Περιγραφή Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
Κυριακή , 11-11-2018, πρωί.
Μία ακόμη καινούργια μέρα ξημέρωσε. Ο ουρανός με λίγα συννεφάκια και το πρωινό με θερμοκρασία φθινοπώρου. Εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», έτοιμοι να αναχωρήσουμε για την καθιερωμένη κυριακάτικη εξόρμησή μας.
Το πρόγραμμά μας, μετά την απαραίτητη προεργασία των προηγούμενων ημερών: «Ανάβαση στις κορυφές ‘‘Καλόγερος’’ και ‘‘Βίσογκραντ’’ του βουνού ‘‘Πίνοβο’’, ξεκινώντας από το χωριό Αετοχώρι Ν. Πέλλας» (φωτ. 1, 2).
Τα ρολόγια δείχνανε 07.00΄ π.μ. Ήταν η ώρα που φεύγαμε για τη δική μας «γωνιά διαφυγής» από την άχαρη καθημερινότητα. Αναχωρούσαμε για το δικό μας «καταφύγιο» από τους ρυθμούς της πόλης.
Φύγαμε από την Βέροια με προορισμό το ορεινό χωριό Αετοχώρι Αλμωπίας Ν. Πέλλας, για να βρεθούμε κοντά στη Φύση και να ζήσουμε ακόμη μία περιπέτεια στο βουνό. Η οδική μας διαδρομή: Βέροια – Σκύδρα – Μαυροβούνι – Νέα Ζωή – Ξιφιανή – Αριδαία.
Παντού ομίχλη, η οδήγηση προσεκτική. Το ίδιο ομιχλώδες σκηνικό και στη διαδρομή: Αριδαία- Ριζοχώρι – Φιλώτεια – Θηριόπετρα. Βγαίνοντας από το χωριό και ανηφορίζοντας για το Αετοχώρι το σκηνικό από λεπτό σε λεπτό άρχιζε να αλλάζει. Η ομίχλη ολοένα υποχωρούσε. Έτσι, μπορέσαμε να δούμε όλο το τοπίο που απλωνόταν στο πέρασμά μας.
Μπροστά μας το βουνό Πίνοβο, Πλάτσα ή Μπλάτσα όπως αλλιώς ονομαζόταν. Ένας ορεινός όγκος που βρίσκεται στα βόρεια του Νομού Πέλλας με το ένα τμήμα του να αποτελεί μέρος του φυσικού συνόρου που χωρίζει την Ελλάδα από τα Σκόπια [FYROM] (φωτ. 3).
Δεν κάναμε παραπάνω από 30 χλμ από την Αριδαία και φτάσαμε στο ορεινό χωριό Αετοχώρι, που είναι κτισμένο σε πλαγιά και περιτριγυρισμένο από πανέμορφα μεικτά δάση.
Στην πολύ όμορφα διαμορφωμένη πλατεία του χωριού, με τον χαρακτηριστικό υπεραιωνόβιο πλάτανο και το κτίριο που στεγάζει τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αετοχωρίου «Το Πίνοβο», παρκάραμε το αυτοκίνητό μας δίπλα στο πετρόχτιστο οίκημα, που τα τελευταία χρόνια διαμορφώθηκε σε ψησταριά «CΑΛΟΓΕΡΟC» περιμένοντας τους καλοφαγάδες της γύρω περιοχής ( φωτ. 4).
Βγαίνοντας από τα αυτοκίνητά μας αισθανθήκαμε την πρωϊνή ψυχρούλα στα 680 μέτρα υψόμετρο. Η θερμοκρασία στους 5ο Κελσίου. Η μέρα ηλιόλουστη. Παντού σιωπή, απόλυτη ησυχία. Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Ξαφνικά, εμφανίστηκαν 3 σκυλιά του χωριού και ένα ασπρούλι χαριτωμένο κουταβάκι. Τρέχανε γύρω μας κουνώντας παιχνιδιάρικα τις ουρές τους και παρακολουθώντας την κάθε μας κίνηση (φωτ. 5).
Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα για μια πολύωρη απαιτητική πορεία. Ο Θανάσης ενεργοποίησε το GPS, για την καταγραφή της πορείας. Συντονίσαμε τους ασυρμάτους και αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε την πορεία μας με κατεύθυνση προς τις κίτρινες πινακίδες που υπάρχουν στο παλιό πέτρινο τοίχο, ακριβώς απέναντι από το κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου.
Έχουν τοποθετηθεί από τον Ορειβατικό Σύλλογο Αριδαίας και περιείχαν πληροφορίες για τις κορυφές και τις ώρες ανάβασης σε κάθε μία από αυτές ( φωτ. 6).
Από τη στιγμή αυτή, ελεύθεροι πλέον, αρχίσαμε να ξεδιπλώνουμε τα «θέλω» μας απαλλαγμένοι από τα «πρέπει» της καθημερινότητας.
Περνώντας μέσα από την πλατεία και πριν φτάσουμε στο πέτρινο τοιχίο, αντικρίσαμε έκπληκτοι, στα αριστερά μας, ένα κανόνι που το βλέπαμε για πρώτη φορά. Δίπλα του ο μεταλλικός πίνακας με την ιστορία του.
Διαβάζοντας το κείμενο μάθαμε πως ήταν το ένα από τα δύο ορεινά κανόνια που δέσποζαν για χρόνια, στα 2.070 μέτρα υψόμετρο, σαν βουβοί μάρτυρες της μεγάλης πολεμικής περιπέτειας του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Απομακρύνθηκαν από τη φυσική τους «κατοικία» το 2009 και μεταφέρθηκαν στο Στρατιωτικό Μουσείο Χρωμοναστηρίου Ρεθύμνου. Μετά από αίτημα και προσπάθειες του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου το κανόνι επέστρεψε από την Κρήτη και τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση στις 11-08-2018 (φωτ. 7, 8).
Μας ακολούθησαν τα δύο μεγαλόσωμα σκυλιά και το κουταβάκι. Τα πρώτα μέτρα τα περπατήσαμε πάνω σε χωμάτινο δρόμο του χωριού, μέχρι να συναντήσουμε την πέτρα με το κίτρινο βέλος της σήμανσης, που μας οδήγησε σε μονοπάτι στα δεξιά μας. Βαδίζαμε μέσα σε πυκνούς θάμνους και βελανιδιές.
Το μονοπάτι αυτό ανηφορικό και σύντομο. Μας έβγαλε σε ένα άλλο φαρδύ χωματόδρομο που συνέδεε το Αετοχώρι με τα ορεινά χορτολίβαδα ψηλά στο βουνό. Στο σημείο εκείνο, της εξόδου από το μονοπάτι, υπάρχει, στα δεξιά του δρόμου, ένα μισογκρεμισμένο κτίσμα. Θα ήταν, μάλλον, ένα παλιό στρατιωτικό φυλάκιο (φωτ. από 9 έως και 13).
Πήραμε το χωματόδρομο με πορεία προς τα αριστερά. Μπροστά μας, στο βάθος, φάνηκε η κορυφογραμμή του ορεινού όγκου, που ήταν και ο προορισμός μας. Βαδίζαμε πάνω στο χωματόδρομο.
Σε κοντινή απόσταση μετά το μισογκρεμισμένο κτίσμα και λίγο πιο πάνω, συναντήσαμε μια μεταλλική μπάρα που θα χρησίμευε, κάποτε, για τον έλεγχο των διερχόμενων, από το σημείο εκείνο, αυτοκινήτων. Ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια φτάσαμε στο βραχώδες κομμάτι της διαδρομής, εκεί που υπάρχει ένας χαρακτηριστικός βράχος τριγωνικού σχήματος με μια διαμπερή τρύπα-σπηλιά.
Το άνοιγμα της εισόδου στη σπηλιά μεγάλο. Στο εσωτερικό της χωράνε δεκάδες άτομα και στο τέρμα της έχει ένα μικρό άνοιγμα που βλέπει προς τον κάμπο της Αλμωπίας ( φωτ. από 14 έως και 17).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε βαδίζοντας πάνω στο δασικό δρόμο. Περάσαμε από ένα στένωμα που στα δεξιά του έχει ένα απότομο βράχο, που ορθώνεται επιβλητικά και σχεδόν κάθετα πάνω από το δρόμο, και στα αριστερά του υπάρχει ένα περιφραγμένο κομμάτι με μία ψηλή μεταλλική περίφραξη.
Στο σημείο εκείνο κατηφορίσαμε. Η κατηφόρα σύντομη. Λίγο πιο κάτω, στη στροφή του δασικού δρόμου, περάσαμε ένα ρυάκι. Βρισκόμασταν σε ένα τμήμα του ρέματος «Παραμαγούλα». Τρεχούμενο νερό ελάχιστο.
Το περάσαμε και λίγα μέτρα πιο πέρα βγήκαμε από το δασικό δρόμο. Μπήκαμε στο ανηφορικό μονοπάτι, στα δεξιά του δρόμου, ακολουθώντας την ένδειξη του κόκκινου βέλους της σήμανσης, που αντικρίσαμε πάνω σε ένα βράχο. Στο σημείο υπάρχει και πέτρινος «κούκος» (φωτ. 18, 19, 20).
Το μονοπάτι ανηφορικό. Το σκηνικό φθινοπωρινό. Τα περάσματά μας μέσα από την πυκνή βλάστηση ενός μεικτού δάσους. Κέδρα, θάμνοι, πανύψηλες φτέρες, φυτικά τούνελ. Πραγματική ζούγκλα. Ακολουθούσαμε τα κίτρινα σημάδια.
Οι ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου με δυσκολία διαπερνούσαν τα πυκνά κλαδιά με τα λιγοστά φύλλα τους (φωτ. από 21 έως και 25).
Συνεχίζαμε. Όσο ανηφορίζαμε, τόσο αντικρίζαμε στο πέρασμά μας κάτι το διαφορετικό.
Βήμα με βήμα το σκηνικό άλλαζε. Διέφερε από το προηγούμενο και πιο πάνω ένα άλλο, ξεχωριστό, που όμοιό του δεν θα συναντούσαμε πουθενά αλλού. Κοντεύοντας στο δεύτερο ρέμα, αφήναμε πίσω μας το μεικτό δάσος και μπαίναμε σε ένα άλλο, με πανύψηλες οξυές.
Φτάνοντας στο ρέμα, διαπιστώσαμε έκπληκτοι πως στο σημείο κάτι έλειπε. Τρεχούμενα νερά δεν συναντήσαμε. Το γεγονός αυτό και μόνο έκανε την όλη διαφορά από τις προηγούμενες επισκέψεις μας στην περιοχή. Έλειπε η εικόνα του γάργαρου τρεχούμενου νερού και ο χαρακτηριστικός ήχος από το πέρασμά του, που ακουγόταν από μεγάλη απόσταση (φωτ. 26).
Συνεχίζαμε μέσα στο δάσος οξυάς. Παντού απόλυτη ησυχία. Αυτή η σιωπή του δάσους μας έκανε να θέλουμε να βλέπουμε μόνο και να μη μιλάμε. Πανύψηλα δένδρα γύρω μας, πυκνά μεταξύ τους και χαμηλά, το πολύχρωμο χαλί των πεσμένων φύλλων τους.
Απερίγραπτες εικόνες, φανταστικό όλο το σκηνικό. Ασύλληπτη η φαντασίας της δημιουργού Φύσης. Μαζί μας τα σκυλιά του χωριού, που μας ακολουθούσαν ακόμη. Εκείνο το μικρούλι, το χαριτωμένο άσπρο κουταβάκι, όλο έτρεχε. «Θα κουραστείς χαζούλικο» του λέγαμε. Και αυτό ακούραστο, πάνω-κάτω-δίπλα μας από τη χαρά του. Τα ονομάσαμε «ορειβατικά σκυλιά» (φωτ. 27, 28, 29).
Ο ήλιος κάποια στιγμή…κρύφτηκε. Διαπιστώσαμε πως είχε συννεφιά.Η ατμόσφαιρα ψυχρή. Και έτσι όπως ήταν πεντακάθαρη, μας δρόσιζε τα σπλάχνα και μας ξυπνούσε το νου. Όσο προχωρούσαμε οι κουβέντες μας λιγόστευαν. Το πνεύμα μας γαλήνευε και συντονιζόταν με το περιβάλλον του δάσους.
Απαλλαγμένοι από το βάρος των σκέψεων της άχαρης καθημερινότητας και ζώντας όλο αυτό που μας περιτριγύριζε δεν αισθανόμασταν βάρος στα πόδια μας και ας ανηφορίζαμε εδώ και ώρα. Από κάποια ανοίγματα μπορέσαμε να δούμε τμήματα κορυφών-βράχων. Ανηφορίζοντας συναντήσαμε έναν άλλο δασικό δρόμο.
Στρίψαμε αριστερά και προχωρώντας 200 περίπου μέτρα ξαναμπήκαμε στο μονοπάτι, που συναντήσαμε στα δεξιά μας. Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα και 35 λεπτά ανηφορικής πορείας από το Αετοχώρι και φτάσαμε σε ένα ξέφωτο με σάρα και μια πλαγιά με μεγάλη κλίση.
Στο σημείο εκείνο το υποχρεωτικό πέρασμά μας ήθελε πολύ προσοχή, γιατί το μονοπάτι που περνούσε από το απότομο κομμάτι της πλαγιάς ήταν πολύ στενό και οι πέτρες υποχωρούσαν σε κάθε πάτημά μας. Μπροστά ο Τοτός, ο ογδοντάχρονος αρχηγός μας. Ανηφόριζε γυμνός από τη μέση και πάνω. Ένδειξη νεότητας ή ηλικιακής…έξαψης;! Τον ακολουθούσαμε όλοι εμείς, οι υπόλοιποι (φωτ. 30, 31, 32).
Περάσαμε και αυτό το φυσικό εμπόδιο και ξαναμπήκαμε σε δάσος οξυάς. Αποφασίσαμε να κάνουμε μία ολιγόλεπτη στάση. Υγρά, σοκολάτα, μπάρες δημητριακών ήταν τα απαραίτητα εκείνη την ώρα ( φωτ. 33).
Ο καιρός μουντός, πιο πέρα ομίχλη. Φωτογραφίες. Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε. Το πέρασμά μας από το κομμάτι εκείνο της διαδρομής σύντομο. Όσο ανηφορίζαμε το δάσος αραίωνε, τα δένδρα λιγόστευαν και οι πρώτοι βράχοι άρχιζαν να ξεπροβάλλουν, υπενθυμίζοντάς μας πως από δώ και πέρα μπαίναμε στο βασίλειο των βράχων, των αλπικών λιβαδιών και των ανέμων.
Η ομίχλη, όμως, δεν μας επέτρεπε να δούμε τη θέα από ένα σημείο και πέρα.
Πλησιάζοντας προς την Αλπική ζώνη του βουνού, με δυσκολία μπορέσαμε να διακρίνουμε ένα τμήμα του «Μαύρου Βράχου». Έτσι ονομάζεται ο κατάμαυρος βράχινος τοίχος, που με καλύτερες καιρικές συνθήκες τον βλέπουμε να ορθώνεται επιβλητικά μπροστά μας και να μας εντυπωσιάζει τόσο με τον όγκο του, όσο και την κάθετη βραχώδη πλαγιά του (φωτ. 34, 35).
Ανηφορίζαμε. Όσο προχωρούσαμε, τόσο τα αλπικά λιβάδια απλώνονταν γύρω μας. Εδώ, πλέον, δένδρα δεν υπήρχαν. Σε όλη την πλαγιά κυριαρχούσε η χαμηλή βλάστηση. Εκείνο που έκανε τη διαφορά, στο κομμάτι του βουνού που βρισκόμασταν, ήταν οι σκορπισμένοι παντού ογκόλιθοι διάφορων μεγεθών.
Όλο το σκηνικό το συμπλήρωναν οι δεκάδες πανύψηλοι βράχοι που αντικρίζαμε, όσο φυσικά μπορούσαμε, γύρω μας.
Μπαίναμε στην «Κοιλάδα των Βράχων».
Συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια του μονοπατιού που οδηγούσαν προς το ογκώδες και πανύψηλο σκουρόχρωμο βράχο με το χαρακτηριστικό κωνικό σχήμα του, που βλέπαμε μπροστά μας. Στη βάση του υπάρχει η τελευταία πηγή με τρεχούμενο νερό ( φωτ. 36, 37).
Πίσω από τον πιο πάνω βράχο και στα δεξιά του, όπως ανηφορίζαμε, βρίσκεται η τρίτη σε ύψος κορυφή του ορεινού όγκου, ο «Καλόγερος». Ήταν ο πρώτος κυριακάτικος προορισμός μας. Την κορυφή δεν την βλέπαμε, την έκρυβε η πυκνή ομίχλη.
Δεν πήγαμε προς την πηγή, αλλά συνεχίσαμε την ανηφορική πορεία μας προσπερνώντας τον βράχο από τα δεξιά του. Το μονοπάτι «μας» χωρίς σήμανση και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Το πυκνό χορταράκι που πατούσαμε ήταν το…χαλί…που μας διευκόλυνε στην ανάβαση μέχρι την μεταλλική κατασκευή που χρησίμευε για το πότισμα κοπαδιών (φωτ. 38, 39, 40).
Στο νερό δεν καθίσαμε πολύ. Άρχισε να φυσάει. Ανανεώσαμε τα νερά των παγουριών μας και αφού φορέσαμε τις αντιανεμικές μεμβράνες, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για το πιο απαιτητικό κομμάτι της διαδρομής. Λίγο πιο πάνω, μας περίμενε η κορυφή «Καλόγερός» για να παραβγούμε μαζί της.
Η ομίχλη με τα παιχνίδια της και εμείς απτόητοι ανηφορίζαμε. Φτάσαμε στην βραχώδη και με πολύ μεγάλη κλίση πλαγιά της κορυφής, που σε κάποια σημεία της γινόταν απότομη. Μια τελευταία ματιά. Εκτιμήσαμε τις επικρατούσες συνθήκες εκείνης της στιγμής, «μελετήσαμε οπτικά» τη μορφολογία του βράχινου όγκου και αφού διαπιστώσαμε πως…το έχουμε…ξεκινήσαμε.
Το πέτρωνα σαθρό, ήθελε πολύ προσοχή τόσο στα πιασίματα, όσο και στα πατήματα. Τις περισσότερες φορές προχωρούσαμε σκαρφαλώνοντας (φωτ. από 41 έως και 45).
Χρειαστήκαμε 20 λεπτά προσεκτικής μίνι – αναρρίχησης για να βρεθούμε στα 1.873 μέτρα υψόμετρο της κορυφής. Από τον «Καλόγερο» δεν μπορέσαμε, λόγω ομίχλης, να δούμε την γύρω θέα.
Η παραμονή μας στην κορυφή σύντομη. Ομαδική φωτογραφία και ξεκινήσαμε για την κατάβαση (φωτ. 46).
Η κάθοδος προσεκτική Προσέχαμε πολύ για να αποφύγουμε τον ανεπιθύμητο τραυματισμό. Και αυτή χρονικής διάρκειας 20 περίπου λεπτών (φωτ. 47, 48).
Φτάνοντας στο χαμηλότερο σημείο του αυχένα «Καλόγερου»-«Βίσογκραντ» αρχίσαμε να ανηφορίζουμε για τη δεύτερη κορυφή της κυριακάτικης δραστηριότητάς μας.
Η ομίχλη άρχισε να απομακρύνεται και ο ορεινός όγκος από λεπτό σε λεπτό ξεδιπλωνόταν μπροστά μας ορθώνοντας το επιβλητικό ανάστημά του (φωτ. από 49 έως και 53).
Φτάσαμε στην κορυφογραμμή. Περπατούσαμε πάνω στα Ελληνοσκοπιανά σύνορα.
Στα δεξιά μας βλέπαμε τις ηλιόλουστες περιοχές των Σκοπίων. Κοιτάζοντας, όμως, στα αριστερά μας δεν βλέπαμε τίποτα, μόνο κάποιες κορυφές να ξεπροβάλλουν μέσα από τα κάτασπρα σύννεφα (φωτ. από 54 έως και 60).
Φτάσαμε στη δεύτερη ψηλότερη κορυφή του βουνού Πίνοβο, το «Βίσογκραντ».. Χρειαστήκαμε μία ώρα και 20 λεπτά ανηφορικής πορείας από τον αυχένα «Καλόγερου»-«Βίσογκραντ» για να βρεθούμε στα 2.150 μέτρα υψόμετρο και συνολικά 4 ώρες και 45 λεπτά από το χωριό Αετοχώρι.
Βρισκόμασταν πάνω από τα σύννεφα και κοντά στον ήλιο. Τα συναισθήματά μας ανάμεικτα. Αέρας δεν φύσαγε και ο ήλιος έκαιγε. Απλώσαμε τη…μπουγάδα μας…,τα ιδρωμένα ρούχα να στεγνώσουν και καθίσαμε να απολαύσουμε τη γύρω θέα από ψηλά.
Τα «ορειβατικά σκυλιά» δίπλα μας, με το μικρούλι να έχει κουρνιάσει στη βάση του πύργου της συνορογραμμής. Το κολατσιό στα ψηλά και με την απερίγραπτη θέα γύρω μας…φανταστικό. Ταϊσαμε και το ασπρούλι κουταβάκι.
Καταφέραμε και είδαμε την κορυφή «Καλόγερος», που κάποια ώρα πριν την είχαμε σκαρφαλώσει με ομίχλη (φωτ. από 61 έως και 65).
Η ώρα περνούσε, έπρεπε να γυρίσουμε. Δεν θέλαμε να αφήσουμε αυτό το όμορφο που ζούσαμε στα ψηλά, αλλά μας περίμενε πολύς δρόμος για το χωριό.
Μία αναμνηστική ομαδική φωτογραφία. Μαζέψαμε τη…μπουγάδα μας…,ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, ρίξαμε μια τελευταία ματιά γύρω μας και πήραμε το κατηφορικό μονοπάτι με κατεύθυνση προς την «Κορφούλα» (φωτ. 66, 67).
Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από την κορυφή «Βίσογκραντ» και βγήκαμε από το μονοπάτι της συνορογραμμής. Κάναμε αριστερά, στην πλαγιά με την πολύ μεγάλη κλίση, για να βρεθούμε στο κλασικό μονοπάτι «Αετοχώρι»-«Κορφούλα» κερδίζοντας απόσταση και χρόνο.
Η κατάβαση σύντομη, εικοσάλεπτη. Μπήκαμε στο γνώριμο κλασικό μονοπάτι που περνούσε κάτω από την κορυφή «Βίσογκραντ». Περάσαμε δίπλα από χαρακώματα, σημάδια πολέμων, και απο τμήματα με σάρα. Προσπεράσαμε και τις «Πόρτες», το βραχώδες στένωμα με την απότομη κλίση. Το πέρασμα αυτό το περνάμε τους χειμερινούς μήνες ανηφορίζοντας για την κορυφή «Βίσογκραντ» με χιόνια (φωτ. από 68 έως και 71).
Φτάσαμε, ακολουθώντας τα κίτρινα σημάδια του μονοπατιού, στο σημείο που βρίσκεται χαμηλά του αυχένα «Κολόγερου»-«Βίσογκραντ» και συνεχίσαμε για την «Κοιλάδα των Βράχων» με τον κωνικό βραχώδη όγκο και την πηγή στη βάση του.
Η μέρα ηλιόλουστη, ζεστή. Τα περάσματα γνώριμα, τα είχαμε περάσει ανηφορίζοντας (φωτ. 72, 73).
Μπήκαμε στο δάσος οξυάς. Ο Σταύρος, ο μανιταροσυλλέκτης της ομάδας, δεν προσπερνούσε τα εδώδιμα μανιτάρια. Τα συνέλλεγε, αφού πρώτα τα εξέταζε (φωτ. 74, 75).
Συνεχίζαμε την κατηφορική πορεία μας περνώντας από τα πρωϊνά κομμάτια της ανάβασης. Εικόνες γνώριμες, αλλά με διαφορετικό φωτισμό αυτή τη φορά (φωτ. από 76 έως και 80).
Φτάσαμε στο χωριό, μαζί μας και τα «ορειβατικά σκυλιά» του χωριού. Κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο. Όλα πήγαν καλά. Καταφέραμε να ολοκληρώσουμε το πρόγραμμά μας έτσι όπως το είχαμε σχεδιάσει. Μας βοήθησε και ο καιρός (φωτ. 81, 82).
Χρόνος κατάβασης από την κορυφή «Βίσογκραντ»: 2 ώρες και 30 λεπτά.
Πριν επιβιβαστούμε στο αυτοκίνητό μας, χαϊδέψαμε, για να τα ευχαριστήσουμε, τα σκυλιά του χωριού και το κουταβάκι που μας ακολουθούσαν από κοντά σε όλη μας τη διαδρομή.
Με αμέτρητες εικόνες «αποθηκευμένες» σε μια γωνιά του μυαλού μας και με εκατοντάδες «αποτυπωμένες» φωτογραφίες στις μνήμες των ψηφιακών μας μηχανών πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την πόλη της Βέροιας.
Όλη η διαδρομή μας, που «κατέγραψε» το GPS του Θανάση, ήταν: (φωτ. 83).
Απολογισμός:
Διαδρομή: Αετοχώρι (υψ. 680 μ.) – «Κοιλάδα Βράχων» – κορυφή «Καλόγερος» (υψ. 1.873 μ.)-
κορυφή «Βίσογκραντ» (υψ. 2.150 μ.)– επιστροφή
Υψομετρική διαφορά: 1.632 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα, ένδειξη GPS)
Απόσταση: 17,3 χλμ. ( ένδειξη GPS)
Χρόνος: 8 ώρες ( συνολικός χρόνος)