Πόπη Φιρτινίδου “Κάτω από τα ραντάρ”
στην κυρία Ειρήνη Τσίρκα
Ήταν όρθιος πριν δει το νούμερό του ν’ αναβοσβήνει στο πλαίσιο. Έσφιξε στην παλάμη του την ταυτότητα και τα χαρτιά, που είχαν νοτίσει τον ιδρώτα του. Προσπάθησε να μην τρέμει, τρία βήματα όλα κι όλα μέχρι το γκισέ, βουνό του φάνηκαν, χτυποκαρδούσε από ώρα. Έριξε μια ματιά τριγύρω. Έξω η ουρά κόντευε να φτάσει στο δρόμο, το ήξερε πως δεν θα αργούσαν οι τσακωμοί, το ίδιο όπως πέρσι, το ίδιο όπως πρόπερσι. Δεκάρα δεν έδινε για κανέναν τους, ούτε οι μάνες με τα μωρά στην αγκαλιά τον ένοιαζαν, ούτε για το γέρο με το μπαστούνι θα έχανε τη σειρά του. Από τις εφτάμιση περίμενε, ψόφο έκανε τότε κι όμως καμιά δεκαριά νοματαίοι ακουμπούσαν, θαρρείς, τη μύτη τους στο τζάμι του ταχυδρομείου, χουχούλιαζε τα χέρια του και τους κοίταγε στραβά, καμιά φορά ένας κρατάει θέση για πολλούς, θύμωνε και μόνο στη σκέψη. Θα πληρωνόταν από τους πρώτους, δεν το συζητούσε.
Ένας ξερακιανός πενηντάρης με ιδρωμένο μέτωπο και χρυσή καδένα τού μέτρησε το επίδομα αφηρημένος. Με λαίμαργα μάτια παρακολουθούσε τις κινήσεις του αθροίζοντας λαχανιασμένος σα μαθητούδι του Δημοτικού. Χορογραφημένα στην εντέλεια τα δάχτυλα, πολύπειρα στην πληρωμή των προνοιακών, στοίβαξαν το ποσό από το πρώτο πενηντάρικο μέχρι το τελευταίο κέρμα και το έσπρωξαν προς το μέρος του. Υπέγραψε και μετά άπλωσε το χέρι στα λεφτά, τα έβαλε στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού και γύρισε την πλάτη, κουβέντα δεν του είπε ο υπάλληλος, κουβέντα δεν απάντησε κι αυτός. Μέχρι να πατήσει στο πεζοδρόμιο η ουρά είχε μακρύνει κι άλλο, και το κρύο είχε κόψει, ζεστός ο Δεκέμβρης φέτος.
Κόσμος μπαινόβγαινε σε μαγαζιά και κομμωτήρια, βούλιαζαν τα πεζοδρόμια και τα κρεοπωλεία, ξεχύθηκε μέσα στους ανθρώπους, με κάθε βήμα μακριά απ’ το ταχυδρομείο χωνευόταν, γινόταν σαν αυτούς. Το πακετάκι στο παντελόνι τον ζέσταινε και τον άλλαζε στιγμή τη στιγμή, ίσιωνε ο σκελετός του, κοιτούσε προς τα πάνω το πηγούνι ξανά και σαν να μάκραινε, σαν να ξυπνούσε ο λαιμός του, χαμένος μήνες μέσα σ’ αυτό το ψευτομπουφάν και τις σκέψεις. Τσέπη μου γεμάτη να ‘σαι, και κανέναν μη φοβάσαι, αντήχησε από ένα παρελθόν μακρινό σαν ψέμα η φωνή του πατέρα του, το τραγουδούσε γυρνώντας απ’ το μαγαζί τις μέρες που η είσπραξη είχε πάει καλά.
Καθρεφτίστηκε στο τζάμι μιας βιτρίνας. Τα παπούτσια του ήταν παλιά και το δέρμα τους σκασμένο εδώ κι εκεί, μα ταίριαζαν μια χαρά με το παντελόνι του, ήταν κι άλλοι άντρες τριγύρω που φορούσαν αυτά τα χρώματα, χάρηκε που τους έμοιαζε. Χαλάρωσε και το κασκόλ, έτσι που να μη μαρτυράει τα πρωινά που άφηνε το καταφύγιο και ξύριζε ο αέρας, το άφησε να κρέμεται χαλαρά πάνω στο θώρακα, ανέμελη του φάνηκε η εικόνα του, σχεδόν νεανική, όλα καλά. Μάζεψε τα δάχτυλα μέσα στις παλάμες του και τα κοίταξε τάχα αδιάφορα, νύχια καθαρά, περιποιημένα θα μπορούσε να πει, όλα καλά.
Κοίταξε μέσα σ’ ένα στολισμένο καφενείο απ’ αυτά της μόδας. Κάτι νυσταγμένοι πιτσιρικάδες κούρδιζαν τις κιθάρες τους, μια κοπέλα με νύχια βαμμένα μαύρα και σκουλαρίκια παντού έβαζε κι έβγαζε βύσματα σ’ έναν ενισχυτή και δοκίμαζε ένα μικρόφωνο φυσώντας και επαναλαμβάνοντας συλλαβές, δυο πελάτες ρούφαγαν καφέδες, ο σερβιτόρος στην είσοδο έστριβε τσιγάρο, είδε δυο στο βάθος που φιλιόντουσαν χωρίς πολλή όρεξη. Τσεκάρισε πως υπήρχε άδειο τραπέζι δίπλα στο αυτοσχέδιο πάλκο και δρασκέλισε την πόρτα. Διάλεξε απ’ τον κατάλογο ένα ζεστό με φιγουρατζίδικο όνομα. Μέχρι να κάψει τη γλώσσα του η πρώτη γουλιά, τα παιδιά με τα όργανα είχαν αρχίσει τα κάλαντα και τα τραγούδια. Χτυπούσε με ρυθμό το πόδι στο πλακάκι και τα δάχτυλα στο τραπέζι, κρέμασε με βία κι ένα χαμόγελο, όλα καλά. Το μαγαζί γέμιζε λίγο λίγο και η διάθεσή του ανέβαινε. Ανακατεμένες μύριζε κανέλα και ακριβές κολόνιες. Παρέες έμπαιναν φορτωμένες γυαλιστερές σακούλες, τις άφηναν όπου έβρισκαν κι έκαναν νόημα στο σερβιτόρο με αυτοπεποίθηση. Σαν κλειδαρότρυπα ήταν τα κινητά τους και τα γέλια τους, οι κινήσεις τους κι όλα τα σουσούμια τους, μάθαινε γι’ αυτούς χωρίς να το ξέρουν.
Τρεις γυναίκες κάθισαν δίπλα του. Μιλούσαν γρήγορα και κάπνιζαν, η μία κουβαλούσε στην αγκαλιά της ένα μικροσκοπικό σκυλί. Χάιδεψε το μαλλιαρό κεφάλι και το ζώο ξύπνησε, ανόρεχτα κοίταξε γύρω για λίγο, έγλειψε τη μύτη του, έχωσε τη μουσούδα του βαθύτερα στον κόρφο της και ξανάκλεισε τα μάτια. Φαντάστηκε αυτόν τον κόρφο, τον μύρισε με μάτια μισόκλειστα, μυρμήγκιασαν τα ακροδάχτυλά του. Η πρώτη του νιότη είχε περάσει, μπορεί και η δεύτερη, μα του έλειπαν πολύ οι γυναίκες, η ζέστη τους, οι ματιές, οι υποσχέσεις τους, χαλάστηκε στη σκέψη. Κακώς στεναχωριόταν, τώρα είχε το πακετάκι στην τσέπη, όλα μπορούσαν να συμβούν. Θυμήθηκε πως ήταν αξύριστος, το πρωί βιάστηκε να φύγει για να πληρωθεί από τους πρώτους, μα όλα μπορούσαν να συμβούν, πολλοί άντρες κυκλοφορούν με γένια δυο – τριών ημερών, είναι γοητεία αυτό, δε σημαίνει κάτι, στη στιγμή μπορούσε να μπει στο μαγαζί μία με χρόνια στους ώμους και μοναξιά στα μάτια, να την κεράσει ένα ποτό, να της πει πως είναι ξένος, αντιπρόσωπος της τάδε εταιρίας ή ελεγκτής του τάδε οργανισμού, πως αύριο θα φύγει, πως τον πιάνει λύπη που δουλεύει γιορτινιάτικα μακριά από το σπίτι, και πως νιώθει οι τοίχοι στο ξενοδοχείο να τον πλακώνουν, οι γυναίκες πέφτουν με τα παράπονα, όλα μπορούσαν να συμβούν.
Τα παιδιά που τραγουδούσαν είχαν ζεσταθεί για τα καλά, είχαν πει κάλαντα και κάτι μελούρες αμερικάνικες, ωραία γιορτινά φλυτζάνια είχαν γεμίσει καφέδες και τσάγια ξανά και ξανά, κάποιοι είχαν αρχίσει να παραγγέλνουν μπύρες, όταν τον πλησίασε ο σερβιτόρος. Θα μπορούσε, ρώτησε, να περάσει στο μπαρ, έρχονται παρέες, είπε, και δεν βρίσκουν τραπέζι, αν θα μπορούσε, είπε, να περάσει στο μπαρ, κρατάει μόνος του, είπε, ένα τραπέζι για τέσσερις, σας παρακαλώ, και συγγνώμη δηλαδή, είπε, αλλά αν μπορεί να περάσει στο μπαρ. Σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στην τσέπη, μη στεναχωριέσαι, παιδί μου, μόλις έφευγα, τα ρέστα δικά σου. Έφερε το κινητό στο αυτί του, έλα ρε φίλε, πώς πάει, έκανε πως μιλάει και βγήκε από το καφενείο.
Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό, το ήξερε πως σε λίγο μια αναγούλα θα του ’κοβε την ανάσα και θα ’ψαχνε μια γωνιά να ξεράσει και μετά να βάλει τα κλάματα ιδρωμένος, πάντα έτσι γινόταν, δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Η ψυχολόγος στο καταφύγιο το επαναλάμβανε συχνά, δεν είναι ντροπή η κατάστασή σας, έλεγε, διάλεγε ωραίες λέξεις και κεντημένες, τη στιγμή που τις άκουγαν όλοι κουνούσαν το κεφάλι και μετά το κατέβαζαν κι έμεναν αμίλητοι, ποιος να της απαντήσει και τι να καταλάβει αυτή, μπορεί κανείς να μάθει απ’ τα βιβλία πώς είναι να φοράς ξένα παπούτσια; Οκέι, δεν έπρεπε να παραστήσει πως είναι κάποιος άλλος, το καταλάβαινε αυτό, φτηνό το κόλπο με το κινητό, απελπισμένο, η ψυχολόγος θα έλεγε πως μαρτυρούσε ενοχή, δεν έφταιγε αυτός που περνούσαν βδομάδες χωρίς να χτυπήσει, θα επέμενε η άκαπνη κοπέλα, ούτε που τα χρόνια πέρασαν παίρνοντας μαζί ανθρώπους, σπίτι και κουράγια, ποιος να της απαντήσει και τι να καταλάβει; Έπρεπε να βγει από το μαγαζί αεράτα και χωρίς να πει κουβέντα, τι να σου κάνουν κι αυτοί, αυτές τις μέρες περιμένουν να κάνουν λίγη κατανάλωση, να βουλώσουν καμιά τρύπα, βρε αδερφέ, δεν είναι που δεν άξιζε για πελάτης κανονικός, και σ’ άλλον το ίδιο θα έλεγαν, δεν έπρεπε να το παίρνει επί πόνου, δεν έπρεπε να κάνει ψέματα πως μιλάει στο κινητό. Μεσημέριαζε σιγά σιγά, είχε ακόμα τόσες ώρες μέχρι το βράδυ, μπορούσε να γυρίσει η παρτίδα, προλάβαινε. Βρήκε ένα παγκάκι, έκατσε και άδειασε το στομάχι του πίσω από μια δάφνη στο πάρκο, δέντρο δέντρο τις ήξερε όλες τις γωνιές, είχε κρυφτεί σε όλες, κάπνισε ένα τσιγάρο, σκούπισε μύξες και δάκρυα και σηκώθηκε.
Δεν καταλάβαινε την ώρα να περνάει, μόνο περπάταγε, ζέσταινε κι άλλο και το κασκόλ τον ενοχλούσε, μύριζε τον ιδρώτα και την αγωνία του στο πλεκτό, κανείς δεν τον περίμενε πουθενά, μια ανοστιά όλη η μέρα απ’ το πρωί. Άνθρωποι γύρω του γελούσαν και βιάζονταν, οι τσάντες τους από τα μαγαζιά που πουλούσαν δώρα τον σκουντούσαν, κανείς δεν χαλάλιζε να του πετάξει μια συγνώμη, ένας παχουλός σαραντάρης κουβάλαγε αγκαλιά ένα δέντρο και δυο ξεκαρδισμένα παιδάκια έπιαναν το σακάκι του για να μη χαθούν, θυμήθηκε τη μάνα του και ξαναβούρκωσε. Έστριψε για το καταφύγιο, θαρρείς άλλο δρόμο δεν ήξερε, μόνα τους πήγαιναν τα πόδια, τι να σου κάνει το πακετάκι στην τσέπη άμα κανείς δεν σε περιμένει; Χριστούγεννα παντού, Χριστός πουθενά.
Τον πήρε μια τσίκνα, κάπου εκεί κοντά έψηναν καλό χοιρινό και παϊδάκια αρνίσια. Χρόνια στα συσσίτια, αλλά το χούι δεν παραγράφεται, το καταλάβαινε το κρέας από τη μυρωδιά που βγάζει, όταν το πετάς στα κάρβουνα. Ακολούθησε τη μυρωδιά. Σε μια ταβέρνα είχαν στήσει υπαίθρια ψησταριά, τα ηχεία γρατζουνούσαν πάλιωσε το σακάκι μου, θα σβήσω απ’ το μεράκι μου, σε λίγο περπατούσε σέρνοντας το ένα βήμα, ταχύνοντας τα επόμενα και ξανασέρνοντας όπου όριζε το τραγούδι. Τον έπιασε μια λύπη. Ένας πλαστικός Αγιοβασίλης κολλημένος με σελοτέιπ σ’ ένα βρόμικο τζάμι τον προσκάλεσε. Κοίταξε μέσα. Τέσσερις γυναίκες έκοβαν σαλάτες, έπλεναν και τηγάνιζαν αμίλητες, κινούμενο σχέδιο τα χέρια τους, στιγμή δεν ησύχαζαν. Έξω μια μεγάλη παρέα γέμιζε το πεζοδρόμιο. Όλοι άντρες, γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι άδειαζαν καραφάκια και μετά τα σήκωναν ψηλά ζητώντας από τους σερβιτόρους το επόμενο, ο ταβερνιάρης στην ταμειακή, παχύς σβέρκος και αρπακτικό μάτι, παρακολουθούσε και σημείωνε. Πλησίασε κι έκατσε απέναντί τους.
Παράγγειλε κι ένιωσε τη διάθεσή του ν’ ανεβαίνει. Στο διάολο να πάνε τα μαλλιά κομμωτηρίου και τα ροφήματα με τα ιταλικά ονόματα, εδώ υπήρχε θέση γι’ αυτόν, στο διάολο οι γκόμενες, εδώ μπορεί να έκανε φίλους, του λείπανε κι αυτές, η αλήθεια να λέγεται, αλλά οι αντροπαρέες τού λείπανε πιο πολύ, να ανήκει, να ’ναι ομάδα, να σφίγγει ένα χέρι σαν το δικό του. Μήπως να τους κερνούσε ένα γύρο, να δώσει γνωριμία; Θα τους ζύγιζε για λίγο και μετά θα ’κανε την κίνηση. Άκουγε να λένε αστεία και βρομόλογα, και ποτήρια να χτυπάνε, να πεθάνει ο χάρος, φώναξε ξαφνικά ένας, να πεθάνει, ούρλιαξαν οι υπόλοιποι, σήκωσε το δικό του, ευχήθηκε στους άγνωστους με μάτια λαμπερά, κατέβασε δυο γερές γουλιές, ματιές μαρτυρούσαν επιφύλαξη κι άλλες μια πηχτή αδιαφορία, κανείς δεν του απάντησε, ξαναγέμισε στα μουγκά. Έμεινε να κοιτάζει τα πιάτα τους να αδειάζουν το ένα μετά το άλλο, και τα χέρια τους ν’ αγκαλιάζουν διπλανούς ώμους, κρύωσε.
Μια γκαστρωμένη γάτα με την κοιλιά της να σκουπίζει σχεδόν το πεζοδρόμιο μπήκε στο πλάνο στρίβοντας απ’ τη γωνία. Περπατώντας αργά πλησίασε και πήρε θέση κάτω απ’ το τραπέζι του. Πριν αρχίσει να γλείφει τη γούνα της βαριεστημένη, πρόλαβε να της δώσει μια μεγάλη μπουκιά και το ζωάκι ασχολήθηκε μαζί της για ώρα. Ετοιμόγεννη μεσ’ το Δεκέμβρη με τις παγωμένες νύχτες, κακομοίρα μου, θα σε φωνάζω Μαρία, της είπε και της έδωσε κι άλλο, μέσα του έγινε παιδί ξανά και λαχτάρησε να προστρέξει όλους τους αναγκεμένους.
Η ώρα περνούσε. Τα τραπέζια είχαν γεμίσει κι ο ταβερνιάρης όλο κι έβγαζε στη ζούλα περισσότερα κλείνοντας τις διπλανές εισόδους. Ένας ηλικιωμένος μπήκε να παραπονεθεί, μιλούσε γρήγορα και χειρονομούσε δείχνοντας μια τις τσάντες που κουβάλαγε, μια την πόρτα της οικοδομής που είχε γίνει απροσπέλαστη. Ο ταβερνιάρης τού μιλούσε για ώρα με ψεύτικη ταπεινότητα, στο τέλος τον χτύπησε στην πλάτη, έκανε νόημα στις γυναίκες που δούλευαν στην κουζίνα, σε δευτερόλεπτα μια πλαστική σακούλα με στοιβαγμένα αλουμινένια σκεύη μπήκε στο χέρι του παραπονιάρη γέρου που έφυγε.
Ήταν από ώρα χορτάτος, μόνο έπινε πια, ήθελε να φέρει δυο βόλτες, χρόνια είχε να χορέψει, τόσοι άντρες γύρω μόνο τρώγαν, έβριζαν και γελούσαν, δεν τους έτρωγε η σόλα τους να συρθεί στο χώμα να γράψει μια ιστορία; Δεν είχαν ιστορίες να πουν; Δεν ήθελαν ν’ ακούσουν τη δική του; Ναι, μια ζεμπεκιά ήταν ό,τι έπρεπε αυτή τη στιγμή, μα πού να χορέψει έτσι όπως ακουμπούσαν τα τραπέζια μεταξύ τους, πού ν’ απλώσει χέρια, πού να κάνει στροφή, άσε που χωρίς παλαμάκια αυτός ο χορός είναι σκέτο φαρμάκι, βήμα και πληγή, σαν να χορεύει στα καρφιά, κι εδώ ποιος θα άφηνε τη ζαχαρένια του για να του κρατήσει το τέμπο; Δεκέμβρης και μικρές οι μέρες, σε λίγο θα έπαιρνε να βραδιάζει, ούτε γυναίκα ούτε φίλος, χαμένη είχε πάει η μέρα, πάλι πέρασε κάτω απ’ τα ραντάρ της ζωής, κρύωσε κι άλλο.
Το γατί ζέσταινε το λαιμό του στην κάλτσα του, το χάιδεψε κι αυτό μισόκλεισε τα μάτια και νιαούρισε, γλυκάθηκε το μέσα του. Σαν να ’χαν δίκιο οι δασκάλοι στο σχολείο που μας έλεγαν πως το χρήμα δε μπορεί να αγοράσει τα πάντα, People are strange when you ’re a stranger, ε, Μαρία, τι λες κι εσύ; Το ζώο στύλωσε τα μάτια του πάνω του, άνοιξε το μικρό του στόμα, ήταν σίγουρος πως κάτι ήταν έτοιμο να του πει, μα αντί γι’ αυτό ακούστηκε η φωνή ενός σερβιτόρου στ’ αριστερά του. Θα μπορούσε, ρώτησε, να περάσει σ’ ένα τραπέζι μέσα, έρχονται παρέες, είπε, και δεν βρίσκουν τραπέζι, αν θα μπορούσε, είπε, να περάσει μέσα, κρατάει μόνος του ένα τραπέζι για τέσσερις, σας παρακαλώ, και συγγνώμη δηλαδή, είπε, αλλά αν μπορεί να περάσει μέσα. Κάτι πήγε ν’ απαντήσει, χαμήλωσε τη φωνή το παλληκάρι, μην τα βάλετε με το αφεντικό, είναι τσαμπουκάς, σας παρακαλώ, περάστε μέσα καλύτερα. Σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στην τσέπη, μη στεναχωριέσαι, παιδί μου, μόλις έφευγα, κράτα τα ρέστα.
Καθώς περνούσε το δρόμο απέναντι, έφερε το κινητό στο αυτί του, έλα ρε φίλε, πώς πάει;