Σήλα Στήβενσον “Πέντε σιωπές” από το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας – “Μια παράσταση ανοιχτή επιστολή” γράφει η Πόπη Φιρτινίδου
«Όσο καλό κι αν είναι το κείμενο, η παράσταση είναι ακόμη καλύτερη. Όσο δυνατό κι αν είναι το κείμενο, η παράσταση είναι ακόμη δυνατότερη.»
Χρειάστηκε να παρακολουθήσω τρεις παραστάσεις, για να μπορέσω να γράψω για το ανέβασμα του έργου της Σήλα Στήβενσον Πέντε Σιωπές από το ΔΗΠΕΘΕ της πόλης. Τις δυο πρώτες φορές η ένταση υπό το καθεστώς της οποίας έφευγα από το θέατρο ήταν τόση, που υπήρχαν στιγμές, κινήσεις, ματιές, λέξεις που δεν μπορούσα να φέρω στη μνήμη μου, μάλλον λειτουργούσε κάποιο ψυχοπροφυλακτικό αντανακλαστικό. Ήξερα, πάντως, πως ήθελα κάτι να καταθέσω για όσα σκέφτηκα και ένιωσα, σχεδόν βίωσα, καθηλωμένη (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στη σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ.
Το θέμα του έργου είναι πλέον γνωστό, καθώς η παράσταση συζητιέται πολύ και έντονα στην πόλη από την πρεμιέρα στις 29 Οκτωβρίου: ένας πατέρας κακοποιητής και αιμομίκτης δολοφονείται από τις κόρες-θύματα. Σταδιακά η συγγραφέας μάς αποκαλύπτει τόσο αυτά που συνέβησαν στο μακρινό παρελθόν και διαμόρφωσαν το ζευγάρι Μπίλυ – Μαίρη υπαγορεύοντάς τους τους ρόλους που μεγαλώνοντας αυτοί υιοθέτησαν σαν πειραγμένο DNA, όσο και αυτά που συνέβαιναν μέσα στο σπίτι οδηγώντας μονοσήμαντα στην τυφλή επιλογή της δολοφονίας (ήταν ή αυτός ή εμείς). Το Σύστημα (κοινωνικές υπηρεσίες, αστυνομία, νομικές υπηρεσίες, ψυχίατροι) λειτουργεί και τα κορίτσια τελικά δεν καταδικάζονται, αλλά επιστρέφουν στη μητέρα τους γιατί σύμφωνα με την δικαστή έχουν υποφέρει αρκετά. Παρ’ όλα αυτά, ούτε από τον πατέρα γλυτώνουν πραγματικά, ούτε η ζωή που τους απομένει να ζήσουν είναι ελεύθερη από το δηλητήριο που αυτός έσταζε σε κορμιά και ψυχές μέρα – μέρα, χαστούκι – χαστούκι, απειλή – απειλή, βιασμό – βιασμό.
Το κείμενο είναι χτισμένο εξαιρετικά. Έχει ρυθμό, σαφήνεια, τέλεια χρήση εκφραστικών λεκτικών μέσων. Άλματα χρόνου και τόπου γίνονται με άνεση και φυσικότητα, κανείς δεν μένει πίσω στην κατανόηση αυτού που περιγράφεται, είμαστε παρόντες χωρίς να νιώθουμε πως κοιτάμε από κάποια κλειδαρότρυπα, είναι βέβαιο πως η Σήλα Στήβενσον ξέρει να γράφει. Όμως με τόσες ακραίες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας να έρχονται πλέον όλο και πιο συχνά στο φως και να γίνονται αντικείμενο κοινωνιολογικής μελέτης και οργανωμένης κεντρικής πρόληψης και αντιμετώπισης σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, και τη δική μας, το έργο δεν κάνει τον θεατή σοφότερο: ο ιμάντας μεταφοράς της βίας που καθιστά το φοβισμένο αγόρι που αποστερήθηκε της παιδικότητάς του θύτη και λάτρη της εξουσίας, των όπλων και του ελέγχου, το ορφανό κορίτσι που μάταια αναζητάει αγάπη και ταυτότητα, τα παιδιά που δεν μπορούν να ενηλικιωθούν χαμένα μέσα σε μια σκυταλοδρομία βίας, ενοχών και ματαιώσεων, τέλος η πέμπτη σιωπή, αυτή του αμέτοχου συνόλου που ξέρει και δεν μιλά, γι’ αυτό εν τέλει σαρκώνεται και ζει μαζί τους συμμετέχοντας στο αιματηρό γαϊτανάκι, όλα αυτά δεν είναι πλέον καινούρια. Οι θεατές δεν προσέρχονται σε μια τέτοια παράσταση αθώοι, αντίθετα έχουν (κατά τεκμήριο) εικόνα όλων αυτών, μέσα από δελτία ειδήσεων, κινηματογραφικές ταινίες, ημερίδες, αρθρογραφία. Γιατί, λοιπόν, αυτή η εμπειρία αυτής της παράστασης είναι τόσο καταλυτική; Πιστεύω πως η απάντηση βρίσκεται στις επιλογές που έκανε ο σκηνοθέτης Γιάννης Παρασκευόπουλος και έκαναν την παράσταση να πάλλεται από ωμό ρεαλισμό, πιάνοντάς μας από το λαιμό και αναγκάζοντας την αναπνοή μας να συντονίζεται σε όλες τις αποχρώσεις του σκοταδιού. Όσο καλό κι αν είναι το κείμενο, η παράσταση είναι ακόμη καλύτερη. Όσο δυνατό κι αν είναι το κείμενο, η παράσταση είναι ακόμη δυνατότερη.
Εξηγούμαι: η εμπειρία ξεκινάει πριν η παράσταση ξεκινήσει. Περιμένοντας να χαμηλώσουν τα φώτα, ήδη αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή δεν αφήνει τον θεατή να μείνει αδιάφορος, ανέμελος, να συνομιλήσει με την παρέα του. Οι τέσσερις βασικοί πρωταγωνιστές, ήδη συντονισμένοι, κινούνται ανάμεσά μας υπαγορεύοντάς μας τη σιωπή και προκαλώντας το ενδιαφέρον μας. Λίγο αργότερα θα καταλάβουμε (αναδρομικά) τι ακριβώς συμβολίζει αυτή η “παρέλαση” των τεσσάρων χαρακτήρων, θα την φέρουμε στη μνήμη μας με πλείστες όσες αφορμές, με τελευταία και πιο επιδραστική, κατά τη γνώμη μου, την καταληκτική στιγμή του έργου όπου πάλι βλέπουμε πως το ασφυκτικό αγκάλιασμα του κακοποιητή προς τις κακοποιούμενες (και όχι κακοποιημένες) γυναίκες δεν παύει και δεν θα πάψει κυριολεκτικά ποτέ. Οι πρωταγωνιστές και οι δευτεραγωνιστές κινούνται, στέκονται, κάθονται ανάμεσά μας, κάποια πράγματα γίνονται πίσω μας, άλλα γίνονται σε κάποιο βάθος, πίσω από κεφάλια θεατών που μας εμποδίζουν να δούμε, γι’ αυτό νιώθουμε, δεν θέλουμε να νιώσουμε άλλο, παρακαλάμε για ένα διάλλειμα, αλλά η χάρη δεν μας δίνεται και η παράσταση συνεχίζεται πατώντας κυριολεκτικά πάνω μας, η εγγύτητα έχει σαφή συμβολισμό και ακόμα σαφέστερο αποτέλεσμα, η Μαίρη κοιτάζει στα μάτια και λέει ούτε η δική σου μητέρα θα μπορούσε να σε σώσει και δείχνει τα χέρια που της έκοψε ο Μπίλυ με το γυαλί, δεν θέλεις να κοιτάξεις, μα δεν μπορείς να μην κοιτάξεις, βλέπεις τεντωμένες φλέβες, μύξες και δάκρυα, στο τέλος είσαι εσύ που κλαις.
Το κέντημα της παράστασης εξαντλεί το μακροεπίπεδο και το μικροεπίπεδο. Από τη μια η έξυπνη χρήση του χώρου που ξεπερνάει την αφαιρετικότητα και φτάνει στην υπερβατικότητα, τα κοστούμια που σκιαγραφούν τους χαρακτήρες και προϊδεάζουν με τη λειτουργικότητά τους μέσα στο έργο (εξαιρετικό τόσο το φόρεμα/πίνακας ζωγραφικής της Μαίρη σε ένα άνευρο καφετί χρώμα, όσο και η αφρόντιστη αλογοουρά της και τα τσιμπιδάκια της κόμμωσής της, αλλά πιο πολύ το μακιγιάζ που έθαψε το λαμπερό πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας κάτω από τη -σχεδόν απτή, κρουστή- σκόνη), οι εμπνευσμένοι φωτισμοί (τίποτα και ποτέ δεν “λούζεται” στο φως, όλα γίνονται μέσα σε κλάσματα φωτός που κάποιες στιγμές είναι ελάχιστο, κάποιες κάμποσο, λίγο πριν το τέλος περνούν κάποια αβάσταχτα δευτερόλεπτα μέσα σ’ ένα απόλυτο σκοτάδι που σε ρουφάει στην δυσώδη αλήθεια του), η κίνηση όλων των συμμετεχόντων με ακρίβεια εκατοστού, γρήγορη ή αργή, κάποιες φορές σκοπίμως χαοτική, άλλες πειθαρχημένη, στρατιωτικής αναφοράς και έμπνευσης, και η μουσική που άλλοτε γλείφει τις πληγές κι άλλες ρίχνει αλάτι (ορθότατη η επιλογή των οργάνων στα soli που χαϊδεύουν τις λέξεις που συνοδεύουν). Από την άλλη τα γυάλινα αντικείμενα – ρόλοι που τοποθετούνται στα χέρια των θυμάτων σαν απαρέγκλιτο συμβόλαιο, η μετακίνησή τους από θέση σε θέση σαν να είναι κούκλες/άψυχες/αντικείμενα ενόσω το κείμενο τρέχει, κι απόκοντα το κουμπάκι που ισιώνεται, η κοτσίδα που αλλάζει θέση κατά ένα εκατοστό, το φόρεμα που τεντώνεται τόσο όσο… Όλα και όλοι/όλες βοήθησαν και βοηθούν να γίνει η παράσταση ένα γεγονός πολύ ξεχωριστό, μια σταλαγματιά σοφίας που δεν θέλαμε να κοινωνήσουμε αλλά πρέπει.
Με στοίχειωσε από την πρώτη μέρα κι ακόμα κλέβει τον ύπνο μου η σκηνή που το ένα κορίτσι δείχνει στο “Σύστημα” μια παιδική φωτογραφία, φουστανάκια, παπουτσάκια, ένα κουνέλι. Και το παιδί παραληρεί πως όλοι εμείς δεν είδαμε το μυστικό σημάδι που ούρλιαζε ότι όλο αυτό ήταν ψεύτικο. Τα σημάδια από τα χτυπήματα, λέει το παιδί, ήταν στα μαλλιά και κάτω από τα ρούχα, αλλά, αναρωτιέται το παιδί, το βιασμένο παιδί, πώς μπορεί να μην διαβάσαμε στο βλέμμα το σημάδι. Εγώ δε μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό το παιδί. Γι’ αυτό επιμένω πως πρέπει όλοι να πάνε, να παρακολουθήσουν, να αντέξουν αυτήν την παράσταση. Γονείς, γείτονες, πρόεδροι συλλόγων, μαθητές λυκείου, εχθροί, φίλοι, όλοι. Και πιο πολύ οι κοινωνικές/οί λειτουργοί, οι ιερείς, οι αστυνομικοί, οι δικαστές, κι ακόμα πιο πολύ απ’ όλους οι εκπαιδευτικοί κάθε βαθμίδας και αντικειμένου πρέπει να πάνε, να παρακολουθήσουν, να αντέξουν αυτήν την παράσταση. Δε μπορώ να το εκφράσω πιο απλά, ούτε πιο παρακλητικά, ούτε πιο ωμά: πρέπει να αφυπνισθούμε στην κατεύθυνση να αναγνωρίζουμε “το κρυμμένο σημάδι” μέσα στις σκηνές – σκηνικά που συμβαίνουν δίπλα μας και μπροστά μας, να μη μας καταπιεί η πέμπτη σιωπή.
Κάποιους από τους συντελεστές σάς γνωρίζω λίγο, κάποιους ελάχιστα, κάποιους καθόλου, κανέναν δεν γνωρίζω πολύ. Μα σας ευχαριστώ όλες και όλους που συμπράξατε σ’ αυτό το κόσμημα.
Πόπη Φιρτινίδου