«Όταν η καθημερινότητά σου γίνεται φυλακή, η εξόρμηση στη φύση γίνεται απόδραση.»
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
Χειμώνας.
Ξημέρωσε η πρώτη Κυριακή της καινούργιας χρονιάς.
Στο ημερολόγιο έγραφε: 03-01-2021.
Ο αόρατος, ύπουλος και θανατηφόρος εχθρός με το όνομα ‘‘Covid-19’’, που προκάλεσε -σε ολόκληρο τον Κόσμο- πάμπολλα προβλήματα μέσα στο ‘‘καταραμένο δίσεκτο’’ 2020, μάς «κρατούσε» σε καραντίνα μηνών και εξακολουθούσε να μάς «κρατά»…έγκλειστους στις έδρες μας, περιορίζοντας τις μετακινήσεις και ακόμη περισσότερο εκείνες τις εκτός Νομού.
Η κάθε μέρα μας γινόταν μονότονη, κουραστική και κάθε τόσο δυσκολότερη από την προηγούμενη.
Η άχαρη καθημερινότητά μας άρχιζε, πλέον, να μοιάζει με….«φυλακή»!!
Για να ξεφύγουμε από αυτήν, «σχεδιάσαμε», από την προηγούμενη, την «απόδρασή» μας προς την…ελευθερία.
Προγραμματίσαμε, λοιπόν, να βρεθούμε στην πολυπόθητη «γωνιά» μας, εκείνη της Φύσης, που μάς προσφέρει απλόχερα: την ελευθερία κινήσεων, την ηρεμία σκέψης, την ψυχική γαλήνη, την σωματική άσκηση, καθώς και τη χαρά μιας νέας εμπειρίας.
Το πρόγραμμά μας προέβλεπε ένα χαλαρό περπάτημα στις δασώδεις πλαγιές του ορεινού όγκου του βουνού Βέρμιο, που ορθώνονται, σε σχήμα θρόνου, πίσω και πάνω από τη ‘‘Βασίλισσα του Βορά’’, την Βέροια, που κοιτά προς τον καρποφόρο κάμπο Της και την πανέμορφη τεχνητή Λίμνη του Αλιάκμονα ποταμού (φωτ. 1).
Συγκεντρωθήκαμε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, αφού, πρώτα, στείλαμε το απαραίτητο, για την μετακίνησή μας, SMS στο 13033.
Τα ρολόγια μας δείχνανε 08.30΄ π.μ.
Ανταλλάξαμε ευχές για «Καλή χρονιά» και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.
Ο καιρός έδειχνε άστατος.
Πάνω από την πόλη αραιά σύννεφα, που στη συνέχεια -μετά το μεσημέρι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας-, θα φέρνανε στην περιοχή βροχές (φωτ. 2 και 3).
Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ανεκτή για την εποχή, κοντά στους 10ο C.
Ετοιμαστήκαμε να ξεκινήσουμε και: «Δεν πάμε λίγο παραπέρα;; Όλο το τελευταίο αυτό διάστημα, της καραντίνας, έχουμε ‘‘φάει με το…κουταλάκι’’ τις κοντινές από την πόλη μας διαδρομές!!», η στιγμιαία πρόταση από τον Θανάση.
Ήταν το…‘‘μέλι στη μπουκιά’’…για τον αρχηγό της Ορειβατικής μας ομάδας «Ο Τοτός».
Ο 82χρονος, έμπειρος και πολυπερπατημένος στους ορεινούς όγκους αρχηγός μας, δεν το σκέφτηκε για πολύ.
[ Δεν υπάρχει βουνό στον Ελλαδικό χώρο που να μη το έχει περπατήσει. Γνωρίζει τα μυστικά του καθένα από αυτά –όσα, φυσικά από αυτά, «επιτρέπουν» τα βουνά να μαθευτούν.
Είχε, επίσης, την τύχη να ορειβατήσει και σε κάποιους ορεινούς όγκους του εξωτερικού.]
Συνηθισμένος στις πολύωρες και μεγάλων αποστάσεων πορείες, που τις αποζητά τις Κυριακές και τα διήμερα των αργιών, δεν άργησε να απαντήσει.
«Και δεν πάμε;!!», απάντησε με μεγάλη χαρά.
Η πλειοψηφία κέρδισε.
Εγώ, που δεν είχα ακολουθήσει την ομάδα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν είχα λόγο να αρνηθώ.
Αυτό το: «Και δεν πάμε;;!!» του Τοτού, μάς έφερε, οδικώς, μέχρι τα σύνορα των Νομών Ημαθίας-Κοζάνης.
Μετά τα πολλά στροφηλίκια του ασφαλτόδρομου της διαδρομής, βρεθήκαμε στα 1.290 μέτρα υψόμετρο και κοντά στον «Σταθμό Αποχιονισμού Καστανιάς».
Λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα, και πηγαίνοντας οδικώς για Κοζάνη, συναντά κανείς τα, κάποτε πασίγνωστα για τα εύγευστα μεζεκλίκια τους, φαγάδικα της Ζωοδόχο Πηγή Κοζάνης (φωτ. 4).
Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας στο πλάτωμα του ασφαλτόδρομου, που υπάρχει απέναντι από την είσοδο στον Σταθμό.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την ορειβατική μας κυριακάτικη δραστηριότητα.
Η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 4,5ο C.
Η αίσθηση της πρωϊνής υγρασίας έντονη.
Η ομίχλη πηγαινοερχόταν, κρύβοντας και εμφανίζοντας, κατά διαστήματα, το όλο γύρω σκηνικό.
Ετοιμαστήκαμε. Φορτωθήκαμε τα κάπως ελαφριά σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Μπήκαμε στον ανηφορικό δασικό χωματόδρομο, που περνά δίπλα σχεδόν από την περίφραξη και από τα αριστερά του Σταθμού (φωτ. 5).
Το γύρω τοπίο βρεγμένο, μετά τις έντονες βροχοπτώσεις των προηγούμενων ημερών.
Τα πεσμένα καφετί χρώματος φύλλα, υγρά. Το χορτάρι γεμάτο μέσα στην υγρασία.
Βλέπαμε σταγόνες, «γαντζωμένες» ακόμη, στα γυμνά κλαδιά των δένδρων και των θάμνων.
Κάποιοι θάμνοι, που παρέμειναν «γιορτινά στολισμένοι», κάνανε τη διαφορά με τους χρωματιστούς καρπούς τους.
Προσπερνούσαμε σχηματισμένες, από το βρόχινο νερό, λιμνούλες στο χωματόδρομο.
Όπου κι αν «ταξίδευε» το βλέμμα μας, αντίκριζε ένα σκηνικό που δεν θύμιζε σε τίποτα χειμωνιάτικο. Περισσότερο έμοιαζε με εκείνο του φθινοπώρου (φωτ. από 6 έως και 9).
Απομακρυνθήκαμε από τον Σταθμό Αποχιονισμού και ανηφορίζοντας μπήκαμε στο δάσος οξυάς.
Συνεχίσαμε την πορεία μας πάνω στο λασπωμένο, σε πολλά σημεία του, δασικό δρόμο, που οδηγούσε στην κορυφογραμμή με τις ανεμογεννήτριες του Αιολικού Πάρκου και σε κάποιο σημείο του διασταυρωνόταν με έναν άλλο, που οδηγούσε προς την «Περδικόβρυση».
Η οσμή του βρεγμένου τοπίου έφτανε μέχρι τις μύτες μας.
Στα σημεία με λάσπες στο χωματόδρομο προσέχαμε πολύ.
Η περιοχή γεμάτη από τσιμεντοκατασκευασμένα πολυβολεία. Απομεινάρια πολέμων.
Φτάσαμε στο ένα απ αυτά.
Στο σημείο δεν καθυστερήσαμε καθόλου. Φωτογραφία και φύγαμε (φωτ. 10).
Συνεχίσαμε.
Λίγα μόλις μέτρα πιο πάνω και στη διασταύρωση των δασικών δρόμων, που συναντήσαμε στο γυμνό από ψηλή βλάστηση πλάτωμα, βγήκαμε από αυτόν που οδηγούσε προς την κορυφογραμμή του Αιολικού Πάρκου και ακολουθήσαμε εκείνον, τον ανηφορικό, με κατεύθυνση προς «Περδικόβρυση» (φωτ. 11).
Ξαναμπήκαμε σε δάσος οξυάς.
Η πορεία μας, εδώ, χαλαρή και παράλληλη με την κορυφογραμμή.
Η διαδρομή χωρίς ιδιαίτερες γεωμορφολογικές δυσκολίες.
Παντού επικρατούσε η «εκκωφαντική» σιωπή.
Κλαδί δεν κουνιόταν. Το δάσος στη χειμερία του νάρκη, «κοιμόταν».
Πουλιά δεν ακούγονταν και τα αγρίμια, κρυμμένα, μάς παρακολουθούσαν αθόρυβα.
Στα αριστερά μας η «χρυσοσκέπαστη», από τα καφετί και τα χρυσαφί χρωματισμού πεσμένα φύλλα, πλαγιά και στα δεξιά μας η συνέχειά της, που κατέληγε στις γύρω περιοχές του χωριού Καστανιά.
Κάπου-κάπου διακρίναμε, μέσα από τα γυμνά βρεγμένα κλαδιά των δένδρων, την Ιερά Μονή της «Παναγίας Σουμελά», το σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού, και κάποια από τα σπίτια του ορεινού χωριού.
Ταξιδεύοντας τη ματιά μας λίγο πιο πέρα, διακρίναμε την κορυφή «Μάτι Πουλιού» ή αλλιώς «Αράπης» (υψ. 1.237 μ.) και στο βάθος βλέπαμε, τον ορεινό όγκο του βουνού «Πιέρια» με το ελάχιστο χιονάκι στις κορυφές του (φωτ από 12 έως και 15).
Ψαλμοί από τα μεγάφωνα της Μονής δεν ακούγονταν. Η πλατεία της, με τα γύρω μαγαζάκια, ήταν άδεια από αυτοκίνητα. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε.
«Κυκλοφορούσε», μόνο, ο δολοφόνος κορωνοϊός, που εξ’ αιτίας του κλείστηκε όλος ο κόσμος στα σπίτια του.
Φτάσαμε στη θέση «Περδικόβρυση».
Η μεταλλική ποτίστρα για ζώα, γεμάτη νερό. (φωρ. 16).
Την προσπεράσαμε, δεν σταματήσαμε για ανεφοδιασμό των παγουριών μας.
Συνεχίσαμε.
Ο καιρός με τα παιχνίδια του.
Συννεφιά- ομίχλη- ήλιος και πάλι από την αρχή. Ευτυχώς δεν έβρεχε.
Βγήκαμε από το δάσος οξυάς και στη διασταύρωση δασικών δρόμων, προχωρήσαμε ευθεία, προσπερνώντας εκείνον, στα δεξιά μας, που οδηγούσε στο τοπωνύμιο «Κατσαρού».
Το τοπίο, πλέον, γυμνό. Η ψηλή βλάστηση απουσίαζε.
Φτάσαμε στη θέση «Καρούτες», με την μακρόστενη, στο σημείο εκείνο, μεταλλική ποτίστρα για ζώα (φωτ. 17).
Την προσπεράσαμε και συνεχίσαμε ακολουθώντας το δασικό δρόμο, που κάποτε ήταν μονοπάτι και μάλιστα το Ευρωπαϊκό «Ε4».
Δεν είναι το μοναδικό φαινόμενο.
Στα περισσότερα βουνά που ορειβατήσαμε, συναντήσαμε ορεινούς χωματόδρομους που έχουν διανοιχτεί πάνω στα ορειβατικά μονοπάτια, εξαφανίζοντάς τα.
Εμφανίστηκε ο ήλιος.
Η πορεία μας παράλληλη με την κορυφογραμμή, στα αριστερά μας.
Τη μυστηριώδη σιωπή του δάσους και της περιοχής άρχισε να τη διακόπτει ένας παράξενος ήχος.
Κοιτάξαμε προς την κορυφογραμμή και αντικρίσαμε τους «λευκούς γίγαντες», τις ανεμογεννήτριες, που άρχισαν να «ξεφυτρώνουν» ο ένας μετά τον άλλον κατά μήκος της και να «ορθώνουν» το γιγάντιο ανάστημά τους μέχρι τον…ουρανό.
Η περιστροφική κίνηση των 30μετρων και πλέον πτερυγίων, στο ψηλότερο σημείο της πανύψηλης μεταλλικής κολώνας, προκαλούσε την παράξενη αυτή βοή (φωτ. 18 και 19).
Συνεχίζαμε. Ακολουθούσαμε το «Ε4».
Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα και χαμηλά η ομίχλη, που κάλυπτε τον κάμπο της Ημαθίας.
Η Βέροια δεν φαινόταν.
Την Θεσσαλονίκη και τον Χορτιάτη δεν καταφέραμε να ξεχωρίσουμε μέσα από τα σύννεφα.
Διακρίναμε, όμως, την τεχνητή Λίμνη του Αλιάκμονα ποταμού, το καμάρι του Ημαθιώτικου κάμπου (φωτ. 20).
Προχωρούσαμε προς τη βάση της κορυφής «Φούρκα».
Κάποια στιγμή, φάνηκε η «σκαμμένη» κορυφή με τα πολλά ανοιγμένα ορύγματα, από την περίοδο των πολέμων, στο ψηλότερο σημείο της.
Δίπλα της ακριβώς οι δύο ανεμογεννήτριες, που την έχουν «πλησιάσει» επικίνδυνα και «προσπαθούσαν», με το μέγεθός τους, να αποσπάσουν την προσοχή μας από πάνω της (φωτ. 21).
Χαμηλά, η ομίχλη απομακρύνθηκε και φάνηκαν: η πόλη της Βέροιας, ο Ημαθιώτικος κάμπος, το ορεινό χωριό Γεωργιανοί -που το περάσαμε το πρωϊ οδικώς-, και η Λίμνη του Αλιάκμονα.
Την πόλη των Γιαννιτσών δεν καταφέραμε να ξεχωρίσουμε από το ομιχλώδες τοπίο (φωτ. 22).
Φτάσαμε στο διάσελο.
Δεν βγήκαμε από το μονοπάτι για να ανηφορίσουμε μέχρι τα 1.548 μέτρα, το ψηλότερο σημείο της κορυφής «Φούρκα».
Συνεχίσαμε, όμως, την πορεία μας πάνω στο Ευρωπαϊκό «Ε4», περνώντας ανάμεσα της βάσης της κορυφής και του γεωλογικού βαθουλώματος με το τοπωνύμιο «Βυθός».
Προορισμός μας η κορυφή «Ιμπιλί», που εκείνη την ώρα δεν διακρινόταν μέσα από την πυκνή ομίχλη (φωτ. 23).
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, βγήκαμε από τον ορεινό δρόμο, που αντικατέστησε κατά τη διάνοιξή του το Ευρωπαϊκό μονοπάτι και ακολουθήσαμε τους πέτρινους «κούκους» -πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη από ανθρώπινο χέρι- με την χαρακτηριστική τριχρωμία, λευκό-κίτρινο-μαύρο, της σήμανσης του «Ε4».
Βαδίζαμε πλέον το κλασικό μονοπάτι που περνούσε ανάμεσα από πέτρες διάφορων μεγεθών.
Αισθανόμασταν, επιτέλους, κανονικοί ορειβάτες, γιατί το βάδισμα στους χωματόδρομους μάς θύμιζε περισσότερο χαλαρούς περιπάτους.
Ο καιρός άστατος και η ομίχλη με τα παιχνίδια της.
Ο Αίολος «ανοιγόκλεινε» το σάκο του με τα…μποφόρ, τα οποία ή συγκέντρωναν ή απομάκρυναν την ομίχλη, η οποία άλλοτε έκρυβε και άλλοτε εμφάνιζε το γύρω τοπίο.
Παιχνίδια του θεού.
Και εμείς, απλοί θεατές του όλου σκηνικού, αισθανόμασταν την ψύχρα των αέρηδων στα γυμνά μέλη του σώματος (φωτ. 24, 25, 26)..
Η πορεία μας ανηφορική, σε μια πλαγιά με ομαλή κλίση. Τα απαιτητικά κομμάτια απουσίαζαν.
Φτάσαμε στην «σκαμμένη», σε πολλά σημεία της, κορυφογραμμή. Στο πέρασμά μας, συναντούσαμε σκόρπια ορύγματα.
Κοντεύαμε στην κορυφή «Ιμπιλί», η οποία δεν διακρινόταν μέσα από την πυκνή ομίχλη (φωτ. 27).
Φτάνοντας στα 1.675 μέτρα υψόμετρο της κορυφής, δεν σταματήσαμε.
Φωτογραφίες δεν μπορέσαμε να βγάλουμε.
Εάν η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή θα μπορούσαμε να δούμε όλο το γύρω τοπίο και τις περισσότερες από τις δεκάδες και πλέον κορυφές του ορεινού όγκου.
Θα βλέπαμε όλη την κορυφογραμμή μεταξύ των κορυφών «Καστανιά» (υψ. 1.626 μ.) και «Τσεκούρι» (υψ. 1.610 μ.) με τις ανεμογεννήτριες του Αιολικού Πάρκου.
Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας κυκλικά, θα βλέπαμε τις κορυφές: «Φούρκα» (υψ. 1.548 μ.), «Μαγούλα» (υψ. 1.760 μ.), τμήματα των κορυφών «Στουρνάρι» (υψ. 1.770 μ.) και «Ξηροβούνι» ( υψ. 1.804 μ.) κ.λ.π.
Δυστυχώς, η μουντή ατμόσφαιρα δεν μας το επέτρεψε.
Συνεχίσαμε την πορεία μας, η οποία ήταν πλέον κατηφορική.
Κατευθυνθήκαμε προς το χωριουδάκι Ιμπιλί.
Ανήκει στους Σαρακατσαναίους κτηνοτρόφους, που το χρησιμοποιούν τους καλοκαιρινούς μήνες μεταφέροντας στην περιοχή τα κοπάδια τους από τη Θεσσαλία.
Στιγμιαία απόφαση: « να ‘‘μεγαλώσουμε’’ τη διαδρομή».
Έτσι, δεν μπήκαμε στο σύντομο κλασικό μονοπάτι. Αλλά ακολουθήσαμε ένα «δικό μας», κάνοντας ένα μεγάλο ημικύκλιο.
Κοντεύαμε στο χωριουδάκι Ιμπιλί.
Πρώτα αντικρίσαμε το εξωκλήσι του «Πρ. Ηλία», που είναι κτισμένο στην κορυφή ενός λοφίσκου.
Φάνηκαν και οι χαρακτηριστικές λιμνούλες του χωριού των Σαρακατσαναίων.
Η ατμόσφαιρα άρχισε να καθαρίζει.
Τις προσπεράσαμε και κατευθυνθήκαμε προς τα πρώτα σπίτια (φωτ. 28 και 29).
Περάσαμε δίπλα από το μακρόστενο εγκαταλειμμένο κτίσμα στην είσοδο του χωριού και προχωρήσαμε προς την πετρόχτιστη και υποτυπώδη πλατειούλα του.
Φτάνοντας, κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι της «Αγ. Παρασκευής», να προσκυνήσουμε και να ανάψουμε κεράκι.
Στην πλαγιά, λίγο πιο πάνω από την πλατειούλα, ορθώνεται ένας χαρακτηριστικός μεταλλικός λευκός σταυρός, που διακρίνεται ακόμη και από μακριά.
Στη συνέχεια ο αρχηγός μας, ο Τοτός, μάς κέρασε κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
Ήταν ό,τι καλύτερο χρειαζόμασταν, εκείνη τη στιγμή, μετά από 2 ώρες και 30 λεπτά συνεχούς πορείας, με τα γεωμορφολογικά ανεβοκατεβάσματα της διαδρομής, για να βρεθούμε από τον «Σταθμό Αποχιονισμού» στο σημείο με το εκκλησάκι (φωτ. από 30 έως και 33).
Η ξεκούρασή μας σύντομη, μόλις 15 λεπτών.
Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για τη συνέχεια.
Προορισμός μας η κορυφή «Κερασιά».
Το πέρασμά μας, αρχικά, μέσα από το χωριό.
Περνούσαμε ανάμεσα από τα μικρά κλειδαμπαρωμένα σπιτάκια, με τις κόκκινες τσίγκινες σκεπές τους.
Παντού ησυχία, δεν υπήρχε ψυχή.
Στα στενά χωμάτινα δρομάκια περπατούσαμε μόνο εμείς και κάπου-κάπου συναντούσαμε και κάποιο…τροχοφόρο;;!!
Βρήκαμε ένα πλαστικό παιδικό ποδηλατάκι, που ήταν εγκαταλειμμένο στην άκρη του χωματόδρομου (φωτ. 34 και 35).
Βγήκαμε από το χωριουδάκι και κατευθυνθήκαμε προς το εξωκλήσι του «Αγ. Παντελεήμονα», που είναι κτισμένο στη βάση της κορυφής του προορισμού μας.
Ο καιρός καταπληκτικός. Ο ήλιος με τη ζεστασιά του ανέβασε τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας.
Ανέβασε, όμως, και τη διάθεσή μας για τη συνέχεια.
Η διαδρομή μας παράλληλη με τη ρεματιά, που περνάει λίγο πιο κάτω από το χωριό. Το δάσος οξυάς την έκρυβε τελείως.
Κοντεύοντας στον «Αγ. Παντελεήμονα», τον προσπεράσαμε και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε, την σχετικά ομαλή, πλαγιά που οδηγούσε στην κορυφή «Κερασιά» (φωτ. από 36 έως και 39).
Φτάσαμε στην κορυφή.
Χρειαστήκαμε 50 λεπτά χαλαρής πορείας για να βρεθούμε από το χωριό Ιμπιλί στα 1.610 μέτρα υψόμετρο της κορυφής (φωτ. 40).
Η θέα από την «Κερασιά» καταπληκτική.
Την ομορφιά, όμως, της όλης εικόνας που αντικρίζαμε την χάλαγαν οι ανεμογεννήτριες, που έχουν «φυτρώσει» σε όλες σχεδόν τις κορυφογραμμές του ορεινού όγκου.
Βλέπαμε την κορυφή «Μαγούλα» ή «Ύψωμα Ερεσσού» (υψ. 1.760 μ.), την «Γυμνή Κορυφή» (υψ. 1.759 μ.), την κορυφή «Ιμπιλί» (υψ. 1.675 μ.), το χωριό Ιμπιλί, την κορυφή «Καστανιά» ή «Ραντάρ» (υψ. 1.626 μ.), τα «Πιέρια Όρη», την κορυφή «Αγκάθι» (υψ. 1.650 μ.).
Και κοιτάζοντας χαμηλά, βλέπαμε: τις ρεματιές, τα γεωμορφολογικά βαθουλώματα και τα ορεινά χορτολίβαδα (φωτ. 41).
Στην κορυφή δεν καθυστερήσαμε πολύ.
Κόντευε η ώρα που οι μετεωρολόγοι, της Ε.Μ.Υ., προέβλεπαν έντονες βροχοπτώσεις στην περιοχή και έπρεπε να βιαστούμε.
Ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να επιστρέψουμε ακολουθώντας μία άλλη διαδρομή. Την πιο χαλαρή, δηλαδή και την πιο σύντομη, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας.
Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τον ορεινό δρόμο που διάνοιξε η εταιρία διαχείρισης του Αιολικού Πάρκου. Περνούσε από τη βάση της κορυφής «Μαγούλα» ή «Ύψωμα Ερεσσού» και συνέχιζε για την «Φούρκα» (φωτ. 42 και 43).
Η πορεία μας χαλαρή, χωρίς κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα.
Ο ορεινός δρόμος σε πολύ καλή κατάσταση (φωτ. 44).
Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι, ακόμη, με το μέρος μας και ο ήλιος συνέχιζε να ζεσταίνει την ατμόσφαιρα.
Φτάνοντας στη βάση της «Φούρκα», ακολουθήσαμε το Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4», που το αντικατέστησε ο ορεινός χωματόδρομος (φωτ. 45).
Από δώ και πέρα όλα τα περάσματα μάς ήταν πλέον γνώριμα. Τα περάσαμε ανηφορίζοντας.
Οι εικόνες τοπίων γνώριμες, αλλά με διαφορετική, αυτή τη φορά, γωνία φωτισμού.
«Φούρκα» – «Καρούτες» – «Περδικόβρυση» – θέση με το πολυβολείο – «Σταθμός Αποχιονισμού Καστανιάς»
Χρειαστήκαμε 2 ώρες και 35 λεπτά χαλαρής πορείας, χωρίς να συναντήσουμε απαιτητικά ανεβοκατεβάσματα, για να φτάσουμε από την κορυφή «Κερασιά» στα αυτοκίνητά μας.
Στο σημείο αυτό έχει φτάσει στο τέλος της η πρώτη, του 2021, «μεγάλη» ορειβατική δραστηριότητά μας, με πολλές εικόνες να «φωλιάζουν» σε μια γωνιά του μυαλού και με μία ακόμη εμπειρία να έχει προστεθεί στο… «ορειβατικό βιογραφικό» μας.
Τα σύννεφα άρχισαν να συγκεντρώνονται και να πυκνώνουν στον ουρανό.
Δεν καθυστερήσαμε καθόλου.
Μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και ξεκινήσαμε για την οδική επιστροφή στα σπίτια μας.
Καλή χρονιά με υγεία και καλές αναβάσεις.
Χρόνια πολλά.
«Είναι φορές που φεύγεις, όχι γιατί το θέλεις…Αλλά γιατί σε ανάγκασαν κάποιες άχαρες καταστάσεις.»
Απολογισμός :
Διαδρομή: «Σταθμός Αποχιονισμού καστανιάς» (υψ. 1.290 μ.) – «Περδικόβρυση» –
«Καρούτες» – «Ε4» – διάσελο «Φούρκας» – κορυφή «Ιμπιλί» (υψ. 1.675 μ.) –
χωριό Ιμπιλί – εξωκλήσι «Αγ. Παντελεήμον» – κορυφή «Κερασιά» (υψ. 1.610 μ.) –
επιστροφή από άλλη χαλαρή διαδρομή
Υψομετρική διαφορά : 530 μέτρα (με ανεβοκατεβάσματα)
Απόσταση : 24 χλμ. (GPS)
Χρόνος : 6 ώρες και 25 λεπτά (συνολικός χρόνος)