Νικηφόρου Βρεττάκου “Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ”
Δήμητρα Σμυρνή
Ακουμπώντας τους στίχους της ποίησης του πάνω στις ανθρώπινες πληγές, αγαπώντας τον άνθρωπο και το φως που εκπέμπει, η ποίηση του Βρεττάκου αντανακλά την τρυφερότητα της μειλίχιας προσωπικότητας του ίδιου του ποιητή, αντανακλά τη δύναμη της ματιάς του να μεγιστοποιεί τον κόκκο της άμμου ή να ελαχιστοποιεί την ανάσα του ήλιου σε μια φευγαλέα ακτίνα.
Ποίηση γεμάτη αγάπη και φως η ποίησή του δεν έχει μάθει να καταδικάζει. Όμως το ολοκαύτωμα της Χιροσίμα -που χθες η μνήμη του, γυρίζοντάς μας 70 χρόνια πίσω, επανήλθε εφιαλτική- μετατρέπει τον Βρεττάκο της αγάπης σε κατήγορο. Δριμύ κατήγορο της ανθρώπινης σοφίας, που μεταλλάσσεται σε σατανική δύναμη καταστροφής.
Στο πρόσωπο του εφευρέτη και πατέρα της ατομικής βόμβας, του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ο Βρεττάκος βλέπει τον επιστήμονα που το φως του μυαλού του το εκμεταλλεύτηκαν δυνάμεις σκοτεινές, για να σπείρουν τον όλεθρο.
Στο ποίημά του “Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ” ο ποιητής μιλά άλλοτε με το στόμα εκείνων που πέθαναν, άλλοτε μ’ εκείνων που επέζησαν και πάνω απ’ όλα με το στόμα του ανθρώπου που συνειδητοποιεί το μέγεθος της μικρής του οντότητας αλλά και τη θεϊκή πνοή που φέρει, κατά τον Βρεττάκο, μέσα στη συμπαντική αρμονία.
Δεν καταδικάζει τον Οπενχάιμερ. Τον λυπάται βαθιά, έτσι όπως καταδικάστηκε ο ίδιος να ζει φυλακισμένος στο κελί των σιδερένιων του τύψεων, αυτός ένας Προμηθέας που… “πρόσφερε” στην ανθρωπότητα το απόλυτο σκοτάδι, μέσα από το φως της Επιστήμης.
“Άτυχε Προμηθέα, που σου ‘κλεψαν το φως από τα χέρια σου…”
Ένα ποίημα δεκαεφτά σελίδων, ένα ποίημα ποταμός, μια ανθρώπινη κραυγή ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στην αναλγησία, ενάντια στα συμφέροντα, πολιτικά και οικονομικά, που οπλίζουν το ανθρώπινο χέρι, σκορπώντας το θάνατο.
Μια καταδίκη της ανθρώπινης μικρότητας, ένας ύμνος της ανθρώπινης μεγαλοσύνης.
“Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!”
Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξετε παρών;
Ρομπέρτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.
Ολόρθος απάνω
στη μοιραία σου πέτρα, έκπτωτε βασιλιά, στο μεγάλο
σταυροδρόμι του λάθους σου, κοίταξε: έχεις
δεξιά σου τον άνθρωπο, ζερβά σου τον ήλιο. Ενώπιος
ενωπίω, προς όλα τα σημεία της γης,
κοίταξέ με στα μάτια, μη σκύβεις το πρόσωπο.
Θα μ’ ακούσετε, φίλε Οπενχάιμερ! Σφαλίστε
όσο θέλετε τ’ αυτιά σας, θα μ’ ακούσετε, τώρα
που δε μπορείτε να κρυφτείτε πια πίσω από τίποτα
που η ψυχή σας ακούει κάθε ανθρώπινο ψίθυρο.
Μην ξοδεύεστε άδικα, μην προσπαθείτε,
κρατείστε για λογαριασμό σας το πικρό μειδίαμα.
Μη νομίζετε, φίλε Οπενχάιμερ, όχι, δεν είμαι ποιητής!
Στον κόσμο τούτο ποιητές σήμερα δεν υπάρχουν .
Ο χώρος τριγύρω μας κατακλύστηκε ολόκληρος.
Ο πόνος ξεχείλισε!
Τα σκέπασεν όλα!
Οι μύθοι βουλιάξανε!
Τα πράγματα έχουν τη δική τους φωνή!
Οι ποιητές παραμίκρυναν[…]
[…] Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας -ένας
και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι , ουρές
ατελείωτες,
μετρήστε μας, φίλε Οπενχάιμερ, μετρήστε, να ξέρετε πόσες
είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο.
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα ’χω ξεθάψει απ’ τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν’ ανοιγοκλείνει.
Τ’ άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δε μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, να ’χει ένα όνομα.
Δε μπορεί πια, Ρομπέρτ! Κοιταξέ με καλύτερα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρομπέρτ, δε με γνώρισες; Ο αδελφός σου
Ρομπέρτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα ’δωσα όλα,
που σας έχτισα τ’ αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.[…]