Ποιητική συλλογή: Δημήτρη Καρασάββα «Βιογραφία» / γράφει η Δήμητρα Σμυρνή
Μία «εκ βαθέων» ποιητική συλλογή
«…Ασκητής στην Έρημο
Εξόριστος ανάμεσα σε όλους…»
Χρειάστηκε να φτάσει στην έκδοση της πέμπτης ποιητικής του συλλογής ο Βεροιώτης ποιητής Δημήτρης Καρασάββας, για να ξεκαθαρίσει μια για πάντα τους λογαριασμούς του με το Εγώ του και τους Άλλους, με το Όνειρο και τη Διάψευση, με το Αληθινό και το Κίβδηλο, με την Ταραχή και τη Γαλήνη…
Μια γαλήνη που μπορεί να χαρίσει μόνο η αυτογνωσία και η συνειδητοποίηση της μέχρι εδώ πορείας προς την ενηλικίωση… «Πέρασαν αιώνες και το ταξίδι/ της ενηλικίωσης δε λέει/ να τελειώσει…»
Η συλλογή του Καρασάββα εκδίδεται από τις εκδόσεις «Ενδυμίων», μ’ έναν τίτλο που προκαλεί ενδιαφέρον, και μ’ ένα ελκυστικό εξώφυλλο του Θοδωρή Μαυρίδη που, με τα λειτουργικά του χρώματα, με αναφορές στους συμβολισμούς του «στοχαστή» του Ροντέν ,της μυρτιάς και του αρχαιοελληνικού κίονα, παραπέμπει όχι μόνο στην ποίηση της προσωπικής ενδοσκόπησης, αλλά και της βαθύτερης φιλοσοφικής αναζήτησης.
Θαυμαστής ο ποιητής του Άθου Δημουλά και οπαδός του φιλοσοφικού στοχασμού, δηλώνει έμμεσα , με το motto της συλλογής του, πως «μέσα του υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος, που είναι θυμωμένος μαζί του» (σερ Τόμας Μπράουν) και συνεχίζει να δηλώνει με σιγουριά στο πρώτο ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Σύντομο βιογραφικό».
Κύριοι, γνωρίζετε
Το Βιογραφικό μου
Γεννήθηκα στην Έφεσο
Μεγάλωσα στη Χαϊδελβέργη
Ανδρώθηκα στη Βενετία
Περιπλανήθηκα στην Ταγγέρη
Μέθυσα στο Χαλέπι
Αλήτεψα στο Μακάο
Πέθανα στη Νέα Υόρκη
κι έφεραν τη στάχτη μου
στο Αιγαίο
«Είναι πολλών ανθρώπων λόγια τα λόγια μας» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης ,και ο Καρασάββας, με το πρώτο αυτό ποίημα της συλλογής συνεχίζει, προσθέτοντας πως είναι πολλών ανθρώπων γέννημα ο άνθρωπος, και η ψυχή του πολλές ψυχές, και η πατρίδα του πολλές πατρίδες…
Καθώς τα ποιήματα ξετυλίγονται πάνω στο χαρτί, καλύπτοντας μια δεκαετία, (2002-2012), φανερώνουν μια ποίηση χαμηλόφωνη, στοχαστική, που προκαλεί το συναίσθημα παράλληλα με τη σκέψη, μια ποίηση που τη διαποτίζει η πικρία μαζί με την τρυφερότητα, μια ποίηση που, με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, περνά στην ωριμότητα.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί πότε το τρίτο πρόσωπο καταγράφοντας, πότε το δεύτερο συνομιλώντας, (τις πιο πολλές φορές με τον εαυτό του), και πότε το πρώτο ενδοσκοπώντας. Και τα τρία πρόσωπα όμως καταλήγουν σ’ έναν κοινό παρονομαστή, αυτόν της αναζήτησης. Ψάχνει πολύ βαθιά και οδυνηρά, για να βγάλει από μέσα του όσα τον στοιχειώνουν. «…όμως / η οδύνη ως μαθητεία/ είναι σχολείο πραγματικό….»
Ο χρόνος, ως ποιητικό όχημα, τον οδηγεί στα παιδικά μονοπάτια: «Δε θέλω να ξαναγίνω παιδί/ τις χαρές μια φορά τις γεύεσαι/ τη δεύτερη τις μιμείσαι…», τον οδηγεί στη λάμψη της νιότης «…Νιότη, μου ‘δειχνες/ τους δρόμους προς το απίστευτο…», για να τον αφήσει τελικά με την αίσθηση του ανεκπλήρωτου «…Πού είσαι Χρόνε;/ Με άφησες απροστάτευτο/ στο ατελεύτητο…» Στο ταξίδι της ποίησης δηλώνει την αδυναμία του να αποτυπώσει «στο χάρτη του σώματος τη γεωγραφία της πατρίδας». «Ζωγραφίζονται τα συναισθήματα;/ Η νοσταλγία;/ Ζωγραφίζεται η γλώσσα/ ζώων και πουλιών, όταν με/ πανσέληνο συνομιλούν/ στον κόσμο του δάσους;/ Πώς να παραστήσεις αυτήν την Πατρίδα στο Χάρτη του Σώματος;»
Θυμάται πως σ’ αυτήν την πατρίδα ταξίδεψε παιδί, με σημαία το όνειρο, με οδηγό τον πατέρα. Οδυνηρή μνήμη οι άγιοι, τότε, των αγώνων…
Ρέκβιεμ
[…] Επιστρέφω αργά το μεσημέρι
στο σπίτι που μέναμε παλιά
Στην εξώπορτα ο Πατέρας
φυλάει πάλι σκοπιά
ντυμένος στα ελασίτικα
Τα φισεκλίκια χιαστί
παραπόδα η μπρέντα
φουντωτά τσαρούχια
το δίκοχο με το λαμπυρίζον έμβλημα
του λαϊκού Στρατού
Με την ποδιά πάντα η Μητέρα
έχει ήδη έτοιμο το φαγητό
μάς σερβίρει φακές…
…Πάει καιρός που τους έχασα
έφυγα κι εγώ απ’ το παλιό σπίτι
έρχονται όμως, τακτικά
στα όνειρα ή σαν αγαπημένη ανάμνηση
Θυμάμαι
με θλίψη είναι αλήθεια
όσα δεν έκανα στη ζωή μου
όσα δεν κατόρθωσα να φτάσω
κι ενοχλούμαι,
από την ασυνέπειά μου
που δεν έγινα κάτι χρήσιμο
ένας Ελασίτης
Όμως η διάψευση έρχεται ανελέητη. «…Σαν κάτι να κάηκε/ Τα Βιβλία Μας;/ Τα Ιδανικά Μας;», «…Υπέθεσες πως μπορείς/ να πατάξεις την αδικία…», «Ξέμεινες μόνος επαναστάτη/ με τις αναμνήσεις σου/ Κοιτάς πίσω τη νιότη και θωρείς/ τα περασμένα χρόνια/ ξεραμένο χείμαρρο…». «Οι Μαχητές των Παλαιών Ιδεών αναμένουν/ το λυτρωμό στα Λαϊκά Γηροκομεία/ αν υπάρχουν…»
Μπορεί να ναυάγησε το όνειρο «Γιατί το καράβι σου φορτωμένο/ με ανεκπλήρωτα όνειρα/ δεν ταξιδεύει πια…», αλλά οι καπετάνιοι κατοικούνε περήφανοι στη μνήμη «…Οι Οπλίτες της Παλαιάς Φρουράς/ δεν έφυγαν ποτέ/ στέκουν ακόμη αγέρωχοι/ φύλακες των ονείρων μας».
Η ανατομία της ψυχής δίνει τη θέση της στην ανατομία της εποχής, για να αναζητηθούν οι αιτίες του ναυαγίου. Γιατί ναυάγησε το όνειρο; Γιατί «…οι άνθρωποι και πάλι/ ηττώνται στη σύγκρουση/ με τα πάθη τους…», γιατί«…καθώς ήσουν εθισμένος/ στου κέρδους τις συναλλαγές/ αντάλλαξες τις αρχές σου με την επιτυχία…», γιατί «…τι χρειάζονται πλέον οι αρχές/ όταν κερδίζονται οι “υποθέσεις”;…». Έτσι, μονολογεί λέγοντας: «…Άμοιρε, κατέληξες/ από Αμφισβητίας των Πάντων/ πρόστυχο υπονοούμενο των Άλλων…»
Νιώθει πως ξεκόβει ολοένα από τους άλλους. Απομονώνεται, υψώνει τα τείχη του «…δραπέτευσες στο Φως/ αρνούμενος τις αδικίες των άλλων/ τα ψέματα, τα ήθη τους… τα Βιβλία σε βοήθησαν/ να χτίσεις έναν άλλο/ Κόσμο…»
Διαπιστώνει πια την «ερημία του πλήθους»
Εκ του ληξιαρχείου
«…Με τα χρόνια είδες την Πόλη σου
Γεμάτη ερείπια και φαντάσματα
Αλλά έμαθες να την αγαπάς
…εδώ είσαι λοιπόν Ασκητής στην Έρημο
Εξόριστος ανάμεσα σε όλους…»
Η ποίηση του Καρασάββα , βαθιά βιωματική, συγκινητικά εξομολογητική, με τον απόηχο της μοναξιάς σε κάθε γύρισμα των στίχων της, θυμίζει συχνά το στοχαστικό λόγο του Καβάφη, την αμεσότητα του διαλόγου του με τον εαυτό του και με τον αναγνώστη του.
Αλλά, όσο κι αν «υψηλά τριγύρω του έχτισαν τείχη», όσο κι αν «η πόλις τον ακολουθεί», μόνος και «εξόριστος ανάμεσα σε όλους» δεν είναι ποτέ ο ποιητής, όταν υπάρχουν οι κοινωνοί της ποίησής του.