισθέντων εκ μόνης επιφανείας του πρωτοκλήτου, της δε χώρας απάσης τοις Ρωμαϊκοίς σκήπτροις επανελθούσης. και πρώτον μεν προβάλλεται το του ρηθέντος βασιλέως χρυσόβουλλον, του και την αυτήν αγιωτάτην εκκλησίαν Πατρών, εξ αρχιεπισκοπής εις μητροπόλεως δόξαν αναγαγόντος, διά το ρηθέν τεράστιον του κορυφαίου, και τρισίν Επισκοπαίς αυτήν δωρησαμένου, τη Μεθώνη, τη Λακεδαίμονι, και τη Σαρσοκορώνη· και έτερον τούτω συνάδον, Λέοντος και Αλεξάνδρου των βασιλέων· και τρίτον Ρωμανού, Χριστοφόρου, και Κωνσταντίνου, κατ’ ίχνος τοις άλλοις βαίνον· και άλλο επί τούτοις, Νικηφόρου του Φωκά· και πέμπτον επί τούτοις, του προ μικρού βεβασιλευκότος του Βοτανειάτου, τους ειρημένους πάντας επισφραγίζοντος. Και ο Νεοκαισαρείας δε εστήρικται ομοίως υπομνήματι του εν μακαρία τη λήξει πατριάρχου, κυρού Μιχαήλ, και χρυσοβούλλω κυρού Μιχαήλ του Δούκα. …»

  14. Ιωάννης Σκυλίτζης (τέλη 11ου αι.): «Και ο μεν Βορίσσης τόξω βληθείς εν τω διϊέναι κατά τινα λόχμην παρά τινος Βουλγάρου νομίσαντος Ρωμαίον αυτόν είναι (ενεδέδοτο και γαρ στολήν Ρωμαϊκήν) απόλλυται, Ρωμανός δε διασώζεται εις Βιδίνην, και χρόνω ύστερον επάνεισι πάλιν εις την βασιλίδα, ως εν τω ιδίω τόπω λελέξεται. Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας εις (εις+ και C) τας λεγομένας Καλάς δρυς παρά τινων Βλάχων οδιτών, Μωϋσής δε τας Σέρρας πολιορκών λίθω από του τείχους βληθείς ετελεύτησε, άλλοι δε ου λίθω βληθήναι γράφουσι (λέγουσι Α) τον Μωϋσήν, αλλά του ίππου συμπεσόντος αυτώ, υπό τινος τον περί τον δούκα Μελισσηνόν αποσφάττεσθαι (αποσφαγήναι Α) και τον Ααρών δε τα των Ρωμαίων, ως λέγεται,, φρονούντα ανείλεν ο αδελφός Σαμουήλ παγγενή, κατά την ιδ΄ του Ιουνίου (Ιουλίου C) μηνός εν τη τοποθεσία Ραμετανίτζας (Ρωμετανίτζας Α, Ραμιτζανίτζας U), μόνου Σφενδοσθλάβου τού και Ιωάννου διασωθέντος, του υιού αυτού, παρά Ραδομηρού και Ρωμανού, του υιού του Σαμουήλ. Ούτος πολεμικός άνθρωπος ων και μηδέποτε ειδώς ηρεμείν, των Ρωμαϊκών στρατευμάτων ταις προς τον Σκληρόν μάχαις ασχολουμένων αδείας τυχών κατέδραμε πάσαν την εσπέραν, ου μόνον Θράκην και Μακεδονίαν και τα τη Θεσσαλονίκη πρόσχωρα, αλλά και Θετταλίαν και Ελλάδα και Πελοπόννησον. Και πολλά φρούρια παρεστήσαντο, ων ην το κορυφαίον η Λάρισσα, ης τους εποίκους μετώκισεν εις τα της Βουλγαρίας ενδότερα πανεστίους, και τοις καταλόγοις των εαυτού κατατάξας στρατιωτών συμμάχοις εχρήτο κατά Ρωμαίων. Μετήγαγε δε και το λείψανον του αγίου Αχιλλίου, επισκόπου Λαρίσσης χρηματίσαντος επί Κωνσταντίνου του μεγάλου καν τη μεγάλη και πρώτη συνόδω [το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας] παρόντος συν Ρηγίνω Σκοπέλων (Σκοπέλου Α) και Διοδώρω (Διοδώρου ΑC) Τρίκκης (Τρίκης ΑCΕ), και εις την Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια, οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού δομησάμενος.» – Οι Βούλγαροι του Σαμουήλ κυνηγήθηκαν από τον Νικηφόρο Ουρανό [10ος-11ος αι.], στον Σπερχειό ποταμό και… «νυκτός επιγενομένης έλαθον διαδράντες εις τα όρη των Αιτωλών, κακείθεν διά των κορυφών των τοιούτων ορέων διελθόντες την Πίνδον διεσώθησαν εν Βουλγαρία.» – «Ο δε τα Σέρβια φυλάττων Νικόλαος, ο δε την Κολυνδρόν φυλάττων Δημήτριος ο Σειχωνάς, επεί μη προεδίδου την πόλιν, ηξίωσε δε εκχωρηθήναι, αυτώ τα συν τω περί αυτόν στρατεύματα υπεκχώρησεν ο βασιλεύς. Αφήκε δ’ αυτόν συν τω συν αυτώ στρατώ προς τον Σαμουήλ αφίξεσθαι. Νικόλαος δε τα Σέρβια φυλάττων, ον Νικολιτζάν υποκοριζόμενοι διά το βραχύ της ηλικίας εκάλουν, εκθύμως αντείχεν και την επενηνεγμένην αυτώ γεγηθότως επέφερε πολιορκίαν. Φιλοτίμως δε του βασιλέως χρησαμένου αυτή, εάλω το φρούριον και αυτός ο Νικολιτζάς. Και μετοικίσας εκείθεν τους Βουλγάρους ο βασιλεύς Ρωμαίους φυλάττειν επέστησε. Και ταύτα δράσας επάνεισι προς την βασιλίδα, επαγόμενος μεθ’ εαυτού και τον Νικολιτζάν, ον και πατρικιότητι ετίμησεν. Αλλ’ αβεβαίου γνώμης ούτος τυχών, εκείθεν αποδράς, έλαθεν ανασωθείς προς τον Σαμουήλ, και μετ’ αυτού ελθών επολιόρκει τα Σέρβια. Αλλά πάλιν ο βασιλεύς οξύς επιφανείς την της πόλεως έλυσε
    πολιορκίαν, δρασμώ χρησαμένου του Νικολιτζά συν τω
    ΢αμουήλ. Αλλ’ ουκ εις τέλος διέδρα. Ο άπιστος, λόχω γαρ περιπεσών Ρωμαϊκώ συνελήφθη, και προς τον βασιλέα δέσμιος αχθείς εις φυλακήν ενεβλήθη εν Κωνσταντινουπόλει πεμφθείς. Ο δε βασιλεύς εισελθών εις Θεσσαλίαν τα εν αυτή φρούρια ήδη παρά Σαμουήλ κατασκαφέντα ανωρθώσατο, και τα παρά των Βουλγάρων κατεχόμενα πολιορκήσας τους μεν Βουλγάρους ες το λεγόμενον μετώκισε Βολερόν, φρουράν δε εν πάσι καταλιπών αξιόμαχον επανήλθεν εις τα λεγόμενα Βοδινά…» – «Εκείθεν άπεισιν εις τα Σκόπια, ένθα συνήντησεν αυτώ και ο νέος Νικολιτζάς, την πρώτην και μαχιμωτάτην σύνταξιν του Σαμουήλ επαγόμενος, και ετιμήθη πρωτοσπαθάριος και στρατηγός…» «η πόλις Λυχνιδός … μητρόπολις ούσα πάσης Βουλγαρίας…» – «Τότε και Νικολιτζάς, ο πολλάκις ληφθείς και πολλάκις αφεθείς, εν τισιν όρεσι κρυπτόμενος […] αλλά τούτον μεν ο βασιλεύς ουδέ ιδείν ηνέσχετο, αλλ’ εις Θεσσαλονίκην εξέπεμψε φρουρείσθαι κελεύσας.» – «ο βασιλεύς δύναμιν αξιόμαχον εκ τε Ελλάδος και Μακεδονίας αθροίσας εν Ιταλία εκπέμπει<» – «περαιωθέντες δε και τον Ίστρον οι Πατζινάκαι πάσαν εληΐσαντο την Μυσίαν άχρι Θεσσαλονίκης, και τα των Άφρων πλοία τας Κυκλάδας ου μικρώς ελυμήναντο.» – «Τω δε ,ςφμδ΄ έτει, ινδικτιώνος τετάρτης, διά του έαρος τρεις εισβολάς οι Πατζινάκαι ποιησάμενοι κατά Ρωμαίων άρδην τα παρατυχόντα ηφάνισαν…» – «Σιτοδείας δε κατεσχούσης την πόλιν, ο Ιωάννης εξωνήσατο από Πελοποννήσου και Ελλάδος σίτου χιλιάδας εκατόν, και δι’ αυτών τους πολίτας παρεμυθήσατο.» – «Ταύτην γαρ έλαχε φρουρών ο πρωτοσπαθάριος Κατακαλών και του τάγματος άρχων των Αρμενιακών, ο την επωνυμίαν Κεκαυμένος, τριακοσίους ιππότας έχων μεθ’ εαυτού και πεντήκοντα πεζούς.» – «…και άραντες εκείθεν διά τε Ναϊσσού και των Στούπων, της μητροπόλεως Βουλγαρίας, ίεντο ανακηρύττοντες ανευφημούντες τούτον…» – «συναντήσας Κατακαλών βέστης ο Κεκαυμένος, άρχων ων των παρά τον Ίστρον πόλεων και χωρίων, κατά τον αιγιαλόν της λεγομένης Βάρνας και συμβαλών ετρέψατο, και απέκτεινε μεν πολλούς, οκτακοσίους δε ζωγρίας λαβών πεπεδημένους εκπέμπει τω βασιλεί.» – «…δουξ Ιβηρίας ο Κεκαυμένος…» – «Το των Τούρκων έθνος γένος μεν εστιν Ουννικόν, οικεί δε τα προσάρκτια των Καυκασίων ορών πολυάνθρωπόν τε ον και αυτόνομον και υπ’ ουδενός έθνους ποτέ δουλωθέν.» – «…ο μεν Ααρών τον οικείον ανειληφώς λαόν άπεισιν εις το Ιβάν (μητρόπολις δε αύτη του Βαασπρακάν), ο δε Κεκαυμένος μετά των ιδίων ανήλθεν εις το Αντίον.» – «Το έθνος των Πατζινάκων Σκυθικών υπάρχον, από των λεγομένων βασιλεία Σκυθών, μέγα τε εστί και πολυάνθρωπον, προς ο ουδέ έν αυτό καθ’ αυτό Σκυθικού γένος αντιστήναι δύναται. Διήρηται δε εις τρισκαίδεκα γενεάς, αίτινες καλούνται μεν πάσαι τω κοινώ ονόματι, έχουσι δ’ εκάστη και ίδιον από του εαυτής προγόνου και αρχηγού την προσηγορίαν κληρωσαμένη. Νέμονται δε τας πέραν Ίστρου από του Βορυσθένους ποταμού μέχρι και Παννονίας ηπλωμένας πεδιάδας, νομάδες τε όντες και τον σκηνίτην διά παντός ασπαζόμενοι βίον.» – «…τας δε των Πατζινάκων μυριάδας ο της Βουλγαρίας παραλαβών άρχων Βασίλειος ο Μοναχός εγκαθιδρύει ανά τε τας πεδιάδας της Σαρδικής, της Ναϊσσού και της Ευτζαπόλεως διασπείρας πάντας και παν όπλον αφειλόμενος διά το ανεπιβούλευτον.» – «Οι Πατζινάκαι δε τον Αίμον, ως είπομεν, διαβάντες, και την μεταξύ τούτου και του ποταμού Ίστρου κατασκοπήσαντες πεδιάδα την διηκούσαν μέχρι θαλάσσης, και τόπον ευρόντες νάπας και άλση έχοντα και λόχμας παντοδαπάς και ύδωρ και νομάς (Εκατόν βουνούς τον τόπον ονομάζουσιν οι εγχώριοι), εκείσε εγκαθιδρύονται, και εκδρομάς αυτόθεν ποιούμενοι ου μικρά την υπό Ρωμαίους ελύπουν.» – «στρατηγόν αυτοκράτορα χειροτονήσας τον ραίκτωρα Νικηφόρον εκπέμπειν κατά των Πατζινάκων. Συνεξέπεμψε δ’ αυτώ και Κατακαλών τον Κεκαυμένον, στρατηλάτην της ανατολής προβαλλόμενος, και Ερβέριον τον Φραγγόπωλον, άρχοντα τω τότε των ομοεθνών, κελεύσας συνείναι τω ραίκτωρι και της αυτού γνώμης έχεσθαι και τοις εκείνου προστάγμασι και θελήμασιν έπεσθαι. Ος αναλαβών τας δυνάμεις και τον Αίμον διαπεραιωθείς διά της λεγομένης Σιδηράς απήει κατά των Πατζινάκων, ελθών δε κατεσκήνωσεν εν τινι χώρω ου μακράν απέχοντι των Εκατό βουνών, τω λεγομένω Διακενέ.» – «του δεξιού δε κέρατος ήρχειν ο Κεκαυμένος, θατέρου δε ο Φραγγόπουλος.» – «μόνος δε ο Κεκαυμένος μετά των εαυτού στας θεραπόντων και τινων συγγενών ολιγοστών και ηρωϊκώς αγωνισάμενος έπεσε μετά πάντων των συν αυτώ.» – «Και τις δε Πατζινάκος την κλήσιν Κουλίνος, ειδώς τον Κεκαυμένον, οίος εστιν εξ ότου περ ήρχε των παρά τω Ίστρω φρουρίων και ανεμίγνυντο αλλήλοις τα γένη, ευρών αυτόν εν τοις νεκροίς κείμενον και σκυλεύων, επεί περιστρέψας αυτόν εις το ύπτιον από του προσώπου εγνώρισε και κατέλαβεν έτι εμπνέοντα, επιθείς εις ίππον (έκειτο γαρ άφωνος διά το καιρίας λαβείν πληγάς, μίαν μεν κατά γυμνού του κρανίου, πεσόντος του κράνους αυτού, διήκουσαν από κορυφής άχρι των οφρύων, ετέραν δε από του τραχήλου, ένθα περ η γλώσσα ερρίζωται, και διατεμούσα τον τράχηλον και εις το στόμα πεσούσαν, και έξαιμος γενέσθαι) επήγαγεν εις την εαυτού σκηνήν, και επιμελείας και φροντίδος αξιώσας περιεποίησε. Και οι μεν Πατζινάκαι την επελθούσαν ούτω ραδίως αποσκευασάμενοι δύναμιν, αδεώς το από τούδε την Ρωμαίων γην εληΐζοντο.» – «αιφνίδιον κατά την ογδόην του Ιουνίου μηνός οι Πατζινάκαι τον Αίμον διαβάντες επιφαίνονται τη Αδριανουπόλει. Και διά των σκοπών μηνυθείσης τω Κωνσταντίνω της τούτων εφόδου…» – «Όπως δε των Πατζινάκων επικρατεστέρα γένηται τα Ρωμαίων ο βασιλεύς φροντίζων, τον Κεγένην εξάγει της φυλακής και εις Πατζινάκας εκπέμπει, υποσχόμενον διασχίσαι τούτους και εύνους θείναι τω [βασιλεί.] Ούτοι γαρ [οι Πατζινάκαι] μετά την εν Αδριανουπόλει μάχην καταφρονήσαντες ολοσχερώς των Ρωμαίων αδεώς την τε Μακεδονίαν και Θράκην εδήουν και επυρπόλουν, ανακρούντες ανοίκτως και αυτά τα θηλάζοντα νήπια…» – «οι δε Πατζινάκαι τους αγρούς και τα προάστεια ληϊσάμενοι πάντα…» – «(γένος δε Κελτικόν οι Βάραγγοι μισθοφορούντες Ρωμαίοις)…» – «…και ο μάγιστρος Κατακαλών ο Κεκαυμένος (δουξ δε ούτος ην Αντιοχείας, και παραλυθέντα τούτον της αρχής διεδέξατο Μιχαήλ ο του βασιλέως ανεψιός, […] μηδ’ εις το των προέδρων αξίωμα τον Κομνηνόν και τον Κεκαυμένον…» – «Τω δε Κεκαυμένω εδόκει και τον Βρυέννιον προσλαβέσθαι συνωμότην, λαού τε πολλού άρχειν τεταγμένον των Μακεδονικών ταγμάτων και μέγα μέρος έσεσθαι μέλλοντα του σπουδάσματος. […] προύχων ο Κεκαυμένος άξιος εις τούτο.» – «η του Κεκαυμένου βραδύτης […] ο δε Κεκαυμένος έμεινεν την οικείαν γνώμην φυλάττων τοις συνωμόταις, επείχε δε εαυτόν και εβράδυνε διά τοιαύτην αιτίαν…» – «Πίπτει μεν από του μέρους του βασιλέως λαός πολύς, κατ’ εξαίρετον δε Μακεδόνες, ου μόνον από των στρατιωτών, αλλά και στρατηγοί πολλοί, ο Μαυροκατακαλός, ο Πνυέμιος, ο Κατζαμούντης και άλλοι ουκ ολίγοι, εάλωσαν δε και πολλώ πλείους των αναιρεθέντων.» – «οι πρεσβευταί παραπρεσβεύσαντες, άλλοτε άλλος λάθρα τω Κεκαυμένω προσιόντες, παρεκάλουν…» – «…στέλλεται ο Κεκαυμένος κουροπαλάτης υπό του Κομνηνού [Μιχαήλ Γ΄ Κομνηνός ο Γέρων: 1056-1057] τιμηθείς μετά τινων ουκ ολίγων ευπατριδών…»

  15. Μιχαήλ Ατταλειάτης (1021-1080): «Μυσοί δε, οις ειδική προσηγορία το των Βουλγάρων καθέστηκεν όνομα, τηνικαύτα τους της δουλώσεως αποπτύσαντες χαλινούς εις αποστασίαν προκεχωρήκεσαν, και τον βασιλέα περί τα εν Θεσσαλονίκη διατρίβοντα όρια, και μόνους τους εν τη αυλή σωματοφύλακας έχουσα ως διά φιλίας παροδεύοντα γης, ιταμώς συνεδίωξαν·» – «Σκύθαι δε, ους Πατζινάκους οίδεν ο δημώδης λόγος καλείν, τον Ίστρον παγγενεί διαβάντες μετ’ ου πολύ τοις Ρωμαϊκοίς εγκατεσκήνωσαν τόποις, γένος αντί πάσης άλλης επιστήμης και τέχνης την μεθ’ όπλων επιδρομήν ησκηκός, και βίον έχον το εν ρομφαία και τόξω και βέλει συνεχώς διαζήν, μυσαρόν δε τα προς το ζην και την άλλην διαγωγήν, και μιαροφαγιών ουδαμώς απεχόμενον. Τούτο πονηρά τινί τύχη τοις Ρωμαίοις επεισκωμάσαν ορίοις πολλά δεινά και λόγω ρηθήναι κάθεξής μη δυνάμενα ες ύστερον διαπέπραχε.» – «οι Σκύθαι […] εμβάλλουσιν εις την Μακεδονικήν και κατατρέχουσι πάσαν ομού, και πλειόνων κυριεύσαντες λαφύρων εις τας εαυτών σκηνάς περιφανώς ανασώζονται [] περί Αδριανούπολιν συντάγματα μεγάλα παραλαβών ο των Ρωμαίων ηγεμών Κωνσταντίνος…» – «Και εώκει τη μυθευομένη του Διονύσου στρατιά, ότε μετά των μαινάδων εκείνος και των Σειληνών ταύτην επ’ Ινδούς ήλαυνεν.» – «Τούτου δε του έθνους του Σκυθικού οι μεν τον Ίστρον αντιπεραιωθέντες λιμώ δυσθεραπεύτω διαφθειρόμενοι, διά το και σιτίων απορείν και μηδέ καρπών προσδοκίαν έχειν ασπάρτου και ανηρότου της γης αυτών εαθείσης, εις ολίγους απετελεύτησαν. Και τούτους φασί τω των Μυρμιδόνων άρχοντι προσρυήναι και παρ’ αυτού διασπαρήναι ταις αμφ’ αυτόν πόλεσι, και την ιδίαν γην έρημον ανθρώπων καταληφθήναι παντάπασιν. Όσοι δε προσήλθον τω τον Ρωμαίων βασιλεί (και γαρ προσήλθον τινές), χώραν λαβόντες δημοσίαν από της Μακεδονικής τα Ρωμαίων εφρόνησαν, και σύμμαχοι τούτων εξ εκείνου μέχρι της δεύρο γεγόνασι, καθά δη και των Πατζινάκων τινές, όσοι τούτοις παρωμοιωμένης μετέθεντο, και αξιωμάτων συγκλητικών και λαμπρών ηξιώθησαν.» – «οι Πέρσαι (Τούρκους δε τούτους νυνί ο λόγος οίδε καλείν) την Καισάρειαν εξ απροόπτου της επιδρομής καταστρέφουσιν…» «Εθρυλλείτο δε και το παρά τον Ίστρουν κατοικούν μιξοβάρβαρον. Παράκεινται γαρ τη όχθη τούτου μιξοβάρβαρον. Παράκεινται γαρ τη όχθη τούτου πολλαί και μεγάλαι πόλεις, εκ πάσης γλώσσης συνηγμένον έχουσαι πλήθος, και οπλιτικόν ου μικρόν αποστρέφουσαι. Προς αις οι περαιωθέντες Σκύθαι το πρότερον τον Σκυθικόν επιφέρουσι βίον.» – «Οι δε Βούλγαροι [εδιώχθησαν από τα μέρη της Θεσσαλονίκης…] Το δε γένος των Θετταλών εώρτασε μεν υπέρ άπαντος την της πόλεως λύτρωσιν, έθυσε δε θεώ και τω μεγαλομάρτυρι Δημητρίω τα σώστρα έθυσε δε και αυτώ τω τούτου θεράποντι Μιχαήλ τω Βοτανειάτη την εξ ισοθέων αγώνων επινίκιον ευφημία…» – «εν δε τοις εσπερίοις μέρεσι φεύγων μεν ο του Βρυεννίου αυτάδελφος μετά των αμφ’ αυτόν τη Ραιδεστώ προσεπέλασε, και ταύτης εντός εισελήλυθεν, οι δε Πατζινάκοι την των Μακεδόνων αποστασίαν ιδίαν ευπραγίαν και εύνοιαν λογισάμενοι, μετά πλήθους ουκ ελαχίστου τη Αδριανουπόλει προσήγγισαν, και ταύτην περικαθίσαντες τον παρά των Μακεδόνων προχειρισθέντα βασιλέα πατάξειν ηπείλουν μετά των συναραμένων και συνδραμόντων αυτώ.» – Ο «πρωτοπρόεδρος Βασιλάκης» όπλισε τον στρατό του κατά του Βρυεννίου, ο οποίος «πολύ τι στρατόπεδον συναγηοχώς και αξιόμαχον δύναμιν (είχε γαρ και Ρωμαίων πολλών στρατιωτικόν, Βουλγάρων τε κι Αρβανιτών, και οικείους υπασπιστάς ουκ ολίγους), άρας εκείθεν προς την Θεσσαλονίκην ηπείγετο. Ήδη δε και αυτού ταύτην καταλαμβάνοντος…», αλλά ο Βοτανειάτης νίκησε τον Βρυέννιο και του έβγαλε τα μάτια. – Όταν ο Βοτανειάτης νίκησε τον Βρυέννιο στη Θεσσαλονίκη, οι Σκύθες κατελάμβαναν στη Μακεδονία την πόλη της Αδριανούπολης, «παραβοηθούντων αυτοίς και από του μαχιμωτάτου έθνους των Κομάνων πολλών…» – [Εδώ γίνεται για πρώτη φορά αναφορά σε «Αρβανίτες» και στο ότι «οι Σκύθες εντάχθηκαν [ήταν όμοιοι;] στους Μυρμιδόνες»!]

  16. Νικηφόρος Βρυέννιος (1062-1137): «οι τε μην Σκύθαι προς τούτοις συστασιάσαντες Θράκην τε και Μακεδονίαν κατέτρεχον…» – «ο βασιλεύς Μιχαήλ φροντίσι μυρίαις επάλαιε, των τε Σκυθών Θράκην τε και Μακεδονίαν κατατρεχόντων, του τε Σθλαβίνων έθνους της δουλείας Ρωμαίων αφηνιάσαντος και την Βουλγάρων δηούντος τε και ληϊζομένου. Σκούποι τε και Ναΐσος επορθούντο, και αυτό δη το Σίρμιον και τα περί τον Σαβίαν ποταμόν χωρία και αι παρίστριοι πόλεις και μέχρι Βυδίνης κακώς διετίθεντο. Εκείθεν δ’ αύθις Χωροβάτοι και Διοκλείς αποστάντες άπαν το Ιλλυρικόν κακώς διετίθουν.» – «Αφικομένου τοίνυν του Βρυεννίου ο βασιλεύς Μιχαήλ τον σκόπον μεταθέμενος εβούλετο τούτον δούκα της των Βουλγάρων αποδείξασθαι πάσης χώρας, ώστε δι’ αυτού και το Σθλαβίνων έθνος κατακυριεύσαν ανασταλήναι. Και δη εν Βουλγαρία γενόμενος εν βραχεί καιρώ ες τοσούτον των Σθλαβίνων εταπείνωσεν έθνος, ως υπό ζυγόν Ρωμαίων αύθις τούτο ποιήσαι και αγαπάν υπ’ εκείνου των εν Βουλγαρία πραγμάτων κυριεύεσθαι. Επεί δε Χωροβάτοι και Διοκλείς την Ιλλυρίδα κακώς διεττίθουν, και το Φράγγων έθνος κατακυριεύσαν της Ιταλίας και Σικελίας δεινά κατά Ρωμαίων εμελέτων, εβουλεύετο τούτον ο Μιχαήλ εκ της Βουλγαρίας επί το Δυρράχιον μεταβαίνειν, ο μητρόπολίς εστι του Ιλλυρικού.» – «πλήθος Σκυθών διαβάν τον Αίμον και τα κατά την Χερρόνησον κατατρέχον χωρία και ληϊζόμενον…» – «οικειότατον άνδρα· είτε Σκύθην είτε Μυσόν (Βορίλας ην τούτω το όνομα) ον πρωτοπρόεδρον τιμήσας εθνάρχην…» – «Κατέσχε δε και την εν Θεσσαλία μητρόπολιν, ην Θεσσαλονίκην ονομάζουσιν…» – «το Σκυθικόν γένος εξωπλίζετο ώστε τα Βουλγάρων ληΐσασθαι όρια…»

ΕΠΕΤΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ