“Τι είπε ο Α. Κεραμόπουλλος για τους Βλάχους 4” (τελευταίο ) γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος
(παραρτήματα του βιβλίου -ανακεφαλαίωση)
Στο τέλος της μελέτης του ο Κεραμόπουλλος επανέρχεται στην ονομασία Τσιντσάροι των Βλάχων και μετά την ανάλυση αυτής καταλήγει ότι αυτή προέρχεται από το λατινικό quinquarii (quinque=πέντε) ή quintarii [όρος που δηλώνει σπουδαίο, πέμπτο(;), τμήμα των ρωμαϊκών αποικιών]. Όσα δε λέγονται, ότι δηλαδή η λέξη έχει σκωπτικό χαρακτήρα (ηχητική επανάληψη ts-ts στη γλώσσα των Βλάχων), είναι προχειρολογήματα ανάξια λόγου.
Όσον αφορά στην λέξη ‘Κοπατσάρης’, ο ακαδημαϊκός διαφωνεί με την άποψη ότι προέρχεται από το ‘κοπάτς’ (=θάμνος) γιατί τα κοπάτσια βρίσκονται παντού και όλοι άνθρωποι θα είχαν αυτό το όνομα. Επίσης θεωρεί παιδαριώδη την άποψη ότι ο ‘κοπατσιάρης’ είναι ‘βλάχος’ που απέβαλε την βλάχικη και ομιλεί την ελληνική γλώσσα (επειδή και μόνο διατηρεί τα έθιμα και την φορεσιά των Βλάχων). Η λέξη κοπατσάρις (πρβλ σπαθάρις, μακελλάρις κλπ), που δεν την έχουν οι Δακορουμάνοι, είναι λατινογενής και δηλώνει τον συμβότην (συμβοσκό, κτηνοτρόφο, που κανονίζει τα βοσκοτόπια σύμφωνα με το δίκαιο), που στα λατινικά λέγονταν compascuus και υπάγονταν στο jus compascuum (δίκαιο κοινών βοσκοτοπιών), ήταν δηλαδή compascuarius = κομπασκουάρις. Αυτό, στο ελληνικό στόμα με παραφθορά έγινε ‘κοπατσάρις’. Οι Σαρακατσάνοι και οι κάτοικοι της Χαλκιδικής, και οι δύο ελληνόφωνοι, ονομάζουν τον κοπατσιάρη σμίχτη.
Άρα, σύμφωνα με τον Κεραμόπουλλο, το όνομα ‘κοπατσιάρης’ (ρωμαϊκός νομικός όρος’= συμβότης συμβοσκός, σμίχτης) δηλώνει τον ελληνόφωνο, εντόπιο, πεδινό, που έκανε την ίδια κτηνοτροφική ζωή με τους Βλάχους στα χειμαδιά τους στην εποχή της ακμής της λατινικής γλώσσας (ρωμαιοκρατία) και δεν υπήρχε στην Δακία (ο όρος άγνωστος εκεί), όπου ο λαός της ήταν περισσότερο γεωργικός.
Ένας άλλος σπουδαίος όρος που δείχνει την μετάβαση των Βλάχων στα πεδινά (χειμαδιά) είναι ο ‘τσέλνικας’ (τσέλιγκας), δηλαδή ο αρχιποιμένας, που είναι σλάβικη λέξη και εμφανίσθηκε με την έλευση των Σλάβων. Για αυτήν την έννοια υπήρχε στους Ηπειρώτες και Αρβανιτόβλαχους η ‘λέξη ‘σκουτέρις’ και για τον ποιμένα (βοσκό) έχουμε την λέξη τσομπάνης (μάλλον τουρκικής ή σλαβικής προέλευσης). O τσέλνικας ήταν ο αρχηγός του φαλκαριού (η πατριά, το συγγενολόι). Και αυτοί οι όροι, όπως το ‘κοπατσιάρης’, δεν υφίστανται στην Δακία και γενικά η κτηνοτροφική και γεωργική ζωή των Πινδίων Βλάχων είναι άσχετη με αυτή των Δακορουμάνων.
Ανακεφαλαιώνοντας ο ακαδημαϊκός, τονίζει ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε μόνιμο εφεδρικό μεθοριακό στρατό αποτελούμενο από γεωργοκτηνοτρόφους φρουρούς κατωτέρας στρατιωτικής ποιότητας μέχρι και την Αφρική. Αυτούς τους ονομάζει ‘φελλάχους’ (σημιτο-αραβική λέξη) και ισοδυναμούν με το όνομα Βλάχοι. Οι δικοί μας Βλάχοι (Πίνδιοι) αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν αυτό το όνομα ως προσβλητικό (απαίδευτος χωρικός) και καλούν τους εαυτούς τους ‘Αρουμούνους’, δηλαδή Ρωμαίους με πολιτική ιδιότητα. Το όνομα ‘Βλάχος’ δεν δηλώνει εθνότητα, και γιαυτό άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων (Δάκες, Ιλλυριοί κλπ) που έχουν αυτή την ιδιότητα μπορούν να ονομάζονται έτσι. Μόνο οι Μογλενίτες αποκαλούν τους εαυτούς τους Βλάχους γιατί αυτοί ποτέ δεν υπήρξαν Ρωμαίοι πολίτες και είχαν πάντοτε την ιδιότητα του Βλάχου (ως γεωργοί).
Στην Δακία αναμείχθηκαν πολλοί λαοί (Σλάβοι, Πετσενέγοι κλπ), οι οποίοι ποτέ δεν γνώρισαν τους Ρωμαίους και δεν υπήρξαν Ρωμαίοι πολίτες (Romani cives), ούτε σε αυτούς, όπως και στους δάκες το όνομα Βλάχος δεν ενέχει κάποια κακή χροιά, αντίθετα παρέχει υπερήφανο αίσθημα πατριωτικής έπαρσης. Αυτή η θεμελιώδη διαφορά της έννοιας της λέξη ‘Βλάχος’ πέραν του Ίστρου, όπως και τα άλλα ανάλογα τεκμήρια, τους χωρίζει από τους Βλάχους της Πίνδου σαν σινικό τείχος. Οι ίδιοι οι Βλάχοι της Πίνδου ξεχωρίζουν τους εαυτούς τους (αυτοαποκαλούμενοι, όπως είπαμε, Αρμούν) από τους πέραν του Ίστρου (Δούναβη) τους οποίους ονομάζουν Vlahut.
Έτσι, οι Ελληνόβλαχοι, όπως και άλλοι (Άγγλοι, Γάλλοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι κλπ), έχασαν τη γλώσσα τους, όχι όμως το ‘αίμα’ τους (ο ακαδημαϊκός διευκρινίζει ότι η λέξη ‘αίμα’ δηλώνει το έθνος).
Στα παραρτήματα Α΄ και Β΄ ο Κεραμόπουλλος παραθέτει περισσότερα στοιχεία που αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφοριών για τον ερευνητή που θέλει να ασχοληθεί με το θέμα των Βλάχων του ελληνικού χώρου.
Στο Παράρτημα Α΄, αφού τονίζει ότι μετά την εκλατίνιση των πεδινών επήλθε η γλωσσική επανελλήνιση, ενώ διατηρήθηκε η λατινογλωσσία στα ορεινά, γράφει χαρακτηριστικά και επιγραμματικά: ‘Αποκλεισθέντος του αποικισμού, μόνη η οροφυλακία ερμηνεύει την γένεσιν και παρουσίαν των Βλάχων μας επί των ορέων, ως θα εκθέσωμεν και κατωτέρω’ (εννοεί Β΄ Παράρτημα). Έτσι διαφαίνεται ότι ούτε αποικισμός Ρωμαίων (που δεν ήταν μεγάλος, λεπτομερή ανάλυση του οποίου κάνει ο ακαδημαϊκός), ούτε κάθοδος Δακών, ούτε στάθμευση ρωμαϊκών λεγεώνων στη Δυτική Μακεδονία, ούτε ώθηση λατινοφώνων από επιδρομείς (Σλάβοι, Βούλγαροι) προς τα ορεινά ερμηνεύουν την λατινοφωνία στην Πίνδο, παρά μόνο η ύπαρξη της οροφυλακής σύμφωνα με την οργάνωση του Ρωμαϊκού κράτους. Πρέπει να σημειωθεί μάλιστα ότι οι άποικοι Ρωμαίοι (υπήρξε βέβαια και επι δημοκρατίας της Ρώμης απαγόρευση αποικισμού έξω της Ιταλίας) προτιμούσαν πεδινές περιοχές (Φίλιπποι, Δίον, Πέλλα, Κασσάνδρεια κλπ), οι οποίες ήταν εύφορες σε αντίθεση με την άγονη και ορεινή Δ. Μακεδονία.
Στο Παράρτημα Β΄ ο ακαδημαϊκός, αφού επισημαίνει ότι το όρια των προϊστορικών κρατών ήταν φυσικά (φυσική χωρογραφία), ιδιαίτερα στον βόρειο ελλαδικό χώρο (Μακεδονία) τα παλιά αυτόνομα κρατίδια ενώνονται τρόπον τινά, εγκαταλείπονται τα φρούρια (τείχη) και για την φύλαξη των ορίων προτιμείται η οροφυλακή από εντόπιους αφού δεν υπήρχε τακτικός στρατός εξ επαγγέλματος.
Επί βασιλείας του Φιλίππου του Β’, ο οποίος προπαρασκεύασε το μεγαλείο της Μακεδονίας, η οροφυλακή κατέστη θεσμός (με ευθύνη του βασιλιά) για την ασφάλεια από τους βαρβάρους και ληστές. Την ίδια οργάνωση ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος, οι διάδοχοί αυτού (π.χ. Πτολεμαίος στην Αίγυπτο), ακόμα και ο τελευταίος Μακεδόνας βασιλιάς, ο Περσέας. Αυτήν την οροφυλακή, σύμφωνα με τον Κεραμόπουλλο, ζήτησαν οι κατακτηθέντες (από τους Ρωμαίους) προύχοντες Μακεδόνες για την ασφάλεια των περιουσιών τους (ποίμνια, βοσκές κλπ). Γενικά οι φρουροί των συνόρων αμείβονταν με κλήρο (γη για καλλιέργεια, βοσκοτόπια για τα ποίμνια κλπ) και με άδειες άσκησης επαγγέλματος, ανάλογα όπου βρίσκονταν (ορεινή Μακεδονία, Δακία, Αίγυπτος κλπ) και ήταν εντόπιοι και άποικοι (από το εσωτερικό της χώρας). Όπως ειπώθηκε και προηγούμενα, αυτό συνεχίστηκε και στους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας.
Σπουδαίες λεπτομερείς πληροφορίες για την οροφυλακή επί Ρωμαιοκρατίας μας παρέχει ο Κεραμόπουλλος μέσω επιστημόνων και ερευνητών όπως οι Mommsen, Lesquier, Hirschfeld, Grosse, Bauer Diehl, Maspero, Seeck και Stadtmuller. Για την δημόσια ασφάλεια εντός της χώρας και μέχρι την Αίγυπτο και την Μ. Ασία υπήρχαν επίσης εντόπιοι ‘διωγμίται’ ή ‘φυλακίται’ (κάτι σαν τους σημερινούς χωροφύλακες) και ήταν σώμα συγγενές προς τους οροφύλακες. Oι οροφύλακες είχαν διάφορα ονόματα (limetanei, castriciani, duciani, burgarii κλπ), ήταν κατώτεροι των κανονικών στρατιωτών, υπηρετούσαν για 25 έτη, έκαναν διάφορα επίσης επαγγέλματα, παντρεύονταν, ζούσαν με τις οικογένειες τους μέσα στα κάστρα και η οροφυλακή ήταν κληρονομική. Η οχύρωση των ορίων ήταν τέλεια, συνδυαζομένη με την οχύρωση των πόλεων έτσι ώστε από την ανατολή μέχρι την δύση η ρωμαϊκή αυτοκρατορία να φρουρείται ολόκληρη.
Κατά τον Stadtmuller, καθόλη την διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας και μετέπειτα του Βυζαντίου δεν υπήρχε πάντοτε ο ίδιος τρόπος άμυνας του κράτους (άποικοι, μέτοικοι, εντόπιοι, γεωργοί στρατιώτες, τακτικός στρατός, μισθοφόροι βάρβαροι λαοί κλπ). Μέχρι και τον 10ο μ.Χ. αιώνα το Βυζάντιο είχε τον θεσμό της οροφυλακής και τα Θέματα (Επαρχίες του Κράτους) διεύθυνε ο Στρατηγός που είχε εξουσία στρατιωτική, πολιτική και εκτελεστική. Aπό τον 11ο μ.Χ. αιώνα καταρρέει ο θεσμός των Θεμάτων λόγω της αμέλειας των αυτοκρατόρων για την άμυνα της χώρας και ο στρατηγός είναι μόνο πολεμικός άρχοντας. Αυτός αντικαθίσταται από τον Πραίτορα, με αυτήν την μεταρρύθμιση η οροφυλακή αντικαθίσταται από μόνιμο στρατό και δαπανηρούς μισθοφόρους, οι ελεύθεροι γεωργοί στρατιώτες απορροφούνται βαθμιαία από τους μεγαλοκτηματίες και γενικά ο στρατός δεν είναι τόσο αξιόμαχος για την άμυνα της χώρας. Αυτά μας λέει ο Stadtmuller.
Ωστόσο, ο Κεραμόπουλλος μας λέει ότι η ανάπτυξη της μεγάλης γεωκτησίας και η αλλαγή στη στρατιωτική οργάνωση δεν έθιξε όλες τις τάξεις των χωρικών, ιδιαίτερα τους Πίνδιους, των οποίων τα ειδικά καθήκοντα δεν γίνονταν να εκτελεστούν από άλλους άνδρες, εάν δεν ήταν σκληροτράχηλοι όπως αυτοί (Πίνδιοι). Γιαυτό ο ακαδημαϊκός θεωρεί ότι ο θεσμός των οροφυλάκων (limitanei), ως πανάρχαιος που ήταν στη Μακεδονία, διατηρήθηκε πράγματι μέχρι την τουρκοκρατία.
Στο τέλος του Παραρτήματος Β΄, ο Κεραμόπουλλος επισημαίνει για μια ακόμη φορά την αναγκαιότητα της οχύρωσης της Πίνδου προς την Ιλλυρίαν, πράγμα που γίνονταν από πολύ παλιά (θεωρεί τον Φίλιππο τον Β΄ ως πρώτον στην οργάνωση της οροφυλακής), μας δίνει περισσότερες πληροφορίες για την οχύρωση της επί Διοκλητιανού και Ιουστινιανού και αναφέρει τα σωζόμενα φρούρια.
Μετά την παράθεση των παραπάνω στοιχείων, ο Κεραμόπουλλος συνοψίζει την άποψή του ως εξής: Τα λείψανα των εντόπιων οροφυλάκων, που φρουρούσαν την Πίνδο, τον Βαρνούντα, τον Όλυμπο, τα Καμβούνια κλπ από τους εισβολείς και τους εντόπιους ληστές κατά τους Μακεδονικούς χρόνους, που συνέχισαν και επί Ρωμαιοκρατίας και που αναγκαστικά έμαθαν την λατινική γλώσσα (20-25 χρόνια υπηρεσία στη ρωμαϊκή διοίκηση), είναι οι Βλάχοι (ντόπιοι λατινόφωνοι) που γνωρίζουμε όλοι μας.
(Πηγή: Απάνθισμα από το βιβλίο «‘Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι’, Αντωνίου Δ. Κεραμόπουλλου, εκδ. University Studio Press, Θεσ/νίκη 2000, προλεγόμενα Χ. Παπαστάθης, Ν. Κατσάνης)
(Δημοσιεύθηκε στις 31-5-2014 στην εφημερίδα της Βέροιας ‘Ημερήσια’)
Την ερχόμενη Κυριακή, 7 Αυγούστου, θα δημοσιευτεί ολόκληρο το κείμενο – μελέτη του Γιάννη Τσιαμήτρου σχετικά με την θέση του Ακαδημαϊκού Α. Κεραμόπουλου για τους Βλάχους.