Η Ελληνική «δυστοπία»… γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα» (Ν. Καζαντζάκης)
Και ενώ η Ελλάδα θα έπρεπε να διάγει εν «εθνική ευωχία» λόγω της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, εντούτοις βιώνει τον εφιάλτη της ηθικής παρακμής, της πολιτικής δυσανεξίας, της οικονομικής αβεβαιότητας (βοηθούντος και του κορονοϊού – η ξεχασμένη γενική απόλυτος), της μετα-αλήθειας και των fake news των Μ.Μ.Ε., του δεσποτισμού της υποκουλτούρας, της γλωσσικής αφυδάτωσης, της υφέρπουσας κοινωνικής αποσύνθεσης, της απουσίας ουσιαστικής παιδείας, της αποϊδελογικοποίησης της κοινωνικής συμπεριφοράς και ενός διάχυτου κοινωνικού μιθριδατισμού.
Σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να προστεθεί και το χρόνιο πρόβλημα των σχέσεών μας με την Τουρκία. Οι «σύμμαχοι» γείτονες καθημερινά απειλούν και προκαλούν διεκδικώντας συν-διαχείριση του Αιγαίου, αφοπλισμό των νησιών και μοίρασμα του υποθαλάσσιου πλούτου. Ειρωνεύονται τον πολεμικό μας εξοπλισμό (αγορά Rafale…), μέμφονται την Ευρώπη για τον «φιλελληνισμό» της, υπερτονίζουν την πληθυσμιακή υπεροχή τους, μάς υπενθυμίζουν την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής και γενικότερα μάς προετοιμάζουν για τη νέα Οθωμανική αυτοκρατορία του 21ου αιώνα (ο γνωστός χάρτης του Stratfor για την Τουρκία του 2050 από τον αμερικανό αξιωματικό πληροφοριών Τζορτζ Φρίντμαν). Τελευταία διακινούν και πληροφορίες περί δήθεν παρενοχλήσεων τουρκικών αεροπλάνων και του «Τσεσμέ» από ελληνικά F16.
Το γκρίζο τοπίο
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν το γκρίζο τοπίο των ημερών μας, την Ελληνική δυστοπία. Κανείς δεν ονειρεύεται την ουτοπία για την Ελλάδα του προσεχούς μέλλοντος. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να εξασφαλίσουμε ένα πλαίσιο ευτοπίας λαμβάνοντας υπόψη και τη σκληρή πραγματικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της. Οι όροι Ουτοπία, Δυστοπία και Ευτοπία κυριαρχούν στο λεξιλόγιό μας δίνοντας ο καθένας το δικό του περιεχόμενο σε αυτές.
Μια εξειδικευμένη καταγραφή της ελληνικής δυστοπίας θα βοηθούσε όχι μόνο στην κατανόηση της ελληνικής πραγματικότητας αλλά και στην παρακίνηση για το χτίσιμο μιας άλλης Ελλάδας με αφόρμηση τον «εορτασμό» για τα 200 χρόνια της απελευθέρωσής μας. Ένας εορτασμός που τείνει να μετατραπεί σε ένα requiem για τη ζοφερή εικόνα της σημερινής Ελλάδας.
α. Οικονομία: Τα οικονομικά δεδομένα της χώρας μας προκαλούν ανησυχία, αφού οι συνέπειες της πανδημίας είναι καταλυτικές και χωρίς ημερομηνία λήξης. Είναι λάθος να εφησυχάζουμε λόγω της Ευρωπαϊκής στήριξης. Όταν, όμως, θα σταματήσει η τύπωση πληθωριστικού χρήματος από την κεντρική ευρωπαϊκή τράπεζα και το «λεφτόδεντρο» θα αποδειχτεί μία απάτη για τους πολίτες μιας ανύπαρκτης χώρας της «Καλοπερασίας», τότε οι κάτοχοι του παγκόσμιου πλούτου θα μας θέσουν κάποια βασανιστικά διλήμματα του τύπου: Μνημόνιο ή κάποιες εδαφικές παραχωρήσεις. Πολίτες και πολιτική ηγεσία θα πρέπει να μάθουμε σήμερα να ζούμε με λιγότερα για να έχουμε περισσότερα αύριο. Δάσκαλός μας οι εθνικές πτωχεύσεις του παρελθόντος και το δίδαγμα πως η οικονομικής εξάρτηση συνοδεύεται κι από εθνική εξάρτηση. «Φειδώ τοι χρηστή, εν καιρώ δε και δαπάνη», (Δημόκριτος: Η φειδώ είναι βεβαίως ωφέλιμη, στον κατάλληλο όμως χρόνο και η δαπάνη).
β. Πολιτική – Δημοκρατία: Η πολιτική ζωή της χώρας μας και συνακόλουθα η δημοκρατία βρίσκεται σε μία κατάσταση ανισορροπίας αφού οι πολιτικές δυνάμεις δεν βρήκαν ένα ελάχιστο πεδίο για συναινέσεις. Η κατάκτηση της εξουσίας κατέστη αυτοσκοπός και γι’ αυτό η πολιτική διεξάγεται με όρους συνθηματολογίας, προσωπικών αντιπαραθέσεων και λαϊκιστικού λόγου. Απουσιάζουν οι προτάσεις για μια άλλη ποιότητα πολιτικής αντιπαράθεσης και οι θέσεις για την Ελλάδα της επόμενης δεκαετίας. Η δημοκρατία φαίνεται να λειτουργεί, αλλά στην ουσία οι καίριες αποφάσεις λαμβάνονται από εξω-θεσμικά κέντρα (οικονομικά συμφέροντα, επιχειρηματικά κέντρα…). Οι πολίτες εθίζονται είτε σε μία συμπολιτευτική σκέψη είτε σε μία άνευρη και χωρίς αντιπροτάσεις αντιπολιτευτική σκέψη. Κι αυτό γιατί το πολιτικό σύστημα δεν «παράγει» πολίτες, αλλά οπαδούς κομμάτων. Η μετα-δημοκρατία είναι ο αυριανός μας πολιτικός εφιάλτης, όταν οι νόμοι της αγοράς θα αντικαταστήσουν τον δήμο, το λαό.
γ. Παιδεία – Γλώσσα: Η παιδεία ως ο «μεγάλος ασθενής» της χώρας μας τείνει να εκλείψει, αφού πολλοί την έχουν ταυτίσει ή αναθέσει στην εκπαίδευση. Ξεχνάμε πως η παιδεία παρέχεται ή αντλείται από πολλά πεδία και γι’ αυτό πρέπει να εξασκούμεθα στην πρόσληψή της. Η συμπεριφορά του αστυνομικού, του δημοσίου υπαλλήλου, του οδηγού, του φορολογούμενου, ο πολιτικός λόγος, η ηθική της εξουσίας, η απόκτηση πλούτου, η τήρηση του νόμου, τα βιβλία που διαβάζουμε και η ανεκτικότητά μας προς τον «διαφορετικό» αποτελούν ένα τυπικό δείγμα της παιδείας που λαμβάνουμε καθημερινά. Ακόμη και ο έπαινος ή ο ψόγος – ανάλογα με το ύφος και τη λέξη που χρησιμοποιείται – συνιστά μία μορφή παιδείας. Και επειδή όλα είναι γλώσσα είναι κοινοτυπία να επισημάνουμε το ρόλο της στην παιδεία. Ένας χείμαρρος ξένων λέξεων πιέζει ασφυκτικά το γλωσσικό μας χώρο. Υφέρπει ένας ασυνείδητος αφελληνισμός, αφού η γλώσσα δεν συνιστά μόνο ένα όργανο επικοινωνίας αλλά και συστατικό στοιχείο της ατομικής και εθνικής ταυτότητας. Κανείς δεν προσβλέπει σε μία γλωσσική ξενηλασία, αλλά σε μία λελογισμένη αφομοίωση ξένων όρων εκεί όπου η ελληνική γλώσσα αδυνατεί να βρεί τον αντίστοιχο όρο.
δ. Κοινωνική συνοχή: Η ελληνική κοινωνία δίνει την εντύπωση πως περνά μία περίοδο αμηχανίας για αυτά που συντελούνται γύρω της (πανδημία, ηθικός εκτραχηλισμός, αβεβαιότητα, φόβος…) και γι’ αυτό εξηγείται η «ηχηρή» αφωνία της. Ένας κοινωνικός μιθριδατισμός διαπερνά το κοινωνικό σώμα και αφυπνίζεται ή αντιδρά μόνο σε γεγονότα που προκαλούν φόβο ή κατάπληξη. Γι’ αυτό και οι γνωστές – λίγο υποκριτικές – φράσεις: Δεν είδα, δεν ήξερα ή το ήξερα αλλά φοβόμουν να το πω, όλοι το ξέραμε. Από την άλλη πλευρά η κοινή γνώμη εύκολα ρέπει σε αναγνώσματα και ακούσματα που σπιλώνουν ζωές. Αυταρχικές πλειοψηφίες και «επαναστατικές μειοψηφίες» (χωρίς λόγο και αιτία) ζυμώνουν τις κοινωνικές μας συμπεριφορές. Αδυνατούμε να βρούμε το μέτρο και ένα κοινωνικό modus vivendi. Οδεύουμε πάνω σε ένα τροχήλατο από την απολιτική παθητικοποίηση και την τάση για ένταξη στην αγέλη στην αναίτια αντίδραση και με ασυγχώρητη επιθετικότητα σε θέματα ήσσονος σημασίας. Υπερευαίσθητοι στα μικρά, απαθείς στα μείζονα. Διαμορφωτές αυτής της κοινωνικής συμπεριφοράς τα Μ.Μ.Ε. που εύκολα καταφεύγουν είτε στην τρομολαγνεία είτε στην αποσιώπηση ή παραποίηση της αλήθειας – εικόνας της πραγματικότητας με στόχο τον κοινωνικό εφησυχασμό.
ε. Εθνική ασφάλεια: Η Ελλάδα «αιχμάλωτη» της γεωγραφίας της αγωνίζεται να επιβιώσει ως έθνος εδώ και αιώνες και ως κράτος εδώ και 200 χρόνια. Οι εχθροί πολλοί, οι λίγοι φίλοι ζητούν το αντίτιμο της βοήθειάς τους και οι Έλληνες ισορροπούν ανάμεσα στην λογοκρατούμενη Δύση και στην Ανατολή που κυριαρχείται από την «πίστη» και το συναίσθημα. Η Ιστορία μάς πιέζει να φανούμε αντάξιοι του παρελθόντος, αλλά εμείς δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε τον πατριωτισμό μας γιατί «κάπως και κάποτε» λοιδορήθηκε ως «εθνικισμός». Άλλοτε μάς φοβίζει η «εθνική μας μοναξιά» κι άλλοτε νομίζουμε πως όλοι πρέπει να μας βοηθήσουν χάριν του ενδόξου παρελθόντος. Για τα λάθη μας μονίμως φταίνε οι ξένοι, αλλά για τις νίκες και τις επιτυχίες μας η μοναδικότητα των ελληνικών γονιδίων. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση που τείνει να αφανίσει το έθνος μας φαίνεται πως δεν απασχολεί σοβαρά καμία πολιτική δύναμη. Οι Τούρκοι καγχάζουν για την «εθνικά υπερήφανη στάση μας» (όπου αυτή δείχνεται) λέγοντας πως η Ελλάδα είναι μικρή, αφού ο πληθυσμός της ισούται με τον μαθητικό πληθυσμό τους. Εύκολα ενθουσιαζόμαστε με μία συμμαχία ξεχνώντας πως «μεταξύ των κρατών υπάρχουν μόνον συμφέροντα» (Χόχουτ). Σίγουρα για την εθνική μας επιβίωση χρειάζονται οι σύμμαχοι, αλλά χωρίς το δικό μας «ξίφος» δεν νοείται εθνική ασφάλεια και ελευθερία. Γι’ αυτό πρέπει ως λαός να προετοιμαστούμε για όλα, όχι από φιλοπολεμική διάθεση ή από ένα αίσθημα εθνικής μειονεξίας, αλλά για τη δικαίωση του ποιητή «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», (Κάλβος).
«Θα κάνουμε κράτος…»
Η καταγραφή του παραπάνω δυστοπικού τοπίου μόνο προβληματισμό μπορεί να προκαλέσει. Όλοι βλέπουν τα αδιέξοδα, αλλά κανείς – και ιδιαίτερα οι θεματοφύλακες του έθνους – δεν ενημερώνουν το λαό και ούτε προτείνουν τρόπους «διαφυγής» και υπέρβασης.
Εθνικοί μειοδότες δεν υπάρχουν και είναι εθνική παρακμή να εκτοξεύονται μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων τέτοιοι χαρακτηρισμοί. Η εθνική συστράτευση είναι αναγκαία καθώς και η διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς πάνω στις αρχές της οικουμενικότητας και των πανανθρώπινων αξιών. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως η αγάπη για την πατρίδα και το έθνος συνιστά μία συντηρητική στάση ζωής. Όσοι ευαγγελίζονταν πως η παγκοσμιοποίηση θα αποδυναμώσει τις «πατρίδες» και θα εξαφανίσει τα έθνη, μάλλον λάθεψαν.
Χρέος μας – και επ’ ευκαιρία των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους – να συμπληρώσουμε και να τελειώσουμε ή εδραιώσουμε σε γερές βάσεις την υπόσχεση – ομολογία – απάντηση του Κ. Κανάρη σε έναν αυστριακό πλοίαρχο, που υποτιμητικά μίλησε στον υπερήφανο πυρπολητή.
«Το κράτος σας; Αλλά εσείς δεν έχετε κράτος!»
«Σαν δεν έχουμε κράτος, θα το κάνουμε».
—————————–
Χρήσιμα άρθρα
Ηλίας Γιαννακόπουλος, blog ΙΔΕΟπολις:
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com
-
Η κανονικότητα στην Ελλάδα
-
Το υποκείμενο νόσημα των Ελλήνων
-
Εθνικός στρουθοκαμηλισμός