Αλμπέρτο Εσκενάζη. Ανασταίνοντας τη Θεσσαλονίκη των αρχών του περασμένου αιώνα με την “Πρώτη κραυγή της σιωπής”
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Ήρθε χθες στη Βέροια, συνοδεύοντας το βιβλίο του «Η πρώτη κραυγή της σιωπής», εκδόσεις «Μονοπάτι», φιλοξενούμενος του βιβλιοπωλείου «Ηλιοτρόπιο».
Στο βάθος, με φόντο τη βιβλιοθήκη, ο Αλμπέρτο Εσκενάζη, ηθοποιός του Θεάτρου και γνωστός ευρύτερα από συμμετοχές του σε τηλεοπτικές σειρές, υπογράφει τα βιβλία του και κουβεντιάζει με τον κόσμο, διαθέτοντας μια μοναδική επικοινωνιακή ικανότητα.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στο κοινό της Βέροιας το Γενάρη, ήθελε όμως, όπως είπε, να έχει αυτήν την άμεση επαφή με τον κόσμο της πόλης, πριν από την παρουσίαση, και την είχε.
Ιδιαίτερα σεμνός, με δυνατό προφορικό λόγο, που προδιαθέτει θετικά και για τον γραπτό, μιλά στη faretra για τις δυσκολίες της γραφής ενός ιστορικού μυθιστορήματος, αλλά και για τη γοητεία που ασκεί πάνω στον ίδιο το συγγραφέα.
Τι σας τράβηξε στη γραφή εσάς, έναν άνθρωπο του Θεάτρου αλλά και της τηλεόρασης; Και αναφέρομαι στην τηλεόραση, γιατί τα μεγέθη μπορεί να μην είναι συγκρίσιμα, η τηλεόραση όμως σάς έδωσε μεγαλύτερη δημοσιότητα στο πλατύ κοινό.
Από την τηλεόραση, ναι, υπάρχει απόσταση, γιατί δεν έχει σχέση με τη γραφή. Όμως το θέατρο είναι πολύ κοντά στη γραφή, γιατί η δουλειά μου με κάνει ως άνθρωπο του θεάτρου να διαβάζω πολύ, να αναλύω θεατρικά έργα πριν τα παίξω, οπότε ο συγγραφέας πιστεύω πως γεννιέται μέσα από το πολύ διάβασμα. Ο πολυδιαβασμένος αναγνώστης κάποια στιγμή θα γράψει.
Έτσι ξεκίνησα από τα θεατρικά έργα, που ήταν πιο κοντά στη δουλειά μου ως ηθοποιού και ύστερα πέρασα στο μυθιστόρημα. Έχω γράψει εφτά θεατρικά έργα, από τα οποία τα δύο ανέβηκαν ήδη στη σκηνή.
Τώρα, στο Μαρούσι έχουμε φτιάξει με τα παιδιά μου έναν πολυχώρο, όπου συναντιέται η μουσική με το θέατρο και με το βιβλίο. Άρα, βλέπετε τη συγγένεια που συνδέει μεταξύ τους όλ’ αυτά.
Το βιβλίο σας «Η πρώτη κραυγή της σιωπής», το οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι έχει κάνει ήδη τέσσερις εκδόσεις, είναι το πρώτο σε μια σειρά άλλων που θα ακολουθήσουν με το ίδιο θέμα, την ιστορική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης μέσα από τη μυθοπλασία. Πώς θα ολοκληρώσετε την αρχική σας ιδέα;
Ναι, είναι το πρώτο. Το δεύτερο έχει ήδη γραφεί αλλά δεν έχει ακόμα εκδοθεί και αυτήν τη στιγμή δουλεύω το τρίτο. Λογαριάζω να γράψω πέντε βιβλία, μια πενταλογία – κάτι που γίνεται πρώτη φορά στην Ελλάδα- με θέμα την Ιστορία της Θεσσαλονίκης, αλλά με ήρωες που ταξιδεύουν. Πάνε Αμερική, Γερμανία, Ρωσία, Σμύρνη, ακολουθώντας τα ανάλογα ιστορικά γεγονότα, για τα οποία έχω κάνει μια σοβαρή μελέτη, ώστε να τα προσλαμβάνει ως αναφορές ο αναγνώστης, χωρίς να κουράζεται. Επομένως, η πενταλογία, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη, θα αγκαλιάσει έναν πλατύτερο χώρο, αποκτώντας έναν πιο σύνθετο γεωγραφικά χαρακτήρα.
Το βιβλίο σας επικεντρώνεται τώρα σε μία τετραετία, από το 1908 μέχρι το 1912. Τι προσφέρει στον συγγραφέα θεματικά αυτός ο ιστορικός πυρήνας;
Διαθέτει τρία-τέσσερα μεγάλα γεγονότα. Το πρώτο είναι η Επανάσταση των Νεοτούρκων, η οποία θεωρήθηκε τότε ότι ήταν κάτι αντίστοιχο με τη Γαλλική Επανάσταση και μάλιστα αναίμακτη. Βέβαια, στην πορεία αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για μια εθνικιστική κίνηση με τα γνωστά αποτελέσματα, τη γενοκτονία των Αρμενίων και όσα ακολούθησαν.
Δεύτερο μεγάλο γεγονός είναι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, που κάνει την πόλη ελληνική. Έτσι, αλλάζει μια ολόκληρη εποχή γι αυτήν, καθώς τελειώνει η εποχή της πολυπολιτισμικότητάς της. Την κατοικούν ως τότε Γάλλοι, Βρετανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Εβραίοι, Αρμένιοι, Έλληνες, Τούρκοι… Όλοι αυτοί ζούνε σ’ ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Όταν μπαίνει ο ελληνικός στρατός, με τις ανακατατάξεις που γίνονται, όταν φεύγουν οι Τούρκοι, αρχίζει και χάνει αυτήν τη γοητεία.
Νομίζω ότι αυτοί οι λόγοι είναι αρκετοί για έναν συγγραφέα, ώστε να τον προσελκύσουν να καταγράψει την εποχή. Πέρα όμως απ’ αυτό, υπάρχουν οι ήρωες, οι ιστορικοί ήρωες, οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί. Ο κόσμος δε γνωρίζει, ακόμη και οι Θεσσαλονικείς δεν το ξέρουν, πως η Ρόζα Εσκενάζη ξεκίνησε δεκατριών χρονών να τραγουδά στο Grand Hotel. Οι περισσότεροι δεν ξέρουν τον Αβραάμ Μπεναρόγια, που είναι ο πρωτεργάτης του Εργατικού Κινήματος στην Ελλάδα…
Θέλω, λοιπόν, να γράψω την Ιστορία της Θεσσαλονίκης, έναν αιώνα της Θεσσαλονίκης, σαν επίκεντρο της Παγκόσμιας Ιστορίας. Η φιλοδοξία μου είναι να μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες, ώστε η Θεσσαλονίκη να ταξιδέψει μέχρι την… Κίνα! Αυτήν τη στιγμή έχω μια επαφή με την Κίνα! Και βέβαια μέσα από την Ιστορία της Θεσσαλονίκης περνά η Ιστορία της Ελλάδας.
Αυτό όμως, που κατά τη γνώμη μου είναι το δυνατό σημείο μου, είναι ότι γράφω μυθιστόρημα. Ο κόσμος διαβάζοντας μυθιστόρημα, παίρνει τις ιστορικές αναφορές του. Δε διδάσκει Ιστορία το κείμενό μου, κάνει ιστορικές αναφορές κι αυτό είναι περισσότερο ελκυστικό.
Εσάς, ως συγγραφέα, τι σας γοητεύει περισσότερο κατά τη διάρκεια της γραφής, η αποτύπωση της ατμόσφαιρας της εποχής ή η διαγραφή των χαρακτήρων;
Είναι το πάντρεμα και των δύο. Γιατί, αν δεν παντρέψεις το ψυχογράφημα, τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων σου με την εικόνα, νομίζω ότι αφήνεις τον αναγνώστη αδιάφορο. Υπάρχουν συγγραφείς που μένουν στην επιφάνεια, την ωραιοποιούν, και κάνουν μια λογοτεχνία της… «παραλίας»!
Προσπαθώ να δέσω την ατμόσφαιρα της εποχής με τα πρόσωπα, κρατώντας ισορροπίες, αναπτύσσοντας με μεγάλη προσοχή και τα δύο.
Γιατί επιλέγετε ως πρόσωπο τη Ρόζα Εσκενάζη, εντάσσοντάς την στο μυθιστόρημά σας; Επιδιώκετε να δημιουργήσετε κάποιο μυστήριο, σχετικά με μια πιθανή σας σχέση, λόγω συνωνυμίας, ή σφραγίζει πραγματικά με την παρουσία της τη συγκεκριμένη περίοδο;
Με τη Ρόζα μάς συνδέει αποκλειστικά η κοινή καταγωγή και η συνωνυμία, τίποτα άλλο. Η Ρόζα θεωρείται αυτήν τη στιγμή η σπουδαιότερη τραγουδίστρια της Ελλάδας, χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή. Η Χάρις Αλεξίου γονατίζει μπροστά στην Εσκενάζη. Πρόκειται για μια τεράστια φωνή, καθολικά αναγνωρισμένη. Εγώ την κάνω πρωταγωνίστρια μαζί με τους υπόλοιπους ήρωές μου, ώστε ο κόσμος να τη γνωρίσει και ως άνθρωπο, πέρα από τη φωνή της. Πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα ισότιμα μαζί με τους άλλους ήρωες.
Από τη στιγμή που ένα μυθιστόρημα έχει ιστορικό υπόβαθρο, πόσο δύσκολη είναι η μελέτη όλων των στοιχείων που εντάσσονται σ’ αυτό, ώστε να είναι συνεπές προς την ιστορική αλήθεια;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο, θέλει πάρα πολλή μελέτη και πρέπει να κρατάς αποστάσεις, χωρίς να παίρνεις θέση, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά του. Αναφέρομαι στα συν και τα πλην, όπως τα δίνει η επίσημη Ιστορία. Παράλληλα διαβάζω και τις άλλες θέσεις, δεξιές και αριστερές, ώστε να είμαι σίγουρος για τον κορμό των ιστορικών γεγονότων που αναφέρω, γιατί όλοι ξέρουμε πως η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Φανταστείτε να βγει αύριο ένας ιστορικός και να μου πει «είναι λάθος αυτό που γράφετε»! Θεωρώ πως σ’ ένα ποσοστό 90% τουλάχιστον δε θα μου βρουν ψεγάδι σ’ αυτόν τον τομέα. Ήμουν πολύ προσεκτικός. Πάντα όμως υπάρχει το 10%. Μέσα σ’ αυτήν την πολυετή έρευνα που έκανα μπορεί να μου ξέφυγε κάτι. Ελπίζω να μην έχει συμβεί κάτι τέτοιο.
Εκείνο όμως που μ’ ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο είναι να έχω ψυχογραφήσει ρωμαλέα τους ήρωές μου μέσα στο ιστορικό τους περιβάλλον. Και πάνω απ’ όλα, αυτός που θα το διαβάσει να γίνει καλύτερος άνθρωπος, το φως να γίνει πιο δυνατό μέσα του.
Τι υπερισχύει περισσότερο στη διαγραφή των χαρακτήρων σας ο ρεαλισμός ή ο ιδεαλισμός;
Και τα δύο. Περιγράφω μια γιαγιά –απίστευτος χαρακτήρας, τη φωνάζουν Ηρόδοτο γιατί διαβάζει όλη την ώρα και κατέχει τα ιστορικά γεγονότα- η οποία λέει την κλασική φράση «Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δίκιο».
Είναι η φωνή που εκφράζει τη στάση ζωής ότι οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, αν είναι μουσουλμάνοι, αν είναι Εβραίοι… Αυτό πιστεύω ότι το αισθάνεται έτσι και ο κόσμος. Δυστυχώς όμως υπάρχουν εκείνοι που πολλές φορές οδηγούν τον κόσμο στο φανατισμό και σε ακρότητες.
Οι διάφορες θρησκείες είναι πολύ σπουδαίες, γιατί καταγράφουν το χαρακτήρα ενός λαού, τα ήθη και τα έθιμά του. Είναι πηγή πολιτισμού, αρκεί να μην μετατρέπεται από θρησκεία σε θρησκοληψία.
Οι ήρωές μου, λοιπόν, πορεύονται μέσα στο κείμενό μου, κρατώντας τις εθνικές και θρησκευτικές καταβολές τους, δοσμένοι και με το πνεύμα του ρεαλισμού αλλά και του ιδεαλισμού.
Πρωταγωνίστρια, βέβαια, στο συγκεκριμένο βιβλίο, είναι πάνω από τα πρόσωπα η πόλη, η Θεσσαλονίκη. Γεννηθήκατε σ’ αυτήν. Τι είναι, λοιπόν, για σας η Θεσσαλονίκη; Πώς θα ορίζατε με μια κουβέντα τη σχέση σας μαζί της;
Η Θεσσαλονίκη είναι η μάνα μου. Είναι οι φίλοι μου, οι συμμαθητές μου, η ζωή μου… Θα ξαναγυρίσω όμως στη λέξη μάνα, που τα συμπυκνώνει όλα. Όποια γυναίκα και να γνωρίσεις, η μάνα είναι πάντα μία. Κι όσο κι αν ταξιδέψεις, πάντα στο γενέθλιο τόπο με την ψυχή ξαναγυρνάς…