Ορειβατική ομάδα Βέροιας “Τοτός” – Βαρνούντας Ν. Φλώρινας. “Κυριακή στο Δεσποτικό”
Του Αλεξάνδρου Γραμματικόπουλου
Η ορειβατική ομάδα Βέροιας «Τοτός » ξεκινήσαμε τις ορειβατικές μας δραστηριότητες, έτους 2016-΄17, κάνοντας αρχή από τα βουνά του Νομού Φλώρινας.
Επιλέξαμε αυτή τη φορά το ακριτικό βουνό Βαρνούντα ή Περιστέρι (Πελιστέρ στα σέρβικα), ένα τεράστιο ορεινό όγκο που απλώνεται στα βορειοδυτικά του Ν. Φλώρινας και αποτελεί το φυσικό τείχος που χωρίζει την Ελλάδα από την ΠΓΔΜ (Σκόπια).
Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωϊ της Κυριακής, 18-09-2016, από τη Βέροια και κάναμε οδικώς τη διαδρομή: Εγνατία Οδός με κατεύθυνση προς Κοζάνη–δρόμος για Πτολεμαϊδα–και στη συνέχεια εκείνος για Φλώρινα.
Μετά τη Φλώρινα περάσαμε από τα χωριά Κλεινές, Κλαδορράχη, Εθνικό και φτάσαμε στο Κρατερό.
Το ακριτικό αυτό χωριουδάκι, που βρίσκεται στους πρόποδες του ελληνικού τμήματος του ορεινού όγκου του Βαρνούντα και σε υψόμετρο 980 μέτρων, ήταν πνιγμένο μέσα στο πράσινο, με τα δάση να το καλύπτουν από όλες τις μεριές και τα νερά να τρέχουν από τις πηγές που υπάρχουν σχεδόν παντού στη γύρω περιοχή.
Αυτός ήταν και ο λόγος που το χωριό αρχικά ονομαζόταν Ράκοβο που σήμαινε χωριό με τις πολλές καραβίδες (Ράκοϊ στη τοπική διάλεκτο σημαίνει καραβίδα).
Από Ράκοβο μετονομάστηκε Κρατερό προς τιμήν του στρατηγού του Μεγ. Αλεξάνδρου του Κρατερού.
Φτάνοντας στο χωριό δεν συναντήσαμε ούτε έναν κάτοικο. Σπίτια παλιά, τα περισσότερα γκρεμισμένα και άλλα μισοκατεστραμμένα από την πολυετή αχρηστία ή την εγκατάλειψη.
Μας «καλωσόρισαν» τα βελάσματα των προβάτων και τα μουγκρητά των αγελάδων που περίμεναν ανυπόμονα τους λιγοστούς κτηνοτρόφους, κατοίκους της περιοχής, για να τα βγάλουν στη βοσκή.
Αφήσαμε τα αυτοκίνητά μας στη βόρεια άκρη του χωριού, εκεί που τελείωνε η άσφαλτος με κατεύθυνση προς την εντυπωσιακή οροσειρά με τα πλούσια δάση, τα πολλά ρέματα και τα μεγάλα αλπικά λιβάδια.
Ετοιμαστήκαμε, πήραμε τα απαραίτητα για μια πολύωρη δύσκολη πορεία και αφού γεμίσαμε τα παγούρια μας με κρύο τρεχούμενο νερό από μια πέτρινη βρύση, ξεκινήσαμε για την προγραμματισμένη ορειβατική μας δραστηριότητα που περιελάμβανε την ανάβαση από το Κρατερό στη ψηλότερη κορυφή του βουνού επί Ελληνικού εδάφους, το Δεσποτικό ή Κίτσεβο με υψόμετρο 2.334 μ.
Περπατήσαμε 500 περίπου μέτρα χωματόδρομου μέχρι το πολύ καλά συντηρημένο κιόσκι που κατασκευάστηκε πρόσφατα και βρισκόταν δίπλα σε ένα ρυάκι.
Στη διαδρομή μας οι εικόνες αμέτρητες. Η μία να διαδέχεται την άλλη σε κάθε μας βήμα. Τρεχούμενα νερά, πολυχρωμία της βλάστησης και της γύρω περιοχής κάτω από το πρωϊνό φώς της μέρας.
Αλλού η βλάστηση ήταν χαμηλή, αλλού ήταν θαμνώδης και πιο πέρα εκείνη με τα λογής-λογής δένδρα.
Περάσαμε από καταπράσινα λιβάδια με τα λευκά στίγματα που κάνανε τη διαφορά. Ήταν τα μανιτάρια που συναντούσαμε σε διάφορα σημεία τους. Άλλα ήταν ελαφίσια, άλλα ήταν προβείσια και διάφορα άλλα που δεν τα γνωρίζαμε.
Σήμανση μονοπατιού δεν υπήρχε πουθενά.
Φτάνοντας στο κιόσκι και αφού περάσαμε το ρυάκι με τα τρεχούμενα νερά του, πήραμε το «δικό» μας ανηφορικό μονοπάτι με κατεύθυνση προς την κορυφογραμμή που ήταν και η συνορογραμμή μεταξύ Ελλάδος-Σκοπίων.
Η ανηφορική πορεία ήταν εξαντλητική. Δεν ήταν η ανηφόρα με κλίση που έφτανε μέχρι και τις 50 περίπου μοίρες αυτή που μας κούραζε, αλλά τα δύσκολα περάσματα μέσα από πυκνή φτέρη που σε πολλά σημεία της διαδρομής έφτανε μέχρι το μπόϊ μας.
Η βλάστηση παντού πυκνή, η φτέρη να μας καλύπτει. Δυσκολευόμασταν να δούμε μπροστά μας και το γεγονός αυτό μας καθυστερούσε πολύ.
Κάποια στιγμή βγήκαμε από τη «ζούγκλα» και στα 1.570 μέτρα υψόμετρο συναντήσαμε το πρώτο κολωνάκι των συνόρων.
Ακολουθήσαμε την συνορογραμμή και σε κάποιο σημείο μπήκαμε μέσα στο δάσος οξιάς ακολουθώντας το μονοπάτι των στρατιωτικών περιπόλων που βρισκόταν στη πλευρά του βουνού που έβλεπε προς τα Σκόπια.
Νομίζαμε πως η διαδρομή μας αυτή θα ήταν ευκολότερη, κι όμως τα πεσμένα κλαδιά των δένδρων, οι πεσμένοι κορμοί, τα πολλά ζικ-ζακ και η πυκνή βλάστηση σε πολλά σημεία του μονοπατιού μας δυσκόλεψαν πολύ.
Ευτυχώς που συναντούσαμε κάπου-κάπου άγρια βατόμουρα και με αυτά ξεγελούσαμε τη δίψα μας, τη πείνα, την εξάντληση.
Βγαίνοντας από το δάσος και σε υψόμετρο 1.819 μέτρων βρεθήκαμε μπροστά από ένα πέτρινο κατεστραμμένο στρατιωτικό φυλάκιο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Πάνω από την είσοδο της κεντρικής πόρτας υπήρχε η ένδειξη «1946» με ένα κόκκινο αστέρι στη μέση.
Μέχρι εκείνο το σημείο κάναμε 3 ώρες δύσκολης ανηφορικής πορείας.
Φωτογραφίες, ολιγόλεπτη ξεκούραση. Εξερεύνηση του φυλακίου και συνέχιση της πορείας για τη κορυφή. Από το σημείο αυτό ξεκινούσε ένα φαρδύ μονοπάτι το οποίο διακρινόταν εύκολα και μας έβγαλε στα 2.100 περίπου μέτρα υψόμετρο. Από εκεί το μονοπάτι, καθαρό πλέον, συνέχιζε παράλληλα της κορυφογραμμής με τα κολωνάκια των συνόρων αριστερά και από πάνω μας.
Απέραντα αλπικά λιβάδια και πιο πέρα οι κορυφές: το Δεσποτικό (η δική μας) που ήταν καλυμμένη από ομίχλη και το Πέλιστερ (εκείνη των Σκοπίων) να φαίνεται καθαρά.
Η πορεία αυτή ήταν ξεκούραστη χωρίς μεγάλες ανηφόρες. Περπατούσαμε πάνω στο μονοπάτι των στρατιωτικών περιπόλων της εποχής των «κλειστών» συνόρων.
Φτάνοντας στη βάση της κορυφής του προορισμού μας, πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι. Η κορυφή αν και φαινόταν πολύ κοντά μας τα συνεχή ζικ-ζακ του μονοπατιού την κάνανε να απέχει πολύ.
Κάποια στιγμή η κορυφή, το Δεσποτικό υψ. 2.334 μ., να μας υποδέχεται με ομίχλη μετά από 5 ώρες εξαντλητικής ανηφορικής πορείας.
Όλη σχεδόν η κορυφή ήταν σκαμμένη από όλες τις μεριές της. Ήταν τα σημάδια πολέμων.
Φωτογραφίες, όσες φυσικά μπορέσαμε να τραβήξουμε μέσα από ομίχλη. Εάν ο ορίζοντας ήταν καθαρός θα απολαμβάναμε την υπέροχη γύρω θέα. Θα βλέπαμε, κοιτάζοντας προς τον βορά, τη ψηλότερη κορυφή, το Πέλιστερ υψ. 2.601 μ., του ορεινού όγκου του Βαρνούντα που βρίσκεται μέσα στα Σκόπια.
Δυτικά θα βλέπαμε τις δύο πανέμορφες Λίμνες των Πρεσπών, τη Μικρή και ένα τμήμα της Μεγάλης. Νότια το μονοπάτι της πορείας μας που κάναμε, τα αλπικά λιβάδια, τα πανέμορφα δάση πιο κάτω και στο βάθος το Βίτσι. Και, τέλος, ανατολικά θα βλέπαμε τις περιοχές των Σκοπίων με τα χωριουδάκια, τα χωράφια τους και στο βάθος το Καϊμακτσαλάν.
Μετά από 45λεπτη ξεκούραση στην κορυφή πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Αφού την κατεβήκαμε και περπατήσαμε το μονοπάτι των στρατιωτικών περιπόλων, αποφασίσαμε να αλλάξουμε πορεία κάνοντας μια δική μας διαδρομή, ένα «δικό» μας πρωτόγνωρο μονοπάτι. Έτσι, για μια αναγνώριση της περιοχής και περισσότερο για να αποφύγουμε όλα εκείνα τα δύσκολα σημεία με τη φτέρη.
Πήραμε λοιπόν την πολύ κατηφορική και με χαμηλή βλάστηση πλαγιά με κατεύθυνση προς το ρέμα που περνούσε μέσα από το πυκνό δάσος και κατέληγε κάπου κοντά στο κιόσκι και το χωματόδρομο που περπατήσαμε το πρωϊ. Μέσα από το ρέμα ακούγονταν τα τρεχούμενα νερά, ο ήχος των οποίων έφτανε μέχρι πάνω ψηλά.
Μπαίνοντας στο δάσος αποφύγαμε μεν τις φτέρες, αλλά όχι τα πεσμένα ξερά φύλλα και τα σάπια κλαδιά των δένδρων.
Κάποια στιγμή πέσαμε σε ένα δασικό δρόμο που σε κάποιο σημείο της διαδρομής του μάλλον συναντούσε εκείνον που συνέδεε το Κρατερό με τον Αγ. Γερμανό που βρίσκεται κοντά στις Πρέσπες.
Φτάνοντας σε ένα από τα πολλά ρυάκια με τρεχούμενο νερό είδαμε το φρέσκο αποτύπωμα από πάτημα αρκούδας.
Ακολουθώντας τις ενδείξεις του GPS, αφήσαμε τον δασικό δρόμο και πήραμε ένα υλοτομικό μονοπάτι που μας οδηγούσε ακόμη χαμηλότερα.
Κάποτε βγήκαμε από το δάσος και βρεθήκαμε κοντά στο κιόσκι. Από δώ όλα πλέον ήταν πολύ εύκολα.
Χωματόδρομος, γνώριμα σημεία από το πρωϊνό πέρασμα. Η πολυχρωμία της γύρω περιοχής με διαφορετική όμως εικόνα κάτω από το φως του ήλιου που έδυε.
Κοιτάζοντας πίσω μας, βλέπαμε από χαμηλά το μεγαλύτερο κομμάτι της πρωϊνής διαδρομής μας και με τη φράση: «για δες τι κάναμε και σήμερα ;!!» πλησιάζαμε στο σημείο εκκίνησης.
Και τέλος, μετά από 4 ώρες και 30 λεπτά κατηφορικής πορείας φτάσαμε επιτέλους στα αυτοκίνητά μας.
Με την έκφραση ανακούφισης ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας και με ένα «Μπράβο μας !!» αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή.
Καθ’ οδόν προς τα σπίτια μας μάς συντρόφευαν οι αναμνήσεις των όμορφων εικόνων να εναλλάσσονται με ταχύτητα η μία με την άλλη και να «προσπερνούν» εκείνη με τη θέα του φρέσκομισοφαγωμένου από κάποια αγρίμια μουλαριού που συναντήσαμε μπροστά μας λίγο πιο έξω από το χωριό.
Απολογισμός :
Διαδρομή:Κρατερό (υψ.1.020 μ.)–«δικό μας» ανηφορικό μονοπάτι-Ελληνοσκοπιανά σύνορα (υψ.1.570μ.)-μονοπάτι στρατιωτικών περιπολιών μέσα στο Σκοπιανό έδαφος-εγκαταλειμμένο στρατιωτικό Φυλάκιο της πρώην Γιουγκοσλαβίας-κορυφή «Δεσποτικό» ή «Κίτσεβο» (υψ. 2.334 μ.)-επιστροφή από άλλη διαδρομή-Κρατερό.
Υψομετρική διαφορά: 1.500 μ. (με τα ανεβοκατεάσματα).
Απόσταση 21,100 χλμ. σε 10 ώρες ( συνολικός χρόνος )
Φωτογραφίες: Αλεξάνδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης και Αντώνιος Τολιόπουλος.