Ο καπετάνιος και αναρριχητής Τάκης Παρτάλας. Ένας αμετανόητος εραστής του κινδύνου και της περιπέτειας / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Είναι πια στη στεριά, στον τόπο του, στο Λιτόχωρο. Τίποτα όμως σ’ αυτόν δε σου δίνει, στα 70 του τώρα χρόνια, την αίσθηση του απόμαχου. Βλέμμα διαπεραστικό, ενέργεια που ξεχειλίζει, αυτοπεποίθηση, χιούμορ, και πάνω απ’ όλα μια λάμψη ξεχωριστή, απόσταγμα μιας ζωής γεμάτης από εμπειρίες.
Αν και θα μπορούσε να έχει μια ήρεμη ζωή ως δάσκαλος, μετά την αποφοίτησή του από την Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, διάλεξε το βουνό αλλά και τη θάλασσα, στις πιο ακραίες εκφάνσεις τους. Ριψοκίνδυνος αναρριχητής στις ψηλότερες κορυφές των Άλπεων, δαμαστής των κυμάτων στη θάλασσα σαν καπετάνιος. Δηλώνει πως δε θα μπορούσε να ζήσει χωρίς την αδρεναλίνη. Αμετανόητος εραστής του κινδύνου και της περιπέτειας.
Στο σπίτι του, μιλά για τις εμπειρίες του από μια ζωή που ήταν ένα ατέλειωτο ταξίδι «γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις». Στους τοίχους πίνακες με καράβια. Δίπλα του η γυναίκα του. Ο μικρός του εγγονός, σκαρφαλωμένος στο τζάκι, επιμένει να κρατά στα χέρια του το τιμόνι που το κοσμεί. Ο καπετάν Παρτάλας τον καμαρώνει. Ίσως σ΄ αυτήν την κίνηση βλέπει τη συνέχεια…
Υπήρξατε καπετάνιος για πολλά χρόνια αλλά και ριψοκίνδυνος αναρριχητής. Θάλασσα και βουνό σάς τράβηξαν με τις πιο ακραίες εκφάνσεις τους, την ομορφιά αλλά και τον κίνδυνο. Τι σας τράβηξε περισσότερο, η ομορφιά ή ο κίνδυνος;
Και τα δύο. Κι ας ξεκινήσουμε από την ομορφιά. Η αναρρίχηση δίνει την αίσθηση της απογείωσης μαζί με την έκσταση που τη συνοδεύει! Και στη θάλασσα πάλι ποιος μπορεί να δώσει τα συναισθήματά του, καθώς βλέπει από τη γέφυρα του καραβιού τον ήλιο να αναδύεται μέσα από τη θάλασσα…
Αντίθετα, ο κίνδυνος την ώρα της θαλασσοταραχής σε κάνει να αισθάνεσαι ένα τίποτα μπροστά στην οργισμένη θάλασσα. Η θάλασσα με τα πολλά πρόσωπα σού δίνει μεγάλες συγκινήσεις. Ξέρεις τον κίνδυνο που σε περιμένει στο καράβι κι όμως τη θάλασσα την επιλέγεις, γιατί την αγαπάς.
Και την αναρρίχηση πάλι την επιλέγεις, αντιμετωπίζοντας ακόμη και απώλεια της ζωής σου, γιατί την αγαπάς το ίδιο. Είμαι βαθιά δεμένος με τη φύση, και με το βουνό και με τη θάλασσα, γι αυτό και συνδυάζω τον καπετάνιο με τον αναρριχητή, πράγμα που για πολλούς είναι ακατανόητο. Ίσως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την αδρεναλίνη! Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου κλεισμένο σ’ ένα γραφείο και να κάνω παράδειγμα τον εφοριακό. Μην ξεχνάμε όμως ότι ο τόπος μου, το Λιτόχωρο, είναι και βουνό και θάλασσα. Υπάρχει κάποια εξήγηση για τις επιλογές μου.
Το Λιτόχωρο πραγματικά αποτελούσε πριν χρόνια ναυτικό τόπο και διαθέτει κι ένα εξαιρετικό ναυτικό μουσείο, που το αποδεικνύει. Πόσο καθοριστικό ήταν το κλίμα που επικρατούσε στο χωριό αλλά και οι αφηγήσεις των ναυτικών για ένα ανήσυχο παιδί, όπως εσείς;
Άκουγα συναρπαστικές ιστορίες για ταξίδια ή έφερναν αμερικάνικα τσιγάρα οι ναυτικοί στα καφενεία και μπροστά στα παιδικά μας μάτια ανοιγόταν ένας κόσμος αλλιώτικος που θέλαμε να τον ζήσουμε κι εμείς.
Αν προσθέσουμε και το ότι διάβαζα από μικρός βιβλία με ναυτικές ιστορίες, όπως τα «Λόγια της Πλώρης» του Καρκαβίτσα ή τη «Νήσο των Θησαυρών» του Στήβενσον, καταλαβαίνετε τι μαγικός κόσμος ανοιγόταν μπροστά μου! Τον Καββαδία βέβαια τον ανακάλυψα αργότερα, στα ταξίδια μου.
Το πάθος μου για τη θάλασσα φαίνεται από το ότι έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο πριν καν τελειώσω το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Ήμουν στην Πέμπτη τάξη, όταν το έβγαλα μαζί μ’ έναν φίλο μου που έγινε κι εκείνος καπετάνιος αργότερα. Κατεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη, μόλις συμπληρώσαμε το ηλικιακό όριο, για να μη χρειάζεται η συγκατάθεση γονέων, και το βγάλαμε. Αυτό νομίζω πως τα λέει όλα. Είχα πάρει από νωρίς την απόφασή μου!
Και τότε πώς βρεθήκατε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, από την οποία και αποφοιτήσατε;
Ήταν το κλίμα της εποχής και οι παρέες του σχολείου που οδήγησαν στην απόφαση αυτή. Καθώς ήμουν και καλός μαθητής, πέρασα με ευκολία και με πολύ καλή σειρά. Η φοιτητική ζωή στη Θεσσαλονίκη φάνταζε τότε στα νεανικά μάτια, όπως και τώρα βέβαια, πολύ ελκυστική. Αποφοιτώντας όμως από τη σχολή αισθάνομαι πως δεν μπορώ να κλειστώ σε τέσσερις τοίχους και τελειώνοντας το στρατό ξαναγυρίζω στο αρχικό μου πάθος για τη θάλασσα.
Ας σταθούμε για λίγο στον αναρριχητή Παρτάλα, πριν περάσουμε στον καπετάνιο. Ξεκινάτε από τον Όλυμπο αλλά φτάνετε μέχρι και τις Άλπεις. Πώς γεννιέται αυτό το πάθος για την αναρρίχηση και ποια συναισθήματα προκαλεί στον αναρριχητή;
Έχοντας γεννηθεί στους πρόποδες του μυθικού Ολύμπου και μεγαλωμένος σε μια γειτονιά, όπου τα παιχνίδια στα βραχάκια ήταν σε καθημερινή βάση, ήταν φυσικό επακόλουθο να αποκτήσω μια εξοικείωση και μια άνεση μ’ αυτά. Τα παιχνίδια στις σπηλιές, στα βράχια, ήταν κομμάτι της παιδικής ζωής μας.
Οπότε, όταν έγινε μια αναρριχητική σχολή στα δεκαεννιά μου, εγώ ήμουν ήδη έτοιμος. Δάσκαλός μου ήταν ο Μαρτζούκος, Καθηγητής Πανεπιστημίου στην Αθήνα και στο Μόντρεαλ νομίζω, που ζει ακόμα.
Ο Μαρτζούκος με ξεχώρισε ανάμεσα σε πενήντα μέλη της σχολής και έγινα το… πουλέν του, κάνοντας εκπληκτικά πράγματα οι δυο μας! Είδε σε μένα ικανότητες, που εγώ βέβαια δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω, και μετά με πήρε στην πίστα της Βαρυμπόμπης, απ’ όπου με πρότειναν για αποστολές στο Εξωτερικό.
Μέσα από την αναρριχητική σχολή γνώρισα προσωπικότητες όπως ο Τζάρτζανος, ο μεγάλος φιλόλογος, ο Δελαπόρτας, διευθυντής του θεάτρου της Τεργέστης και ο Λάμπρος ο Ευταξίας, που σ’ αυτόν οφείλεται το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αλλά και η προώθηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πολιτική.
Καθόμασταν τότε τα βράδια στα καταφύγια και κουβεντιάζαμε… Ήταν ένας αλλιώτικος κόσμος αυτός που γνώρισα τότε και σε τόσο μικρή ηλικία. Ήμουν ένα σφουγγάρι που ρουφούσε τα πάντα και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό γι αυτές τις εμπειρίες.
Στις Άλπεις κάναμε δύσκολες κορυφές. Και με ρωτήσατε ποια ήταν τα συναισθήματά μου όταν κατακτούσαμε αυτές τις κορυφές. Μπορείς να περιγράψεις με λόγια γιατί σου αρέσει η 9η του Μπετόβεν ή γιατί σου αρέσουν τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ; Εγώ δυσκολεύομαι να το κάνω. Πώς να περιγράψεις την απόλυτη ομορφιά; Εδώ ταιριάζει η σιωπή.
Πότε κάνετε το πρώτο σας ταξίδι σαν ναυτικός;
Τα καλοκαίρια ταξίδευα από πολύ νωρίς με τα καΐκια σαν μούτσος. Αργότερα πέρασα απ’ όλα τα στάδια, δόκιμος, ναυτόπαις… Καπετάνιος έγινα το ’78 τελειώνοντας τη σχολή κι από τότε, μέχρι που βγήκα στη σύνταξη, ήμουν για 29 χρόνια καπετάνιος.
«Καπετάνεψα» – αυτόν τον όρο τον χρησιμοποιούμε εμείς οι ναυτικοί- κυρίως σε ναυαγοσωστικά ρυμουλκά ανοιχτής θαλάσσης και σε γκαζάδικα. Δεν μου άρεσαν τα συμβατικά καράβια, με κούραζε η έλλειψη περιπέτειας. Ενώ με τα ναυαγοσωστικά αναμετριόσουν με τον κίνδυνο και ένιωθες ότι πρόσφερες.
Ξέρετε τι είναι να οδηγείς ρυμουλκό ανοιχτής θαλάσσης, ναυαγοσωστικό, όπου ζεις τη θάλασσα σ’ όλη την αγριάδα της; Ρυμουλκείς ένα οποιοδήποτε καράβι χίλια μέτρα πίσω και δεν μπορείς να πας πάνω από τρία τέσσερα μίλια την ώρα. Αυτό είναι καταδικαστικό, γιατί θαλασσοδέρνεσαι σε μια απόσταση, που μ’ ένα νορμάλ βαπόρι θα την πέρναγες σε πέντε μέρες και τώρα μπορεί να την περάσεις σ’ ένα μήνα. Σε κοπανάει η θάλασσα σαν το χταπόδι αλύπητα.
Αυτό το αντιμετώπιζα συχνά, όταν ήμουν καπετάνιος σε τέτοια καράβια. Και παρόλο που οι αποδοχές ήταν διπλάσιες, οι περισσότεροι δεν ήθελαν να κάνουν μια τέτοια επιλογή, γιατί παρόλο που τα πλοία αυτά θεωρούνται αβύθιστα, είναι τα περίφημα « άτια της θάλασσας», η ταλαιπωρία σε τέτοιες αποστολές, η μάχη με τη θάλασσα στην πιο ακραία μορφή της, ήταν για πολλούς αποτρεπτική.
Αργότερα πάλι, σαν καπετάνιος σε θαλαμηγούς, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω μεγάλες προσωπικότητες.
Μιλάτε για αβύθιστα καράβια. Επομένως δεν υπάρχει πια κίνδυνος για τους ναυτικούς;
Αν το ξέρεις καλά το σκάφος, το συντηρείς και το φροντίζεις, δεν διατρέχεις κίνδυνο. Το καταπίνει η θάλασσα και πάλι βγαίνει στην επιφάνεια. Μπορεί όμως να βυθιστεί από ανθρώπινο λάθος ή μηχανική βλάβη. Μου έτυχε τέτοια περίπτωση στα Εμιράτα. Ευτυχώς δεν ήμασταν στο ανοιχτό πέλαγος.
Πώς νιώθει κανείς έχοντας την ευθύνη ενός ολόκληρου καραβιού;
Αισθάνεσαι το βάρος μιας αποστολής που πρέπει να φέρεις σε πέρας με τον καλύτερο τρόπο. Νιώθεις υπεύθυνος για τόσους ανθρώπους που πρέπει να προστατέψεις. Αυτά τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα και καθορίζουν και τη συμπεριφορά σου.
Πέρα από τα τυπικά προσόντα που σίγουρα διαθέτει ένας καπετάνιος, ποια είναι εκείνα τα γνωρίσματα που πρέπει οπωσδήποτε να τον χαρακτηρίζουν;
Το σημαντικότερο είναι να είσαι προσεκτικός. Η θάλασσα, όπως και το βουνό, δεν σηκώνει απροσεξίες και επιπολαιότητες. Ειδικά στην αναρρίχηση η σχέση με το σύντροφό σου παίζει τεράστιο ρόλο, η παραμικρή καθυστέρηση, ακόμη και για κλάσματα δευτερολέπτου μπορεί να στοιχίσει ζωές. Δεν είναι αστείο. Γι αυτό και οι «σκοινοσύντροφοι» δημιουργούνται με τον καιρό. Βλέπεις με ποιον ταιριάζεις, με ποιον ταιριάζουν τα χνώτα σου, οι δυνατότητές σου, ακόμη και το χιούμορ σου. Ο καιρός τα δείχνει όλ’ αυτά.
Πολύ περισσότερο στη θάλασσα, για να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτήν, η θάλασσα θέλει σεβασμό, δε σηκώνει την παραμικρή επιπολαιότητα. Να τη σέβεσαι και, όταν χρειαστεί να κάνεις και πίσω, να «ανακρούσεις πρύμναν», για να χρησιμοποιήσουμε και την αρχαιοελληνική έκφραση. Και το έχω κάνει πράξη αυτό. Είμαστε τρία καράβια σε κομβόι, να φεύγουν οι δύο καπεταναίοι με άσχημο καιρό, εγώ να ανακρούω πρύμναν και μετά να με φωνάζουν μέσα στη νύχτα, για να είμαστε σε επικοινωνία, με το φόβο ότι θα χαθούν. Δεν είναι δειλία η υποχώρηση, είναι η σωστή κίνηση στην κατάλληλη στιγμή. Αρκεί να μπορείς να σταθμίσεις σωστά. Πολλοί, δυστυχώς, μπερδεύουν τη δειλία με την περίσκεψη. Στα 29 χρόνια της καριέρας μου, δεν είχα καμιά αβαρία. Προσοχή, λοιπόν, και σεβασμός στη θάλασσα.
Χρειάστηκε ποτέ να πάρετε το τιμόνι στη θάλασσα και να βγείτε από μια κρίσιμη στιγμή μ’ αυτήν την κίνηση;
Χρειάστηκε. Και ήταν αστείο μεν, γιατί δε συνέβη στην ανοιχτή θάλασσα, επικίνδυνο δε. Βρισκόμασταν στον πλωτό ποταμό Γκαρόν της Γαλλίας, στο Μπορντώ, και καθώς βγαίναμε στο πέλαγος, ο πιλότος, που ίσως ήταν μεθυσμένος, δίνει λάθος εντολές στον τιμονιέρη, κι αυτός οδηγεί το καράβι καταπάνω στο πορθμείο. Έχοντας υπόψη μου το χάρτη αρπάζω το τιμόνι και για δευτερόλεπτα αλλάζω την πορεία και αποφεύγουμε την πρόσκρουση. Και λέω για δευτερόλεπτα, γιατί το καράβι δεν είναι αυτοκίνητο, δε στρίβει εύκολα και μια ελάχιστη καθυστέρηση μπορεί να σταθεί μοιραία. Επομένως, να, και ένα ακόμη απαραίτητο στοιχείο, το ρεφλέξ που πρέπει να διαθέτεις!
Πλωτά ποτάμια! Να, μια άλλη παράμετρος, που δεν την είχαμε συμπεριλάβει στη ζωή του ναυτικού!
Βέβαια, υπάρχουν ποτάμια που χρειάζεσαι δυο μέρες, για να τα διασχίσεις. Στην Αργεντίνα ο Λας Πάτα ή ο Μισισιπής στις Ηνωμένες Πολιτείες ή ο Άγιος Λαυρέντιος στον Καναδά. Μαγικά ποτάμια!
Μπορούμε να πούμε ότι ταξιδέψατε σχεδόν σ’ όλο τον κόσμο; Απ’ όλες αυτές τις χώρες, όπου ταξιδέψατε, ποιες κρατάτε στη μνήμη σας, ποιες σας γοήτευσαν περισσότερο;
Πραγματικά μπορώ να το πω πως ταξίδεψα σχεδόν σ’ όλον τον κόσμο! Η ψυχή μου όμως έμεινε στη Λατινική Αμερική! Γιατί; Πέρα από τη φυσική ομορφιά των χωρών της ήταν η φύση των ανθρώπων της, και ο τρόπος ζωής τους. «Τραγούδι και χορός» ήταν οι δυο λέξεις που έκρυβαν όλη την ψυχοσύνθεση αυτών των λαών. Κι εμείς τότε ήμασταν 25-27 χρονών! Όταν ταξιδεύαμε για κει, ήταν το καλύτερό μας. Θυμόμαστε τις γυναίκες τους, χαμογελαστές και εκρηκτικές… Βραζιλία, Βενεζουέλα… Γυναίκες που, χωρίς να είναι απαραίτητα όμορφες, ήταν γοητευτικές! Γυναίκες που θέλανε και την ανθρώπινη επικοινωνία, πέρα από το ποτό που επιζητούσαν οι γυναίκες του Βορρά, χωρίς να τις ενδιαφέρει ο ανθρώπινος παράγοντας. Ιστορίες που αξίζει να τις θυμάται κανείς…
Ταιριάζαν τα χνώτα μας μ’ αυτούς τους λαούς. Κι αυτό το διαπιστώναμε περισσότερο, όταν φεύγαμε από το Μπουένος Άιρες και πηγαίναμε για παράδειγμα στην Αυστραλία. Η μέρα με τη νύχτα! Ψυχροί άνθρωποι εκεί!
Όμως, δυστυχώς, κι αυτές οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν πια χάσει εκείνο το παλιό χρώμα τους. «Εκσυγχρονίστηκαν» ή καλύτερα «αμερικανοποιήθηκαν», όπως και η δική μας, χάνοντας τον προσωπικό τους χαρακτήρα…
Η λέξη που τους χαρακτήριζε ήταν η «αλεγκρία», η ευθυμία, οι σάμπες κυριαρχούσαν στους δρόμους καθημερινά. Πάνε τώρα αυτά.
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά ενός τέτοιου επαγγέλματος;
Εγώ μέσα από την εμπειρία μου είδα μόνο θετικά. Κι αυτό το θέμα της απουσίας από την οικογένεια, κι αυτό, αν έχεις μια γυναίκα στυλοβάτη που σου κρατάει το σπίτι και σε περιμένει, κι αυτό παλεύεται.
Το λέω στους νέους και το είπα και δημόσια σε τηλεοπτική εκπομπή σε κανάλι της Κατερίνης, που ήταν αφιερωμένη στο Ναυτικό Μουσείο του Λιτοχώρου, το λέω στους νέους, να επιλέξουν αυτήν τη ζωή.
Φυσικά είναι και θέμα ιδιοσυγκρασίας, δεν είναι για όλους το ίδιο εύκολο να ξεκόψουν από τους δικούς τους. Πρόκειται όμως πραγματικά για ένα επάγγελμα το οποίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, δεν πλήττεις ποτέ, είναι προσοδοφόρο, και δεν το επηρεάζει η ανεργία, όπως τα άλλα επαγγέλματα. Όλο και θα βρίσκεις δουλειά σαν καπετάνιος.
Βέβαια, όλ’ αυτά είναι η δική μου οπτική. Άλλος μπορεί να μην αντέχει στις απαιτήσεις ενός τέτοιου επαγγέλματος.
Ποιες είναι εκείνες οι στιγμές από τη ζωή σας στη θάλασσα που τις θυμάστε εντονότερα; Στιγμές που σας συγκλόνισαν;
Ένα storm, μια φοβερή καταιγίδα, πηγαίνοντας για τη Βαλτιμόρη! Μεσημέρι με μεσημέρι και δεν μπορούσαμε να πάρουμε είκοσι μίλια. Η θάλασσα έβραζε, όπως βράζει το νερό στην κατσαρόλα και μας κοπανούσε αλύπητα. Δεν ήξερες από πού ερχόταν το κύμα και σε χτυπούσε. Ήταν να φτάσουμε Πρωτοχρονιά στη Βαλτιμόρη και φτάσαμε τα Θεοφάνεια! Τελικά όμως φτάσαμε!
Και δεν ήταν η μοναδική τέτοια περίπτωση. Αλλά, πράγμα περίεργο, τελικά ξεχνάς τα περισσότερα δυσάρεστα και υπερισχύουν στη μνήμη σου τα καλά. Ίσως αυτό συμβαίνει, γιατί είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος άνθρωπος. Όταν φτάσεις στο λιμάνι, ξεχνιούνται όλα!
Πιστεύετε πως το ταξίδι διευρύνει την προσωπικότητα ή την περιορίζει, αφού χάνει για μεγάλα χρονικά διαστήματα την επαφή με τη στεριά;
Φυσικά και τη διευρύνει. Γνωρίζεις τόσο αλλιώτικους πολιτισμούς! Ακόμη και κάποιος από τη ζούγκλα κάτι καινούργιο θα σου δώσει με τη συμπεριφορά του.
Όταν ταξιδεύαμε τη δεκαετία του’70 χωρίς δορυφόρους και internet, πήγαινες σε μια ζούγκλα, στο Τόγκο παράδειγμα, κι έβλεπες τους ιθαγενείς να σου φέρνουν καρύδες, μπανάνες, για να πάρουν ένα Tide ή ένα σαπούνι Lux. Κι όλ’ αυτά μ’ ένα πλατύ, αθώο χαμόγελο!
Στα βιβλία της Ιωάννας Καρυστιάνη, στη «Μικρά Αγγλία» και στο «Σουέλ», αποδίδεται με ατμοσφαιρικό τρόπο η ζωή των ναυτικών, αλλά κυρίως η ζωή των οικογενειών τους, η στέρηση των αγαπημένων προσώπων. Πώς αντιμετωπίσατε εσείς τη νοσταλγία για την πατρίδα και την οικογένεια;
Υπήρξα τυχερός, γιατί η γυναίκα μου καταγόταν από οικογένεια ναυτικών και της είχε γίνει βίωμα η απουσία. Ήταν «έτοιμη από καιρό» για τη δική μου απουσία στη θάλασσα.
Αν πάρουμε υπόψη μας ότι κάποια χρονικά διαστήματα την είχα μαζί μου και μετά βλεπόμασταν κάθε τέσσερις μήνες περίπου, όλ’ αυτά λειτούργησαν όχι αρνητικά στη σχέση μας. Και να προσθέσω και κάτι που το πιστεύω σε βάθος, πολλές φορές η απουσία ενισχύει τον έρωτα, σε αντίθεση με την καθημερινή τριβή της συμβίωσης που τον φθείρει.
Γνωρίσατε ως καπετάνιος θαλαμηγών τα τελευταία χρόνια διάσημες προσωπικότητες. Ποιες απ΄ αυτές ξεχωρίσατε μέσα από την καθημερινή τους συμπεριφορά;
Ξεχωριστή προσωπικότητα και μέσα στην καθημερινότητά της ο Ανδρέας Παπανδρέου. Να, δείτε εδώ στη φωτογραφία… Του έχω δώσει το τιμόνι και ποζάρει οδηγώντας τη θαλαμηγό.
Ήταν πραγματικά χαρισματικός άνθρωπος και χαιρόσουν να κουβεντιάζεις μαζί του! Διέθετε τρομερή κρίση και μπορούσε να σε γοητεύσει με το λόγο του. Σε κέρδιζε αμέσως και χωρίς να ανήκεις στους οπαδούς του. Ακατανίκητο δε ήταν το χιούμορ του!
Άλλη γοητευτική προσωπικότητα η Ελένη Αρβελέρ. Μπορούσες να μιλάς μαζί της μέρα νύχτα. Την είχε εντυπωσιάσει το ότι γνώριζα και αγαπούσα την Ιστορία και κάναμε μεγάλες συζητήσεις γύρω απ’ αυτήν. Ξεκινήσαμε από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου και το συνεχίσαμε με πολλά διαλείμματα.
Με συγκινούσε το ότι ήθελε να μου μιλά για σημαντικές στιγμές της ζωής της, για τη σχέση της με το Χατζιδάκι στην ΕΠΟΝ, για τα πρώτα της εκατό δολάρια, για τον Πομπιντού, για τη Σορβόννη… Μιλούσε ατέλειωτα και σε μάγευε!
Το επάγγελμα του καπετάνιου ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία σε όλους μας. Τι πιστεύετε πως δημιουργεί αυτήν την αίσθηση και μάλιστα περισσότερο στις γυναίκες;
Πιστεύω πως τη λέξη «καπετάνιος» την περιβάλλει ένας μύθος. Δίνει την αίσθηση ίσως του αρχηγού, εκείνου που καθορίζει την πορεία και κατ’ επέκταση δημιουργεί συναισθήματα ασφάλειας, προστασίας και μοιραία θαυμασμού, αφού η ζωή των επιβατών είναι στα χέρια του. Αν προσθέσουμε και τη γοητεία της στολής, ο μύθος μεγαλώνει.
Παράδειγμα ο Μίνως Κυριακού. Ο μεγιστάνας αυτός ήταν παντοδύναμος, είχε τα πάντα, βαπόρια, κανάλια, κι όμως ήθελε να τον προσφωνούν «κάπταιν Μίνω», ένιωθε ότι έπαιρνε άλλες διαστάσεις η προσωπικότητά του μ’ αυτήν την προσφώνηση.
Αν ξαναρχίζατε τη ζωή σας, θα ξανακάνατε την ίδια επιλογή;
Δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου έξω από τη θάλασσα. Δεν έχω μετανιώσει στο ελάχιστο. Σίγουρα, λοιπόν, ναι, και όχι μ’ έναν στείρο εγωισμό, αλλά με πλήρη συνείδηση του τι λέω.
Και, κλείνοντας, αν σας ρωτούσε κανείς τι είναι για σας η θάλασσα, πώς θα ορίζατε τη σχέση σας μαζί της με δυο κουβέντες;
Για μένα η θάλασσα είναι η ίδια η ζωή…