“Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιάννη Καισαρίδη «Ώρες αιώρες» / Λυτρωτικός διάλογος με το χρόνο και τη μνήμη”
Τέταρτη συλλογή διηγημάτων οι “Ώρες αιώρες” για τον Γιάννη Καισαρίδη, εκδόσεις Κέδρος, που μόλις κυκλοφόρησε.
Ανάμεσα στην τρίτη του συλλογή “Μισάντρα” – που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας – και την τέταρτη “Ώρες αιώρες” μεσολαβεί ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα, η “Αποτομή”, που προδιαθέτει τον αναγνώστη για την ατμόσφαιρα και το ύφος που χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα τα τελευταία χρόνια.
Ο Καισαρίδης δεν είναι ο συγγραφέας της ποσότητας. Από το 1997 που εκδίδει το πρώτο του βιβλίο μέχρι σήμερα, τα 24 χρόνια γραφής λειτουργούν σαν ένα αργό και βασανιστικό αποστακτήριο, όπου οι σταγόνες της έκφρασης κυλούν στο χαρτί οδυνηρά και λυτρωτικά συνάμα. Κι αυτό είναι φανερό σε όσους τον διάβασαν.
Οι “Ώρες αιώρες” προδιαθέτουν θετικά τον αναγνώστη πρώτα με τον τίτλο τους, που είναι εξαιρετικά ευρηματικός -χρόνος, κίνηση, ροή, ακόμη και παρήχηση του ρο – και μετά με το εξαιρετικό εξώφυλλο, όπου παλιές φωτογραφίες και εικόνες, που δένουν με τα κείμενά του, στριφογυρίζουν μέσα στη ροή του αποτυπωμένου χρόνου αιωρούμενες.
Είναι τόσο σημαντικός ο τίτλος ή η αισθητική του εξώφυλλου; Για τον αναγνώστη είναι το πρώτο βήμα για να πλησιάσει το βιβλίο, ελπίζοντας ότι και το περιεχόμενο θα είναι, το πιθανότερο, αξιόλογο. Και έτσι συμβαίνει με το καινούριο βιβλίο του Καισαρίδη. Είναι.
Πολλά, πάρα πολλά μικρά κείμενα, (μερικά αγγίζουν μόλις τις 4-5 σειρές), τροφοδοτούν με χυμούς τον κορμό της συλλογής του, για να ανθίσει στην κορυφή του ένας κόσμος φτιαγμένος από μνήμη και χρόνο.
Εικόνες από το παρελθόν, που συνομιλεί όμως με το παρόν σε μια αδιάσπαστη συνέχεια, πλέκονται με πρόσωπα, γεγονότα και αφηγήσεις, που κυλούν αβίαστα με αίσθηση του μέτρου από τον συγγραφέα σε ότι αφορά στην ποσότητα και συνάμα με απόλυτη ελευθερία στην πλεύση του σε μια ονειρική ατμόσφαιρα φυγής.
Από τα διηγήματά του, ή καλύτερα τα κείμενά του, λείπει η πλοκή, αυτό που συνηθίσαμε μέχρι τώρα να ονομάζουμε πλοκή. Κι όμως, μια λεπτομέρεια, μια φράση που πετιέται στο χαρτί, μπορεί να κινήσει εικόνες που θα λέγονταν από άλλους με σπατάλη λέξεων. Ο Καισαρίδης δεν ξοδεύει λέξεις. Δεν ξοδεύεται.
Άλλοτε τρυφερός, άλλοτε σκληρός, στις εικόνες του λόγου του αγγίζει κάποιες φορές οδυνηρά τον Εμφύλιο!
Ο αξυπόλυτος
Ξυπόλυτο τον πήρανε τον μικρότερο αδελφό τους. Μεγάλη Βδομάδα. Από τότε μέχρι και σήμερα και οι οκτώ δωρίζουν μόνο παπούτσια στα βαφτιστήρια τους.
Του αδελφούλη τους τα λαμπριάτικα δεν φορέθηκαν ποτέ.
……………..
Ασώματος κεφαλή
Ένας χωροφύλακας Καρανάτσιος, από τα μέρη τα δικά μας, πέρυσι πέθανε, δεν έσφαξε τότε στον Εμφύλιο στη Σκούλιαρη ένα κορίτσι και πέταξε το κεφάλι του στον γκρεμό;
Και μέχρι να φτάσει στο ρέμα το κεφάλι φώναζε:
“Μη με σφάξεις! Μη με σφάξεις!”
Δικοί του άνθρωποι, που φύγαν και τους αγάπησε ή άλλοι, που άξιζαν να μπουν στις σελίδες του, είναι ψηφίδες ενός αλλιώτικου ψηφιδωτού πολύ παλιού, που έχει όμως τη λάμψη του καινούριου. Ο πατέρας του, ο εξάδελφός του ο Λάκης, που τον έμπασε στον κόσμο των βιβλίων, η ποιήτρια Κική Δημουλά, ο αρχαιολόγος Θανάσης Παπαζώτος σ’ ένα συγκινητικό πορτρέτο, αλλά και απλοί λαϊκοί άνθρωποι που ρημάχτηκαν από το χρόνο και τις συνθήκες ζωής, στριφογυρίζουν στο καλειδοσκόπιο της μνήμης του αποτυπωμένοι με τον δικό του πάντα τρόπο.
Ο Λάκης στους Αγίους
[…] Λίγο πριν τελειώσω το δημοτικό τον θυμάμαι να καταφθάνει μια μέρα στο σπίτι μας με μια όλο μπιχλιμπίδια φλορέτα. Πεντακόσια πενήντα χιλιόμετρα απόσταση. Βγάζει, μου χαρίζει το Παύλος Μελάς και το Παραμύθια της Μακεδονίας. Στο δωμάτιο με τη σόμπα οι άλλοι να συζητάνε κι εγώ να διαβάζω… Από τότε βιβλίο και Λάκης έγιναν ένα. […]
[..] Τελευταία φορά… μονόκλινο… Υγεία… Ολόγυμνος… Σεντόνι μπρος στο φύλο του. Σταύρωση…
Σωληνάκι στη μύτη… στην κοιλιά. Όξος και λόγχη…
Λάμψη κατακίτρινη…χέρια, πόδια ανοιχτά. Αποκαθήλωση…
Ανασηκωμένος… μόνος… βλέμμα στο ταβάνι… χαμόγελο. Ανάληψη…
……………………..
Ναυσικά
[…] Η μάνα της στα μαύρα ως το τέλος. Ο πρόωρα γερασμένος πατέρας της αξύριστος πάντα. Αμίλητοι. Ακίνητοι.
Το σπίτι, άβαφο από τη μέρα του χαμού της, έστεκε ρημάδι. Ο ανύπαντρος αδελφός της βρέθηκε ξαφνικά μια μέρα νεκρός εντός του.
Ναζίκα, Ναζίκα,
Πόσους νερά αιώνες του Ευξείνου διέπλευσε
το όνομά σου για να φτάσει ως εμάς;
Ναζίκα, Ναζίκα,
αθάνατο ερώτημα ζωής διακεκομμένης, μου αναθυμίζεις
τις επί ματαίω επικλήσεις στο άπιαστο αμετάκλητο.
Η αφαίρεση στο ύφος του Καισαρίδη, που πολλές φορές είναι έντονα ποιητική, προσδίδει ιδιαίτερη δυναμική στις περιγραφές του, όπως στην παρακάτω εικόνα:
Η λίμνη
[…] Στέκεται απέναντί της, το μαντήλι του δεμένο στην παλάμη ανοιχτά, τη χαιρετά πηδώντας στα δάχτυλα των ποδιών, τραγουδούν στο στήθος του τ’ ασήμια, σείει την πάλα του, κίνηση ανεπανάληπτης λεβεντιάς και υπέρτατης συμμετοχικής έκστασης, σκύβει σε βαθιά υπόκλιση, φιλάει το χέρι της μάνας, το πιάνει και μπαίνει πρώτος. Ο ζουρνάς, αργά, ζεσταίνει μια ελεύθερου τύπου ζαλιστική μελωδία […]
Γλώσσα μελετημένη, που δε χάνει όμως τον αυθορμητισμό της, ιδιαίτερα όταν απεικονίζει την εκφορά του λόγου λαϊκών ανθρώπων. Αν προσθέσουμε σ΄αυτήν και το άρωμα του Παπαδιαμάντη, που είναι συνειδητή επιλογή του συγγραφέα και το αφήνει να ποτίζει ανεπαίσθητα τις σελίδες του, μαζί με τη θεατρική διάσταση που δίνεται μοιραία, εξαιτίας και της θεατρικής παιδείας που διαθέτει, τότε μιλάμε για έναν ιδιαίτερο κόσμο γλώσσας και ύφους, στον οποίο ο αναγνώστης μπαίνει, αναπαράγοντας τις δικές του εικόνες και τα δικά του συναισθήματα.
Και, για να χρησιμοποιήσω μια δική του φράση από τη “Λίμνη”, κλείνοντας θα πω πως το βιβλίο του Καισαρίδη
“Πλέει σαν σκάφος αλιείας χρόνου πάνω σε μια λίμνη βαθιάς μουσικής συγκίνησης”.
………….
Παλιότερη συνέντευξη του Γιάννη Καισαρίδη στη Φαρέτρα μπορείτε να τη διαβάσετε ΕΔΩ