Η καθηγήτρια Παιδιατρικής Βάνα Παπαευαγγέλου ανακοίνωσε την θετική στάση της επιτροπής επιδημιολόγων στο άνοιγμα του λιανεμπορίου δηλώνοντας ότι «συναινέσαμε στην εισήγηση του υπουργείου Ανάπτυξης».
Επιβεβαίωσε δημοσίως, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση εισηγείται τα μέτρα για την διαχείριση της πανδημίας και η επιστημονική επιτροπή απλώς «συναινεί» και «εγκρίνει».
Παγκοσμίως, είθισται να γίνεται το αντίστροφο, αλλά το ελληνικό μοντέλο των – απροκάλυπτων πλέον – πολιτικών αποφάσεων στο όνομα της επιστημονικής επιτροπής είχε επιβεβαιωθεί πολλαπλώς πριν το επισφραγίσει η καθηγήτρια Παπαευαγγέλου.
Το άνοιγμα του λιανεμπορίου είχε προαναγγείλει από την Πέμπτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Χρήστος Ταραντίλης, το είχε υποδείξει ο πρωθυπουργός στην συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, και το προανήγγειλε ξανά χθες –πριν από την συνεδρίαση των επιδημιολόγων – ο Αδωνις Γεωργιάδης, για να επικυρωθεί εν τέλει από την επιτροπή Τσιόδρα.
Η απόφαση της επιτροπής, για την ιστορία, ήταν σχεδόν ομόφωνη – κατά τις πληροφορίες μειοψήφησε μόνον ένας καθηγητής, παρ΄ότι τις προηγούμενες ημέρες αρκετά από τα μέλη της εξέφραζαν και δημόσια τις αντιρρήσεις τους στο καθολικό άνοιγμα του λιανεμπορίου.
Οι λόγοι πίσω από αυτή την απόφαση ήταν η ασφυκτική πίεση που ασκήθηκε, δημόσια και παρασκηνιακά, από την κυβέρνηση υπό το βάρος της – όντως οριακής έως απελπιστικής – κατάστασης στην αγορά.
Μόλις προχθές ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών Σταύρος Καφούνης προειδοποίησε δημόσια ότι εάν δεν διασωθεί ένα, στοιχειώδες, έστω κομμάτι του τζίρου των εκπτώσεων τότε μία στις δύο επιχειρήσεις του λιανεμπορίου είναι καταδικασμένη να κατεβάσει οριστικά ρολά μετά το lockdown.
Την ίδια ώρα, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος προειδοποιούσε πως οι επιχειρήσεις στεγνώνουν από ρευστότητα καθώς η χορήγηση ρευστότητας από τις τράπεζες παραμένει, ουσιαστικά, ανύπαρκτη.
Και για να αποτραπεί σωρεία λουκέτων έστειλε επιστολή στους υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης ζητώντας προεξόφληση επιταγών από τις τράπεζες με την παροχή εγγυήσεων του ελληνικού Δημοσίου σε ποσοστό 80%.
Ακόμη πιο δραματικά ήταν τα μηνύματα που δέχθηκαν οι ηγεσίες των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης στις κατ΄ιδίαν συναντήσεις τους με τους φορείς της αγοράς.
Μετά και την απώλεια του τζίρου των Χριστουγέννων, οι επαγγελματίες του λιανεμπορίου κατέστησαν σαφές πως, εάν τουλάχιστον δεν ξεστοκάρουν στις εκπτώσεις, δεν θα υπήρχε ούτε η δυνατότητα πληρωμών του ΦΠΑ – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δημόσια έσοδα την ώρα που η ύφεση τρέχει με ρυθμό πάνω από 10%.
Συμπληρώνοντας το κάδρο, ο αρμόδιος για τα δημοσιονομικά αναπληρωτής υπουργός Θεόδωρος Σκυλακάκης είχε επίσης καταστήσει σαφές, κυρίως προς το Μαξίμου, ότι ήδη κοντεύουν να εξαντληθούν τα κονδύλια που έχουν προβλεφθεί στον προϋπολογισμό για τα μέτρα στήριξης στο σύνολο του πρώτου τριμήνου και πως πρέπει οπωσδήποτε να αρχίσουν να «μαζεύονται» οι δαπάνες κυρίως σε ό,τι αφορά την κάλυψη των μαζικών αναστολών συμβάσεων εργασίας.
Κοινώς, στο δίλημμα «οικονομία ή δημόσια υγεία» η κυβέρνηση επέλεξε το πρώτο, υπό το βάρος της, πραγματικά, οριακής κατάστασης στον εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο.
Το πρόβλημα είναι πως δεν το δήλωσε καθαρά και δεν ανέλαβε και το ρίσκο, και την πολιτική ευθύνη αυτής της επιλογής. Προτίμησε να κρυφτεί πίσω από την, καθ’ υπόδειξη, «επιστημονική ευθύνη», ανασύροντας παράλληλα, και για μια ακόμη φορά, και την «ατομική» και «συλλογική ευθύνη».
Το έπραξε πρώτος ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του στην Βουλή όταν, «ως ένδειξη καλής θέλησης» όπως είπε, απέσυρε την… δική του απόφαση για αύξηση του προστίμου παράβασης των μέτρων στα 500 ευρώ.
«Είμαι διατεθειμένος», είπε, «να κρατήσω τα πρόστιμα στα 300 ευρώ για μια εβδομάδα ώστε να δούμε πως θα ανταποκριθούν οι πολίτες. Αναγνωρίζουμε όμως απόλυτα ότι υπάρχουν συμπολίτες που επέδειξαν προκλητικότατες συμπεριφορές… Αλλά σε μια ένδειξη ότι θέλουμε την συλλογική ευθύνη και όχι τον φόβο του προστίμου θα κρατήσω το πρόστιμο στα 300 ευρώ».
Το έπραξε λίγο αργότερα και ο Άδωνις Γεωργιάδης ανακοινώνοντας ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να τα ανοίξει όλα, και χωρίς περιορισμούς, στο εμπόριο, αλλά εάν οι πολίτες δεν δείξουν ατομική και συλλογική ευθύνη και αναζωπυρωθεί η πανδημία, θα τα… ξανακλείσει όλα.
Ο υπουργός Ανάπτυξης όλο αυτό το ονόμασε «συμφωνία ευθύνης». Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά μια ακόμη μονομερής συμφωνία μη πολιτικής ευθύνης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.