Στα προηγούμενα σημειώματα γράψαμε σχετικά με το γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο του Βέρμιου όρους. Σε αυτή την απλή μελέτη θα γίνει μια μεγαλύτερη ανάλυση όσον αφορά στη γεωλογία, στη χλωρίδα και στη πανίδα. Για το θέμα θα μιλήσουμε εκλαϊκευμένα έτσι ώστε να γίνουν αντιληπτό για τον μέσο αναγνώστη, χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι η εργασία αναζητεί δάφνες επιστημονικής επιβεβαίωσης.
Το Βέρμιο, όπως και τα Πιέρια, έχουν παλιά γεωλογική ηλικία, είναι δε φυσικό και προφανές ότι ο γεωλογικός χρόνος είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ιστορικό. Περισσότερα από 130 εκατομμύρια χρόνια πριν, στην Ημαθία υπήρχε βαθειά θάλασσα. Στον πυθμένα της μέσα σε μια πορεία 50 – 60 εκατομμυρίων ετών δημιουργήθηκε απόθεμα ιζημάτων (από θαλάσσιους κελυφώδεις οργανισμούς κ.τ.λ.) πάχους άνω των 2.000 μέτρων, τα οποία πήραν πετρώδη μορφή (ασβεστόλιθος). Βέβαια, ο ασβεστόλιθος αυτός ήταν υποθαλάσσιος. Με την πάροδο του χρόνου, τις κινήσεις του πυθμένα και τις μεταβολές, που μπορούν να εξηγηθούν μόνο επιστημονικά, δημιουργήθηκαν τα μάρμαρα και άλλα πετρώματα που ήταν σε βαθύτερα στρώματα. Στα 80 – 90 εκατομμύρια χρόνια πριν, λόγω των συνεχών ανοδικών κινήσεων του πυθμένα, αποκαλύφθηκαν τα δυο βουνά της Ημαθίας (Βέρμιο, Πιέρια) και υποχώρησε η θάλασσα. Με τη συνεχή συμπίεση και τη τεκτονική κίνηση διαμορφώθηκαν τα βουνά και με το ανεβοκατέβασμα της θάλασσας δημιουργήθηκαν και άλλα νέα επιπλέον ιζήματα (χαλαρά – όχι πετρώδη) μεγάλου πάχους (άνω των 3.000 μέτρων), δημιουργώντας έτσι την πεδιάδα της Βέροιας- Νάουσας.
Ταυτόχρονα θερμό ημίρευστο μάγμα (λάβα) από το εσωτερικό της γης (ανώτερος μανδύας βάθους 40 km), πιεζόμενο, εκχύθηκε στο πυθμένα της θάλασσας και, αφού κρύωσε, δημιουργήθηκαν πετρώδη ιζήματα. Πρόκειται για τα πράσινα μάρμαρα (σερπεντινίτες και υπερβασικά πετρώματα), που βλέπουμε στη Φυτειά, στη Βεργίνα και στη Σφηκιά. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τα απολιθωμένα φυτά (νεότατος γεωλογικά πορόλιθος 2 – 3 εκατομμυρίων ετών), που δημιουργούν ωραίες εμφανίσεις και σπήλαια στην περιοχή Βέροιας και Νάουσας (και οι ασβεστόλιθοι το κάνουν αυτό). Σπήλαια πρέπει να υπάρχουν πολλά στο Βέρμιο και στα Πιέρια, λόγω υδροδιάλυσης ασβεστόλιθου. Τέτοιο σπήλαιο (βαθύ και δαιδαλώδες) είναι και η ‘Τρύπα του Μιχάλη’ πάνω από το Σέλι, που σε καμιά περίπτωση δεν προήλθε από ηφαίστειο.
Οι ελληνικές οροσειρές ανήκουν στο ∆ιναρικό κλάδο του Αλπικού συστήµατος και υποδιαιρούνται σε γεωτεκτονικές ζώνες, καλούµενες ως «Ελληνίδες ζώνες». Το όρος Βέρµιο ανήκει (α) στη γεωτεκτονική Ζώνη Αξιού (υποζώνη Αλµωπίας) και (β) στην Πελαγονική ζώνη. Το γεωλογικό υπόθεµα του όγκου του Βερµίου χαρακτηρίζεται από πετρώµατα, που αντιστοιχούν στις δύο παραπάνω προαναφερόμενες γεωτεκτονικές ζώνες.
Το Βέρμιο σχηματίζει μεγάλη οροσειρά 70 περίπου χιλιομέτρων και σε ότι αφορά, αναλυτικότερα, στα γεωλογικά χαρακτηριστικά του Βερμίου, μεγάλη έκταση, ιδιαίτερα βόρεια στη περιοχή Κεντρικού Βερμίου – Άνω Βερμίου και ειδικότερα γύρω στη ψηλότερη κορυφή (Τσανακτσή 2.052 μ.), καταλαμβάνουν ασβεστολιθικά κροκαλοπαγή πετρώματα και κλαστικοί ασβεστόλιθοι του ανώτερου κρητιδικού, που υπάγονται στη Ζώνη Αξιού. Πάνω από τα προηγούμενα πετρώματα επικάθεται πελαγονικός φλύσχης (εναλλαγές στρωμάτων ιζηματογενών πετρωμάτων νεότερων των ασβεστολιθικών), όπως ειπώθηκε προηγουμένως.
Οι δυτικές πλαγιές του Βερμίου πλαισιώνονται από ασβεστόλιθους με θραύσματα ρουδιστών χρώματος ανοικτότεφρου, σχηματίζοντας μεγάλους κρημνούς. Στα όρια του βόρειου τμήματος παρατηρούνται εκρηξιγενή πετρώματα διαφόρων ειδών. Στα νότια και νοτιανατολικά τμήματα απαντούν σχιστόλιθοι και μάρμαρα της Πελαγονικής ζώνης, ενώ στα ανατολικά εναλλάσσονται σχιστόλιθοι, ψαμμίτες και ασβεστόλιθοι.
Βέβαια, όσον αφορά στα σημεία του ορίζοντα, ο διαχωρισμός αυτός είναι ενδεικτικός, μια επιστημονική προσέγγιση είναι περισσότερο ακριβής. Πάντως, γενικά τα πετρώματα που κυριαρχούν είναι ο σκληρός ασβεστόλιθος, ο μικτός φλύσχης, οι περιδοτίτες (πυριγενή πετρώματα), οι σχιστόλιθοι, τα μάρμαρα και τριτογενείς αποθέσεις (σχιστοψαμμιτικός φλύσχης, αλλούβια, δολίνες και γνεύσιοι κλπ). Το βουνό φημίζεται για το παραγόμενο λευκό μάρμαρο που ήταν γνωστό και κατά την αρχαιότητα.
Τα ορυκτά και μεταλλεύματα, που απαντούν στο Βέρμιο είναι κυρίως σιδηρονικελιούχα, χρωμιτικά, χαλκούχα, χαλαζιακές φλέβες (Κουμαριάς), καολινίτες ή καολίνες (πολύ καλής ποιότητας αργιλοπυριτικό ορυκτό στο Ξηρολίβαδο), ασβεστίτες (Πλαλίστρας), καλής ποιότητας άργιλος (terra rosa) Κουμαριάς κ.α.
Σχετικά με το ανάγλυφο και τη φυσιογραφία, το Βέρμιο χαρακτηρίζεται από ποικιλία τοπίων όπως: ψηλές, μέσες και αποστρογγυλωμένες κορυφές, βραχώδεις εξάρσεις, επίπεδα και μη λιβάδια, κλειστές κοιλάδες και πολλά ρέματα. Στο βόρειο και νοτιοανατολικό τμήμα παρατηρούμε απότομες κλίσεις (Σελλιώτικος Λάκκος και Ρέμα Γκαβάνας).
Πάντως, πρόκειται για βουνό με σχετικά ήπιες κλίσεις και όχι ιδιαίτερα υψηλές κορυφές. Ξεχωρίζουν το ‘Τσανακτσή’ (2.052 μ.), η ‘Μαύρη Πέτρα’ (2.027 μ.), ο ‘Τρούλος’ (2.012 μ.), το ‘Αγιο Πνεύμα (2.014 μ.) και κάποιες, όπως η ‘Γραμμένη Πέτρα’ (1.997 μ.), το ‘Παλάτι’ (1.895 μ), το ‘Αρσούμπασι’ (1.874 μ.), το ‘Ξηροβούνι’ (1.804 μ.), η ‘Ντούρλια’ (1.770 μ.) η Γκιώνα (1.739 μ.), το Αγκάθι (1.650 μ.) κ.α. με ύψος λιγότερο από 2.000 μέτρα.
Τα εδάφη του Βερμίου ποικίλουν από βαθειά και γόνιμα εκεί όπου οι κλίσεις είναι μικρές έως και σκελετικά – ημιβραχώδη στις περιοχές με μεγάλες κλίσεις. Γενικά πρόκειται για δασικά εδάφη κατάλληλα τόσο για την ανάπτυξη δασικών συστάδων για παραγωγή ξυλείας, όσο και για την ανάπτυξη φυσικών λιβαδιών ικανών να υποστηρίξουν την παραδοσιακή κτηνοτροφία του Βερμίου.
Η βλάστηση έχει υποστεί, όπως στα περισσότερα ελληνικά βουνά ανθρώπινες επεμβάσεις από την αρχαιότητα έως σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνεται κυρίαρχη η παρουσία του μητρικού πετρώματος (είναι το πέτρωμα από το οποίο με σταδιακή αποσάθρωση προκύπτει το έδαφος) και η βλάστηση να εμφανίζεται υποβαθμισμένη. Στη μεγαλύτερη έκταση του βουνού (βόρεια, ανατολικά και νότια) η βλάστηση είναι πλούσια και σχηματίζονται πυκνά δάση, ενώ οι δυτικέ πλευρές του είναι σχεδόν γυμνές. Η πλούσια θαμνώδης και ποώδης βλάστηση έχει υποβαθμιστεί σε κάποιο βαθμό από την υπερβόσκηση. Οι θαμνώνες, που απλώνονται σε όλη την έκταση των χαμηλών υψομέτρων, θεωρούνται από πολλούς ειδικούς ως υποβαθμίσεις δρυοδασών λόγω της υλοτόμησης και της βόσκησης. Η συνολική χλωρίδα του βουνού αποτελείται από 1.070 είδη (taxa), αρκετά από τα οποία είναι ελληνικά και βαλκανικά ενδημικά.
Οι φωτογραφίες είναι από την “Τρύπα του Μιχάλη”, στην περιοχή του Σελίου, της Ομάδας Σπηλαιολογίας “Πρωτέας”. ( κλικ για μεγέθυνση)
( Το δεύτερο από τα έξη μέρη θα δημοσιευθεί την ερχόμενη Κυριακή 4 Δεκεμβρίου.)