Του Δημήτρη Τσιμούρα
“…Στην προσπάθεια βιωσιμότητας του χρέους συνεχίζουμε να δανειζόμαστε, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε στους δανειστές το δικαίωμα να καθορίζουν το σκοπό των δανείων, επειδή αυτοί γνωρίζουν καλύτερα. Παράλληλα προβαίνουμε σε αποκρατικοποιήσεις, μειώνουμε κατακόρυφα τις κοινωνικές δαπάνες, μειώνουμε μισθούς και συντάξεις, αυξάνουμε τα τέλη για κινητή και ακίνητη περιουσία και εν γένει τη φορολογία. Τότε τα κρατικά ταμεία θα αποκτήσουν ευρωστία, θα είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας απέναντι στους δανειστές μας και φυσικά θα ελέγξουμε το χρέος.
Εφόσον το χρέος συνεχίζει να αυξάνει, εμείς στην προσπάθειά μας να το κρατήσουμε βιώσιμο αυξάνουμε κι άλλο τους φόρους, επιταχύνουμε τις αποκρατικοποιήσεις, συνεχίζουμε να μειώνουμε μισθούς και συντάξεις, περιορίζουμε τις απεργίες, απελευθερώνουμε τις απολύσεις, υιοθετούμε γενικά τη λογική του λιγότερου ή του ελάχιστου κράτους. Επίσης, παράλληλα με τα παραπάνω παίρνουμε και νέα δάνεια, τα οποία και πάλι χρησιμοποιούμε, όπως οι δανειστές μας ορίζουν.
Έτσι, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι όχι μόνο το χρέος θα γίνει βιώσιμο, όχι μόνο η ανάπτυξη θα αποτελέσει γεγονός αλλά και τα οφέλη της οικονομίας μας θα είναι πολλαπλά και μεγάλα”.
Αν αυτές ήταν οι απαντήσεις ενός φοιτητή οικονομικών σχολών σε ένα ανάλογο ερώτημα, τι βαθμό θα έπαιρνε;
Και βέβαια οι παραπάνω “προτάσεις” αποτελούν μια μικρή περίληψη των όσων σήμερα στην πράξη συμβαίνουν στη χώρα μας, που ξεπουλιέται απ’ άκρη σ’ άκρη, που συνεχίζει να δανείζεται και μάλιστα με επαίσχυντους όρους, με το χρέος της να συνεχίζει την ανιούσα, με τον αριθμό των εξαθλιωμένων να μεγαλώνει με όλο και γρηγορότερους ρυθμούς, με τον υπάρχοντα πλούτο να κατευθύνεται στοχευμένα σε όλο και σε πιο λίγους, με τη διακριτή εμφάνιση νεόπλουτων, με το εργαλείο της “κρίσης” να λειτουργεί για όλα τα παραπάνω με… άψογο και αποτελεσματικό τρόπο.
Όμως ας αφήσουμε προς στιγμήν την σκληρή πραγματικότητα, τα χαράτσια και τους επανωτούς υπέρογκους φόρους, την ασφάλιση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που τουλάχιστον για το μισό πληθυσμό είναι ανύπαρκτη, αλλά και για τους υπόλοιπους υποτυπώδης, την καλπάζουσα προς τα πάνω ανεργία, τις μικροεπιχειρήσεις που κατά εκατοντάδες κλείνουν κάθε μέρα η μία μετά την άλλη.
Ας ξεχάσουμε για λίγο την εξαθλίωση και τις χιλιάδες αυτοκτονίες πολιτών – ένα σύνηθες πλέον καθημερινό φαινόμενο – ας παρακάμψουμε την αδιαφορία προς όλα αυτά και τη σκληρότητα των εγκάθετων που κυβερνούν, ας αφήσουμε όλα τα υπόλοιπα που συμβαίνουν σήμερα στη μπανανία Ελλάδα και ας στρέψουμε την
προσοχή μας αποκλειστικά στους απανωτούς δανεισμούς, που οι κυβερνώντες εξ ονόματός μας συνάπτουν.
Οι επανωτές δόσεις των δανείων, που για την κάθε μια απαιτούνται αφενός και νέα σκληρά μέτρα εναντίον των πολλών και αφετέρου τη δημιουργία ακόμη ευνοϊκότερων συνθηκών γι αυτούς που λυμαίνονται τον πλούτο, βαθαίνουν την εξάρτηση και το αλυσόδεμα της πατρίδας μας.
Είναι γεγονός ότι τα χρήματα των δόσεων ή άμεσα κατευθύνονται στα ταμεία των τραπεζιτών και των μεγαλοεργολάβων ή στην κατασκευή δημόσιων μεγάλων έργων υποδομής, τα οποία βέβαια, μόλις ολοκληρωθούν, παραχωρούνται προς… εκμετάλλευση σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες!
Επίσης, μέρος των δανείων, σε μια χώρα, όπου ο λαός της δεινοπαθεί, χρησιμοποιούνται σε αστικές αναπλάσεις, “επιδημία” που έχει εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την επικράτεια. Έργα που ευλογεί και χρηματοδοτεί εν μέρει η ΕΕ – είναι ψέμα ότι τέτοια “έργα” γίνονται αποκλειστικά με κοινοτικά κονδύλια- ενώ δεν επιτρέπει τη διάθεση ούτε ενός ευρώ, από τα δάνεια, για τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, επιβάλλοντας ταυτόχρονα τη χρήση τους για την καταστροφή της!
Και φυσικά, το “χρέος” συνεχίζει την ανηφόρα και ο βαθμός της εξάρτησης συνεχίζει να μεγαλώνει!
Με άλλα λόγια οι δανειστές “σύμμαχοί” μας, μάς επιβάλλουν, μάς δίνουν με το έτσι θέλω, στο όνομα της… βιωσιμότητας του χρέους, συνεχώς και νέα δάνεια, λειτουργώντας ως οικονομικοί δολοφόνοι! Οι υποτελείς κυβερνήτες άκριτα τα “νομιμοποιούν” και ο λαός χρεώνεται και για τις μελλοντικές του γενιές! Η δε κυβερνώσα τάξη – που γι αυτήν δεν υπάρχουν ούτε πατρίδα, ούτε ιερά και όσια – χωρίς να σέβεται και να υπολογίζει τίποτα, δημιουργεί τις απαραίτητες γι αυτήν υποδομές, ώστε να διευρύνει την υπερεκμετάλλευση και τα κέρδη της. Ταυτόχρονα στεριώνει την κυριαρχία στους εργαζόμενους, τον ταξικό της εχθρό.
Και βέβαια, αν κάποιος έβλεπε με ματιά και όρους κοινής λογικής, με όρους που θα είχαν σχέση με τα συμφέροντα των πολλών, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, με όρους σεβασμού στην ίδια την πατρίδα, την ελευθερία και την εθνική της ανεξαρτησία, σαφώς, όχι μόνο θα μηδένιζε ένα τέτοιο γραπτό φοιτητή αλλά θα απέρριπτε κατηγορηματικά τις σκέψεις, τις ιδέες και τις προτάσεις, που σ’ αυτό διατυπώνονταν.
Θα τις απέρριπτε ως άκρως επικίνδυνες γιατί οδηγούν σε ακριβώς εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που υποτίθεται ότι θεωρητικά επιδιώκονται.
Ακόμη και ένας απλός χωρίς γραμματικές γνώσεις άνθρωπος, που μέσα του όμως έχει εντυπωμένο το αίσθημα του δικαίου, όπως κατά κανόνα συμβαίνει με τους απλούς ανθρώπους, θα απαντούσε με τη φράση: “Καλά, παλαβός είναι αυτός;”
Όμως με τη ματιά αυτών που σήμερα έχουν το πάνω χέρι, με τη ματιά των πιστών και υποτακτικών υπαλλήλων τους, με τη ματιά της διανόησης που εγκωμιάζει με το λόγο ή τη σιωπή της όσα συμβαίνουν σήμερα στην πατρίδα μας , με τη ματιά αυτών που πατούν επί πτωμάτων, για να βγουν στην επιφάνεια, ο εν λόγω φοιτητής θα αρίστευε.
Οι ιδέες και οι σκέψεις του θα κρίνονταν πρωτοποριακές και το μέλλον του θα διαγράφονταν λαμπρό σε έναν κόσμο, όπου το… “δίκιο” θα ήταν αποκλειστικό προνόμιο των λίγων ή των ελάχιστων!
Και ας μην μας λέει λοιπόν, το πολιτικό προσωπικό του απάνθρωπου αυτού συστήματος, ότι… “κομίζει γλαύκα ες Αθήνας”, ότι πορεύεται πρωτοποριακά, ότι έχει νέες και φρέσκιες ιδέες! Η συμπεριφορά του είναι ανάλογη με αυτή των τυραννικών καθεστώτων – γιατί περί αυτού πρόκειται – που ασκούσαν εξουσία εδώ και 2500 χρόνια πίσω, όπως ανάγλυφα φαίνεται από όσα ο ίδιος ο Αριστοτέλης περιγράφει στα “Πολιτικά” του.
“… Επιδίωξη της τυραννίας είναι να πτωχεύσουν οι πολίτες, αφ’ ενός για να συντηρείται με τα χρήματά τους η φρουρά του καθεστώτος κι αφ’ ετέρου να είναι απασχολημένοι και να μην τους μένει χρόνος για επιβουλές. Σ’ αυτό αποβλέπει τόσο η επιβολή μεγάλων φόρων, η απορρόφηση των περιουσιών των πολιτών, όσο και η κατασκευή μεγάλων έργων που εξαντλούν τα δημόσια οικονομικά.”