«Όταν όλα φαίνονται να είναι εναντίον σου, θυμήσου ότι το αεροπλάνο απογειώνεται κόντρα
στον άνεμο.» (Henry Ford, Αμερικανός βιομήχανος)
Περιγραφή- φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Χειμώνας.
Πλησίαζε το τέλος των χειμερινών διακοπών, των ευχών, των σχεδόν καθημερινών οικογενειακών και συλλογικών γιορτινών εκδηλώσεων.
Τα κάλαντα στις γειτονιές, από τις χαρούμενες παιδικές φωνές, θα σταματούσαν από την επομένη μέρα και όλοι, μικροί-μεγάλοι, θα μπαίνανε, και πάλι, στη ρουτίνα της «τυποποιημένης» καθημερινότητας, που την είχαν αφήσει για κάποιες μέρες στην…άκρη.
Ξημέρωσε η πρώτη Κυριακή του καινούργιου χρόνου.
Στο ημερολόγιο έγραφε: 05-01-2020, Παραμονή Θεοφανείων.
Ξεκινούσε η πρώτη Κυριακή της δεύτερης δεκαετίας του 2000.
Ξεκινούσαμε και εμείς για την καθιερωμένη μας ορειβατική εξόρμηση της μέρας, για το δικό μας ραντεβού με τη Φύση.
Η αστάθεια του καιρού και τα προβλεπόμενα, από την Μετεωρολογική Υπηρεσία, ακραία καιρικά φαινόμενα δεν μας επέτρεψαν να έχουμε στην διάθεσή μας ένα μεγάλο φάσμα επιλογών.
Η έλευση του…«Ηφαιστίωνα», έτσι έχουν «βαπτίσει» οι μετεωρολόγοι το κύμα κακοκαιρίας που θα «έβαζε» στο…ψυγείο…ολόκληρη τη χώρα, μάς απέτρεψε να επιλέξουμε, για την ορειβατική μας δραστηριότητα ορεινούς όγκους άλλων Νομών.
Ο στενότερος από όλους τους φίλους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, «Ηφαιστίωνας», «είχε» στη φαρέτρα του, αντί για βέλη: χιονοπτώσεις, δυνατούς ανέμους, πολλά Μποφόρ, πολύ χαμηλές θερμοκρασίες…και «ήταν» έτοιμος να την «αδειάσει» σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας.
Όλα τα παραπάνω δεν μας αποθάρρυναν, δεν μας «κράτησαν» στα σπίτια μας, στους καναπέδες της απραξίας και της τεμπελιάς.
Καταλήξαμε, λοιπόν, να εκδράμουμε στον ορεινό όγκο της «έδρας μας», στο βουνό Βέρμιο, που δεν απέχει πολύ από τα σπίτια μας (φωτ. 1).
Τα ρολόγια δείχνανε 08.30΄ π.μ.
Ήταν η ώρα που φεύγαμε, οι «παντός καιρού» μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», αποφασισμένοι να «αντιμετωπίσουμε» τον…βαριά οπλισμένο…στρατηγό και ευγενή της Αρχαίας Μακεδονίας «Ηφαιστίωνα» και να «παραβγούμε» μαζί του.
Αφήσαμε πίσω μας την γιορτινά , ακόμη, στολισμένη πόλη της Βέροιας, που άρχιζε σιγά-σιγά να μπαίνει στους κυριακάτικους ρυθμούς της και πήραμε τον παλιό δρόμο για Καστανιά-Ζωοδόχο Πηγή (φωτ. 2).
Ο καιρός συννεφιασμένος, μουντός. Η θερμοκρασία στους -1ο C.
Περάσαμε μέσα από το χωριό Γεωργιανοί και συνεχίσαμε την οδική ανηφορική πορεία μας.
Ο ασφαλτόδρομος με πολλά στροφηλίκια, που δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη της ταχύτητας.
Φτάνοντας στο πλάτωμα με το εξωκλήσι του Πρ. Ηλία και το χαρακτηριστικό κιόσκι, που το κατασκεύασε ο Κωνσταντίνος για να ξαποσταίνουν εκεί οι περαστικοί ταξιδιώτες, δεν σταματήσαμε.
Ο μοναχικός αυτός άνθρωπος, που το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου μένει μόνος του εκεί, περιποιείται τον γύρω χώρο και με τα καλλωπιστικά φυτά, που τα δημιουργεί μόνος του, τον καλλωπίζει και τον ομορφαίνει.
Δεν τον συναντήσαμε να τον καλημερίσουμε και να καθίσουμε μαζί του να πιούμε το πρωινό καφεδάκι, που θα τον φτιάχναμε μόνοι μας (φωτ.3, παλαιότερη).
Άρχισε να ψιχαλίζει.
Συνεχίσαμε.
Ο ασφαλτόδρομος καθαρός. Ήθελε, όμως, προσοχή σε πολλά σημεία του, γιατί γλιστρούσε.
Άλλα αυτοκίνητα δεν συναντήσαμε. Η κίνηση ανύπαρκτη, μόνο το δικά μας που ανηφόριζε εκείνη την ώρα.
Στο ένα, περίπου, χιλιόμετρο μετά το πλάτωμα, προσπεράσαμε τη διασταύρωση με το δρόμο, στα δεξιά, που οδηγούσε μέσα στο χωριό Καστανιά.
Στη συνέχεια, προσπεράσαμε και την επάνω διασταύρωση με τον δρόμο, στα δεξιά, που οδηγούσε στην εκκλησία της Παναγίας Σουμελά και συνεχίζοντας κατέληγε στο χωριό.
Οι πρώτες νιφάδες χιονιού άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους.
Και όσο εμείς ανηφορίζαμε, τόσο αυτές πύκνωναν.
Το χιονισμένο τοπίο άρχιζε να ξεδιπλώνει γύρω μας, προκαλώντας τον θαυμασμό στο αντίκρισμά του.
Συνεχίσαμε για την Ζωοδόχο Πηγή.
Φτάσαμε στις εγκαταστάσεις του παλιού Αποχιονιστικού Σταθμού Καστανιάς, που βρίσκεται στα σύνορα, ακριβώς, των Νομών Ημαθίας και Κοζάνης και ελάχιστα μόλις χιλιόμετρα πριν τη Ζωοδόχο Πηγή με τα γνωστά σε όλους μαγαζιά εστίασης.
Κοντά στο Σταθμό και στα 1.290 μ. υψόμετρο, σταθμεύσαμε το τζιπ και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την προγραμματισμένη κυριακάτική μας ορειβατική δραστηριότητα σε ένα μουντό, εκείνη την ώρα, τοπίο (φωτ. 4).
Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα για τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και για τις ακόμη πιο ακραίες που θα συναντούσαμε στην ανηφορική πορεία μας.
Η θερμοκρασία στους -3 βαθμούς Κελσίου.
Ο Αντώνης ενεργοποίησε το GPS, το χρήσιμο εργαλείο ασφαλούς πλοήγησης σε συνθήκες με πυκνή ομίχλη και όχι μόνο.
Βάλαμε τις γκέτες, ετοιμαστήκαμε, ανοίξαμε τους ασυρμάτους μας και ξεκινήσαμε.
Μετά την άσφαλτο, το χιόνι που πατούσαμε ελαχιστότατο (φωτ. 5, 6).
Ανηφορίζαμε και η χιονόπτωση, όσο ανεβαίναμε, πύκνωνε.
Αφήσαμε πίσω μας τις κτιριακές εγκαταστάσεις του Αποχιονιστικού Σταθμού και μπήκαμε στο δάσος οξιάς.
Η πορεία μας πάνω στον καλυμμένο από χιόνι δασικό δρόμο, που οδηγούσε στην κορυφογραμμή με τις ανεμογεννήτριες του Αιολικού Πάρκου και από ένα άλλο σημείο του στην «Περδικόβρυση» (φωτ. 7, 8).
Όσο μας το επέτρεπε η πυκνή χιονόπτωση, βλέπαμε, μέσα από τα γυαλιά του σκί, εικόνες πανέμορφες, απερίγραπτες, που μας άφηναν άφωνους, όπου και να ταξιδεύαμε το βλέμμα μας.
Επιφωνήματα θαυμασμού, χαράς, ανάμεικτων συναισθημάτων (φωτ. 9).
Φτάσαμε στο πρώτο πολυβολείο. Υπάρχουν αμέτρητα εναπομείναντα τέτοια σημάδια πολέμων σε ολόκληρη την περιοχή.
Στο σημείο δεν καθυστερήσαμε καθόλου (φωτ. 10).
Συνεχίσαμε.
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από το πολυβολείο και στη διασταύρωση δασικών δρόμων που συναντήσαμε, βγήκαμε από αυτόν που οδηγούσε προς την κορυφογραμμή του Αιολικού Πάρκου και ακολουθήσαμε εκείνον με κατεύθυνση προς «Περδικόβρυση».
Φτάσαμε στη μεταλλική ποτίστρα για τα ζώα με το τρεχούμενο, μέσα από λαστιχένιο σωλήνα, νερό. Φωτογραφίες και συνεχίσαμε την πορεία μας (φωτ. 11, 12).
Όσο περνούσαμε μέσα από τα πανύψηλα δένδρα οξιάς μάς «συντρόφευε» ένας παράξενος ήχος, που διέκοπτε τη μυστηριώδη σιωπή του πρωινού χιονισμένου δάσους.
«Ακούγαμε» να…τρέχουν…παντού νερά;;!!
Κοιτάζοντας προς τα πάνω, βλέπαμε τα γυμνά από φύλλωμα κλαδιά των ψηλόκορμων δένδρων να…«πηγαινοέρχονται», λες και ήταν μεθυσμένα, κινούμενα από το φύσημα των αέρηδων.
Η κίνησή τους αυτή προκαλούσε τον παράξενο αυτόν ήχο, που στο άκουσμά του μας θύμιζε τον ήχο που δημιουργεί η πτώση των νερών από μεγάλο ύψος ενός καταρράκτη.
Σε κάποιο σημείο, βγήκαμε από το δρόμο μας και ανηφορίζοντας στα αριστερά, ακολουθήσαμε μία «δικιά» μας διαδρομή.
«Χαράξαμε», δηλαδή, ένα «δικό μας μονοπάτι», που «πήγαινε» παράλληλα μεταξύ της κορυφογραμμής με τις ανεμογεννήτριες και του δασικού δρόμου προς «Περδικόβρυση».
Το μονοπάτι «μας» αυτό μάς έβγαλε από το δάσος.
Στο γυμνό, πλέον, από βλάστηση τοπίο, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την…οργή του «Ηφαιστίωνα».
Οργή που δεν την καταλαβαίναμε νωρίτερα, περνώντας μέσα από τα πανύψηλα δένδρα οξιάς, που μας προστάτευαν.
Βρεθήκαμε απροστάτευτοι και εκτεθειμένοι απέναντι στον οργισμένο «εισβολέα», που με την επέλασή «του» δημιουργούσε παντού καιρικές αναταράξεις.
«Άδιαζε» όλα όσα είχε μέσα στη…φαρέτρα «του» και τα «έστελνε» καταπάνω μας.
Ο δυνατός αέρας μάς πήγαινε μιά αριστερά και μιά δεξιά, κάνοντας το περπάτημά μας αργό και το σπυρωτό χιονάκι, που το παρέσερνε σε ριπές, κτυπούσε, σαν αμμοβολή, πάνω στα ακάλυπτα τμήματα του προσώπου, προσπαθώντας να τα…τρυπήσει.
Αλλά πού;;!!! Το δέρμα είχε…τσιτώσει…τόσο πολύ, από τους μείον βαθμούς Κελσίου, που δεν μπορούσε να το διαπεράσει καμία βολή του…«Ηφαιστίωνα».
Συνεχίζαμε.
Φτάσαμε στη θέση «Καρούτες» με την μακρόστενη, στο σημείο εκείνο, ποτίστρα για τα ζώα (φωτ. 13).
Βγήκαμε από το «δικό μας μονοπάτι» και από την ποτίστρα και μετά ακολουθήσαμε τον ορεινό δρόμο, που έχει αντικαταστήσει, με τη διάνοιξή του, το Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4».
Προχωρούσαμε προς την βάση της κορυφής «Φούρκα».
Στη διαδρομή, συναντούσαμε πάνω στους χιονισμένους βράχους τα τρία χαρακτηριστικά χρώματα, λευκό-κίτρινο-μαύρο, της σήμανσης του «Ε4» (φωτ. 14, 15).
Κάποια στιγμή είδαμε, ξαφνιασμένοι, αγελάδες ελευθέρας βοσκής να βόσκουν, κάτω χαμηλά από το δρόμο που περπατούσαμε, «κουβαλώντας» χιόνι πάνω στις ράχες τους (φωτ. 16).
Εμείς, συνεχίζαμε απτόητοι την πορεία μας αντιμετωπίζοντας τις καιρικές αντιξοότητες σε ένα τοπίο που απουσίαζε η ψηλή βλάστηση και κυριαρχούσαν μόνο οι βράχοι.
Στο διάσελο βγήκαμε από το Ευρωπαϊκό μονοπάτι και ανηφορίσαμε προς την κορυφή «Φούρκα».
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 30 λεπτά ανηφορικής πορείας για να βρεθούμε από το Αποχιονιστικό Σταθμό στα 1.548 μέτρα υψόμετρο της κορυφής (φωτ. 17, 18).
Δεν καθυστερήσαμε. Ξεκινήσαμε για τη συνέχεια. Η πορεία μας κατηφορική, ξεκούραστη.
Όλη η κορυφή «σκαμμένη», παντού συναντούσαμε ορύγματα (φωτ. 19).
Κατεβαίνοντας από την κορυφή ξαναβρεθήκαμε στο μονοπάτι «Ε4».
Στα αριστερά μας είχαμε τη λάκκα με το τοπωνύμιο «Βυθός», που δεν φαινόταν καθαρά μέσα από την πυκνή χιονόπτωση.
Στο χιονισμένο μουντό τοπίο, οι πέτρινοι «κούκοι» (πέτρες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη από ανθρώπινο χέρι) μαρτυρούσαν την ύπαρξη μονοπατιού. Τους ακολουθήσαμε.
Πηγαίναμε προς την κορυφή «Ιμπιλί» (φωτ. 20, 21).
Η πορεία μας ανηφορική, σε μια πλαγιά με ομαλή κλίση. Τα απαιτητικά κομμάτια απουσίαζαν.
Στη διαδρομή μας αντικρίζαμε όμορφες εικόνες του χειμώνα και συναντούσαμε κάποιες από τις δημιουργίες της Φύσης (φωτ. 22, 23).
Κοντεύαμε στην κορυφή «Ιμπιλί».
Χρειαστήκαμε 55 λεπτά ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε από την «Φούρκα» στα 1.675 μέτρα υψόμετρο της κορυφής (φωτ. 24, 25).
Εάν η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή θα μπορούσαμε να δούμε όλο το γύρω τοπίο και τις περισσότερες από τις δεκάδες και πλέον κορυφές του ορεινού όγκου.
Θα βλέπαμε όλη την κορυφογραμμή μεταξύ των κορυφών «Καστανιά» (υψ. 1.626 μ.) και «Τσεκούρι» (υψ. 1.610 μ.) με τις ανεμογεννήτριες του Αιολικού Πάρκου.
Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας κυκλικά, θα βλέπαμε τις κορυφές: «Φούρκα» (υψ. 1.548 μ.), «Μαγούλα» (υψ. 1.760 μ.), τμήματα των κορυφών «Στουρνάρι» (υψ. 1.770 μ.) και «Ξηροβούνι» ( υψ. 1.804 μ.) κ.λ.π.
Δυστυχώς, η μουντή ατμόσφαιρα δεν μας το επέτρεψε.
Συνεχίσαμε την πορεία μας, η οποία ήταν πλέον κατηφορική.
Κατευθυνθήκαμε προς το χωριουδάκι Ιμπιλί, το καλοκαιρινό, δηλαδή, μικρό χωριό των Σαρακατσαναίων κτηνοτρόφων.
Οι αέρηδες εξακολουθούσαν να φυσούν με ορμή, το σπυρωτό χιονάκι συνέχιζε να…λιθοβολεί…το πρόσωπό μας. Τα full face και τα γυαλιά σκί ήταν η καλύτερη ασπίδα προστασίας στη συνεχόμενη οργή του «Ηφαιστίωνα». Περιόριζαν κατά πολύ τα ακάλυπτα τμήματα του προσώπου.
Συνεχίζαμε.
Φάνηκε το χωριουδάκι. Μέσα στην ατμοσφαιρική μουνταμάρα φάνηκαν τα μικρά σπιτάκια με τις τσίγκινες σκεπές τους.
Περάσαμε δίπλα από τον χαρακτηριστικό μεταλλικό σταυρό, που ορθώνεται λίγο πιο πάνω από τα τελευταία σπίτια και κοντεύαμε στον προορισμό μας (φωτ. 26, 27, 28).
Φτάσαμε.
Κατευθυνθήκαμε προς το γνωστό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής.
Χρειαστήκαν 2 ώρες και 40 λεπτά πορείας με αντίξοες καιρικές συνθήκες, για να βρεθούμε στην πετρόχτιστη μικρή πλατειούλα του Ιμπιλί.
Κάποια στιγμή ήχησε η καμπάνα. Ήταν το «καλωσόρισμα» της ομάδας στο έρημο από κόσμο χωριουδάκι των τσοπαναραίων
Ο Αντώνης ήταν αυτός που την κτυπούσε, διακόπτοντας έτσι τη σιωπή που επικρατούσε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, σε όλο εκείνο το λευκό τοπίο (φωτ. 29, 30, 31).
Μπήκαμε μέσα στο εκκλησάκι να προσκυνήσουμε, να ξαποστάσουμε και να ζεσταθούμε.
Στη ζεστασιά του εσωτερικού χώρου κολατσίσαμε, συζητήσαμε, ξεκουραστήκαμε.
Δεν έλειψαν, όμως, και τα πειράγματα μεταξύ μας.
Δεν καθίσαμε παραπάνω από 30 λεπτά και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε.
Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Η διαδρομή που ακολουθήσαμε διαφορετική.
Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στον Αποχιονιστικό Σταθμό από άλλο μονοπάτι, αυτό που περνούσε από τις θέσεις «Λάκκες» και οδηγούσε προς την κορυφή «Τσεκούρι» της κορυφογραμμής του «Αιολικού Πάρκου Καστανιάς».
Κατευθυνθήκαμε, αρχικά, προς την έξοδο του χωριού με κατεύθυνση προς Ζωοδόχο Πηγή-Πολύμυλο.
Περάσαμε δίπλα από τις λεκάνες συλλογής νερού που ήταν παγωμένες και καλυμμένες από χιόνι.
Φτάνοντας στην ποτίστρα για τα ζώα, που έχει κατασκευαστεί κοντά στην έξοδο και στη βάση των βράχων, βγήκαμε από το δρόμο και ανηφορίσαμε την πλαγιά στα αριστερά του (φωτ. από 32 έως και 35).
Το τοπίο βραχώδες. Οι θάμνοι και τα δένδρα, μεμονωμένα ή σε συστάδες, κάνανε τη διαφορά.
Προχωρούσαμε.
Περνώντας από τις θέσεις με το τοπωνύμιο «Λάκκες» ανεβοκατεβαίναμε βαθουλώματα, μέχρι να φτάσουμε στον ορεινό δρόμο που χρησιμοποιεί η Εταιρία διαχείρισης του Αιολικού Πάρκου.
Τα χαμηλότερα σημεία της διαδρομής μάς προστάτευαν από τους ψυχρούς αέρηδες που εξακολουθούσαν να φυσούν στην περιοχή.
Μπροστά μας και δεξιά, όπως προχωρούσαμε, βλέπαμε τις ανεμογεννήτριες να ορθώνονται σαν γίγαντες και να φτάνουν μέχρι τον…ουρανό.
Κάποια στιγμή καταφέραμε να δούμε την κορυφή «Φούρκα»…που ανεβήκαμε, τη λάκκα στη βάση της με το τοπωνύμιο «Βυθός», το μονοπάτι «Ε4»…που περπατήσαμε ώρες νωρίτερα και την κορυφή «Καστανιά»…που μάς «περίμενε» να την ανεβούμε (φωτ. από 36 έως και 39).
Φτάσαμε στον δρόμο του Αιολικού Πάρκου και τον ακολουθήσαμε με κατεύθυνση προς την κορυφή «Καστανιά».
Χρειαστήκαμε μία ώρα πορείας, με ανεβοκατεβάσματα, για να φτάσουμε από το χωριό Ιμπιλί στην κορυφή «Καστανιά» ή «Ραντάρ».
Το τριγωνομετρικό της κορυφής βρίσκεται πάνω στη σκεπή του τσιμεντένιου πολυβολείου, που βλέπει προς την κατεύθυνση του κάμπου της Βέροιας (φωτ. 40, 41).
Στα 1.626 μέτρα υψόμετρο ο αέρας γινόταν περισσότερα αισθητός.
Παρέσερνε ό,τι έβρισκε μπροστά του.
Που χιόνι στην κορυφογραμμή;;;!! Το έπαιρνε και το πήγαινε με φόρα αλλού, στα χαμηλά.
Στο σημείο εκείνο, με τα ξύλινα κιόσκια του χώρου αναψυχής και τις εγκαταλειμμένες Στρατιωτικές εγκαταστάσεις, συναντήσαμε μια ομάδα προσκόπων που ανέβηκε στο «Αιολικό Πάρκο» ξεκινώντας από τη βάση τους, που βρίσκεται κοντά στη δεύτερη είσοδο προς το χωριό Καστανιά.
Τα βλέπαμε να χοροπηδούν, με σκοπό να ζεσταθούν στο υψόμετρο αυτό με αντίξοες επικρατούσες συνθήκες.
Είχαν, όμως, διάθεση για αστειάκια και πειράγματα
Θα ’ταν μία πρωτόγνωρη για αυτούς εμπειρία, που την βίωσαν και θα τους μείνει μία όμορφη ανάμνηση για τα επόμενα χρόνια της ζωής τους( φωτ. 42,43).
Μιλήσαμε με τους αρχηγούς, χαιρετήσαμε τα παιδιά και ξεκινήσαμε για τη δική μας πορεία επιστροφής.
Νάτος!!! Κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό, βλέπανε έναν ολόλευκο δίσκο, που προσπαθούσε να κάνει την εμφάνισή του μέσα από τα γκριζωπά σύννεφα, που τη μία αραίωναν και την άλλη πύκνωναν.
Κατηφορίζοντας, περάσαμε δίπλα από τα μισογκρεμισμένα κτίσματα των παλιών Στρατιωτικών εγκαταστάσεων, που στέκονταν ακόμη όρθια αντέχοντας στον φθοροποιό χρόνο και στην αδιαφορία της εγκατάλειψης (φωτ. 44, 45, 46).
Βρεθήκαμε στο δρόμο του «Αιολικού Πάρκου» και τον ακολουθήσαμε μέχρι την τελευταία ανεμογεννήτρια της κορυφογραμμής.
Φτάνοντας στο σημείο με τον…γίγαντα, με τα 40μετρα πτερύγιά του να περιστρέφονται παράγοντας ενέργεια, εγκαταλείψαμε το δρόμο και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την πλαγιά, στα αριστερά του, με σκοπό να κερδίσουμε χρόνο και απόσταση.
Οι πρόσκοποι ακολούθησαν το δρόμο.
Η πορεία μας κατηφορική και ξεκούραστη.
Κάποια στιγμή, φάνηκαν οι περιοχές της Ζωοδόχου Πηγής και εκείνες του Νομού Κοζάνης, καθώς και η κορυφή «Αγκάθι» (υψ. 1.650 μ.), που ορθώνεται πάνω από τον Πολύμυλο (φωτ. 47, 48).
Κατεβαίνοντας φτάσαμε στο σημείο με το πρώτο πολυβολείο, που συναντήσαμε ανηφορίζοντας.
Από δω και πέρα όλα μάς ήταν γνώριμα.
Τοπία και εικόνες ίδιες, αλλά με διαφορετικό αυτή τη φορά φωτισμό.
Δεν αργήσαμε να βρεθούμε στο Αποχιονιστικό Σταθμό, στον τερματισμό δηλαδή της κυριακάτικής μας ορειβατικής εξόρμησης.
Φτάνοντας στο τζιπ, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.
Όλα πήγαν καλά.
Καταφέραμε, μέσα σε 5ώρες και 10 λεπτά δραστηριότητάς μας στο βουνό, να «αντιμετωπίσουμε» τον εισβολέα…«Ηφαιστίωνα»…και τις αντιξοότητες που μας «προκάλεσε» η έλευσή του, να ολοκληρώσουμε με επιτυχία το πρόγραμμά μας.
Παραβγήκαμε μαζί «του» και «τον»…νικήσαμε.
Ο ουρανός σκοτείνιασε, τα βαριά σύννεφα κάνανε την εμφάνισή τους.
Η θερμοκρασία στους -3 βαθμούς Κελσίου (φωτ. 49).
Στο σημείο αυτό έχει φτάσει στο τέλος της η πρώτη, του 2020, ορειβατική δραστηριότητά μας, με πολλές εικόνες να «φωλιάζουν» σε μια γωνιά του μυαλού και με μία ακόμη εμπειρία να έχει προστεθεί στο… «ορειβατικό βιογραφικό» μας.
Καλή χρονιά και καλές αναβάσεις.
Χρόνια πολλά.
«Η επιτυχία δεν μετριέται από αυτό που έχεις κατορθώσει, αλλά από την αντίσταση που συνάντησες και από το κουράγιο που έδειξες στη μάχη απέναντι σε αμέτρητες αντιξοότητες.»
(Orison Swet Marden, Αμερικανός συγγραφέας αυτοβοήθειας)