Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός Συνεντευξεις

Γιάννης Καλατζόπουλος. Αλλάζοντας ρόλους… / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Οφείλω να ομολογήσω κ. Καλατζόπουλε πως είχα σοβαρές επιφυλάξεις για το βιβλίο σας.

Γνώριζα φυσικά το «παιδί – θαύμα» του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, γνώρισα τον μετέπειτα ηθοποιό και σκηνοθέτη Καλατζόπουλο – έτυχε να διαπιστώσω τις ικανότητές του και από τη φετινή του συνεργασία µε το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας – αλλά ο συγγραφέας βιβλίου αναμνήσεων από το χώρο της Τέχνης, µ’ έναν τόσο εμπορικό τίτλο «Γιαννάκης, το παιδί – θαύμα», δεν έπειθε. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα και από την παρουσίαση του βιβλίου, αλλά προπαντός από το ίδιο το βιβλίο.

Διάβασα ένα βιβλίο έξυπνο, όπου το χιούμορ εναλλάσσεται αβίαστα µε τη συγκίνηση, όπου ζωντανοί χαρακτήρες ζωγραφίζουν ανάγλυφα το παρελθόν και το παρόν αλλά και όπου η λογοτεχνική προσέγγιση του θέματος γίνεται μοντέρνα µέσα από τη διπλή αφήγηση.

…………………………………………………………………..

Ξεκινήσατε να γράφετε θέλοντας να μιλήσετε για τον εαυτό σας ή για έναν ολόκληρο κόσμο που χάθηκε;

Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο του βιβλίου. Ένας τέτοιος εμπορικός τίτλος μπορεί να δημιουργεί σε ανθρώπους σαν κι εσάς επιφυλάξεις. Δεν είναι δικός µου όμως, είναι του εκδότη. Θα σκέφτηκε πως το βιβλίο θα είχε µμεγαλύτερες πωλήσεις, αν υπενθύμιζε την πρωταρχική ιδιότητα του συγγραφέα, αυτήν του «παιδιού – θαύματος».

Όσο για τις προθέσεις της γραφής θα σας µμιλήσω αναπόφευκτα ως ηθοποιός. Όπως στο θέατρο, για να περάσει ο λόγος του συγγραφέα, το πνεύμα του, χρειάζεται ο διάμεσος (medium) για να περάσει στο κοινό, γιατί βέβαια η παράσταση χρειάζεται λόγο, ηθοποιό και κοινό για να γίνει, έτσι λειτούργησα και ως συγγραφέας του βιβλίου. Λειτούργησα ως διάμεσος, ως ηθοποιός.
Είπα: «Τι έχω ολ’ αυτά τα χρόνια, που ζω, εισπράξει; Αυτά θέλω µε κάποιον τρόπο να τα γυρίσω στην κοινωνία που µου τα ΄δωσε». Μέσα µου είχαν µαζευτεί πολλά. Τα έδινα µε τη µκορφή προσωπικών αφηγήσεων ή ανεκδότων στους γύρω µου. Έπρεπε όμως να βρω έναν τρόπο να επικοινωνήσω µε τους πολλούς. Ο τρόπος ήταν η συγγραφή. Ήθελα να µμιλήσω όχι τόσο για τον εαυτό µου, αλλά, µε αφορμή τον εαυτό µου, για όλα όσα ένιωσα και πίστεψα µμέχρι τώρα.

Πόσο η ιδιότητα του ηθοποιού και του σκηνοθέτη επηρέασαν τη γραφή του βιβλίου ως προς την ατμόσφαιρα, τη δομή και γενικότερα το ύφος;

Εκτός από την εποχή εκείνη, του «αθώου» ελληνικού κινηματογράφου δεν έπαιξα πολύ στον κινηματογράφο. Δεν ήταν το φόρτε µου. Με τράβηξε πολύ το θέατρο. Όταν όμως πήρα το μολύβι να γράψω, µε απασχόλησε το ερώτημα τι μορφή έπρεπε να έχει το κείμενο, κινηματογραφική ή θεατρική; Σκέφτηκα ότι αντικρίζουμε όλες πια τις μορφές Τέχνης µέσα από την εικόνα, ζούμε στην εποχή της εικόνας. Θέλησα ενδόμυχα να φέρω πιο κοντά µου τον αναγνώστη µε τη σύγχρονη κινηματογραφική γλώσσα, που είναι πιο ελλειπτική και που διαθέτει παράλληλες δράσεις. Η θεατρικότητα του κειμένου έγκειται σε κάποιες διαλογικές σκηνές. Άρα δομή κινηματογραφική – διάλογοι θεατρικοί. Θα έλεγα µε συστολή ότι σε κάποια σημεία υπάρχουν και μερικά μικρά πετάγματα ποιητικά.

Πράγματι διαφαίνεται συχνά η ποιητική γραφή και θα µπω στον πειρασμό να παραθέσω ένα μικρό δείγμα της που έχω εντοπίσει στη Στέλλα, την πρώτη αγάπη του Γιάννη Καλατζόπουλου, µε τη μορφή της µαθητριούλας της πρώτης Δημοτικού, µε την μπλε ποδιά και το άσπρο γιακαδάκι της…
«Μόλις την είδα στην πρώτη δηµοτικού… Ήθελα να της πω… «Γειά σου, θες να τα φτιάξουµε κι άµα µεγαλώσουµε, να παντρευτούμε, να έχουμε ένα σπίτι µε μπαλκονάκι πάνω από τη θάλασσα και τα καλοκαίρια ν’ ανοίγουμε τις μπαλκονόπορτες να μπαίνουν τα πουλιά να ξεκουράζονται πάνω στην μπλε ποδιά σου κι εγώ να κάθομαι πιο κει µε µια κιθάρα, να τραγουδάω για το λευκό, κολλαριστό σου γιακαδάκι, να λέω πως αυτό δεν είναι γιακαδάκι, είναι δυο φύλλα στο κοτσάνι του λαιµού σου, δυο φυλλαράκια κάτω απ΄ το ζουμπούλι που έχεις για πρόσωπο, και το χειμώνα να κλείνουμε τα τζάμια και να κοιτάµε τα κύματα που θα ΄ρχονται και θα ξανάρχονται σαν την ανάσα σου… Ε, θέλεις;…»

Γιατί διαλέξατε τη διπλή αφήγηση; Τι προσφέρει στο κείμενο σας;

Για να προκαλέσω έκπληξη. Ενώ αρχίζει ένας άγνωστος αφηγητής, παρεμβάλλεται ένας δεύτερος αφηγητής, προκαλώντας έκπληξη και ενδιαφέρον. Ο πρώτος αφηγητής είναι ο επονοµαζόµενος «πρύτανης», η στυγνή λογική που πρυτανεύει, το alter ego, ο άλλος µας εαυτός, που ταυτίζεται µε το σύγχρονο υλιστικό κόσμο µας και που µε τη μορφή του πειρασμού συχνά λέει: «Τι τα θες αυτά, ιδεολογίες και οράματα; Έλα να τα βρούμε…» Είμαστε δυστυχώς συχνά επιρρεπείς στις δελεαστικές προτάσεις του.

Εντυπωσιακή η γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείτε. Η γλώσσα του αφηγητή, η γλώσσα του παππού (τα παραδοσιακά Κεφαλλονίτικα), η γλώσσα της Βάγιας, της μαθήτριας της Δραματικής Σχολής (γλώσσα των νέων), η γλώσσα του «Πρύτανη» (γλώσσα του υπολογιστή και του κινητού). Με τη σιγουριά ότι η γλώσσα είναι σκέψη, τι θα λέγατε για τη χρήση της;

Το γλωσσικό αισθητήριο είναι φυσικά έμφυτο και, όπως είπατε, αποτέλεσμα της σκέψης. Πολλά λέγονται για τη γλώσσα που χάνεται. Εγώ αυτό ποτέ δεν το φοβήθηκα πραγματικά. Γιατί το ελληνικό αυτί έχει την ικανότητα να διώχνει τα άχρηστα και να κρατάει, να ελληνοποιεί ξένες λέξεις. Είναι µια καταπληκτική ικανότητα του Έλληνα. Ύπουλο και επικίνδυνο θεωρώ εγώ το να έχουμε την είσοδο ξένου τρόπου σκέψης, που έχει φυσικά αντίκτυπο και στη γλώσσα. Όταν λέει το παιδί «όταν ήμουν έντεκα» και δε λέει χρονών, δε λέει καµιά ξένη λέξη αλλά σκέφτεται Αγγλικά, Αμερικάνικα. Αυτό είναι καταστροφικό κυρίως για τη δόμηση της προσωπικότητάς µας, της ελληνικής µας ταυτότητας. Και λυπάμαι πραγματικά, γιατί δεν ακούω τους πνευματικούς µας ανθρώπους να διαμαρτύρονται.
Όσο για τη γλώσσα των ηρώων του βιβλίου, όπως ένας θεατρικός ήρωας πρέπει να ΄χει τη γλώσσα του, για να πείσει, έτσι και οι ήρωες του συγγραφέα πρέπει να έχουν τη δική τους γλώσσα. Τα Κεφαλλονίτικα του παππού τα κουβαλούσα µέσα µου. Τη γλώσσα όμως των μπράβων του «Πρύτανη» έπρεπε να τη μελετήσω, για να τη γράψω, επειδή δεν είχα συναναστραφεί … μπράβους!

35-1a-thumb-largeΣτο βιβλίο σας προβάλλουν δυο κόσμοι. Ο κόσμος που ζήσατε εσείς και ο κόσμος των σημερινών νέων. Εσείς προέρχεστε από µια αγαπημένη οικογένεια, µε στέρεο ιδεολογικό υπόβαθρο, από µια εποχή µε όραμα. Η Βάγια είναι µια νεαρή ανερμάτιστη κοπέλα του σύγχρονου κόσµου. Δυνατό το κοντράστ και ευτυχώς χαραμάδα αισιοδοξίας στο τέλος. Έχετε την ίδια αισιοδοξία και στην πραγματικότητα;

Πριν από χρόνια θα ήμουν περισσότερο αισιόδοξος. Αλλά και τώρα θέλω να πιστεύω πως ο κόσμος ίσως αργήσει να αλλάξει αλλά θα αλλάξει. Είμαστε στο χείλος του γκρεμού αλλά, όπως λέει και ο Βασίλης Ρώτας «εμείς οι Έλληνες εικάστε Δράκου γέννα»! Υπάρχει µια χαραμάδα αισιοδοξίας. Πρέπει εμείς, που κάνουμε τους δασκάλους της νεολαίας, να μην την εγκαταλείψουμε. Δεν πρέπει να είμαστε επιεικείς µε κανέναν αλλά πολύ περισσότερο µε τον εαυτό µας.
Η πολιτική, οικονομική, ηθική, πολιτιστική παρακμή, δεν έχουν άλλο τρόπο να πολεµηθούνε, παρά µόνο αν βγούμε από τον εαυτό µας. Όλοι, όλα τα κύτταρα της κοινωνίας, (άτομο – οικογένεια – φορείς), οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τα πάντα. Χωρίς να καταργήσουμε τις αξίες, ν’ αλλάξουμε τις οπτικές γωνίες. Στο έργο που έγραψα για το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και που παίζεται τώρα για τους μαθητές – τις «τέσσερις εποχές» – δείχνω πως πρέπει να βρούμε νέους τρόπους επικοινωνίας και θεώρησης των πραγμάτων. Είμαστε στο «µη περαιτέρω». Ας ξανακοιτάξουμε από την αρχή τα πράγματα. Ας κρατήσουμε τις ιδέες µας, ούτε βήμα πίσω στις αρχές µας, αλλά μπροστά στη «γλώσσα», στο ύφος, στις μεθόδους µας, για να τραβήξουμε και τους νέους µας προς τα µπρος.

Νιώθετε µοιρασµένος ανάμεσα στο συγγραφέα και στον άνθρωπο του θεάτρου;

Είμαι πάντα ο άνθρωπος του θεάτρου. Όσο βαστούν τα πόδια µου θα είμαι στο θέατρο. Αργότερα όμως, όταν δε θα µε κρατούν, ίσως …γράψω κάτι ακόμη. Βλέπετε και ο συγγραφέας αρχίζει να διεκδικεί ένα μικρό κοµµάτι. Αλλά μόλις που τολμά…

Ας κάνουμε µια ανάδρομη πορεία, αφήνοντας το συγγραφέα και πηγαίνοντας στο θέατρο. Δίπλα σας πέρασαν μεγάλες μορφές, Κουν, Λαμπέτη, Μινωτής, Κατράκης και τόσοι άλλοι… Πόσο η παρουσία τους σφράγισε την προσωπικότητά σας;

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν σφραγίσει θεατές! Πόσο µάλλον έναν άνθρωπο, που ήταν παιδί (tabula rasa) και ήταν δίπλα τους στις πρόβες! Όταν είσαι δέκα χρονών και έχεις δάσκαλο τον Κάρολο Κουν, κάποια κοµµάτια του εαυτού σου είναι δικά του. Ήμουν λοιπόν πολύ τυχερός!

Και πάλι στο θέατρο. Ο Γιάννης Καλατζόπουλος διασκευαστής κλασικών θεατρικών έργων και μάλιστα πολύ καλός, αν κρίνω από τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, που είδα. Πόσο δύσκολο είναι το να διασκευάζεις κλασικούς και πόσο αυτό βοήθησε τον μετέπειτα συγγραφέα;

Πολύ δύσκολο. Το φοβήθηκα και το φοβάμαι ακόμα. Αλλά το 1988, που γεννήθηκε η κόρη µου, ένιωσα μεγαλύτερη την ανάγκη του θεάτρου για παιδιά. Σκέφτηκα γιατί να µη δει ένα παιδί Σαίξπηρ, Μολιέρο, Αριστοφάνη; Η πρώτη µου διασκευή για παιδιά ήταν «ο κύκλος µε την κιμωλία» του Μπρεχτ. Αυτό γεννήθηκε ως ιδέα, όταν είδα την κόρη µου να διεκδικεί την κούκλα της από ένα κοριτσάκι που ήθελε να της την πάρει. Η διασκευή στέφθηκε από τρομακτική επιτυχία.
Θέλησα λοιπόν να γνωρίσω στα παιδιά τους μεγάλους συγγραφείς που ασχολήθηκαν µε μεγάλα ζητήματα, διαχρονικά. Έκανα περίπου δεκαπέντε διασκευές. Τώρα άρχισα να κάνω διασκευές και για ενηλίκους. Έκανα το «του Κουτρούλη ο γάμος» του Ραγκαβή, απλοποιώντας τη γλώσσα, αλλά κρατώντας την ατμόσφαιρα και το ύφος. Η πιο πρόσφατη δουλειά µου είναι ο «Αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου, που θα το ανεβάσουμε µε το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης σε περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα. Η γραφή φέρνει γραφή…

1Ας µιλήσουµε για τα ΔΗΠΕΘΕ. Πιστεύετε πως θα αντέξουν;

Πρέπει να τα κρατήσουμε µε νύχια και µε δόντια. Είναι ό,τι καλύτερο έχει γίνει για το θέατρο τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι όμως εύκολο. Είναι μεγάλο θέµα. Τα ΔΗΠΕΘΕ έγιναν για ένα σκοπό. Το σπέρμα της δημιουργίας τους έπεσε πριν από τη Μελίνα, το 1958. Το ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) και δήμοι όπως του Πειραιά, της Λαμίας, της Σύρου, κάνουν το πρώτο συνέδριο για τη δημιουργία των θεάτρων. Η Μελίνα υιοθέτησε αργότερα αυτήν την πρώτη διακήρυξη του συνεδρίου που έλεγε πως ο σκοπός των ΔΗΠΕΘΕ είναι η γνωριμία του καλού θεάτρου στο κοινό της περιφέρειας, η αντίσταση στα υποπροϊόντα, που έρχονται από την Πρωτεύουσα και η ανάπτυξη ντόπιων καλών δυνάμεων. Στην πορεία έφταιξαν πολλά. Φταίξαμε όλοι. Δήμαρχοι (διορισμοί προς άγραν εκλογικής πελατείας), Διευθυντές («έλα µωρέ, τι καταλαβαίνει το κοινό της επαρχίας, εγώ θα κάνω µια παράσταση, για να την παίξω στην Αθήνα»). Είναι απίστευτο αλλά ξοδεύτηκαν χρήματα για υπερπαραγωγές χωρίς αντίκρισμα πάντα µε στόχο την Αθήνα! Κάποιοι ντόπιοι πάλι πολιτιστικοί σύλλογοι είδαν τα ΔΗΠΕΘΕ ως ανταγωνιστές. Και οι ηθοποιοί; Όλοι «λυσσάνε» το καλοκαίρι, να πάνε να παίξουν στα ΔΗΠΕΘΕ που κάνουν περιοδείες και …γκλαµουράτες παραστάσεις αλλά το χειμώνα δεν αντέχουν τη μοναξιά της επαρχίας και το ιεραποστολικό έργο του ηθοποιού.
Αλλά τη µμεγαλύτερη ευθύνη την έχει η Πολιτεία, που έφτιαξε τα ΔΗΠΕΘΕ και μετά τα ξέγραψε, τα ξέχασε. Ακούγονται διάφορες… «σειρήνες» που λένε να κλείσουν τα ΔΗΠΕΘΕ. Όχι. Να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Να βρουν από το Υπουργείο ανθρώπους που να πονούν το θέατρο.

Σίγουρα η τριβή σας µε το συνδικαλισμό – πρόεδρος του ΣΕΗ (1990-92) – σας βοήθησε να έρθετε πιο κοντά στον ηθοποιό και τα προβλήματά του. Έτσι δεν είναι;

Πρόλαβα ως παιδί την εποχή που δεν υπήρχε η αργία της Δευτέρας και παίζαμε δακετέσσερις παραστάσεις τη βδομάδα. Θυµάµαι τις απεργίες µε τις οποίες καταργήθηκε η αργία της Δευτέρας. Θυµάµαι εξαιρετικούς ηθοποιούς, που μπήκαν µε τους αγώνες τους στη μαύρη λίστα. Δε μπορώ λοιπόν να μην αισθάνομαι υποχρεωμένος απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα που έκανε τον ηθοποιό να αισθάνεται πιο αξιοπρεπής!

32344_1348888374765_5584784_nΓυρνάμε πίσω. Στα χρόνια της αθωότητας. Στον ελληνικό κινηματογράφο. Τι συναισθήµατα σας γεννούν εκείνες οι πρώτες ταινίες και ποιες σκέψεις για τους ανθρώπους και την εποχή;

Ο χρόνος πάντα εξωραΐζει τα πράγματα. Δεν ήταν όλα ρόδινα τότε. Νιώθουµε νοσταλγία, βλέπουμε µια χαμένη αθωότητα, αλλά ήταν αμέσως μετά τον εμφύλιο. Ο κόσμος ακόμα πεινούσε. Τα πράγματα ήταν άθλια. Η ανάγκη όμως έκανε τον άνθρωπο πιο αποτελεσματικό. Τώρα ο άνθρωπος αποκοιμίζετε από το σύστηµα. Νομίζει πως µ’ ένα δάνειο, που θα πάρει, όλα θα διορθωθούν. Τότε ο καλλιτέχνης γινόταν εφευρετικός, δημιουργικός µέσα στην ανέχειά του, µέσα στις δυσκολίες του. Είχε πάθος για τη δουλειά του. Ήταν η φάση η «οικοτεχνική» για τον κινηματογράφο. Παράδειγμα, γύρισμα µε τη Βουγιουκλάκη στο «κορίτσι µε τα παραµύθια». Κρύο απίστευτο. Μας ζέσταιναν οι προβολείς! Μετά έπρεπε να έρθουμε ο ένας δίπλα στον άλλον, για να ζεσταθούμε. Όλοι, ο ηθοποιός, ο ηλεκτρολόγος, οι πάντες. Οι άνθρωποι είχαν βγει από µια κατοχή από έναν πόλεμο. Υπήρχαν και τότε µικροβεντετισµοί, αλλά όλα ήταν πιο συντροφικά, πιο αδελφικά. Σήμερα για τον ηθοποιό ισχύει το ο «θάνατός σου η ζωή µου».

Εδώ πέφτω σε δεύτερο πειρασµό να αναφέρω στίχους σας από το τραγούδι που γράψατε µε τίτλο «ηθοποιός».
Ονόµατα, δολώµατα αναµµένα
µε νέον και λαµπάκια αστραφτερά
µε των καιρών τα κέρινα φτερά
φτεροκοπάς σε νέφη µολυσµένα.
Κι έχεις µια πόζα νάρκισσου
στη χειμερία νάρκη σου.

Όμως ο τότε κινηματογράφος, αυτός ο «πρωτόγονος» για την εποχή µας, δεν έδινε τον πραγματικό Έλληνα; Δεν είχε αρχές, αξίες;

Ακριβώς. Αυτοί οι τύποι των παλιών ταινιών µας αρέσουν, γιατί, μπορεί να μην υπάρχουν πια, αλλά δείχνουν τον Έλληνα, που κουβαλάμε µέσα µας. Τώρα όλοι προσπαθούν να µιµηθούν κάποιους ανθρώπους που στην ουσία δεν υπάρχουν, δηλαδή το χειρότερο, προσπαθούν να τους µιµηθούν στη ζωή.
Αλλά αυτό αντανακλάται και στην τέχνη. Όλα γίνονται πια για το θεαθήναι. Όλα έγιναν «χρηματιστήριο». Όλα ανεβάζουν ή κατεβάζουν μετοχές! Όταν λοιπόν δεν υπάρχει αληθινός άνθρωπος στην καθημερινότητα, πώς να υπάρχει αληθινός άνθρωπος στην Τέχνη;

Το βιβλίο σας είναι βιβλίο αναμνήσεων. Πως λειτουργεί η µνήµη, µε ποια δύναμη;

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έχει γράψει το τραγούδι «Αγία Νοσταλγία». Εκεί λοιπόν λέει πως η νοσταλγία άλλοτε είναι µια παγίδα φοβερή, που σε εγκλωβίζει σε μοιρολατρική ανάκληση του παρελθόντος κι άλλοτε σαν δύναμη που σε σπρώχνει μπροστά. Η µνήµη λοιπόν έχει αυτήν τη διπλή ιδιότητα. Κι αν για τον άνθρωπο η µνήµη είναι σημαντική, σημαντικότερη είναι για έναν λαό! Λαός χωρίς µνήµη δεν είναι λαός είναι πολτός!

ΔΗΠΕΘΕΜέσα από το βιβλίο σας αλλά και µέσα από τη θεατρική σας παρουσία αναδύεται ο άνθρωπος που σκέφτεται και αντιστέκεται. Τι θα έλεγε ο Γιάννης Καλατζόπουλος, «το παιδί που δεν πρόκειται να γεράσει» στους νέους;

Πραγματικά δεν έχω καταλάβει ότι μεγάλωσα. Παρά τα χρόνια µου, θεωρώ τον εαυτό µου παιδί. Κινδυνεύω (γελώντας) να µε κατηγορήσουν για παλιµπαιδισµό; Αναλαµβάνω το ρίσκο. Οι νέοι έχουν τεράστια δύναμη, που δυστυχώς πρέπει να μεγαλώσουν, για να την καταλάβουν. Έχουν τη δύναμη να βλέπουν ακόμα τα πράγματα αντισυµβατικά. Δεν έχουν χτίσει τα καλούπια, µέσα στα οποία θα µπουν αργότερα. Όσο πιο νέος είναι κανείς, τόσο μπορεί να ταξιδέψει µε το μυαλό του στον κόσμο, να γκρεμίσει τον κόσμο και να τον ξαναφτιάξει. Αυτήν τη δύναμη, που έχουν οι νέοι, δεν πρέπει να την απεμπολήσουν. Δεν πρέπει ν’ αφήσουν κανέναν να την εκμεταλλευτεί. Να κρατήσουν καθάρια τη σκέψη τους, πρωτότυπη, χωρίς µιµήσεις. Ας τολμούν να ονειρεύονται. Αρκεί να ονειρεύονται.
Τα παιδιά που ξεσηκώθηκαν το Δεκέμβρη ΄θέλαν να γκρεμίσουν τη «βιτρίνα» του κόσµου, που τους δόθηκε. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβαν να ονειρευτούν τον κόσμο που ΄θέλαν να βάλουν στη θέση του κόσµου της βιτρίνας. Να φανταστούν τον καλύτερο κόσμο. Τους έλειπε το όνειρο. Όνειρο λοιπόν και όραμα…

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ