Ιστορίες του τρένου
Διαδρομή Θεσσαλονίκη – Φλώρινα. Χαρακτηριστική φιγούρα ο κύριος Τριαντάφυλλος. Ο ελεγκτής. Τον συναντάς κάθε πρωί ανεβαίνοντας στο βαγόνι. Ένας κύριος με τη γνωστή στολή της δουλειάς του, σακάκι μπλε, παντελόνι γκρίζο και γαλάζιο πουκάμισο. Πάντα χαμογελαστός και ήρεμος. Σε υποδέχεται με ευγένεια και με μια ελαφρά θεατρική υπόκλιση, ίσως για να σου φτιάξει τη μέρα.
Στις πρώτες διαδρομές μου προς την Έδεσσα άκουγα όλους τους επιβάτες να τον χαιρετάνε και να του μιλάνε με μια ασυνήθιστη οικειότητα.
Ο κύριος Τριαντάφυλλος, ένας εργαζόμενος που κάνει τη δουλειά του με μεράκι και χαμόγελο.
«Τριάντα τρία χρόνια πάνω στις ράγες. Όλη η ζωή μου διαδρομές σε όλη την Βόρεια Ελλάδα, μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Ποτέ δεν είδα τη δουλειά μου σαν αγγαρεία. Πάντα με μάγευαν τα ταξίδια. Σταθμοί, επιβάτες, εικόνες, τοπία. Ποτέ δε βαρέθηκα. Σε δυο χρόνια όμως βγαίνω στη σύνταξη και τέρμα τα ταξίδια!»
Μου τα έλεγε ο ίδιος, όταν γνωριστήκαμε πια μετά από κάποιους μήνες καθημερινών διαδρομών μου στην Έδεσσα.
«Καλημέρα παιδιά!» Συνήθιζε να χαιρετάει τους φοιτητές για το Παιδαγωγικό της Φλώρινας. «Περάσαμε κανένα μάθημα βρε; Πώς πάει η ζωή στην Φλώρινα; Όλο μπαράκια και ποτάκια μαθαίνω…»
Κι εκείνα αστειευόταν μαζί του, γελούσαν, τον πείραζαν, μέχρι, κουρασμένα πια, να τα πάρει ο ύπνος με τα κεφάλια να κουνιούνται ρυθμικά, καθώς ακουμπούσαν στα παράθυρα του τρένου.
«Καλημέρα κυρία Τασούλα! Πώς πάνε τα πεθερικά σου;»
Σ’ όλους απευθυνόταν με το μικρό τους όνομα ο κύριος Τριαντάφυλλος, γνωρίζοντας κάποια πράγματα από την προσωπική τους ζωή.
«Μου αρέσει να συνομιλώ και να τους χαιρετώ όλους. Μικρούς και μεγάλους. Αισθάνομαι να είμαι ένα μέρος της ζωής τους», μου είπε μια μέρα μαντεύοντας την απορία μου γι’ αυτή του την ακούραστη εγκαρδιότητα με όλους. «Εξάλλου τι κοστίζει ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα; Όλη μου η ζωή πάνω στα βαγόνια» συνέχισε. Κι ύστερα, έτσι ξαφνικά, μου άνοιξε την καρδιά του. «Σ’ ένα τρένο, πριν τριάντα χρόνια συνάντησα τη γυναίκα μου. Πήγαινε να δει την αδερφή της στη Λάρισα. Μόλις της έκοψα το εισιτήριο, αισθάνθηκα πως δεν ήθελα να φύγω από κοντά της. Έρωτας με την πρώτη ματιά, που λένε! Παντρευτήκαμε μετά από ένα χρόνο κι από τότε, μαζί, αχώριστοι κι ευτυχισμένοι». Του χαμογέλασα συγκαταβατικά κι αυτός συνέχισε.
«Δεν θα άλλαζα τη δουλειά μου με καμιά άλλη. Μου πρότειναν να πάω στα γραφεία. Όμως δε μ’ αρέσει καθόλου το γραφείο. Καρφωμένος σε μια καρέκλα, πίσω από χαρτιά και σφραγίδες! Πολύ βαρετό για μένα που έμαθα με τον κόσμο και την κίνηση». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Θα σου φανεί παράξενο, αλλά ζω και αναπνέω με το θόρυβο των μηχανών. Με τις στάσεις, τα δρομολόγια, τους επιβάτες, τις ιστορίες τους, τα απρόοπτα».
Ανάμεσα στα πειράγματα και τις ιστορίες, ο κύριος Τριαντάφυλλος έβρισκε χρόνο και για τη μουσική. Πήγαινε μπροστά στον μηχανοδηγό και του έδινε φωναχτά τις παραγγελίες. «Θανάσηηη, βάλε Πάριο να φτιάξει η διάθεσή μας μωρέ. Πολύ κουλτουριάρικα μας έβαλες πρωί – πρωί! Μάλαμας! Θ’ αρχίσουμε να κόβουμε τις φλέβες μας σε λίγο».
Άλλοτε πάλι φιλοσοφούσε ο κύριος Τριαντάφυλλος. Και κυρίως όταν κοντεύαμε σε κάποιον σταθμό. Έπαιρνε το σοβαρό του ύφος και έλεγε δυνατά. «Σημασία δεν έχει ο προορισμός. Να θυμάστε, το τρένο σας έδωσε το ωραίο ταξίδι…», και καμάρωνε που γνώριζε Καβάφη.
Και τα χρόνια κύλησαν σαν τρένο πάνω σε ράγες, όταν ένα πρωινό στο καθημερινό μου δρομολόγιο, ο κύριος Τριαντάφυλλος με πλησίασε και μου είπε:
«Ελισάβετ, το τελευταίο μου δρομολόγιο σήμερα! Το φαντάζεσαι; Το περίμενα χρόνια και χρόνια. Τώρα όμως που ήρθε η στιγμή θα ‘θελα να γίνει κάτι μαγικό και να ξεκινήσω πάλι απ’ την αρχή».
Ήταν φανερά συγκινημένος.
«Κύριε Τριαντάφυλλε», του είπα, «Είσαι τυχερός. Τόσα χρόνια, με τόσες εμπειρίες, θα έχεις πολλά να θυμάσαι και να διηγείσαι στα εγγόνια και στους φίλους σου! Ατέλειωτες ιστορίες για τους επιβάτες που γνώρισες, για τα γεγονότα που έζησες, για τα ωραία ταξίδια…»
«Ναι, ναι, σίγουρα» μου είπε, κουνώντας το κεφάλι του και προχώρησε να αποχαιρετήσει έναν-έναν και τους υπόλοιπους επιβάτες του τρένου. Όλοι τον αποχαιρετούσαν εγκάρδια σφίγγοντας το χέρι.
Βυθίστηκα στις σκέψεις μου. Από αύριο, ο κύριος Τριαντάφυλλος δε θα είναι πια στο πρωινό καλωσόρισμα. Άνθρωποι που συναντάς, τους μιλάς, τους γνωρίζεις έστω για λίγο, αλλά σίγουρα θα σου λείψουν.
Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε, όταν κάποια μέρα τον συνάντησα στον Σταθμό της Θεσσαλονίκης, στην έξοδο, να συνομιλεί με κάποιους συναδέλφους του. Κοντοστέκομαι να του πω ένα γεια.
«Τελικά πάλι στα τρένα σε συναντώ κύριε Τριαντάφυλλε!»
«Πω, πω, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Ελισάβετ!» μου απάντησε μ’ εκείνη τη γνώριμη ευγενική έκφραση στο πρόσωπό του, και συνέχισε. «Εδώ συχνάζω. Μου λείπουν βλέπεις οι διαδρομές. Απ’ τη μέρα που σταμάτησα, όλα γύρω μου μοιάζουν ακίνητα. Ακόμα κι εκείνος ο βαρύς μονότονος θόρυβος της μηχανής, ακόμα κι αυτός μου λείπει! Μου λείπετε κι εσείς οι καθημερινοί συνταξιδιώτες, που είχαμε μια καλημέρα βρε παιδί μου. Τώρα μου φαίνονται όλα ίδια».
Ο κύριος Τριαντάφυλλος, ο ελεγκτής! Ένας ρομαντικός εραστής των τρένων. Ένας ακούραστος ταξιδευτής που κάποια στιγμή έπρεπε να κατέβει αναγκαστικά από το τρένο. Να ζήσει μια άλλη ζωή, διαφορετική. Πώς να σβήσει όμως τους συρμούς απ’ το μυαλό του; Πώς να μην ακούει μέσα του εκείνον τον ρυθμικό θόρυβο των γραμμών που, σαν τις Σειρήνες, τον μαγεύει;