Πρόσφατα γιορτάσαμε την επέτειο έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η Ιστορία της δεν παύει και σήμερα να είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται από πολλές σκοπιές. Πολλές συζητήσεις γίνονται για το ποιοι έκαναν την Επανάσταση και τον χαρακτήρα που πήρε ο Αγώνας κατά καιρούς. Το βέβαιο είναι ότι οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν στο ότι ο μακροχρόνιος αγώνας ήταν αγώνας αίματος και θυσιών. Δεν ήταν πανηγύρι, όπως παρουσιάζεται σε πατριωτικές γιορταστικές αναπαραστάσεις.
“Δεν ήταν έτσι ορέ”, φώναξε κάποτε γύρω στα 1880 ένας Μεσολογγίτης γέρος σε αναπαράσταση εξόδου των συντοπιτών του. Ακόμα και το ολοκληρωμένο ρητό του Ανδρέα Κάλβου παίρνει άλλη σημασία: «Όσοι το χάλκεον χέρι του φόβου βαρύ αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχουσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία». Η τύχη των περισσοτέρων λαϊκών αγωνιστών ήταν φτώχεια και κατατρεγμοί.
Παρακάτω αναφέρω δυο όμοια παραδείγματα.
Μετά το θάνατο (δολοφονία) του Καποδίστρια, έφτασε στην Ελλάδα ο ανήλικος βασιλιάς Όθωνας με Βαυαρούς Αντιβασιλείς. Οι έλληνες οπλαρχηγοί της Επανάστασης του 1821 και η Κυβέρνηση τούς υποδέχτηκαν με δάκρυα χαράς στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα της τότε Ελλάδας. Πίστευαν πως θα έφερναν την ειρήνη και θα έθεταν τέρμα στο Εμφύλιο σπαραγμό. Σαράντα μέρες, ύστερα από την άφιξη του βασιλιά, δημοσιεύτηκε το παρακάτω διάταγμα:
Άρθρον 1) Τα μέχρι τούδε υπάρχοντα εις την Ελλάδα άτακτα στρατεύματα διαλύονται
Αναλυτικότερα έστελνε τους αγωνιστές στα ανύπαρκτα σπίτια τους, χωρίς καμιά πρόνοια γι’ αυτούς.
Ο Νέζερ, σχετικά με την διάλυση-αφοπλισμό των 10000 Αγωνιστών στο Άργος γράφει: «Μ’ όλον ότι η παράδοσις των όπλων και των ξιφών τούς επότισεν ανέκφραστον πικρίαν, διότι εχωρίζοντο από τας αγαπητάς των πανοπλίας με τας οποίας είχον πολεμήσει υπέρ της εθνικής των ανεξαρτησίας, εν τούτοις δεν έγινε καμία αταξία κατά την παράδοσιν και μόνον συγκινητικαί τινές σκηναί μας ετάραξαν την καρδίαν. Είδωμεν ηλικιωμένους άνδρας και σχεδόν με λευκάς τρίχας, που είχον αρειμάνιον το ήθος, να κλαίνε ως παιδιά και να χύνουν δάκρυα διά των ηλιοκαών των παρειών.
Η παράδοσις των όπλων έφερεν εις άλλους απελπισίαν και μη θέλοντας να παραδόσουν εις ξένας χείρας τον πολύτιμον θησαυρόν των, έρριψαν στους κρημνούς τα ξίφη των και τα άλλα όπλα. Ορισμένοι ήταν ξυπόλυτοι, ενώ άλλοι γύρισαν στον τόπο τους με μαύρο μπαϊράκι. Άλλοι πού δεν είχαν ούτε να φάνε, αναγκάστηκαν να ξαναβρούν κανένα όπλο και για να φάνε ψωμί αναγκάστηκαν να το πάρουν από τους μεγαλονυκοκυραίους που είχαν μείνει στις περιουσίες τους ακλόνητοι, όπως επί Τουρκίας κι ακόμα καλύτερα. Όσοι δεν παρέδωσαν τα όπλα τους κυνηγήθηκαν, έγιναν ληστές, δηλαδή ξανά ληστές».
Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς στα τέλη του 1944, ακολουθούν τα Δεκεμβριανά, με φανερή επέμβαση των Αγγλικών στρατευμάτων. Ακολουθεί η Συμφωνία της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945. Σ’ αυτήν δεν υπήρχε όρος για γενική αμνηστία και όριζε ότι οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ και του Ε.Λ.Α.Ν θα παραδώσουν τον οπλισμό τους.
Το περισσότερο μέρος του οπλισμού τους ήταν λάφυρα από τα πεδία των μαχών. Στους τόπους συγκέντρωσης των όπλων αποχαιρετούν οι συναγωνιστές, τους συναγωνιστές και καπεταναίους. Πολλοί δακρύζουν, κλαίνε. Μέρος της ημερήσιας διαταγής του Γενικού Στρατηγείου του Ε.Λ.Α.Σ λέει: Δώσατε άφθονο το αίμα για την επιτυχία της απελευθέρωσης. Να είστε υπερήφανοι για το έργο σας. Γυρίζοντας στα σπίτια σας πρέπει να είστε οι καλύτεροι πολίτες κλπ. κλπ… Ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου, διωγμοί και δοκιμασίες.
Η Ιστορία επαναλαμβάνονταν !!!.