Σωτήρης Μασταγκάς. Αφοσιωμένος με πάθος και συνέπεια στην Τοπική Ιστορία του Λιτοχώρου – Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
«Αγάπησα τον τόπο μου κι αυτός μου το ανταπέδωσε διπλά. Η δουλειά μου είναι φόρος τιμής σ’ αυτόν τον τόπο, που γεννήθηκα και μεγάλωσα.» Σωτήρης Μασταγκάς
………………………………………..
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ο Σωτήρης Μασταγκάς ανήκει σε κείνη την κατηγορία των ανθρώπων, που την αγάπη για τον τόπο τους την εκφράζουν μέσα από τον διαρκή αγώνα τους να καταγράψουν την Ιστορία του, γνωρίζοντας καλά πως η μνήμη αντιστέκεται στην πολιτιστική μετάλλαξη των λαών και είναι απαραίτητη για την εθνική τους επιβίωση.
Εκδίδει 18 τόμους «Χρονικών», Τοπικής Ιστορίας για το Λιτόχωρο, την πατρίδα του, από το 2009, με δικά του έξοδα, συγκεντρώνοντας παράλληλα οτιδήποτε μπορεί να φωτίσει την Ιστορία και τον Πολιτισμό του.
Η δουλειά του διακρίνεται για την αντικειμενικότητα της ματιάς, τη σοβαρότητα, την επίπονη και επίμονη έρευνα, τη συνέπεια απέναντι στο στόχο του και προπαντός για το πάθος που τον διακατέχει, καθώς διανύει αυτόν τον δύσκολο και υπεύθυνο δρόμο που διάλεξε να πορευτεί.
Στρατιωτικός με εμπειρία στην Ελλάδα και το Εξωτερικό, αποστρατευμένος με το βαθμό του Υποστρατήγου, διακρίνεται ως άνθρωπος για την ιδιαίτερη σεμνότητά του. Μιλά στη Φαρέτρα για το πάθος της έρευνας με την οποία ασχολήθηκε εδώ και πολλά χρόνια, για τις δυσκολίες της, αλλά και για τη χαρά της δημιουργίας, που αυτή προσφέρει. Πάνω απ’ όλα μιλά για τον τόπο του και την αμφίδρομη σχέση που τον δένει μαζί του.
——————————————
Ας ξεκινήσουμε από τα πρώτα χρόνια στο Λιτόχωρο, τον γενέθλιο τόπο σας, που αποτελεί για σας την πηγή έμπνευσης για την επίπονη και επίμονη έρευνα της Τοπικής Ιστορίας του. Κατάγεστε από παλιά οικογένεια. Ποιες είναι οι πρώτες προσλαμβάνουσες παραστάσεις σας από τον τόπο;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Λιτόχωρο, σ’ αυτήν την ίδια γειτονιά που ζω και τώρα, τελειώνοντας το 2ο Δημοτικό Σχολείο και κατόπιν το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Γεννήθηκα το 1956, και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, γιατί μεγάλωσα στη δεκαετία του ’60 και ανδρώθηκα σε κείνην του ’70. Κι αυτό, γιατί στο Λιτόχωρο τότε ο κόσμος ήταν πιο κοντά στη φύση, οι οικογένειες ήταν πιο δεμένες, τα παιδιά έπαιζαν στις αυλές και στους δρόμους, και η φιλία αναπτυσσόταν με γνησιότητα και ανάμεσα στα παιδιά, αλλά και ανάμεσα στους μεγάλους.
Έχω, λοιπόν, έντονα βιώματα από κείνη την εποχή, κάτι που το στερούνται τα σημερινά παιδιά.
Επιλέγετε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης για τις σπουδές σας, εισάγεστε μετά από εξετάσεις σ’ αυτήν και στη Σ.Σ.Α.Σ, αποφοιτάτε με άριστα από τη Νομική το ’78 και σταδιοδρομείτε στο Στρατολογικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Πώς καταλήξατε να γίνετε στρατιωτικός; Ήταν όνειρο ζωής;
Και οι δύο γονείς μου ήταν Λιτοχωρινοί. Από τη μεριά της μητέρας μου ήταν όλοι ναυτικοί και από τη μεριά του πατέρα μου μαστόροι, χτίστες. Ο παππούς μου ο Σωτήρης ήταν πρωτομάστορας του χωριού και το επάγγελμα το ακολούθησαν και τα δυο παιδιά του, και ο πατέρας μου και ο θείος μου. Μεγάλωσα, λοιπόν, με τα βιώματα των οικοδόμων και των ναυτικών.
Καθώς η κοινωνία του χωριού άλλαζε, μαζί με τα καινούρια δεδομένα που έφερνε η εποχή και, καθώς ήμουν εξαιρετικά επιμελής και ανήσυχος ήδη από το Δημοτικό, στράφηκα στην αναζήτηση άλλου επαγγέλματος.
Επέλεξα την ένταξη στον Στρατό, επειδή εκείνη την περίοδο μόλις είχε συσταθεί η Ταξιαρχία Λιτοχώρου και στον τόπο υπήρχε πολύς στρατός. Έτσι η επικρατούσα άποψη της εποχής, που ισχύει ακόμη και σήμερα, ήταν πως ο Στρατός πρόσφερε μια σίγουρη αποκατάσταση, που για μένα ήταν πολύ σημαντική, καθώς δεν μπορούσα να στηριχτώ στο σπίτι μου.
Βέβαια, όνειρό μου ήταν να πάω στη Φιλοσοφική, να γίνω φιλόλογος. Επειδή, όμως, το Στρατολογικό Σώμα της Σ.Σ.Α.Σ επέβαλε τη Νομική, την επέλεξα.
Ως στρατιωτικός υπηρετείτε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Ποιες εμπειρίες αποκομίζετε από τη θητεία σας αυτή και πόσο αυτή η στρατιωτική θητεία διαμόρφωσε τον χαρακτήρα σας;
Θα χρησιμοποιήσω μια πολύ απλή και λαϊκή φράση λέγοντας πως από τον Στρατό «έφαγα ψωμί». Μεγάλωσα την οικογένειά μου, γνώρισα την Ελλάδα, αλλά είχα και την εμπειρία του Εξωτερικού. Γνώρισα πόλεις, ανθρώπους, καταστάσεις…
Η Στρατολογία είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση. Δεν είναι το κλειστό στρατόπεδο, είναι μια ανοιχτή υπηρεσία. Έχεις επαφές με τον κόσμο, επικοινωνία με πολίτες.
Όσο για το πώς η ένταξη στο Στρατό διαμόρφωσε το χαρακτήρα μου, σίγουρα έχω να πω πως το πρώτο που σου δίνει αυτή η ένταξη είναι το αίσθημα της πειθαρχίας, η μεθοδικότητα που πρέπει να σε διακρίνει, ειδικά στη Στρατολογία. Βέβαια, μοιραία γίνεσαι και κάπως αυστηρός με την οικογένεια, πράγμα που ίσως δεν είναι απόλυτα καλό… Όταν είσαι υποχρεωμένος να τηρείς απαρέγκλιτα τους κανονισμούς, αυτό είναι φυσιολογικό να γίνει τρόπος ζωής. Στο Στρατό δεν μιλάμε απλά για επαγγελματισμό, είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία οφείλεις να προσαρμοστείς.
Βέβαια, η πειθαρχία και η μεθοδικότητα, η οργάνωση και η τάξη, ήταν πράγματα που για μένα ήταν σημαντικότατα κι όταν αργότερα αποφάσισα να στραφώ στην έρευνα της Τοπικής Ιστορίας.
Τοποθετείστε ως βοηθός Στρατιωτικός Ακόλουθος στο Ελληνικό Προξενείο της Νέας Υόρκης για δύο χρόνια. Αυτό το άνοιγμα των οριζόντων από το μικρό Λιτόχωρο και την Ελλάδα στη γιγάντια Νέα Υόρκη, πόσο σας έκανε να αποκτήσετε μια διαφορετική ματιά για τον κόσμο αλλά και για τον τόπο σας;
Στη Νέα Υόρκη πήγαμε οικογενειακά το ’96 και επιστρέψαμε το ’98. Ήταν μικρά τότε τα παιδιά μας και αυτό βοηθούσε. Αν και ήμουν διστακτικός αρχικά, τελικά ήταν μια έξοχη εμπειρία. Στην περίοδο που πήγαμε ζήσαμε τα καλά χρόνια της Αμερικής. Δε συμβαίνει το ίδιο σήμερα, ιδιαίτερα για τους μετανάστες, απ’ ό,τι ακούω.
Είδαμε μια διαφορετική χώρα, με διαφορετικό σύστημα, με διαφορετικούς ανθρώπους κι όταν γυρίσαμε πίσω, ένιωσα διαφορετικός, αναθεωρώντας πολλά πράγματα από κοινωνική αλλά και φιλοσοφική άποψη. Ένιωθα πως ήμουν σε άλλο πλανήτη.
Πέρα από τις εμπειρίες νομίζω πως απέκτησα την ικανότητα να κρίνω, να συζητώ, να σχολιάζω με μεγαλύτερη ευρύτητα, να αξιολογώ καταστάσεις. Έφυγα σαφώς πιο πλούσιος κοινωνικά και πνευματικά και ίσως αυτό το εύρος του άγνωστου κόσμου που έζησα μ’ έκανε ν’ αγαπήσω περισσότερο τον τόπο μου και να θελήσω αργότερα να ερευνήσω και να καταγράψω την Ιστορία του Λιτοχώρου.
Αποστρατεύεστε με το βαθμό του Υποστρατήγου και αφιερώνεστε στην έρευνα και την καταγραφή της Τοπικής Ιστορίας του Λιτοχώρου. Ιστορικά γεγονότα, ο πολιτισμός του, η λαογραφία του, αποτελούν για σας σκοπό ζωής. Πώς έγινε η στροφή;
Αποστρατεύτηκα στα 49 μου χρόνια. Ήμουν και ένιωθα ακόμα νέος και ζωντανός. Άλλωστε δεν αποστρατεύτηκα με αίτησή μου. Ένιωθα, λοιπόν, πως είχα ακόμη πράγματα να κάνω, να εκφραστώ, πλούσιος πια από εμπειρίες, αλλά και να φανώ χρήσιμος.
Πώς έγινε η στροφή; Ο κλάδος της Στρατολογίας στηρίζεται φυσικά στην αρχειοθέτηση, κάτι που γνώριζα εξαιρετικά καλά. Η φύση της δουλειάς είναι καθαρά αρχειακή. Μητρώα, αρχειακό υλικό 150 χρόνων πίσω… Υπηρεσία σχολαστική και άκρως γραφειοκρατική.
Αν και δέχτηκα μεγάλες πιέσεις, αφού συνταξιοδοτήθηκα, να ασχοληθώ με τα κοινά, με πολλές προτάσεις – δημοτική και νομαρχιακή αυτοδιοίκηση – δεν το αποφάσισα. Ο παππούς μου ο Σωτήρης, ο πρωτομάστορας, που διετέλεσε Κοινοτικός Σύμβουλος και Πρόεδρος της Κοινότητας Λιτοχώρου από το το 1934 μέχρι το 1959, με απέτρεπε από κάτι τέτοιο με πάθος. «Κοίταξε μην ασχοληθείς με τα κοινά» μου έλεγε.
Για μένα η καρδιά ενός τόπου είναι ο πολιτισμός κι έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ μ’ αυτόν, αναλαμβάνοντας την ευθύνη έκδοσης της εφημερίδας, που έβγαζε ο Δήμος, με τίτλο «Δημότης Λιτοχώρου».
Είχα την ευθύνη της για τρία χρόνια, βγάζοντας 40 σελίδες στη διμηνιαία της έκδοση. Την ανέλαβα στη δεύτερη τετραετία της έκδοσής της. Εκεί, σ’ αυτό το πόστο, απέκτησα μεγάλη εμπειρία και γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Ειδήσεις, σχόλια, άρθρα, παρελθόν αλλά και παρόν του τόπου.
Γνώρισα συλλόγους, φορείς, και προπαντός την κοινωνία του Λιτοχώρου. Μεγάλη εμπειρία αλλά και αφάνταστη κούραση μέχρι να φτάσει η εφημερίδα στο τυπογραφείο.
Κι από την εφημερίδα πώς γίνεται η αποκλειστική στροφή στην Τοπική Ιστορία;
Η εφημερίδα μού έδωσε την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με το παρελθόν του Λιτοχώρου, το ιστορικό και πολιτιστικό. Να το γνωρίσω. Έτσι κατάλαβα ότι αυτή η στροφή προς τα πίσω, η έρευνα της Τοπικής Ιστορίας, ήταν αυτό που επιθυμούσα βαθύτερα, έγινε ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων στόχος ζωής.
Διαπίστωσα πως, ενώ το Λιτόχωρο έχει μακρόχρονη Ιστορία, υπάρχει κενό στην καταγραφή της. Είδα ότι είχα αποκτήσει πια τις προϋποθέσεις και τη δυνατότητα να ασχοληθώ με την έρευνα και την καταγραφή ενός πλούσιου υλικού, που θα έβλεπε πια το φως. Είχα την αίσθηση πως έτσι μπορούσα να προσφέρω στον τόπο μου.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να βγάλω δική μου εφημερίδα, όταν σταμάτησε η έκδοση της δημοτικής. Είχα αποκτήσει τέτοια εμπειρία και ήμουν τόσο γνωστός, που το θεωρούσα εύκολο. Φορείς, σχολεία, οι πάντες με ενημέρωναν για την παραμικρή εκδήλωση.
Αν και η Κατερίνη έβγαζε τότε εφημερίδες, πουλούσε ο έντυπος τύπος, με προβλημάτιζε και το όποιο κόστος, που θα ήταν καθαρά δικό μου, αλλά και ο κόπος και το άγχος, που δεν θα ήταν και τα δυο λίγα.
Έτσι κατέληξα στην έκδοση μιας σειράς τόμων με θέμα την Τοπική Ιστορία του Λιτοχώρου, με τίτλο “Χρονικά”. Το 2009 ξεκίνησα και βγήκε ο α’ τόμος, που είχε ένα ποικίλο περιεχόμενο, Ιστορία, Πολιτισμός, Κοινωνία, Λαογραφία… Επιμεριζόταν σε τομείς, με επίκεντρο πάντα το παρελθόν, αλλά και αν υπήρχε κάτι αξιόλογο του παρόντος συμπεριλαμβανόταν κι αυτό.
Το 2010 βγήκε ο β’ τόμος, που ήταν ακόμη πιο βελτιωμένος. Ενώ το υλικό για τον α’ τόμο το είχα συγκεντρωμένο ήδη, στον β’ τόμο άρχισε η πραγματική έρευνα. Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Λάρισα, βιβλιοθήκες, συλλογές, κόσμος, οτιδήποτε θα μου έδινε πληροφορίες για το Λιτόχωρο, τον Όλυμπο ή τον Άγιο Διονύσιο, που ήταν οι πυρήνες των «Χρονικών» μου, δεν το άφηνα ανεκμετάλλευτο.
Μου ανοίχτηκαν μέσα απ’ αυτήν την έρευνα δρόμοι, που ούτε τους είχα φανταστεί. Από τη μια μεριά είναι μια διαδικασία που σε γεμίζει, πραγματική δημιουργία με έντονο αίσθημα προσφοράς κι από την άλλη διαδικασία ψυχοφθόρα, με συνεχείς μετακινήσεις και επισκέψεις, για να βρεις τα στοιχεία που χρειάζεσαι και με οικονομικό κόστος, γιατί η έρευνά μου γινόταν ιδίοις αναλώμασι.
Έβγαλα 18 τόμους αγγίζοντας πάρα πολλές πτυχές της Ιστορίας του Λιτοχώρου, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι τις μέρες μας.
Μετά τον τρίτο τόμο κάθε τόμος αποτελεί και μια θεματική ενότητα. Σωματεία, επαγγέλματα, εκλογές… Άγγιξα με τόλμη θέματα του παρελθόντος που άλλοι φοβόντουσαν να τ’ αγγίξουν.
Ποια ανταπόκριση βρήκαν τα «Χρονικά»;
Η έκδοση του α’ τόμου είχε πολύ μεγάλη απήχηση. Αυτό μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω.
Βέβαια, οι ίδιες οι εποχές διαμορφώνουν και την ανταπόκριση του κόσμου. Μετά τα μνημόνια υπήρχαν άλλες ανάγκες μεγαλύτερες για όλους και ο ενθουσιασμός για την έκδοση και την κυκλοφορία των τόμων μειώθηκε, όπως ήταν φυσικό. Ο πολιτισμός δέχτηκε γενικά μεγάλο πλήγμα, που ολοκληρώθηκε και με την επέλαση του κορωνοϊού.
Για να δούμε και τη διαφοροποίηση του Πολιτισμού μέσα στο χρόνο, ο παλιός βιωματικός πολιτισμός, όπως τον πήραμε εμείς από τους πατεράδες μας, ο λαϊκός πολιτισμός, έκλεισε τον κύκλο του. Κάποια πράγματα απ’ αυτόν έγιναν φολκλόρ και κάποια μουσειακό είδος.
Έρχεται ένας καινούριος παγκοσμιοποιημένος πολιτισμός. Ο πολιτισμός πια είναι εισαγόμενος. Πιστεύω όμως πως, έστω κι έτσι, κάτι αφήνω στον τόπο μου με τη δουλειά μου, κάτι θα μείνει.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει κανείς σ’ αυτήν την κοπιώδη έρευνα;
Η κούραση και η οικονομική δυσπραγία είναι μεγάλη τροχοπέδη. Οι περισσότεροι που ασχολούνται με κάτι τέτοιο έχουν οικονομική στήριξη είτε από φορείς είτε από συλλόγους. Επιπλέον χρειάζεται σιδερένια υγεία, γιατί η κούραση είναι μεγάλη. Αν δεν έχεις και τη συναίνεση και τη στήριξη της οικογένειάς σου, καλύτερα μην το ξεκινάς. Εγώ την είχα και στάθηκα πραγματικά τυχερός ως προς αυτό.
Ύστερα η έρευνα χρειάζεται πολύ χρόνο, είναι εξαιρετικά χρονοβόρα. Σημαντική είναι η βοήθεια που έχεις από άλλους ερευνητές, άλλων περιοχών. Υπάρχει αλληλοστήριξη και γνώση της πορείας τους κατά τόπους. Εσείς στη Βέροια, για παράδειγμα, έχετε την Ε.Μ.Ι.Π.Η, που γνωρίζω τη δράση της. Συγχρονίζομαι με τη Λάρισα, τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική και τη Βέροια. Αλληλοεπειρεαζόμαστε κι αυτό είναι πολύ θετικό.
Εντυπωσιακό ότι στη Βιβλιοθήκη του Ντίνου Χριστιανόπουλου – ήταν σπουδαία η Βιβλιοθήκη του και ήταν μανιώδης συλλέκτης – βρήκα πολύτιμα στοιχεία για το Λιτόχωρο…
Αλλά για να ξαναγυρίσουμε στις δυσκολίες, αλλού βρίσκεις ανοιχτές πόρτες, αλλού κλειστές, αλλού συναντάς αδιαφορία, αλλού ενθουσιασμό. Οι υπηρεσίες άλλοτε είναι δοτικές άλλοτε όχι. Ο απλός κόσμος είναι περισσότερος προσεγγίσιμος και έχουν εξαιρετική σημασία για την Τοπική Ιστορία οι προφορικές μαρτυρίες.
Πάνω σε ποιους βασικούς άξονες πρέπει να στηρίζεται η έρευνα της Τοπικής Ιστορίας;
Η Τοπική Ιστορία είναι μια μικρογραφία της Γενικής Ιστορίας. Είναι η ίδια τεκμηρίωση και καταγραφή. Απλά εδώ η στόχευση είναι πιο ιδιαίτερη και το πλήθος των γεγονότων και η γεωγραφική έκταση των δρωμένων διαφορετική. Η βασική αρχή της αντικειμενικότητας είναι απαρέγκλιτη για μένα, όπως και για τον οποιοδήποτε μελετά την Ιστορία. Και μου το αναγνωρίζουν οι αναγνώστες των «Χρονικών» μου.
Και κάτι ακόμη. Θεωρώ πως η ιστορική έρευνα πρέπει να μην έχει ίχνος εμπάθειας, γιατί τότε καταρρίπτεται η αρχή της αντικειμενικότητας.
Πέρα από την έκδοση των «Χρονικών» του Λιτοχώρου, με ποιες άλλες πλευρές καταγραφής του πολιτιστικού γίγνεσθαι του Λιτοχώρου ασχοληθήκατε;
Έγραψα την ιστορία του «Απόλλωνα», ένα λεύκωμα που αναφέρεται στην ιστορική ποδοσφαιρική ομάδα του Λιτοχώρου, μια εξαιρετική έκδοση του Δήμου με μεγάλη απήχηση, που στάλθηκε σ’ όλην την Ελλάδα ο α’ της τόμος, και στη συνέχεια κυκλοφόρησε ο β’ τόμος, που βγήκε με δικά μου έξοδα.
Έγραψα την ιστορία του ΣΕΟ Λιτοχώρου, μετά από ανάθεσή τους, την ιστορία του Φιλοπτώχου Συλλόγου «Αγία Μαρίνα», την ιστορία των οικοδόμων, των χορωδιών του Λιτοχώρου, βοηθώ τον Σύλλογο Λιτοχωριτών Θεσσαλονίκης και τη Δημοτική Χορωδία Λιτοχώρου στην έκδοση των ημερολογίων τους, συμμετέχοντας ταυτόχρονα και σε πολλά συνέδρια Τοπικής Ιστορίας.
Επίσης έχω κάνει πολλές δημοσιεύσεις και αναρτήσεις στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Τι ετοιμάζετε τώρα;
Μετά τον 18ο τόμο των «Χρονικών», που είναι αφιερωμένος στις εκλογές, από το 1912 μέχρι τις μέρες μας, ο επόμενος, που είναι σχεδόν έτοιμος, αναφέρεται σε αγωνιστές του Λιτοχώρου την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Όνειρο ζωής για μένα ήταν να γράψω μια βιογραφία του Ευάγγελου Κοροβάγκου, που τον θεωρώ τη μεγαλύτερη προσωπικότητα του Λιτοχώρου και της Πιερίας, αφού ήταν Πρόεδρος της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης του 1878.
Συγκέντρωσα πια το υλικό μου και είμαι σχεδόν έτοιμος για την έκδοση του βιβλίου.
Παράλληλα, πέρα από τα «Χρονικά» σας, έχετε συγκεντρώσει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό από παλιές καρτ ποστάλ του Λιτοχώρου, ημερολόγια, χάρτες, αφίσες από εκδηλώσεις που έγιναν στον τόπο, τραγούδια παλιά, βιβλία, ένα τεράστιο μωσαϊκό καταγραφών της πορείας του τόπου. Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να αξιοποιηθεί κάτι τέτοιο, μαζί φυσικά με τα «Χρονικά»;
Το καλύτερο θα ήταν το υλικό αυτό να το φιλοξενήσει μια οργανωμένη βιβλιοθήκη, που να παρέχει ασφάλεια, να μην δανείζεται το υλικό, ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί από ερευνητές, είτε από μεταπτυχιακούς φοιτητές, είτε τελικά από οποιονδήποτε τον ενδιαφέρει η Τοπική Ιστορία.
Είναι απαραίτητη η καταλογογράφηση, η έκθεση σε προθήκες και γενικά η σοβαρή και υπεύθυνη αντιμετώπιση ενός υλικού που η συλλογή του ήταν κοπιώδης και χρονοβόρα.
Αυτά όμως ανήκουν όχι τόσο στο παρόν, όσο στο μέλλον. Αν όλα όσα έχουν συγκεντρωθεί ψηφιοποιηθούν, τότε θα εκτιμηθούν από τις μέλλουσες γενιές. Θα εκτιμηθούν, όταν εγώ θα έχω φύγει από τη ζωή.
Και κλείνοντας, αν σας ζητούσε κανείς να δώσετε τη σχέση σας με τον τόπο σας και την Ιστορία του, τι θα λέγατε; Τι αποτελεί για σας ο τόπος σας, αφού του αφοσιωθήκατε ολοκληρωτικά;
Ενώ πολλοί λένε πως το Λιτόχωρο μού οφείλει, εγώ θα πω πως του οφείλω. Εγώ πήρα πολύ περισσότερα απ’ όσα έδωσα στον τόπο μου.
Όσα έγραψα για τον τόπο μου ανήκουν σ’ αυτόν και στους ανθρώπους του, εκείνους τους παλιούς, που εμείς είμαστε η συνέχειά τους.
Αγάπησα τον τόπο μου κι αυτός μου το ανταπέδωσε διπλά. Η δουλειά μου είναι φόρος τιμής σ’ αυτόν τον τόπο, που γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Σωτήρη Μασταγκά