Σοφία Καλογερίδου “Ο Τσονγκλασέ απ’ το πρωί ψάχνει μαλλιά”. Ένα δυνατό βιβλίο με ανυπότακτες ιστορίες και ήρωες
Δήμητρα Σμυρνή
«Ο Τσονγκλασέ απ’ το πρωί ψάχνει μαλλιά». Μ’ αυτόν τον τίτλο, που προκαλεί ερωτηματικά, βάφτισε το πρώτο της βιβλίο, μετά από διακρίσεις της σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις, η Βεροιώτισσα συγγραφέας Σοφία Καλογερίδου.
Και επειδή ο τίτλος είναι συνήθως σημείο αναφοράς ενός βιβλίου, ο συγκεκριμένος τίτλος μπορεί να λειτουργήσει για άλλους ελκυστικά, με τη γοητεία που προκαλεί το παράξενο και για άλλους απωθητικά, με την υποψία του ακατανόητου.
Η Καλογερίδου διακινδύνευσε να συμβεί το δεύτερο, επιμένοντας στον τίτλο, έχοντας επίγνωση της αξίας του βιβλίου της, αλλά και γιατί είναι και η ίδια ίσως « ανυπότακτη», όπως ανυπότακτες ονομάζει τις ιστορίες του βιβλίου της και τους ήρωές του, που επίμονα ζητούσαν να παραβιάσουν την καταπακτή της μνήμης και να βγουν στο φως.
Είκοσι εφτά μικρά διηγήματα, εκδόσεις Παράξενες Μέρες, που ξεκινούν από το ελάχιστο της μισής σελίδας, για να απλωθούν σε περισσότερες, αλλά ποτέ πολλές σελίδες, προκαλούν την ίδια αίσθηση με τα έργα μικρής φόρμας στην Τέχνη. Η ουσία στο μικρό και λίγο.
Το βιβλίο της είναι ένα βιβλίο μνήμης. «Αφιερωμένο στη μάνα μου Μαρία και τη γιαγιά μου Σοφία, που εγκαταβιώνουν στη μνήμη μου» γράφει.
Όμως η μνήμη, όχημα που την οδηγεί στο χθες, λειτουργεί και αντίστροφα, φωτίζοντας συμπεριφορές σημερινές, ζωγραφίζοντας έτσι την ανθρωπογεωγραφία των τελευταίων πενήντα χρόνων.
Οι ήρωές της, που κινούνται στο χώρο της Μακεδονίας και συγκεκριμένα γύρω από τη Βέροια, στα χωριά του Αλιάκμονα – «Τα παιδικά καλοκαίρια τα πέρασα στο μικροσκοπικό χωριό μου, το Μετόχι Ημαθίας, και αν και νιώθω πολίτης του κόσμου, τα χώματα του τόπου αυτού με συγκινούν ιδιαίτερα»– είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, που περνούν από δίπλα μας χωρίς να τους προσέχουμε ή, το αντίθετο, τους προσέχουμε, γιατί είναι πολύ διαφορετικοί, καθώς ξεφεύγουν από το κοινωνικό status.
Συνήθως οι ήρωες των βιβλίων πλάθονται από τους συγγραφείς τους με έντονα χαρίσματα ή ελαττώματα, ώστε να είναι ελκυστικοί για τον αναγνώστη και να μπορεί να πλεχθεί γύρω τους ο μύθος.
Οι περισσότεροι ήρωες της Καλογερίδου, παρόλο που δεν διαθέτουν ούτε το χάρισμα ούτε το ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό, υψώνουν το μπόι τους, με σημαία τη γνησιότητά τους, διεκδικώντας κι αυτοί τη θέση τους στη γραφή.
Πορτρέτα της καθημερινότητας, με γρήγορες και εύστοχες πινελιές, αποτυπώνουν εξωτερικά και κυρίως εσωτερικά χαρακτηριστικά, με μια δύναμη που ξαφνιάζει. Νέοι, γέροι, παιδιά, όλες οι ηλικίες έχουν τη θέση τους σ’ αυτό το βιβλίο.
Ο Τσονγκλασέ, που δίνει και το όνομά του στο βιβλίο, ήρωας μόνο μισής σελίδας, δεσπόζει ανάμεσα στα πορτρέτα με την τραγικότητά του, καθώς εμείς οι άλλοι δεν μπορούμε να μπούμε στο δικό του παράξενο κόσμο, τόσο διαφορετικό από το δικό μας τον εκλογικευμένο, χλευάζοντάς τον.
Η Βουλάρα η Τσαπατσουλιστάν, η τρελή που γάβγιζε, ο Σίμος ο κεκές, η «χήρα» ερωμένη, ο «δηλωσίας» θείος, ο άστεγος Νο 134, ο κ. Δημητράκης στο γηροκομείο, η μικρή τσιγγάνα στο ναζιστικό στρατόπεδο… Κι όλοι αυτοί και άλλοι να σχηματίζουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, με τη μοναξιά τους, τα χαμένα όνειρα και τους αγώνες τους, αλλά και με το πάθος τους για τη ζωή, το γέλιο και το κλάμα τους, τα σωστά και τα λάθη τους.
Όλοι όμως καθαγιάζονται μέσα από τις συνθήκες που τους οδήγησαν στις πράξεις τους, αφού η δημιουργός τους πάντα πίσω από το «έτσι» ψάχνει το «γιατί».
Οι ήρωές της είναι τόσο ζωντανοί, ώστε κάποιοι απ’ αυτούς θα άντεχαν και σε μια θεατρική ή σπονδυλωτή κινηματογραφική διασκευή, δημιουργώντας ένα παράλληλο σύμπαν.
Μια τοιχογραφία των απλών καθημερινών ανθρώπων, φτιαγμένη από τα χρώματα της αλήθειας και της έμπνευσης.
Η αφήγηση της πολλές φορές χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο, προσδίδοντας μια ιδιαίτερη αμεσότητα, καθώς ο αφηγητής, ο σημερινός Έλληνας, βλέπει μέσα από το παράθυρο της μνήμης την ποντιακή του οικογένεια με τον αυθορμητισμό της, τη γενναιοδωρία, τα πείσματα και τις παραξενιές της, που έπλασε αυτόν, νοσταλγικό παρατηρητή του χθες αλλά δυστυχώς και άπραγο παρατηρητή του σήμερα.
Όταν η αφήγηση μετατρέπεται σε τριτοπρόσωπη, μπορεί να φαίνεται πως αντανακλά αφηγήσεις άλλων, περνά όμως από το ίδιο φίλτρο της ματιάς της πεζογράφου, που την αφομοιώνει με την πρωτοπρόσωπη έτσι, ώστε να μην ξεχωρίζεις πού ξεκινούν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και πού τελειώνουν.
Ο διάλογος, όπου χρησιμοποιείται, κερδίζει τον αναγνώστη , καθώς κυλά με φυσικότητα, χτίζοντας στέρεα τους χαρακτήρες.
Ο λόγος της πυκνός, δυνατός, με αυστηρή επιλογή εκείνων των λέξεων που έχουν τη μεγαλύτερη εμβέλεια και είναι πιο κοντά στα πρόσωπα, τον τόπο και την εποχή.
Το τραγικό προβάλλει ανάγλυφα, χωρίς τον παραμικρό μελοδραματισμό, αλλά και χωρίς η ατμόσφαιρα ποτέ να βαραίνει, αφού μια σπάνια αίσθηση χιούμορ διατρέχει όλο το βιβλίο.
Η ίδια γράφει στον πρόλογο του βιβλίου της: «Όταν έγραφα το βιβλίο, έκλαψα και γέλασα. Αν νιώσετε τον παλμό και την ανάσα του, θα ήθελα να αφεθείτε στο συναίσθημά του.»
Και έτσι πραγματικά συμβαίνει. Αφήνεσαι στο συναίσθημά του αλλά και διακρίνεις με καθαρή ματιά μια νέα ταλαντούχα συγγραφέα, με δικό της προσωπικό ύφος και με μια πρωτότυπη συναρπαστική γραφή.
Η Καλογερίδου, λοιπόν, μ’ αυτό το πρώτο της βιβλίο δεν απέδειξε μόνο πως ξέρει να αφηγείται, κερδίζοντας τον αναγνώστη. Απέδειξε πολύ περισσότερο πως αγαπάει τον άνθρωπο, πως τον ξέρει καλά και τον τιμά με τη γραφή της.