“Μένουμε Ευρωπαίοι: Παραμυθάκι, τέλος – Η πανδημία και ο ρόλος του χρεοκοπημένου ελληνικού κράτους” γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Κάπου λίγο πριν φτάσουμε στη «δημοσιονομική κρίση», στην εποχή του «όλοι μαζί τα φάγαμε» και της δημιουργίας των ενοχών μιας ολόκληρης κοινωνίας, η οποία θα άκουγε από τους πολιτικούς ταγούς και τα λοιπά εξαπτέρυγα του συστήματος ότι είναι σπάταλη, ζει με δανεικά και πρέπει τώρα να πληρώσει, τότε λοιπόν ένας «λαοφιλής» υπουργός Υγείας είχε βάλει στόχο το ξεπούλημα του «Ευαγγελισμού» σε ένα ιδιωτικό «θεραπευτικό» κέντρο. Ήταν η εποχή που προβαλλόταν η ανάγκη της «ανακούφισης» του κράτους από βάρη που θα έπρεπε να αναλάβει ο ιδιωτικός τομέας.
Τότε η προσοδοφόρος (για τους εμπνευστές της) δουλειά του ξεπουλήματος του «Ευαγγελισμού» δεν προχώρησε. Η διαδικασία αποφλοίωσης ωστόσο του κράτους δεν σταμάτησε, αντίθετα συνεχίστηκε με ένταση σε κάθε τομέα. Η συστηματική υπονόμευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, της δημόσιας Εκπαίδευσης και εν γένει κάθε χαρακτηριστικού του κοινωνικού κράτους συνεχίστηκε συστηματικά.
Αυτή η «λογική» της απαλλαγής του κράτους από τα βάρη του «νομιμοποιήθηκε» με τα μνημόνια «διάσωσης» και συνεχίστηκε με ένταση προκειμένου όχι μόνο να ξεπληρωθούν τα δανεικά, αλλά κατά κύριο λόγο να επέλθει η προσαρμογή στη διεθνή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Αυτή της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των αγαθών με κανόνες που κάποιο αόρατο χέρι υποτίθεται ότι θα ρύθμιζε επ’ ωφέλεια των κοινωνιών.
Κράτος – κομπάρσος
Αυτή η μοδάτη αντίληψη συνεπήρε τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες, ως φτωχοί συγγενείς, συμμετείχαν στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια για να λάβουν τις οδηγίες / εντολές που έπρεπε να εφαρμόσουν. Προκειμένου, λοιπόν, να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της έκρηξης που προκάλεσε η χρηματιστηριακή φούσκα, οι ελληνικές κυβερνήσεις αποδέχτηκαν την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας για χάρη της διάσωσης των γερμανικών, γαλλικών και λοιπών τραπεζών.
Το αντάλλαγμα της αποδοχής της καταστροφής ήταν νέα δάνεια με συνεπακόλουθες υποχρεώσεις, οι οποίες περιλάμβαναν το ξεπούλημα κάθε υποδομής και παραγωγικής δραστηριότητας που είχε στα χέρια του το κράτος.
● Έτσι το κράτος θα απελευθερωνόταν από τα βάρη που συνεπάγεται η εξασφάλιση αγαθών όπως η Υγεία και η Παιδεία, κάνοντας χώρο για τη δημιουργία κέρδους για λογαριασμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
● Έτσι το κράτος «άνοιγε» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό προσφέροντας τις υποδομές του (νερά, λιμάνια, ρεύμα, αεροδρόμια και πάει λέγοντας) στα τζιμάνια των αγορών.
Μέσα σε αυτήν τη λογική το «ανοιχτό» κράτος (που, ας μην ξεχνάμε, ήταν χρεοκοπημένο) αποδέχτηκε ακόμη και ότι η υποχρέωση της άμυνάς του συνεπαγόταν κόστος το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να καταβληθεί, καθώς συμμετείχε σε οργανισμούς και συμμαχίες που θα το προστάτευαν. Εξάλλου, μας έλεγαν οι κυβερνώντες μας, ποια προστασία χρειαζόταν σε έναν ανοιχτό κόσμο του υγιούς ανταγωνισμού και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων, αγαθών και ανθρώπων;
«Ελεύθερη» κυκλοφορία
Πολύ σύντομα διαπιστώθηκε με οδυνηρό τρόπο στην ελληνοτουρκική συνοριογραμμή ότι αυτή η περιβόητη ελεύθερη κυκλοφορία δεν περιλαμβάνει τους ανθρώπους, όχι όλους τουλάχιστον.
Η προσφυγική κρίση και ο τρόπος που οι υπέρμαχοι της ελεύθερης κυκλοφορίας των πάντων την αντιμετώπισαν ήταν ένα πρώτο σινιάλο για να αντιληφθεί κάποιος ότι οι κήρυκες της παγκοσμιοποίησης μιλούσαν για την ελευθερία να μπορούν να δραστηριοποιούνται εκεί που κερδίζουν περισσότερα και να αποφεύγουν να βρίσκονται εκεί που κάτι θα πρέπει να πληρώσουν.
Η μετατροπή της Ελλάδας, με τη σύμφωνη γνώμη των κυβερνήσεών της, σε αποθήκη ανθρώπων, μεταναστών και προσφύγων, απέδειξε ότι η περιβόητη κυκλοφορία των ανθρώπων δεν περιλαμβάνεται στη γενικότερη ελευθερία που διεκδικεί για λογαριασμό του το κεφάλαιο. Κάτι που επίσης απέδειξε η προσφυγική κρίση, όπως τη βίωσε / βιώνει η Ελλάδα, είναι ότι καμία αλληλεγγύη δεν υπάρχει μεταξύ των λεγόμενων Ευρωπαίων εταίρων, οι οποίοι τελικά λειτουργούν ως μαφιόζοι εξασφαλίζοντας ο καθένας ό,τι καλύτερο είναι δυνατόν ανάλογα με τη δύναμή του.
Αυτήν ακριβώς τη συμπεριφορά των εταίρων οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν (και έχουν) την ευκαιρία να τη διαπιστώσουν και σε ό,τι έχει να κάνει με τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Η προκλητικά επιθετική τουρκική συμπεριφορά εναντίον της Ελλάδας ουδέποτε κινητοποίησε τους Ευρωπαίους εταίρους σε δράσεις υπέρ μελών της Ένωσης (Κύπρος – Ελλάδα) που δέχονται πίεση από τις τουρκικές δραστηριότητες και φιλοδοξίες.
Το τέλος των ψευδαισθήσεων
Το χτύπημα της πανδημίας είναι ένα ακόμη, το καταλυτικό ίσως, χτύπημα της ψευδαίσθησης που θέλει το κράτος ως ένα απλό περίβλημα της δράσης του ιδιωτικού τομέα, χωρίς κανένα περιεχόμενο και αρμοδιότητα.
Είναι προφανές, κοιτώντας απλώς την πραγματικότητα αυτές τις δύσκολες μέρες, ότι μόνο το κράτος μπορεί να αναλάβει τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας.
Καθώς οι υποχρεώσεις είναι τεράστιες, το χρεοκοπημένο (όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο) ελληνικό κράτος αναλαμβάνει εκ των πραγμάτων ένα βάρος το οποίο ενδεχομένως είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο είναι σε θέση να σηκώσει, καθώς όλα αυτά τα χρόνια, με ευθύνη των κυβερνήσεών του, έχει αποδεχτεί την αποφλοίωσή του και την παράδοση θεμελιωδών δικαιωμάτων και καθηκόντων του στις αγορές, στους εταίρους, στους συμμάχους…
Ενδεχομένως η πανδημία και η γενικότερη κρίση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική) που τη συνοδεύει και θα εκδηλωθεί να είναι ίσως μια τελευταία ευκαιρία για τον επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα (και) του ελληνικού κράτους, καθώς και του ρόλου που καλείται να αναλάβει για να διασφαλίσει όχι απλώς τα συμφέροντα, αλλά την ύπαρξη του λαού για τον οποίο υποτίθεται ότι υπάρχει…