«Το βιβλίο της Ευδοκίας» της Θεοδώρας Τζόκα – Μικρογραφία μιας άλλης εποχής
Δήμητρα Σμυρνή
Μικρογραφία μιας άλλης εποχής χαρακτήρισε «Το βιβλίο της Ευδοκίας» της θεοδώρας Τζόκα, (Εκδόσεις Λιβάνη), η Διευθύντρια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης «Θεανώ Ζωγιοπούλου», Βούλα Κοτσάλου, στην παρουσίασή του, που έγινε από την ίδια χθες στη Βιβλιοθήκη, με την υποστήριξη του Βιβλιοπωλείου «Ηλιοτρόπιο».
Σ’ ένα μικρό ακροατήριο, με ενδιαφέρον όμως για τη λογοτεχνία, η Βούλα Κοτσάλου έδωσε με εύστοχο λόγο και κριτική ματιά το περιεχόμενο του βιβλίου και τον τρόπο γραφής του. Χαρακτήρισε ευφυές το στήσιμό του, καθώς χωρίζεται σε δυο άνισα μέρη, αφηγήσεις πρωταγωνιστών και αποσπάσματα ημερολογίου.
Η Ευδοκία, που έζησε τη δίνη του πολέμου, μεταναστεύει το ’50 με τον άντρα της στην Αμερική, προσπαθώντας να φτιάξει μια νέα ζωή, που τη σφραγίζει όμως πάντα ο πρώτος της έρωτας.
Η κοινωνία με τις τότε πεποιθήσεις που επιβάλει στις γυναίκες δημιουργεί ενοχές και τις θυματοποιεί. Ένα τέτοιο θύμα είναι η Ευδοκία, που ο πρώτος της έρωτας αποδεικνύεται γι αυτήν ολέθριος. Οι ήρωες της Τζόκα είναι γεμάτοι πάθη και λάθη ή πιο ειδικά, είναι αθώα θύματα μιας ζωής με λάθος επιλογές.
«Συναισθηματικό αλλά συνάμα σκληρό, απλό αλλά όχι απλοϊκό, πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο είναι το βιβλίο, ικανό να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αδιάπτωτο» κατέληξε η παρουσιάστρια.
Το θαυμασμό της για τη Βέροια ως πόλη εξέφρασε η συγγραφέας, που κατάγεται από ένα μικρό χωριό των Γρεβενών και η οποία ζει τώρα στη Θεσσαλονίκη, πριν ξεκινήσει να μιλά για το βιβλίο της.
Επειδή το βιβλίο της αναφέρεται στην προσπάθεια της πρωταγωνίστριας να ριζώσει μεταναστεύοντας στην Αμερική κι επειδή και η ίδια μεγάλωσε εκεί, εξήγησε πως το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό, αλλά σίγουρα έχει στοιχεία από τις προσωπικές της εμπειρίες και η πρωταγωνίστρια, η Ευδοκία, μοιάζει πολύ στη μητέρα της. «Η μάνα μου είναι η ψυχή της Ευδοκίας αλλά όχι η ίδια» είπε. «Ζώντας στις γειτονιές της Βοστώνης, ήξερα να περιγράψω το κλίμα των μεταναστών στην Αμερική»
Αποκάλυψε πως το βιβλίο της των τετρακοσίων σελίδων γράφτηκε μέσα σε δέκα μόλις μήνες, κυρίως βραδινές ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Παρόλο που θιγονται σ’ αυτό θέματα όπως η μοίρα, ο ρατσισμός, η μοναξιά, γι αυτήν τα σημαντικότερα θέματα του βιβλίου είναι ο έρωτας και ο θάνατος.
«Η συγγραφή είναι το πάθος μου, είναι ο αέρας που αναπνέω. Άργησε να ξεκινήσω να γράφω, γιατί, μεγαλώνοντας στην Αμερική, είχα πρόβλημα με την ελληνική γλώσσα. Γυρίζοντας και ζώντας πολλά χρόνια εδώ, θέλησα να γράψω στα ελληνικά, να γράψω για τους Έλληνες, για τους ανθρώπους γύρω μου, που αποτελούν πια τη ζωή μου»
Η συζήτηση που ακολούθησε, όπως συνηθίζεται στις βιβλιοπαρουσιάσεις, μετατράπηκε σε ζεστή κουβέντα, όχι μόνο γιατί το μικρό ακροατήριο έγινε μια παρέα, αλλά γιατί η συγγραφέας είχε εξαιρετικά αναπτυγμένο το χάρισμα της επικοινωνίας.
Πληθωρική στο λόγο και στις κινήσεις της, με ιδιαίτερο χιούμορ, κουβέντιασε για ώρα, ξεφεύγοντας από τα κλισέ των βιβλιοπαρουσιάσεων.
Και μια είδηση. Το τρίτο της βιβλίο, αυτό που γράφει τώρα, αναφέρεται και πάλι στη μετανάστευση, με πρωταγωνίστρια μια κοπέλα από το Χαλέπι της Συρίας, που μεταναστεύει στην Ελλάδα. «θέλω να αναδείξω σύγχρονα ελληνικά προβλήματα» είπε, «το ρατσισμό, την οικονομική κρίση, την πολιτική αστάθεια…»
Μια ενδιαφέρουσα βραδιά, με μια πραγματικά ενδιαφέρουσα συγγραφέα.