“Γιώργου Λιόλιου «Έρημος σταθμός» / Η παράσταση” γράφει η Δέσποινα Παπαγιαννούλη
Η πορεία προς την αναγέννηση της μνήμης
Της Δέσποινας Παπαγιαννούλη*
Ο θεατής και η παράσταση
Όταν κάθομαι στο μπαλκόνι μου, στα πάνω ορεινά της πόλης και βλέπω τον τσιμεντένιο όγκο της μπροστά μου να τον σπάνε, εδώ κι εκεί, κάποια λιγοστά κομμάτια της παλιάς Βέροιας, όσα ασφυκτιούν να επιβιώσουν και από τις δύο πλευρές της οδού Μητροπόλεως, ακούω, από τα κάτω πεδινά, να φτάνει στα αυτιά μου το θλιμμένο σφύριγμα του τρένου.
Και τότε, με πιάνει μια νοσταλγία, μια θλίψη, ένα παράπονο, καθώς θυμάμαι το σταθμό με τα στεκούμενα νερά και την εγκατάλειψη των πανέμορφων κτιρίων του γαλλικού ντεκοβίλ. Ένας σταθμός που όλο τον περασμένο αιώνα έζησε αναχωρήσεις, αφίξεις, αποχαιρετισμούς, γέλια και κλάματα, ερωτικές εξομολογήσεις, σπαρακτικούς χωρισμούς, ελπίδες, φόβους κι επιθυμίες, τώρα ζει σε νεκροφάνεια. Όλος ο μικρόκοσμος από ζωές ανθρώπων αυτής της πόλης χάνεται στον αδηφάγο μακρόκοσμο της λήθης.
Τα αδέσποτα που ζουν εκεί, τραγικές φιγούρες εγκατάλειψης κι αυτά και μάρτυρες ταυτόχρονα όσων θλιβερών ζει σήμερα ο σταθμός, τον κοιτούν κατάματα σα να κοιτούν την πληγωμένη του μνήμη να αιμορραγεί, πεθαίνουν μέρα τη μέρα μαζί του και κανείς δε συγκινείται, κανείς δε νοιάζεται γι’ αυτό τον αργό, εξοργιστικό θάνατο.
Όλο αυτό το πικρό συναίσθημα που διογκώνεται μέσα μου κάθε φορά που ακούω το σπάνιο πια σφύριγμα του τρένου, αισθάνθηκα, ξαφνικά, ότι μορφοποιήθηκε και βρήκε αποδέκτη. Θαρρείς και ταξίδεψε μέσα από διαύλους μυστικής επικοινωνίας των λέξεων και των συναισθημάτων και συναντήθηκε με τη δημιουργική θλίψη ενός ανθρώπου, για τα ίδια πράγματα, για τον ίδιο τόπο. Αυτό το βασανιστικό συναίσθημα, λοιπόν, βρήκε τη θέση του μέσα στο υπέροχο κείμενο ενός συντοπίτη μας συγγραφέα, του Γιώργου Λιόλιου. Το ανακάλυψα τη βραδιά που είδα την παράσταση που βασίστηκε στο κείμενό του, στο σταθμό της πόλης μας, στις 26 αυτού του Ιούνη.
Η σκέψη πως δεν είμαι μόνη, πως είμαστε όλοι εμείς που μας ενώνει αυτό το κείμενο, όσοι αγανακτούμε με την τόση εγκατάλειψη, μαλάκωσε τον κόμπο της πίκρας μου. Έγινε η ηχηρή σιωπή όλων εμάς που συμμετείχαμε στην παράσταση. Έγινε μια σπονδή συγχώρεσης στη μνήμη που την αφήνουμε, παρατημένο κουφάρι, να κλαίει τις νύχτες στο σταθμό, μαζί με τα αδέσποτα.
Η πορεία προς τη μνήμη – στοιχεία και συντελεστές της παράστασης
Το κείμενο που γράφτηκε σε μία εποχή κρίσης έξω κι εντός μας, με όλα τα στοιχεία αυτής της κρίσης να μεταφέρονται αυτούσια και στη γραφή του συγγραφέα, το ορίζει η δράση κι αφήγηση, το θέατρο κι η λογοτεχνία, μαζί. Και τα δύο προστρέχουν να υπηρετήσουν τη μνήμη. Γιατί δίχως τη μνήμη δεν υπάρχει ούτε λογοτεχνία, ούτε θέατρο. Έτσι, έρχονται στοργικές θεραπαινίδες οι λέξεις αλλά και κοφτερές λεπίδες που χτίζουν το κείμενο, για να φωτίσουν τις αναμνήσεις των ανθρώπων της γενέθλιας πόλης και της κάθε πόλης που ενώνει ο συρμός Salonique à Monastir. Γιατί, τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τη μνήμη και τις αναμνήσεις του; Ένα τίποτα είναι.
Τα πρόσωπα του έργου, δίχως όνομα, είναι όλοι αυτοί που εκπροσωπούν την κοινότητα των ταξιδιωτών αυτού του σταθμού. Είναι οι κάτοικοι της πόλης που υποδύονται οι Ανδριάνα Αμανατίδου, Αναστασία Καραγιάννη, Ευάγγελος Καραΐνδρος και Νίκος Τσέγκος. Υποστηρίζουν όλοι πειστικά τους ρόλους τους, καθώς διαρκώς αυτοί αλλάζουν, από ιστορία σε ιστορία. Οι μόνοι σταθεροί ρόλοι που πλαισιώνουν τους υπόλοιπους είναι της Γυναίκας-σταθμός, της μνήμης του σταθμού και του Σταθμάρχη, ως κομβικά σύμβολα του κειμένου.
Όλοι είναι σε διαρκή κίνηση, φεύγουν, επιστρέφουν σαν τους δείκτες του ρολογιού, σαν τον αμείλικτο χρόνο που κυλάει και μας καλεί να ενεργοποιηθούμε όλοι εμείς που απλά κοιτάμε τα τρένα να περνάνε στο σταθμό. Όλοι περιστρέφονται γύρω από τη Γυναίκα-μνήμη, το κεντρικό πρόσωπο που αφηγείται πόσο πάλεψε να ζήσει και να αγαπηθεί, να μην ξεχαστεί, να μην πεθάνει.
Αυτό το πρόσωπο-σύμβολο το ερμηνεύει εξαιρετικά, η Βερόνικα Αργέντζη. Τα συναισθήματά της, που αλλάζουν διαρκώς, αναδύονται ανάγλυφα μέσα από τη συνομιλία της με το μηχανοδηγό, Δαμιανό Οικονομίδη, τον άνθρωπο- σταθμό αυτόν που τη γνωρίζει τόσο καλά αλλά και μέσα από τις αφηγήσεις της που γίνονται σπαρακτικοί, εσωτερικοί μονόλογοι.
Σε όλη την αφήγησή της το ταξίδι είναι διπλό. Μας ταξιδεύει σε έναν πραγματικό χρόνο της Ιστορίας των προσώπων και του τόπου αλλά και σε έναν φανταστικό, εσωτερικό χώρο και χρόνο. Αυτόν που ορίζει μια εικόνα του κόσμου και αναπαριστά τη συλλογική μας επιθυμία για μια συνάντηση, μια ευτυχισμένη συνύπαρξη με τον άλλο, τον ξένο, τον έτερο εγώ. Σε μία εποχή κρίσης και πανδημίας, που είναι μια χρυσή ευκαιρία να αλλάξει η οπτική μας για τα πράγματα, η μνήμη είναι που μας οδηγεί να απλώσουμε το χέρι στον άλλον, σαν προέκτασή της, να ενωθούμε μαζί του και να γιορτάσουμε όλοι μαζί τη χρυσή εποχή του ανθρώπου.
Όσο ο πραγματικός χώρος και χρόνος του κειμένου αναδύεται μέσα από φωτογραφίες αλλά και ιστορίες-αφηγήσεις της Γυναίκας-μνήμης του σταθμού που καλύπτουν όλο τον περασμένο αιώνα, το «δράμα σε στάσεις» ανοίγει δρόμους για να μπορέσουμε να δούμε την αλήθεια της ζωής και της ύπαρξης.
Η προσεγμένη ενδυματολογία, η καλλιτεχνική επιμέλεια αλλά και η σημαντική συμβολή όλων όσων στήριξαν την παράσταση έδωσε ένα αποτέλεσμα, τολμώ να πω, εξαιρετικό. Ήταν μια προσφορά στην παράσταση και σε μας, μιας όμορφης και νοσταλγικής αύρας της εποχής, όπου ο σταθμός έσφυζε από ζωή. Μια ειλικρινής προσφορά που συντέλεσε στη γενική συν+κίνηση.**
Όλα τα παραπάνω συνωμοτούν υπέρ της γραφής που κι αυτή κυλάει πάνω στις ράγες, σαν ένα ταξίδι των λέξεων που σταματάνε σε κάθε ιστορία-σταθμό για να θυμίσουν, να δείξουν, να αφυπνίσουν την αποκοιμισμένη μας συνείδηση και να οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση για όσα επικίνδυνα συμβαίνουν γύρω μας.
Το κείμενο έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κειμένου της σύγχρονης θεατρικής γραφής. Ένα βασικό στοιχείο του είναι οι διαρκείς επαναλήψεις κομβικών φράσεων που κυριαρχούν και οδηγούν στην πολυπόθητη συνειδητοποίηση του θεατή, όπως τα λόγια της Γυναίκας- μνήμης του σταθμού: «Κι αν μ’αγαπήσει κάποιος; Κι αν μ’ αγαπήσει κάποιος;» Αυτή τη γενικότερη έλλειψη αγάπης, που ξεκινάει από τις ανθρώπινες σχέσεις και αγγίζει το βιασμό της μνήμης του τόπου και του ίδιου του ανθρώπου, ανατέμνει, περίτεχνα, στο κείμενό του ο Λιόλιος.
Όλη η Ιστορία του εικοστού αιώνα που στιγμάτισε την πόλη ξετυλίγεται μπροστά και μέσα σε ένα βαγόνι του σταθμού, ένα μικρό σκηνικό θεάτρου που ανοίγει βήμα το βήμα και μετουσιώνεται σε ένα πανανθρώπινο σκηνικό της Ιστορίας και της μνήμης, ένα Theatrum Mundi .
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Λασπιάς κατάφερε, μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες συνύπαρξης των συντελεστών της παράστασης, να κάνει πειστικό αυτό το δύσκολο πέρασμα από τον μικρόκοσμο του σταθμού, στο μακρόκοσμο των σταθμών του κόσμου που ορίζουν τη μνήμη και τη ζωή μας. Έστησε μια καλή παράσταση, μια σοβαρή, μεστή θεατρική πρόταση.
Ξεκινώντας αυτό το ταξίδι, ο σκηνοθέτης στήνει μπροστά μας τον κοινωνικό ιστό των ανθρώπων, αστούς και αστές, κυρίως, αφού είναι η εποχή του «Orient Express» και της γραμμής Παρίσι- Κωνσταντινούπολη. Ο κοσμοπολίτικος απόηχος των σταθμών της εποχής που μοιάζει να ανοίγει δρόμους προς την ευτυχία του ταξιδιού, φαίνεται πως έχει φτάσει και μέχρι το μικρό σταθμό της πόλης μας. Αυτό το στίγμα της μεγαλειώδους λάμψης των τρένων της εποχής το δίνει ο λαμπερός πολυέλαιος και το σκηνικό που στήθηκε, ευρηματικά, μέσα στο βαγόνι του τρένου.
Όσο για το χορευτικό με τα ζευγάρια να στροβιλίζονται πάνω στη σκηνή και το ζεϊμπέκικο της μνήμης να αποδίδεται με ένα χορευτικό μονόλογο, μοντέρνο, δυνατό, γεμάτο ενέργεια, συμπυκνώνει ό,τι προηγήθηκε. Η βασική χορεύτρια, Αφροδίτη Γεωργιάδου, διεκδικεί, με τις μαρτυρίες του σώματος, τη συλλογική επιθυμία. Είναι η ενσάρκωση της μνήμης που θέλει να αγαπηθεί, του ανθρώπου που θέλει να αγαπηθεί.
Αυτή η σωματοποίηση που μοιάζει στην αρχή με μια συγκρατημένη οργή, ξεσπάει και γίνεται συλλογική κραυγή και απελευθέρωση με το ηχηρό χτύπημα των χεριών της χορεύτριας, πάνω στο θεατρικό σανίδι. Είναι η ώρα της κάθαρσης και της διεκδίκησης της αληθινής ζωής, στο θεατρικό χωροχρόνο του, εδώ και τώρα.
Η αποθέωση της μνήμης
Μέσα από τις ιστορίες-σταθμούς αναδύεται η προσφυγιά που πάλεψε για την επιβίωση και που έφερε τα αρώματα, τον κοσμοπολιτισμό της, την αισιόδοξη οπτική της ζωής, κυρίως από τη Σμύρνη και τη Μικρασία αλλά και από τον Πόντο. Έναν πολιτισμό που πριν προλάβει να μπολιαστεί στον τόπο, τον τραυμάτισαν ο πόλεμος, ο απάνθρωπος διωγμός των Ελλήνων-Εβραίων της Βέροιας, το πλιάτσικο μετά το μακάβριο ταξίδι τους από κάποιους ντόπιους, η μετανάστευση στη Γερμανία.
Οι Gastarbeiter, αυτοί που γύρισαν στη γενέθλια γη, πέρα από το σπίτι, το αυτοκίνητο και τη σύνταξη, που εξασφάλισαν για τον εαυτό τους, κατά άλλα δεν έφεραν μαζί τους παρά το νεοπλουτισμό και τη «σαμπάνια να ποτίζουν τα λουλούδια», αλλοιώνοντας και καταστρέφοντας έτσι, τη φυσιογνωμία του τόπου.
Είναι καιρός για σκληρές αλήθειες και το κείμενο τις καταθέτει μπροστά μας, όπως οφείλει κάθε κείμενο που σέβεται τον εαυτό του. Είναι γροθιά στο στομάχι του θεατή, αυτό το direct στοιχείο, που, συχνά, χρειάζεται χρόνο για να αφομοιωθεί και που το μετριάζει ο υπέροχος ποιητικός λόγος του συγγραφέα. Αυτή η πορεία του θεατή από τον κόσμο το μικρό προς τον κόσμο το μέγα αλλά και το πάνω-κάτω των αντιθέσεων που ενεργοποιούν το θεατή μας κάνουν μάρτυρες και κοινωνούς της αυστηρά κριτικής ματιάς του συγγραφέα αλλά και της οδύνης του για την ίδια μας την ιστορία και τη μνήμη που αγνοούμε.
Οι εξαιρετικές μουσικές, οι προβολές από αποσπάσματα ιστορικών ντοκυμαντέρ που αφορούν βασικά στιγμιότυπα των ιστορικών γεγονότων, στη μία εξωτερική πλευρά του βαγονιού, σπάνε το σκηνικό στο χθες και το συνδέουν με το σήμερα, μέσα από την ευρηματική παρέμβαση του κινηματογράφου και του φωτισμού που παίζει με τη Γυναίκα -μνήμη του σταθμού και με τη σκιά της, καθώς εκπροσωπείται από τη διαρκή παρουσία της πάνω στο σανίδι.
Η Γυναίκα-μνήμη ταξιδεύει χέρι με χέρι με τον συγγραφέα πάνω στη σκηνή, που σαν γητευτής των λέξεων, τις κάνει σημαίες και ταμπούρλα και την αποθεώνει. Σταθερός αρωγός του σ’ αυτό το σκοπό ο σκηνοθέτης, Γιάννης Λασπιάς. Ένας άνθρωπος που τολμάει, αφού στο ξεκίνημα της καριέρας του δούλεψε πάνω σε κείμενο της ανατρεπτικής Βιρτζίνια Γουλφ.
Μετά από αυτό το τοπίο της απόλυτης δυστυχίας που φέρνει ο πόλεμος και η ανθρώπινη διαστροφή, ακολουθεί το χτίσιμο ενός τοπίου της απόλυτης ευτυχίας. Ένα θεατρικό τοπίο που βάζει το θεατή μπροστά στη μεγάλη αντίθεση της ζωής και της ύπαρξής του.
Οι ανθισμένες ροδακινιές και οι ζουμεροί, αφροδισιακοί καρποί τους, που στέλνονται με τα βαγόνια στη Γερμανία, επαγγέλονται μέρες ευτυχίας και ερώτων των νεαρών ζευγαριών της πόλης. Τα χρυσοκόκκινα ροδάκινα πετιούνται από χέρι σε χέρι και γίνονται στα χέρια των ερωτευμένων θεατρικό παιχνίδι και παιχνίδι διεκδίκησης της ζωής και της ευτυχίας. Ο έρωτας και η μνήμη ζωντανεύουν και διεκδικούν τις ευτυχισμένες μέρες καθώς συμβολίζουν την ελπίδα και την αναγέννηση της πόλης και των ανθρώπων της.
Η ευθύνη του θεατή
Το έργο κλείνει με τη Γυναίκα-μνήμη του σταθμού. Μια θεατρική personna, μια ενσάρκωση του ίδιου του ανθρώπου σε κρίση, με το βασανισμένο πρόσωπο σε αμφιθυμία, ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα φανταστικό, ποιητικό διάλογο με ένα μικρό αγόρι. Είναι ένας εκπρόσωπος της κοινότητας όλων των μικρών αγοριών, όλων των νεαρών παιδιών της πόλης. Τον ικετεύει να την πλησιάσει, βήμα το βήμα, να μην την ξεχάσει.
Ταυτόχρονα, ξεσπάει και σε μία έκρηξη θυμού όπου μας καλεί να φύγουμε μακριά από αυτόν τον τόπο που φτύνει τη μνήμη του. Ένα κάλεσμα για μία φυγή στο Μόναχο, τόπο που επαγγέλλεται την ευτυχία, εκεί που ταξιδεύουν τα ροδάκινα της ερατεινής Ημαθίας αλλά και τόπο διαμονής για σπουδές του συγγραφέα, που πλέον αποκαλύπτεται. Είναι αυτός που έφυγε και ξαναγύρισε και που αγωνίζεται για την αποκατάσταση της μνήμης του τόπου που τον γέννησε, βάζοντας τα γεγονότα στη πραγματική τους διάσταση, με μοναδικό του όπλο, την πένα του.
Ένας καλά κρυμμένος ραψωδός, ο συγγραφέας, που βρίσκεται διαρκώς πίσω από τις λέξεις του κειμένου του, πάνω στη σκηνή, ταυτίζεται με τον ίδιο το λόγο που αφηγείται, μοιράζεται εικόνες, βιώματα και μύχιες σκέψεις του μαζί μας, υποφέρει για τη μνήμη του σταθμού και της πόλης που αδίστακτα βιάζεται, καλεί το θεατή στη σπονδή και την κάθαρση .
Όλη η οργή, η αγανάκτηση, η καταστροφή ενός σταθμού, μιας πόλης, της ίδιας της ζωής μας, το άδειασμα του ανθρωπισμού μας, το έγκλημα σε βάρος του πολιτισμού, έχουν έναν αόρατο αποδέκτη που λάμπει δια της απουσίας του. Είναι το πολιτικό σύστημα και οι άνθρωποι που το υπηρετούν. Είναι αυτός ο εξοργιστικός παρασιτισμός σε βάρος του ανθρώπου και της μνήμης που ο συγγραφέας απαξιώνει, δίχως να κάνει καμία ευθεία αναφορά, δείχνοντάς μας, ωστόσο, τις καταστροφικές επιπτώσεις του.
Όλη η παράσταση είναι μία κραυγή ενάντια σε αυτό το άρρωστο σύστημα που μας οδηγεί κατευθείαν σε ένα κάλεσμα, μας βάζει μπροστά στην ευθύνη να δούμε τον κόσμο μέσα από μία άλλη οπτική, μία συλλογική ματιά. Είναι μια απόλυτα πειστική πρόταση να κάνουμε την υπέρβαση και να αποκαταστήσουμε την ξεχασμένη μνήμη, αναλαμβάνοντας ο καθένας το δικό του μερίδιο ευθύνης.
Καλούμαστε, με όλα τα δυνατά μέσα που επιστρατεύει μια παράσταση, όπου όλα είναι σε ενέργεια και σε συνέργεια, να δώσουμε την απάντηση στο καίριο ερώτημα, «ΜΕΝΩ Η΄ΦΕΥΓΩ από τον τόπο μου;», όπως και να απαντήσουμε σε πολλά ακόμη ερωτήματα που αναδύονται, ταυτόχρονα.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η απόφαση να σταθούμε, υπεύθυνα, απέναντι στο μικρό αγόρι της πόλης μας και στις επερχόμενες γενιές, είναι κυρίαρχη. Γιατί, δεν είμαστε παρά μονάχα εμείς, όλοι μαζί, που έχουμε την ευθύνη αλλά και τη δύναμη να ζωντανέψουμε και να αποκαταστήσουμε τη μνήμη του σταθμού, τη μνήμη του τόπου και των ανθρώπων του. Μονάχα έτσι, μπορούμε να τιμήσουμε την ίδια μας τη ζωή και να ενεργοποιήσουμε την πολυπόθητη διεκδίκηση της ευτυχίας μας.
* Υποψήφια διδάκτορας στο Σύγχρονο Θέατρο.
** Οφειλή, για την ουσιαστική υποστήριξη της παράστασης, στους: Γιώργο Βέγκο φωτιστή, Αντώνη Ζορμπά ηχολήπτη,ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βέροιας βεστιάριο, Ελένη Μαυροκεφαλίδου βοηθό φροντιστηρίου, Δημήτρη Κοντσίδη φωτογραφίες, Αντώνη Χατζηδημητρίου κινηματογράφηση, Κωνσταντίνο Θώμογλου σχεδιασμό αφίσας, Μαρία Σιμιτζή κομμώσεις, Ελένη Τσιάφκα μακιγιάζ, Ελένη Μαυροκεφαλίδου επικοινωνία, Δρεζίνα ΑΜΚΕ εκτέλεση παραγωγής.
Σημείωση Φαρέτρας: Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι από pliroforiodotis