Χρονογράφημα

Γλυκερία Γκρέκου “Ο καλικάντζαρος”

—————–
Γλυκερία Γκρέκου
Τον είχε θερίσει η πείνα. Για ένα της φιλί ακόμα. Ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών.

Πριν δέκα τρεις μήνες είχε ανέβει στο βουνό. Αντάρτης από κούνια ήταν. Χωμένος στα σκιερά Πιέρια, θέριεψε το γένι του και η ψυχή του. Πέρασε νύχτες και νύχτες παγωμένες με τους συντρόφους του γύρω από μια φωτιά. Έμαθε για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Μα δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του και την δική του Ελευθερία. Με τις ξανθές πλεξίδες και τα ρόδινα μάγουλα. Τα τρία φιλιά που της είχε κλέψει, συχνά τον άφηναν ξάγρυπνο. Μετρούσε τ’ άστρα της νύχτας και σαν έβλεπε τον Αυγερινό, σηκωνόταν από τη γη και κοιτούσε προς την κώμη απέναντι του Ολύμπου. Εκεί κοιμόταν το κορίτσι, εκεί ζούσε η οικογένειά του.

Παραμονή των Φώτων ήταν, το 1947. Σηκώθηκε με προσοχή, σαν χορτάρι που το φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι. Πήγε στο καζάνι, ο αετομάτης Κώστας, γύριζε πλευρό όταν τον είδε.
“Πείνασε ο μικρός” σκέφτηκε και συνέχισε τον ύπνο του.
Ο μικρός, ονόματι Γιάννης, άπλωσε τις παλάμες του στον πάτο του καζανιού μια και δυο και τρεις φορές, πέρασε τα μαυρισμένα χέρια του στο κεφάλι, κυρίως στο πρόσωπο και στα ρούχα. Ύστερα, κλεφτά, ροβόλησε για το χωριό.
Υπολόγισε πως θα έφτανε πάνω στην ώρα που οι φίλοι του θα έκαναν τον μεγάλο σαματά.

Υπήρχε έθιμο εκεί, μετά τον Αγιασμό των υδάτων, να ξεχύνονται στους δρόμους και να εισβάλλουν στα σπίτια μεταμφιεσμένοι άντρες. Κάτι σαν καλικάντζαροι, να πούμε. Φορούσαν ρούχα σκούρα, παλιά, άλλοι πάλι ήταν ντυμένοι με προβιές, όλοι με τη μούρη τους μαυρισμένη, κρατώντας ένα μακρύ πράσο στα χέρια τους. Χτυπούσαν με αυτό όποιον συναντούσαν, ορμούσαν στα σπίτια, έπιαναν τον νοικοκύρη, τον κατάβρεχαν, γελούσαν όλοι. Κατά το μεσημέρι, λαχανιασμένοι και χαρούμενοι σταματούσαν το δρώμενο.
“Του χρόνου πάλι” , έλεγαν αναμεταξύ τους και σκόρπαγαν στα σπιτικά τους.
Ε, αυτό θα έκανε κι ο Γιάννης. Πέρσι το είχε στερηθεί, μα φέτος θα συμμετείχε κι αυτός στην καθιερωμένη φασαρία. Δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Το κάρβουνο τον είχε αλλάξει ολωσδιόλου. Μήτε η μάνα του δεν θα τον αναγνώριζε.

Γύρω στις έντεκα βρισκόταν έξω από το χωριό. Παραφύλαγε στα τελευταία σπίτια. Μέσα στα χιόνια. Σε κάποια σημεία, μαύρισε το λευκό. Με την ανάσα του ζέσταινε τις χούφτες του. Το αεράκι του Γενάρη έφερε στα αυτιά του φωνές και γέλια. Χώθηκε στο πρώτο υπόγειο που μπόρεσε. Άρπαξε ένα πράσο. Σχεδόν φυτεμένα τα είχαν οι Βλάχοι στα κατώγια τους, φερμένα από τα χωριά των Σερβίων.

Βγήκε στον κεντρικό δρόμο. Ζύγωσε στην πλατεία. Επικρατούσε πανδαιμόνιο. Τα πράσα σαν σπαθιά βαρούσαν τους περαστικούς. Κανείς δεν τον κατάλαβε. Έστριψε στο πρώτο στενό που οδηγούσε στο πατρικό του. Χτύπησε την πόρτα με δύναμη, άνοιξε η μάνα του.
‘’ Μη, μη μάνα μ’ ‘’, του είπε γελώντας με απλωμένα τα χέρια για να προστατευτεί.
«Εγώ, είμαι!» πρόλαβε να πει και έπεσε στην αγκαλιά της μουντζουρώνοντάς την. Τον πήρε η μυρουδιά από το φαγητό που έβραζε. Χοιρινό με λάχανο. Και τσιγαρίδες τηγανητές! Η μάνα έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Στην κυριολεξία!

Έφυγε τρέχοντας, να προλάβει. Ένα δρόμο παρακάτω, δίπλα στη βρύση ήταν το σπίτι της. Συνάντησε κι άλλους μασκαρεμένους. Τον βάρεσαν και βάρεσε. Καιρό είχε να γελάσει έτσι. Πλησίασε, χτύπησε την μεγάλη, ξύλινη εξώπορτα, τράβηξε το σχοινί και την άνοιξε. Όρμησε στην πέτρινη αυλή. Από το μαγεριό βγήκε η μάνα της, ξοπίσω κι αυτή με την αδερφή της.
‘’ Και του χρόνου, και του χρόνου! ‘’ είπε η γυναίκα γελώντας. Το δεκαεξάχρονο κορίτσι, σπίρτο αναμμένο τον κατάλαβε κι έκανε πως τον διώχνει.
‘’ Έξω , έξω ‘’ φώναζε και τον πήγε ως την πόρτα.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;»
Απάντηση δεν πήρε, παρά μόνο ένα γρήγορο, καπνισμένο φιλί.

Αλλόφρων πήρε τους δρόμους. Πήγε στο σιντριβάνι, που πριν λίγη ώρα είχε γίνει ο Αγιασμός. Έβαλε τα χέρια του στην σπασμένη, παγωμένη επιφάνεια. Μπούζι το νερό. Έριξε μια χούφτα στο πρόσωπό του. Μήπως και έρθει στα συγκαλά του.
Κοίταξε πάνω στο βουνό. Οι σύντροφοί του θα ανησυχούσαν.
Η ανάσα έβγαινε κοφτή, ντουμάνι ο παγωμένος αέρας. Δεν θυμάται πόση ώρα κάθισε εκεί.

Όταν χτύπησε την πόρτα του πατρικού του, τα κουτάλια έπεσαν στον σοφρά.
Δεν είπε τίποτα. Πήγε στον νιπτήρα, ξέπλυνε το πρόσωπό του. Έκλαψε όπως πριν λίγα χρόνια. Τότε που τον χτύπησε η μάνα του, γιατί είχε φάει κρυφά το μισό βάζο με το γλυκό κυδώνι.

Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Ούτε τα υπόλοιπα χρόνια. Όταν τον ρωτούσαν γιατί έφυγε από το βουνό, κατέβαζε τα μάτια κι άναβε τσιγάρο.
Μόνο εκείνος ήξερε το γιατί. Κι ας έλεγε ο παπα- Αναστάσης πως, το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς, ανήμερα των Φώτων, είχε κάνει το θαύμα του.
Πράγμα που πίστευε και η μάνα του και- λίγα χρόνια μετά- η γυναίκα του, Ελευθερία.
Μα, μόνο εκείνος ήξερε το γιατί.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ