Στη μεγάλη ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, που βρήκε στο «Άξιον εστί» την πληρέστερη έκφρασή της, συμπυκνώνοντας στο συγκεκριμένο έργο με τη λιτή γραφή της τους καημούς, τους αγώνες και τα όνειρα του Ελληνισμού, τα πεζά του κείμενα στέκονται πλάι στους στίχους του όχι απλά επάξια, αλλά κάποιες στιγμές ίσως ακόμη πιο δυνατά. Γραφή που μυρίζει άλλοτε λιβάνι, άλλοτε αίμα κι άλλοτε καταιγίδα.
«Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες» είναι ίσως η συγκλονιστικότερη ποιητική σύλληψη των ομαδικών εκτελέσεων στην Ελλάδα της Κατοχής. Σύλληψη και ποιητική καταγραφή ενός γεγονότος ή πολλών παρόμοιων, που γίνονται ένα όμως στη μνήμη και πονάνε. «Μνησιπήμων πόνος»…
Ο Λευτέρης, όνομα συμβολικό, οι εκτελεστές με τα μαλλιά «από άχυρο», ο Μεγάλος Ξένος, αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, τα χαμόσπιτα, ο αρχαίος χορός της αιώνιας ανθρώπινης τραγωδίας, όλα αποτυπώνουν ένα χθες που το ξεχνάμε, ή θέλουμε ίσως να ξεχάσουμε.
Αφορμή μνήμης η σημερινή επέτειος του Μπλόκου της Κοκκινιάς, στις 17 Αυγούστου του ’44. Από τότε πέρασαν 74 ολόκληρα χρόνια. «Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες» όμως ζει και μέσα στις σελίδες της μεγάλης ποίησης και μέσα στο μυαλό και την ψυχή όσων επιμένουν να θυμούνται, να θυμούνται με όποιο κόστος…
Δήμητρα Σμυρνή
Οδυσσέα Ελύτη “Άξιον εστί” – “Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες”. Ανάγνωσμα τέταρτο
Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ώς κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να ’ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά —μακριά μέσα στο μέλλον του— που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ’χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τί πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.