Απόψεις Πολιτισμός

“Ο μελαγχολικός Βίνσεντ μάς γεμίζει ελπίδες” γράφει η Αγνή Κατσιούλα

«Self-Portrait with Bandaged Ear», 1889. Η αυτοπροσωπογραφία του με μπαταρισμένο το κομμένο αυτί του
The Samuel Courtauld Trust, The Courtauld Gallery, London

Αγνή Κατσιούλα

Μπορεί να είναι δύσκολο να παραμείνουμε θετικοί σε δύσκολους καιρούς, αλλά το μέλλον αχνοφαίνεται συχνά πιο ηλιόλουστο όταν κοιτάζουμε από τη φωτεινή πλευρά του. Αυτό ισχύει τόσο για εμάς τον 21ο αιώνα, που ζούμε σε συνθήκες εγκλεισμού και απόγνωσης λόγω της πανδημίας Covid-19, όσο και για τον υπέροχο μάστερ Βαν Γκογκ του 19ου αιώνα, καθώς το πανέμορφο μουσείο της ολλανδικής πρωτεύουσας έρχεται να μας θυμίσει μέσα από το έργο του πέντε σταθμούς στη ζωή του που τον ενέπνευσαν για να διατηρήσει την πίστη του.

Ένας χρόνος χωρίς αγκαλιές και αγγίγματα. Ένας χρόνος με απανωτά λοκντάουν, κοινωνική αποστασιοποίηση, μάσκες και κωδικούς μετακίνησης. Καθώς η πανδημία λόγω Covid-19 μας απομάκρυνε από αγαπημένους, πολλοί από εμάς προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το βαθύ άγχος του εγκλεισμού χωρίς μάλιστα την ευλογία της διά ζώσης επαφής.

Λοιπόν το παραδέχομαι!… – και γνωρίζουμε πως στην ψυχανάλυση η παραδοχή είναι το πρώτο τεράστιο βήμα που σε οδηγεί στην ίαση.

Αν και έχω πλέον συνηθίσει να μην αγγιζόμαστε «ζεστά», παρηγορητικά και με αγάπη, αν και έχω μάθει να βάζω στην άκρη την ανάγκη της αγκαλιάς προς το παρόν, μπορώ με βεβαιότητα να πω πως σωματικά και ψυχολογικά υποφέρω από «πείνα στο δέρμα» (skin hunger) ή «πείνα αφής» (touch hunger) όπως περιγράφεται από τους ειδικούς επιστήμονες το τελευταίο διάστημα.

Η έλλειψη αφής σε συνδυασμό με περιόδους υψηλού στρες –από απώλεια εργασίας ή ενός πένθους, μιας έλλειψης κανονικότητας στην καθημερινότητα κ.λπ.– οδηγεί σε μεγαλύτερο άγχος, σε μεγάλο σωματικό και συναισθηματικό πόνο.

Εδώ έρχεται η επαφή (touch) με τους άλλους, που μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις καταστάσεις, ιδιαίτερα δε να «ηρεμήσουμε» τις επιδράσεις της (ορμόνης του στρες) κορτιζόλης, λένε οι γιατροί.

Οι άνθρωποι «σχεδιάστηκαν» για να αγγίζουν και να αγγίζονται. Η ανάγκη για αφή βρίσκεται θαμμένη μέσα βαθιά στο βιολογικό μας ρολόι, κάτω από τον ορίζοντα της συνείδησης.

Πριν από τη γέννηση, όταν το αμνιακό υγρό στη μήτρα στροβιλίζεται γύρω μας και το εμβρυϊκό νευρικό σύστημα μπορεί να διακρίνει το σώμα μας από τη μητέρα μας, ολόκληρη η «έννοια του εαυτού μας» έχει τις ρίζες της μόνο στην επαφή. «Ακούμε» τους ρυθμικούς χτύπους της καρδιάς της μάνας και ασφαλείς κουρνιάζουμε μέσα στο σώμα της που αγκαλιάζει την ύπαρξή μας.

Γεννιόμαστε και μετά το σοκ, η πρώτη επαφή, τις πρώτες στιγμές σ’ αυτόν τον κόσμο τις βιώνουμε πάνω στο «παρηγορητικό» γνώριμο σώμα της μάνας, από την άλλη πλευρά όμως.

Μεγαλώνουμε και καταλαβαίνουμε πως το ανθρώπινο σώμα έχει «δημιουργήσει» όλα τα μοντέλα του με βάση την αφή που λαμβάνει από τους γονείς και τους ανθρώπους που το φροντίζουν. Ικανοποιούμε όλες τις βασικές ανάγκες του σώματος των παιδιών με την αφή μας και ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνουν χωρίς το θεραπευτικό άγγιγμα.

Θυμάμαι τα παιδιά μου βρέφη, που θέλανε ένα απαλό άγγιγμα με την παλάμη μου στην πλάτη τους για να αποκοιμηθούν ήρεμα, ή ακόμα αργότερα σαν παιδιά που αποζητούσαν το χέρι ή το στέρνο του μπαμπά και της μαμάς μέχρι να έρθει ο Μορφέας να τα αποτραβήξει στον κόσμο του.

Ως ενήλικοι πια, ενδέχεται να μην κατανοήσουμε τη σημασία της αφής ακόμη κι όταν σε περιόδους της ζωής μας εξαφανίζεται, έχει όμως τεράστιο αντίκτυπο στην ψυχολογική και σωματική μας ευεξία, καθώς με τους στενούς φίλους και την οικογένειά μας αγγίζουμε ο ένας τον άλλον περισσότερο απ’ ό,τι πραγματικά αντιλαμβανόμαστε.

Παγιδευμένοι σε συνθήκες τρίτου σφοδρού κύματος της πανδημίας, μέσα στα γνώριμα τετραγωνικά του σπιτιού μας, μακριά από κοινωνικές και φιλικές εκδηλώσεις, χάσαμε τη μυρωδιά των ρούχων των φίλων μας, τη μυρωδιά των μαλλιών των ενήλικων παιδιών μας, μα πάνω από όλα τις καθημερινές αγκαλιές που γειώνουν το συναίσθημα και θεραπεύουν το σώμα.

Αχ, πόσο μας λείπουν αλήθεια!… η επαφή, η καθημερινότητά μας, οι συνήθειές μας! Αρπάζουμε τα μαξιλάρια του καναπέ, τα απορημένα κατοικίδιά μας, τα κρατάμε σφιχτά, υποκατάστατα για τις αγκαλιές που είχαμε και χάθηκαν.

Μπορεί να είναι δύσκολο να παραμείνουμε θετικοί αυτούς τους δύσκολους καιρούς, αλλά το μέλλον αχνοφαίνεται συχνά πιο ηλιόλουστο όταν κοιτάζουμε από τη φωτεινή πλευρά του. Αναμένουνε να περάσει ο ορυμαγδός και να έρθουν τα εμβόλια που όλο και καθυστερούν για να κάνουμε ολική επανεκκίνηση της ζωής και των επαφών μας.

Με αφορμή λοιπόν όλα αυτά που η ανθρωπότητα βιώνει τον τελευταίο χρόνο, το υπέροχο Μουσείο Βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ, που στέκει θαρρείς σαν πολύτιμο πετράδι στο κέντρο της Μεγάλης Πλατείας των Μουσείων, στην ολλανδική πρωτεύουσα, θέλησε να μας θυμίσει διαδικτυακά –καθώς ακολουθώντας τους κανόνες παραμένει κλειστό– μέσα από το έργο του μετα-ιμπρεσιονιστή Βίνσεντ, πέντε σταθμούς στη ζωή του που τον ενέπνευσαν για να διατηρήσει την πίστη του και να συνεχίσει να δημιουργεί.

Εμείς, τον 21ο αιώνα, ζούμε σε συνθήκες εγκλεισμού και απόγνωσης, όμως το παράδειγμα του υπέροχου μάστερ Βαν Γκογκ τον 19ο αιώνα είναι φωτεινό και ελπιδοφόρο. Η τέχνη και η δίψα για δημιουργία εκτοξεύει το συναίσθημα και τη θέληση των μοναχικών ανθρώπων ώστε να ξεπεράσουν τη μελαγχολία, την κατάθλιψη για να συνεχίσουν να πιστεύουν στη ζωή και την επαφή με τους άλλους ανθρώπους γύρω. Γνωρίζουμε τον συναισθηματικό αγώνα του ψυχωσικού Βίνσεντ, τις περισσότερες φορές μέσα από την καθημερινή αλληλογραφία με τον αγαπημένο μικρότερο αδελφό του Τεό (1857-1891), ο οποίος τον στήριζε οικονομικά και διατηρούσαν μια σχέση στοργής καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτές οι γεμάτες ελπίδα και αισιοδοξία φορτισμένες εποχές στη μικρή ζωή του Ολλανδού δημιουργού σίγουρα καθόρισαν και το μεγαλείο του έργου του.

Πρώτος σταθμός: ο Βίνσεντ χάνει τη δουλειά του, αλλά διατηρεί το πνεύμα του (1876)

Ήταν 23 ετών όταν ήδη εργαζόταν επί ενάμιση χρόνο για διεθνείς έμπορους τέχνης στη Χάγη και ειδοποιήθηκε πως σε λίγους μήνες θα έχανε τη δουλειά του. Τότε έγραψε στον Τεό: «Μέχρι τώρα, μάλλον βρίσκομαι στο σκοτάδι για το τι πρέπει να κάνω, αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε ζωντανή την ελπίδα και το θάρρος μας».

Αναζήτησε δουλειά, διάβαζε αγγελίες και καταχωρίσεις στις εφημερίδες και οι ελπίδες του δεν τον εγκατέλειψαν. Έστελνε παντού βιογραφικά και αιτήσεις με αποτέλεσμα λίγο πριν φύγει για το Παρίσι η επιμονή και η θέλησή του να ανταμειφθούν, καθώς κλήθηκε να ξεκινήσει μια δοκιμαστική περίοδο ως δάσκαλος σε σχολείο στην Αγγλία.

Van Gogh Museum, Amsterdam (Vincent van Gogh Foundation)

Δεύτερος σταθμός: ο Βίνσεντ βρίσκει την κλίση του (1880)

Σε ηλικία 26 ετών είχε κάνει κάθε είδους δουλειά αλλά ακόμα δεν είχε βρει το μονοπάτι του. Το 1880 ήταν η εποχή που έζησε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μαζί με άλλους εργάτες στην περιοχή Borinage του Βελγίου. Για λίγο καιρό, δεν είχε καμία επαφή με την οικογένειά του.

Μετά από 10 μήνες σιωπής, ο Βίνσεντ έγραψε μια επιστολή στον αδερφό του, όπου περιέγραψε τι τον κράτησε στις δύσκολες στιγμές:

«…Στον δρόμο που είμαι πρέπει να συνεχίσω. Αν δεν κάνω τίποτα, αν δεν μελετήσω, αν δεν συνεχίσω να προσπαθώ, τότε είμαι χαμένος, τότε αλίμονό μου. Ετσι το βλέπω, για να συνεχίσω, να συνεχίσω αυτό που χρειάζεται να γίνει. Αλλά ποιος είναι ο απώτερος στόχος σου, θα πεις. Αυτός ο στόχος θα γίνει σαφέστερος, θα διαμορφωθεί αργά και σίγουρα, καθώς το σχέδιο γίνεται σκίτσο και το σκίτσο ζωγραφική…»

Με τη βοήθεια του Τεό, η αναζήτηση του Βίνσεντ τον έφερε στο σχέδιο και στη ζωγραφική – τον δρόμο που θα ακολουθούσε για το υπόλοιπο της ζωής του.

Τρίτος σταθμός: ο Βίνσεντ ακολουθεί την καρδιά του (1881-1883)

Στα 28 του, ο Βίνσεντ ερωτεύτηκε την ξαδέρφη του Κι Βος (Kee Vos). Τον 19ο αιώνα, αυτό δεν θεωρούνταν περίεργο. Αλλά η Kee δεν ένιωθε το ίδιο. «Οχι, όχι, ποτέ» ήταν η απάντησή της όταν εκείνος εκδήλωσε την αγάπη του. Ομως δεν τα παράτησε. «Προς το παρόν θεωρώ το “όχι, όχι, ποτέ” σαν ένα κομμάτι πάγου που πιέζω στην καρδιά μου για να ξεπαγώσει», έγραψε στον Τεό.

Van Gogh Museum, Amsterdam (Vincent van Gogh Foundation) ​ ​

Η επιμονή του Βίνσεντ ήταν μάταιη. Αλλά η απόρριψη της Κι δεν συντρίβει τις ελπίδες του και αναζητά την αγάπη: «Αν ξυπνήσεις το πρωί και δεν είσαι μόνος και βλέπεις στη χαραυγή έναν συνάνθρωπο, αυτό κάνει τον κόσμο πολύ πιο ευχάριστο». Ο Βίνσεντ βρήκε έναν τέτοιο «συνάνθρωπο», έναν χρόνο αργότερα στη Χάγη, τη Σιέν Χούρνικ (Sien Hoornik). Του ποζάρει τακτικά ενώ περίμενε το δεύτερο παιδί της. Ο Βίνσεντ ήλπιζε να την παντρευτεί, καθώς την ένιωθε κοντά του. Εζησε μαζί με εκείνη και τα παιδιά της για έναν χρόνο, αλλά ποτέ δεν παντρεύτηκαν.

Τέταρτος σταθμός: ο Βίνσεντ κάνει μια πρόβλεψη (1888)

Από νωρίς στην καλλιτεχνική καριέρα του, ο Βίνσεντ ανέφερε ότι ελπίζει να παράξει γρήγορα κάτι που να πωλείται για κέρδος. Και το έκανε: στις Κάτω Χώρες, του ανατέθηκε να σχεδιάσει αστικά τοπία της Χάγης και, στο Παρίσι, πούλησε τον πρώτο του πίνακα σε έμπορο τέχνης. Αλλά πέρα από αυτό, είχε λίγη επιτυχία. «Αν είσαι ζωγράφος, θα σε περάσουν είτε για τρελό είτε για πλούσιο. Ενα φλιτζάνι γάλα κοστίζει ένα φράγκο, μια φέτα ψωμί και βούτυρο δύο, και οι πίνακες δεν πωλούν», έγραψε στον Τεό το 1888.

AP Photo/Frank Hormann

Η ζωή του ως καλλιτέχνη δεν ήταν εύκολη και φαίνεται σαν να δέχτηκε ότι το έργο του δεν θα πουλούσε. Ηταν όμως πεπεισμένος ότι η επιθυμία του να ζωγραφίσει θα έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα στο μέλλον. Εκανε λοιπόν μια ελπιδοφόρα πρόβλεψη για τους πίνακες του: «Θα έρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα δουν ότι αξίζουν περισσότερα από το κόστος του χρώματος και τα έξοδα επιβίωσής μου, στην πραγματικότητα θα είναι πολύ πενιχρά τα υλικά που βάζουμε μέσα τους».

Πέμπτος σταθμός: ο Βίνσεντ ελπίζει για καλύτερες στιγμές (1888-1890)

Σε ηλικία 35 ετών, ο Βίνσεντ ονειρευόταν να ιδρύσει μια αποικία καλλιτεχνών στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας. Το όνειρό του φάνηκε να γίνεται πραγματικότητα όταν ο Πολ Γκογκέν έμεινε μαζί του στο περίφημο Yellow House. Ομως οι εντάσεις, οι διαφορές απόψεων και το άγχος τον εξάντλησαν ψυχικά.

​Van Gogh Museum, Amsterdam (Vincent van Gogh Foundation) ​

Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, σε κατάσταση απόλυτης σύγχυσης, έκοψε το αριστερό του αυτί. Εισήχθη στο νοσοκομείο, αλλά επέστρεψε στη δουλειά στα μέσα Ιανουαρίου 1889. Σε επιστολή προς τον αδερφό του Τεό έγραψε: «Δεν ήξερα ότι θα μπορούσε να σπάσει το μυαλό κάποιου και ότι στη συνέχεια αυτό θα γινόταν καλύτερο».

Δυστυχώς, δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα, αφού υπέστη μια σειρά από ψυχωσικά επεισόδια με αποτέλεσμα τον εγκλεισμό του στο άσυλο του Saint-Rémy. Αλλά ο υπέροχος Βίνσεντ μπόρεσε και μάζεψε τα κομμάτια του και παρέμεινε σταθερά επικεντρωμένος στο μέλλον: «Εχω σίγουρα μια ελπίδα ότι […] θα έρθει μια στιγμή που θα παράγω ξανά, αν και στο άσυλο». Και όντως, ήρθε η ώρα, μέσα στο άσυλο βρήκε τη δύναμη και δημιούργησε περίπου 150 πίνακες.

Van Gogh Museum, Amsterdam (Vincent van Gogh Foundation, gift of Paul Gachet jr.)

Το συμπέρασμα είναι πως η μοναξιά μάς στραγγαλίζει, οι σκέψεις, τα συναισθήματα και η ζωή όταν δεν μοιράζονται μας πνίγουν. Αποζητάμε επαφή με τους γύρω, για να γιατρέψουμε πληγές και να ατενίσουμε ελπιδοφόρα το μέλλον. Το μέλλον που φαντάζει φωτεινό μέσα στο σκοτάδι καθώς ονειρευόμαστε τη στιγμή που θα γίνουμε πάλι όλοι μαζί μια αγκαλιά, τίποτε άλλο.

 efsyn.gr

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ