Τιμήθηκε 74 χρόνια μετά ο Διοικητής χωροφυλακής της Βέροιας που έσωσε Εβραίους από τα χέρια των Ναζί
Ο «Δίκαιος των Εθνών» τιμήθηκε 74 χρόνια μετά
Εβδομήντα τέσσερα χρόνια πριν, στη Βέροια της σκοτεινής περιόδου της γερμανικής κατοχής, ένας άνθρωπος άπλωνε τις φτερούγες του πάνω από τους εβραίους συμπολίτες του και με τις συμβουλές αλλά και την καθοριστική του δράση κατάφερε να κρατήσει αρκετούς απ’ αυτούς μακριά από τα στρατόπεδα θανάτου που είχε στήσει το Γ’ Ράιχ ανά την Ευρώπη.
Ο Γεώργιος Σταυρίδης ήταν επικεφαλής της Χωροφυλακής στην επαρχιακή αυτή πόλη, όταν άρχισαν να καταφτάνουν τα μηνύματα για τις διώξεις των εβραίων από τους ναζί και λίγο προτού αρχίσουν τα τρένα θανάτου να φεύγουν μαζικά για κολαστήρια όπως το Άουσβιτς, κάλεσε τον τότε πρόεδρο της εβραϊκής κοινότητας, Μεναχέμ Στρούμτσα και τον συμβούλευσε να καταφύγει στο βουνό προκειμένου να σωθεί ο ίδιος και η οικογένειά του αλλά και όσοι εβραίοι έμελλε να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Ο πόλεμος τελείωσε, τα όπλα σίγησαν και όσοι ακολούθησαν τη συμβουλή του Σταυρίδη επέστρεψαν στην πόλη τους. Μεταξύ αυτών και η οικογένεια Στρούμτσα, για τη σωτηρία της οποίας αποδόθηκε -μετά θάνατον- στον Γεώργιο Σταυρίδη η ανώτατη τιμητική διάκριση του Γιαντ Βασέμ (Ίδρυμα για τη Μνήμη των Μαρτύρων και των Ηρώων του Ολοκαυτώματος), ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών». Μια διάκριση που παρέλαβε από τα χέρια της πρέσβειρας του Ισραήλ, Ιρίτ Μπεν Αμπά, σε κλίμα έντονης συγκινησιακής φόρτισης, η κόρη του Γεωργίου Σταυρίδη, κατά τη σημερινή εκδήλωση για την Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος που διοργάνωσαν, στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης.
Λίγα λεπτά πριν, ο Ιωσήφ Στρούμτσα, τότε παιδί μόλις 14 ετών και σήμερα στα 88 του, μοιράστηκε μαζί με το πολυπληθές κοινό της εκδήλωσης στιγμές από εκείνες τις ημέρες του απόλυτου ζόφου και εξήγησε γιατί ήταν καθοριστική η παρέμβαση του Σταυρίδη -τα ίχνη του οποίου χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια ώστε να τα εντοπίσουν γι’ αυτή την οφειλόμενη τιμή- ώστε να σωθεί έστω ένα μικρό κομμάτι της εβραϊκής κοινότητας της Βέροιας:
«Η πόλη είχε τότε περίπου 18.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 600 ήταν εβραίοι. Ήταν όλοι τους απλοί και φιλήσυχοι άνθρωποι, που ζούσαν για περισσότερα από 2.000 χρόνια αρμονικά με τους χριστιανούς και άλλους συμπολίτες τους. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι σ’ αυτή τη γωνιά της Ελλάδας, στα Βαλκάνια, στη νοτιοανατολική εσχατιά της Ευρώπης, θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν κίνδυνο για την άρεια ναζιστική Γερμανία και έπρεπε να εξοντωθούν.
Στις αρχές του 1943 αρχίζει η τραγωδία. Τα πράγματα, τότε, στη Βέροια, ήταν σχετικά ήρεμα. Η ανησυχία και ο φόβος άρχισαν κυρίως όταν ήρθαν τα πρώτα νέα για τα μέτρα στη Θεσσαλονίκη. Ο πόλεμος μετατράπηκε σε πανικό, όταν ήρθε η είδηση της αναχώρησης του πρώτου τρένου με εκτοπιζόμενους από τη Θεσσαλονίκη. Οι εβραίοι της Βέροιας βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα φοβερό δίλημμα. Ποια λύση να διαλέξουν; Την εξορία στην Πολωνία; Κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε εκεί. Ούτε μπορούσε να φανταστεί νους ανθρώπου ότι στο Άουσβιτς και στα άλλα στρατόπεδα είχε ήδη στηθεί η βιομηχανία θανάτου. Αλλά και η λύση της διαφυγής που για τη Βέροια ήταν τα κοντινά βουνά του Βέρμιου και των Πιερίων είχε πολλούς κινδύνους. Ήδη είχε εκδοθεί γερμανική διαταγή ότι η ποινή του θανάτου περίμενε όχι μόνο τους μη συμμορφούμενους εβραίους αλλά και αυτούς που θα τους βοηθούσαν να κρυφτούν. Υπήρχε άλλωστε και το πρόβλημα της διαβίωσης στο βουνό. Εξαντλημένοι οικονομικά λόγω της κατοχής και χωρίς εργασίας πόσο θα μπορούσαν να αντέξουν;
Προσπαθούσαν σε ατμόσφαιρα πανικού, αλλοφροσύνης, με ατέρμονες συζητήσεις να καταλήξουν σε μια επιλογή. Ποιος ήταν ο δρόμος της σωτηρίας και της ζωής και ποιος ο δρόμος της καταστροφής και του θανάτου; Εάν υπήρχε πειστική πληροφόρηση τότε δεν θα υπήρχε δίλημμα. Η επιλογή του βουνού θα ήταν μονόδρομος. Και τότε σαν από μηχανής θεός, εμφανίστηκε ο Γιώργος Σταυρίδης, τότε διοικητής της χωροφυλακής Βέροιας. Κάλεσε τον πατέρα μου, που ήταν ο πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Βέροιας και τού είπε: ξέρω την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι συμπολίτες μας εβραίοι και τη δυσκολία να πάρουν μια απόφαση. Από την όποια περισσότερη πληροφόρηση μπορώ να έχω σού συνιστώ ανεπιφύλακτα τη λύση του βουνού και, μάλιστα, σού συνιστώ να φύγεις δίνοντας το παράδειγμα. Είμαι σίγουρος ότι θα το ακολουθήσουν.
Ο πατέρας μου δέχθηκε με ανακούφιση τη συμβουλή και προτροπή του και σε λίγες μέρες καταφύγαμε στο χωριό Συκιά, στα Πιέρια. Αμέσως μετά την οικογένειά μου έφυγαν άλλοι 150, όπως σοφά είχε προβλέψει ο Σταυρίδης. Στη Συκιά ήμασταν κάτω από την ομπρέλα της Εθνικής Αντίστασης και υπό την προστασία και τη φροντίδα του ιερέα του χωριού Νέστορα Καραμήτσου, απόγονοι του οποίου τιμήθηκαν επίσης με τον τίτλο του Δικαίου των Εθνών. Στη Συκιά τελικά κατέφυγαν κι άλλοι 55 εβραίοι από τη Βέροια.
Ο Σταυρίδης δεν περιορίστηκε μόνο στις σωτήριες συμβουλές του αλλά χορήγησε σε πολλούς ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα. Εγώ από Ιωσήφ Στρούμτσας, έγινα Πέτρος Σταυρίδης. Στην οικογένειά μου έδωσε το όνομα το δικό του. Με το τέλος της κατοχής επέστρεψαν στη Βέροια όσοι είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά. Από τα στρατόπεδα δεν επέστρεψε κανείς…
Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση παρακολούθησα μια θεατρική διασκευή του Ημερολογίου της Άννα Φρανκ. Αφού αναφέρθηκαν οι φρικαλεότητες των στρατοπέδων και όσα υπέστη η νεαρή κοπέλα στα χέρια των ναζί, η παράσταση τελείωνε με τη φράση του πρωταγωνιστή: ντρέπομαι που είμαι άνθρωπος. Ο Γιώργος Σταυρίδης και άλλοι σαν κι αυτόν ξέπλυναν την ντροπή της ανθρωπότητας. Θέλω να τελειώσω με μια ελπίδα που τρέφω πάντοτε μέσα μου: ότι κάποτε, ίσως στο απώτερο μέλλον, θα ακουστεί η φράση: είμαι περήφανος που είμαι άνθρωπος…».