Αγαπητέ σύντροφε, Άρη
Χρόνια πολλά έχω να σου γράψω, μα –πίστεψέ με- δε σε ξέχασα. Πάντα όταν η αγανάκτηση ξεχειλίζει από μέσα μου εσένα φέρνω στο μυαλό μου και σου γράφω για να μ’ ορμηνέψεις.
Θυμάσαι πότε σού ‘γραψα πρώτη φορά; Ήμουν μαθητής στην έκτη τάξη του δημοτικού το 1983 και μου δώσαν τη σημαία για την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου – μια και ήμουν ο καλύτερος μαθητής- για να την πλύνει και να τη σιδερώσει η μάνα μου και την άλλη μέρα να την ανεμίσω στην παρέλαση. Το ίδιο βραδυ είχε έρθει η διευθύντρια του σχολείου στο σπίτι μας και μου την πήρε, λέγοντας ότι είχαν κάνει λάθος και ότι τη σημαία θα έπαιρνε ο συμμαθητής μου που ήταν χειρότερος μαθητής από μένα, αλλά ήταν ο γιός του εισαγγελέα της πόλης μας. Εκείνο το βράδυ κλαίγοντας σου είχα γράψει. Θυμάσαι τι μου απάντησες;
«Να χαίρεσαι που έγιναν έτσι τα πράγματα γιατί αριστερό δε σε κάνουν ούτε τα κομμουνιστικά βιβλία που διαβάζεις δέκα-δέκα, ούτε το να φωνάζεις για το δίκιο, ούτε τα θύματα και οι διώξεις που έχει η οικογένειά σου. ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΣΕ ΚΑΝΕΙ Η ΑΔΙΚΙΑ».
Μετά σου ‘γραψα το 1989. Ήταν το βράδυ που έγινε η συναυλία του συντρόφου Μίκη Θεοδωράκη στο ΟΑΚΑ (υπουργού της Δεξιάς ή μάλλον της συγκυβέρνησης Δεξιάς-Αριστεράς) και είδα τη Μαρίκα Μητσοτάκη να χτυπάει ρυθμικά τα χέρια της στο τραγούδι «Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή». Θυμήθηκα το ξύλο που είχε φάει ο πατέρας μου επί χούντας επειδή άκουγε το ίδιο τραγούδι στο ραδιόφωνο και τον κάρφωσε ο χαφιές της γειτονιάς. Έβλεπα τότε θύτες και θύματα μαζί και δε μπορούσα να πιστέψω ότι μονοιάσανε. Μέχρι κι ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε ξυριστεί και κουρευτεί τότες για να δείξει ότι η χώρα κάνει καινούρια αρχή.
Κάψανε και τους φακέλους της ασφάλειας σε δημόσια τελετή, όπως ο Χίτλερ τα έργα των αντιφρονούντων. Σε λίγο, η δεξιά πήρε μόνη της την εξουσία κι άρχισε να εφαρμόζει το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της. Ο σύντροφος Μίκης ξαναγύρισε στις μουσικές του και ο Νιόνιος ξαναάφησε μακριά μαλλιά και μούσι. Θυμάσαι τι μου απάντησες;
«Στην πολιτική δε χωράνε συναισθηματισμοί».
Μετά πήγα φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Στις 17 του Νοέμβρη πήγα κι εγώ στο πολυτεχνείο να κλάψω τους νεκρούς μας. Εκεί ήταν κι ο αδερφός του πατέρα μου που 19 χρονών ΕΠΟΝίτης το 1945 δολοφονήθηκε στο μεγάλο συλλαλητήριο στο φράγμα του Αλιάκμονα. ‘Ηταν κι ο ένας μου παππούς που τον πεθάνανε τα αποσπάσματα μετά το 1946 και την αποχή του ΚΚΕ από τις εκλογές, την περίοδο που οι ιστορικοί την είπανε «περίοδο της λευκής τρομοκρατίας». Εκεί ήταν κι ο άλλος μου παππούς που σκοτώθηκε ως μαχητής του ΔΣ στο Λιτόχωρο. Όταν τραγουδούσα λοιπόν το αντάρτικο μοιρολόι, άκουσα από απέναντι αριστεριστές και αναρχικούς να μας κοροϊδεύουν, αντί να τραγουδάνε μαζί μας. Κι εκείνο το βράδυ σου ‘γραψα γεμάτος απορία. Θυμάσαι τι μου απάντησες;
«Αυτούς τους έχει το σύστημα για να χτυπάνε τους λαϊκούς αγώνες»
Πέρασαν χρόνια από τότε και η ζωή κύλησε ομαλά. Ο λαός μας πρόκοψε. Χόρτασε ψωμί, βρήκε δουλειά αξιοπρεπή, σπούδασε τα παιδιά του. Όλα αυτά όμως δεν ήρθαν μέσα από λαϊκούς αγώνες, αλλά από την Ευρώπη και τα δανεικά που μας έδινε και μεις τα νομίζαμε αγύριστα. Καλομάθαμε στο εύκολο χρήμα και μαλακώσαμε. Κι όταν το κεφάλαιο τάχα έκανε το λογαριασμό και βρήκε την ευκαιρία να χτυπήσει το λαό όχι με όπλα, αλλά με τη φτώχια, τότε βγήκαμε στο δρόμο και φέραμε τα πάνω κάτω: φέραμε αυτό που ποθούσατε όλοι εσείς οι παλιοί, την κυβέρνηση της Αριστεράς. Ανασκουμπώθηκε ο λαός, αντρειώθηκε, μόνοιασε κι ετοιμάστηκε για το τελικό χτύπημα στους «δανειστές» μας (έτσι λέμε το κεφάλαιο τώρα). Κι όταν αυτοί εκβίαζαν τους το δώσαμε: κάναμε το δημοψήφισμα της 5ης του Ιούλη.
Ο λαός αδερφωμένος, δεξιοί-αριστεροί μαζί, απέναντι σε δυνατότερο αντίπαλο που χρησιμοποίησε ό,τι μπορούσε για να νικήσει (έκλεισε τις τράπεζες, κινητοποίησε τα ΜΜΕ και το ντόπιο κατεστημένο, μέχρι και το διωγμένο «βασιλιά» ανάστησε) ξεσηκώθηκε κι έδωσε ένα περήφανο 61% στο ΟΧΙ, τιμώντας την ιστορία του και τους αγώνες των προγόνων του.
Η χαρά όμως κράτησε μια νύχτα. Την άλλη μέρα ο αρχηγός μας συνθηκολόγησε με τους αντιπάλους γιατί λέει τον πίεσαν αφόρητα κι απείλησαν να καταστρέψουν τη χώρα μας με χρεωκοπία. Τώρα μας ζητάει, όλους εμάς τους μαχητές να υπογράψουμε τη καταδίκη του λαού μας. Μας ζητάει να πάρουμε πίσω το περήφανο ΟΧΙ του λαού μας. Μας ζητάει να υπογράψουμε ότι δεν είμαστε αυτό που είμαστε. Μας λέει ότι αγωνίζεται αυτός για ψωμί, λευτεριά και τιμή του λαού, κι ότι εμείς είμαστε εχθροί που θα καταστρέψουμε με τις πράξεις μας τη χώρα και το λαό μας.
Σύντροφε, Άρη
Εγώ δεν έχω τη δικιά σου υπομονή και πίστη στο κόμμα, που γυρνούσες κυνηγημένος τα βουνά της Ηπείρου ψάχνοντας το ανύπαρκτο κομματικό χαρτί που θα σου έδινε «σύνδεση» με τα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα. Ούτε έχω το θάρρος σαν κι εσένα να δώσω τέρμα στη ζωή μου. Λέω να το βροντήξω για μια τελευταία φορά σαν τη συντρόφισσα Ηλέκτρα Αποστόλου που πέταξε τα παπούτσια της στο άρμα πριν τη γαζώσει το πολυβόλο του. Έστω και σαν τρελός, έστω και σαν το Θανάση Βέγγο στην τελευταία σκηνή της ταινίας «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου» με το λιανοντούφεκο απέναντι στις ρουκέτες.
Αλλά πάλι, ίσως να γίνομαι συναισθηματικός. Ίσως να πρέπει να γίνω «νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης», όπως έγραφε κι ο εθνικός μας ποιητής ο σύντροφος Κώστας Βάρναλης. Ίσως να περιμένω και να πολεμήσω το κεφάλαιο «από άλλο μετερίζι» όπως είπε ότι κάνει και ο αρχηγός μας.
Φώτισέ με, σύντροφε Άρη. Μακάρι να είχα τη σοφία και την κρίση σου.
Τόκα και μπέσα, σύντροφε
(όπως λέγατε με το Νάκο το Μπελλή που μόνο εσύ κατάφερες να τον μεταμορφώσεις από ζωοκλέφτη σε λαϊκό αγωνιστή)
*Ο Βασίλης Αγγελής είναι οδοντίατρος, ζει και εργάζεται στη Βέροια