{Χρονικό, Μάρτης, 2020 } Δωμάτιο 8. Του Στέφανου
Είναι δύο το βράδυ. Μάρτης μήνας, μα έχει ένα διαολεμένο κρύο! Το χνώτο μου σύννεφο, που με ζεσταίνει προς στιγμή. Βρίσκομαι στο επιτηρητικό φυλάκιο 1, στον συνοριακό σταθμό στις Καστανιές Έβρου. Δύο μήνες πριν βρισκόμουν κοντά στην πόλη μου, τη Λιβαδειά. Εκεί ζει η οικογένειά μου.
Όταν ήρθε το φύλλο μετάθεσης για Έβρο, ιδέα δεν είχα για την περιοχή, που βρίσκεται μια ανάσα από την Τουρκία. Για μας τους νότιους, πάνω από τη Θεσσαλονίκη η Ελλάδα είναι αλλιώς.
Φύγαμε πρωί απ’ το στρατόπεδο της Θήβας, όπου υπηρετούσα και φτάσαμε στο 502 μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού μετά από 23 ώρες! Από Θήβα-Θεσσαλονίκη εφτά ώρες στριμωγμένοι στο πάτωμα, γιατί μας μετακίνησαν καμιά 300αριά στρατιώτες σε τρένο γεμάτο με πολίτες. Από Θεσσαλονίκη άλλες 8 ώρες για Αλεξανδρούπολη -ευτυχώς οι περισσότεροι κατέβηκαν στη διαδρομή- και από εκεί άλλο ένα 2ωρο για Ορεστιάδα και τέλος με στάγερ σε ένα τέταρτο από Ορεστιάδα φτάσαμε στην Καβύλη. Για να βρεθώ την επόμενη στις Καστανιές.
Εδώ, στο έσχατο σημείο του χάρτη, στο οποίο ποτέ δεν κοιτούσαμε στο σχολείο, εδώ, νιώθω πως ό,τι ζω τους δύο τελευταίους μήνες δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Πρώτη φορά νιώθω τη λέξη ευθύνη να έχει πάρει σάρκα και οστά, να βαραίνει το σώμα μα την ψυχή μου κυρίως και δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος.
Εδώ, στα σύνορα, όλοι μας έχουμε μεγάλη ευθύνη για τα πάντα.
Ευθύνη για το όχημα που οδηγώ, για το όπλο με το γεμιστήρα και τις αληθινές σφαίρες, για τους Τούρκους απέναντι, για τις εφόδους, για τους ταλαίπωρους που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εδώ και λίγες μέρες έσκασε κι ένας άλλος εχθρός, αόρατος για όλους, που έκανε τη μάνα μου να κλαίει, όταν μου τηλεφωνεί και να μου λέει να προσέχω!
Να προσέχω λέει μην κρυώσω, μην ιδρώσω, να μην βρίσκομαι κοντά σε φαντάρους που βήχουν! Έχει λαλήσει σας λέω! Λες και βρίσκομαι στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα, τότε, στο πρώτο έτος.
Τότε, λοιπόν, πού την έχανες, πού την έβρισκες όλο και κάποια δουλειά είχε, σε ένα γιατρό – στην Αθήνα έχει καλύτερους γιατρούς, – αυτό μου έλεγε, κυρίως για να δικαιολογήσει την ξαφνική έφοδό της.
Μετά έστρωσε, αραίωσαν οι επισκέψεις, και να, τώρα που, αν δεν είχαν απαγορευτεί οι μετακινήσεις, λόγω του κορωνοϊού, δεν το είχε σε πολύ να έρθει να με θερμομετρήσει.
Τις τελευταίες ημέρες ανησυχώ κι εγώ – σιγά μην πω ψέματα- σκέφτομαι πως εδώ που ζούμε, όλα αυτά που συστήνουν οι γιατροί : Μένουμε σπίτι, πλένουμε τα χέρια μας, φοράμε γάντια, απολυμαίνουμε τα πόμολα, κλπ, δεν υπάρχουν!
Νιώθω, κάθε μέρα που περνάει, να βαραίνει η διάθεσή μου. Εντάξει, όταν μιλάμε, όταν τρώμε με τους συνφαντάρους, ξαλαφρώνω λίγο. Τη μέρα όλα είναι πιο εύκολα. Το φως απομακρύνει τον φόβο, φωτογραφίζω κρυφά μια ανθισμένη κερασιά, κοιτάζω απέναντι την Αδριανούπολη, ποτέ δεν φανταζόμουν πόσο κοντά ήταν οι δύο χώρες.
Δύο τσιγάρα δρόμος με το αυτοκίνητο…
Το βράδυ, όταν δεν κάνω σκοπιά, λίγο πριν κοιμηθώ διαβάζω τα μηνύματα της Άννας. « Μου λείπεις, σε σκέφτομαι συνέχεια, να προσέχεις, να πλένεις τα χέρια σου, πρόσεχε, όταν βήχουν γύρω σου. Σ’ αγαπώ! »
Άλλη μάνα μας προέκυψε! Ρε, πάνε καλά; Ξέρουν τι είναι να είσαι φαντάρος στον Έβρο, έχοντας τρία μέτωπα ανοιχτά;
Τον εαυτό σου,
τους απέναντι
και εκείνον τον αόρατο, τον κορωνάτο!