Βασίλης Δασκαλάκης «Παράλληλη μνήμη» – Αντηχείο του χθες, αυτοπροσδιορισμός του σήμερα
Δήμητρα Σμυρνή
για να χωρέσει σ’ αυτόν το βάλτο
έχτισα τη δική μου
Αλεξάνδρεια…
Ο Βασίλης Δασκαλάκης χτίζει τη δική του Αλεξάνδρεια εδώ και χρόνια με τη «Διαδικασία αναβολής» (2011), την «Προσομοίωση» (2013) και τη συμμετοχή του στην Ανθολογία του Ποιητικού Πυρήνα της Βέροιας (2012), του οποίου είναι και ιδρυτικό μέλος.
Μικρές ή μεγάλες οι Αλεξάνδρειες του κάθε ποιητή, αποτελούν τόπο καταφυγής γι αυτούς, και ναό κατάθεσης του αγώνα τους στη διαδικασία της Ποίησης.
Η νέα ποιητική συλλογή του με τίτλο «Παράλληλη μνήμη», Εκδόσεις Εντευκτηρίου – με εξώφυλλό του ένα άγριο θυμάρι της Κρήτης, που προδιαθέτει ατμοσφαιρικά για το περιεχόμενο- είναι αποτέλεσμα όχι μόνο μιας τετραετούς γόνιμης εκδοτικής σιωπής, αλλά και μιας ουσιαστικής αναζήτησης και προσδιορισμού του ποιητικού του εγώ.
Η ποίηση είναι ένας τόπος
όπως η εξόδιος ακολουθία
η χάρη της Νάντιας Κομανέτσι
το βλέμμα της θλιμμένης γκαρσόνας
που νιώθει το δέος μου
και αδιαφορεί
τη στιγμή
που με συστολή με ρωτάει;
κύριε Βασίλη, μαύρη ζάχαρη;
Μαύρη κι καρδιά μου
ψάρι σε δίχτυ.
Αν συγκρίνει κανείς τα ποιήματα της προηγούμενης ποιητικής του διαδρομής με κείνα της τελευταίας συλλογής του, θα διαπιστώσει πως ο λόγος του έγινε πυκνότερος, ουσιαστικότερος και προπαντός περισσότερο προσεγγίσιμος στον αναγνώστη ως προς την κατανόηση της ποιητικής σύλληψης.
Το καλό χαρτί του Βασίλη Δασκαλάκη είναι εδώ και χρόνια ο μεμονωμένος στίχος ή το δίστιχο, φορτισμένος συναισθηματικά ή σημασιολογικά, που πολλές φορές όμως δε σώζει την ολότητα του ποιήματος από την αποσπασματικότητα.
Στην «Παράλληλη μνήμη» ο ποιητής περνά από το μέρος στο όλον δίνοντας, τις περισσότερες φορές, ποιήματα εννοιολογικά ολοκληρωμένα, με έκδηλο το σημαινόμενο. Τα ποιήματά του παραπέμπουν σαφώς στο συναίσθημα, χωρίς όμως να λείπει και η στάση της κριτικής απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις. Για παράδειγμα:
…επιστράτευση
άλλοι σκαρώνουν την Ιστορία…
και παρακάτω:
δε φοβάμαι τη ρίζα μου
ανθίζει
κρυφίως και αενάως
Σε πολλά, με ριπές λέξεων, ζυγίζοντας το βάρος τους και τη συναισθηματική τους εμβέλεια, περνά εκφραστικά από το μοντέρνο και ασύνδετο κάποιες φορές στο παραδοσιακό, χρησιμοποιώντας δοκιμασμένα σχήματα λόγου και κάποτε ακόμη και εμφανές μέτρο.
Όπως:
…να είμαι κύμα
να είσαι τρικυμία»
να είμαστε ένα
αδιέξοδο
αντίδοτο
αντίδωρο
βροχή
πηγή
και εν τέλει
τέλος και αρχή…
κι αλλού:
κοχύλι στο βαθύ το μπλε
είμαι λησμονημένο
αφέθηκα στην άνοιξη
και στον ξανθό Σεπτέμβρη
………………
είναι η αγάπη ακριβή
ξερή μα πλουμισμένη
σαν πέρδικα φεγγοβολά
και πάει στα ουράνια
Συχνά οι εικόνες του αναδίδουν το άρωμα της πατρίδας του, της Κρήτης
………………..
βουή
θαλάσσιος ίππος
κρυμμένος σε φιλί λιονταριού
…………….
σκόνη Σαχάρας πάνω μας
έρωτας
………………….
και κάποτε γεύσεις της νιότης των ξέφρενων απολαύσεων γίνονται νοσταλγία με κάποια δόση αυτοκριτικής
ήτανε οι τουρίστριες
καύσιμο για τα βράδια
βουτούσαμε ηδονικά στην παρακμή
………………
εκείνες
στους πειρασμούς μαθημένες
αγέρωχες και μεθυσμένες
ορμητικές σαν καταρράχτες
μας καταβρόχθιζαν
ζωοπανήγυρις με όλο το σεβασμό
Μορφές όπως του πατέρα ή της μάνας έχουν τη θέση τους με ευρηματικότητα που ξαφνιάζει ευχάριστα.
Για τη μάνα του:
……………………
τρομάζω με τον εαυτό μου
γιατί τάχα γράφω ποιήματα
(κι έναν στίχο για σένα δεν βρήκα)
κάποιοι λένε είναι καλά
κι άλλοι με λένε γραφικό
μα δε με νοιάζει μάνα
κοιτάζω το χρόνο κατάματα και δεν μου λείπεις
κοιτάζω τον καθρέφτη και βλέπω τη μορφή σου
σε βλέπω
μαλλιά, χαμόγελο, μάτια, ίδια όλα
κλωνάρι σου είμαι
Και για τον πατέρα, με τον τίτλο «Όμηρος», με την αμφισημία της λέξης:
Παιδί κοίταζα ώρες
τον πατέρα ξαπλωμένο
να ακούει ραδιόφωνο
Νήπιο ακόμα
με ρώτησε η κυρία:
-τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;
-αγρότης απάντησα
-όχι, κυρία, φώναξε μια γειτονοπούλα
είναι τυφλός
Πρώτη φορά ένιωθα λυπημένος
ήξερα κι έκρυβα ό,τι γνώριζαν όλοι
Άρχισα να ψάχνω
τον άγνωστο άνθρωπο
που ζούσαμε
στο ίδιο σπίτι
Μιλούσε και έβγαιναν πουλιά πολύχρωμα
χειρονομούσε και διήθυνε
αόρατες ορχήστρες
μια μέρα τον πλησίασα:
– πατέρα, πώς τόσα χρόνια στο σκοτάδι;
απάντησε:
-ίδωμεν το φως το αληθινόν
Και περπατώντας στα σοκάκια της μνήμης, με αναφορές σε τοπωνύμια και πρόσωπα αληθινά και όχι της φαντασίας, λέει για τον τόπο του, στο τελευταίο ομώνυμο με τη συλλογή ποίημα, κλείνοντας:
…………………
άγρια τοποθεσία
απόκρημνα φαράγγια
άδενδροι βράχοι
……………………
ο κόσμος που γαλουχήθηκα περίκλειστος
μόνη διέξοδος η θάλασσα
το πνεύμα παγιδευμένο
η μνήμη στο αίμα
τα τροπάρια στα γονίδια
το φως στο σκοτάδι και στο φόβο
η ομοθυμία στο πέραν
οι ενιαυτοί στο παρόν
Οι μνήμες-σφραγίδα, κληρονομιά πολύτιμη που προσδιορίζει μέσα από το χθες το σήμερα, μοιάζουν «κληρονομιά πειρατική/ καλά κρυμμένη», που τον οδηγεί πια στην καινούργια πατρίδα.
………………………
η ψυχή μου πορεύεται σε νέους τόπους
βηματιστής στη σκουριά των ημερών
αναλήφθηκα
ως αιχμή καπνού
στη φιλόξενη γη των Μακεδόνων
Μια συλλογή που καταγράφει τη σαφή ποιητική ωρίμανση του Βασίλη Δασκαλάκη, αλλά και την επιλογή από τη μεριά του μιας καινούργιας και περισσότερο ενδιαφέρουσας ρότας στον κόσμο της Ποίησης.