Ήταν 14 Ιουλίου του 2017, όταν το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης καταδίκαζε μια γυναίκα σε 40 χρόνια κάθειρξη και τον σύντροφό της σε 47 χρόνια κάθειρξη, κρίνοντάς τους ενόχους πέραν πάσης αμφιβολίας για τον βασανισμό και τη σεξουαλική κακοποίηση των δύο ανήλικων παιδιών της πρώτης. Τα δύο αγόρια, 13 και 15 ετών σήμερα, είχαν περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια στους κοινωνικούς λειτουργούς και στους ψυχολόγους το πώς για τουλάχιστον μία τετραετία, από το 2011 έως το 2014, είχαν υποστεί ανείπωτα μαρτύρια από τους κηδεμόνες τους στο σπίτι όπου ζούσαν στην Πέλλα και αλλού: σβήσιμο τσιγάρων στην πλάτη, κάψιμο με καυτό λάδι, κλείσιμο στο υπόγειο για τιμωρία, συστηματική σεξουαλική κακοποίηση… Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό –πώς θα μπορούσε;– στους δύο κατηγορουμένους, οι οποίοι οδηγήθηκαν πίσω στη φυλακή.
Για τον κ. Αριστοτέλη Σιδηρόπουλο που βρισκόταν εκείνη την ημέρα στις θέσεις του ακροατηρίου, η ετυμηγορία ήταν μια κάποια παρηγοριά, μια μικρή νίκη. Ο συνταξιούχος αρχιτέκτονας και πρόεδρος του Δ.Σ. του οργανισμού «Πρωτοβουλία για το Παιδί» με έδρα τη Βέροια, που έχει στόχο τη φροντίδα και την προστασία παιδιών που βρίσκονται σε κίνδυνο, παρακολουθούσε από την πρώτη ημέρα τη συγκεκριμένη δίκη. «Κάθε περιστατικό το παρακολουθούμε μέχρι τέλους. Είμαστε εκεί μέχρι να πάει η υπόθεση στο δικαστήριο και συνήθως γινόμαστε και μάρτυρες κατηγορίας», λέει στην «Κ». Τα δύο αγόρια είχαν περιέλθει στην προστασία της Πρωτοβουλίας από το 2014. Ηταν από τα δυσκολότερα περιστατικά που τα μέλη της διεπιστημονικής ομάδας του φορέα είχαν ποτέ χειριστεί. «Η κακοποίηση είχε ξεκινήσει από μικρή ηλικία και ήταν εξακολουθητική», εξηγεί ο κ. Σιδηρόπουλος. «Το να είναι η κακοποίηση εξακολουθητική και να γίνεται από πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος είναι οι δύο παράγοντες που μπορεί να κάνουν τις συνέπειες της κακοποίησης μη αναστρέψιμες». Πράγματι, το ένα από τα δύο παιδιά χρειάστηκε τελικά να μεταφερθεί σε δομή ψυχιατρικού χαρακτήρα. Η κακοποίηση που υπέστη υπήρξε μοιραία για την ψυχική του υγεία. «Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ειδικές δομές για τα παιδιά που έχουν υποστεί τέτοια βασανιστήρια, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στο ψυχιατρείο. Για ποιο λόγο τιμωρούνται;», αναρωτιέται ο κ. Σιδηρόπουλος.
Ο αδελφός του, πάντως, ζει σήμερα στο σπίτι μακροχρόνιας φιλοξενίας παιδιών της Πρωτοβουλίας στη Βεργίνα και είναι καλά. Δεν το γνωρίζει, αλλά έχει έναν «φύλακα-άγγελο», τον μικρό Αλεξ Μεσχισβίλι, η υπόθεση της δολοφονίας του οποίου το 2006 στη Βέροια είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο. «Εκείνη την εποχή, είχαμε συστήσει στην πόλη μια άτυπη ομάδα που προσπαθούσε να συμπαρασταθεί στη μητέρα του Αλεξ (σ.σ. την ηρωική Νατέλα) και στο δράμα που ζούσε, αλλά και να βοηθήσει στις έρευνες των Αρχών. Το συμπέρασμα στο οποίο είχαμε καταλήξει –και που αργότερα επιβεβαιώθηκε από παιδοψυχιάτρους– ήταν ότι επρόκειτο για υπόθεση ακραίου bullying, σε μια εποχή που δεν ξέραμε ακόμα τι ακριβώς σημαίνει, από ομάδα παιδιών που είχαν με τη σειρά τους περιθωριοποιηθεί λόγω αμέλειας. Ήταν ο κύκλος της βίας. Σκεφθήκαμε ότι χρειάζεται να παρεμβληθεί κάτι που θα αποτρέπει την εξέλιξη και την αναπαραγωγή της βίας». Κάπως έτσι, η άτυπη εκείνη ομάδα μετεξελίχθηκε το 2008 σε επίσημο φορέα παιδικής προστασίας. «Δεν θέλαμε να πάει “χαμένος” ο θάνατος του Αλεξ. Ούτε θέλαμε να κινητοποιούμαστε μόνο όταν συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο».
Το καθοριστικό βήμα
Το πρώτο και καθοριστικό βήμα ήταν η λειτουργία του Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας το 2010. «Η σκέψη μας ήταν ότι πρέπει να λειτουργήσουμε προληπτικά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν κέντρα για κακοποιημένα παιδιά, που παρείχαν ολοκληρωμένη παρέμβαση, τόσο προς το παιδί όσο και προς την οικογένεια». Στο Κέντρο –γνωστό και ως «Σπίτι της Βέροιας»–άρχισε να παρέχεται και προσωρινή φιλοξενία σε παιδιά που εγκαταλείπονταν ή βρίσκονταν σε στάδιο μετάβασης σε άλλες δομές. Σταδιακά, όμως, γεννήθηκε η ανάγκη για τη δημιουργία Ξενώνα μακρόχρονης φιλοξενίας. «Αρχίσαμε να έχουμε περιστατικά που χρειάζονταν άλλου είδους παρέμβαση.
Η διερεύνησή τους αποκάλυψε φοβερές υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης», λέει ο κ. Σιδηρόπουλος. Εκτός από το «Σπίτι της Βεργίνας», έκτοτε έχει ιδρυθεί επίσης Κέντρο Θεραπείας Τραύματος, Κέντρο Αναφοράς και παροχής συμβουλευτικής για την καταγραφή των καταγγελιών (τηλ. 23310-23.700), αλλά και Στέγη Ημιαυτόνομης Διαβίωσης Νέων. «Παρατηρήσαμε ότι τα παιδιά που έφευγαν από τις δομές κλειστής φιλοξενίας, καταστρέφονταν μετά λόγω ανεργίας. Χρειαζόταν μια δομή γι’ αυτά τα παιδιά, τη φτιάξαμε. Ο στόχος μας παραμένει ο ίδιος, να μη μεταβεί το παιδί από μια κατάσταση δυσλειτουργίας στο κοινωνικό περιθώριο. Για να συμβεί αυτό πρέπει να ενσωματωθεί στα προγράμματα του κέντρου, να αποκτήσει ψυχική ανθεκτικότητα».
Είναι ένα μικρό θαύμα κάθε φορά που ένα παιδί διασώζεται από ένα τέτοιο περιβάλλον. Τα εμπόδια είναι πολλά και ξεπετάγονται από παντού. «Μια άλλη τρομερή υπόθεση που χειριστήκαμε αφορούσε έναν αλλοδαπό που κακοποιούσε σεξουαλικά τα παιδιά της συντρόφου του και μετέδιδε την πράξη ζωντανά στο Διαδίκτυο. Στο δικαστήριο καταδικάστηκε σε 50 χρόνια αλλά με αναστολή. Ετυχε να καταγγείλω το γεγονός από το βήμα του 1ου Συνεδρίου για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών (Βέροια, Νοέμβριος 2017), με αποτέλεσμα να επιληφθεί η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Αυτό σημαίνει παιδική προστασία. Δεν υπάρχει “λίγη” προστασία. Ή το κάνεις ή δεν το κάνεις. Και αν το κάνεις και δεχθείς απειλητικά τηλεφωνήματα από τη φυλακή, τι να γίνει. Ετσι είναι αυτά».
Η πολύκροτη υπόθεση
Ήταν η ημέρα που άλλαξε για πάντα την κοινωνία της Βέροιας: η Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006. Ο 11χρονος μαθητής Αλεξ Μεσχισβίλι, με καταγωγή από τη Γεωργία, που ζούσε με τη μητέρα και τον πατριό του στη Βέροια, έφυγε από την προπόνηση μπάσκετ και από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του εξαφανίστηκαν. Πολύ γρήγορα, η πόλη γέμισε τηλεοπτικά συνεργεία που κατέγραφαν λεπτό προς λεπτό τις αστυνομικές έρευνες και τις εκκλήσεις της τραγικής μάνας για διαλεύκανση της υπόθεσης («Πού είναι το παιδί μου» έγραφε ένα από τα πανό που κρατούσε η Νατέλα Ιτσουάιτζε). Τελικά, πέντε παιδιά 11 έως 13 ετών –δύο Ελληνόπουλα, ένας Αλβανός, ένας Ρουμάνος και ένας Βορειο-ηπειρώτης– ομολόγησαν τον θανάσιμο τραυματισμό του Αλεξ και τη μεταφορά του σε ένα ακατοίκητο σπίτι. Δύο χρόνια αργότερα, οι πέντε καταδικάστηκαν για τη δολοφονία του 11χρονου παιδιού, ενώ το δικαστήριο καταδίκασε και τον παππού των δύο Ελληνόπουλων για ψευδορκία και υπόθαλψη εγκληματία. Η σορός του Αλεξ Μεσχισβίλι δεν βρέθηκε ποτέ.