Στοχαστικό δοκίμιο
Στην εποχή της υπερπληροφόρησης και των κοινωνικών δικτύων, η αγωνία για δημοσιότητα έχει μετατραπεί σε υπαρξιακή ανάγκη για πολλούς ανθρώπους. Δεν πρόκειται απλώς για την επιθυμία να γίνεις γνωστός· πρόκειται για μια βαθύτερη ανάγκη επιβεβαίωσης του ίδιου του εαυτού μέσω της θέασης από τους άλλους. Ο άνθρωπος που δεν φαίνεται, νομίζει πως δεν υπάρχει. Η ύπαρξη μετατρέπεται σε παράγωγο της προβολής: υπάρχω, επειδή με βλέπουν και για να με βλέπουν.
Η ριζική αυτή μετάθεση του νοήματος της ανθρώπινης παρουσίας δεν είναι αθώα. Η αγωνία για δημοσιότητα γεννά ένα ψεύτικο εγώ, έναν δημόσιο εαυτό που κατασκευάζεται για να αρέσει, όχι για να είναι. Οι πράξεις, οι σκέψεις και τα συναισθήματα υποτάσσονται και ποσοτικοποιούνται εν είδει εμπορευμάτων στη λογική της «εικόνας»: πώς θα φανεί; πόσα likes θα πάρει; πόση προσοχή θα τραβήξει; Η αξία αντικαθίσταται από την απήχηση· η ουσία, από το φαίνεσθαι, η αλήθεια απ’ τη σκηνοθεσία.
Η αγωνία αυτή, ενώ μοιάζει να αφορά το πλήθος, είναι στην πραγματικότητα βαθύτατα μοναχική. Όσο πιο πολύ κάποιος επιδιώκει να φανεί, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τον αυθεντικό εαυτό του. Αντί να ζητά μια αυθεντική σχέση με τους άλλους, επιζητά τον θαυμασμό, την αποδοχή, τον θόρυβο, τον ντόρο γύρω από το όνομά του. Μα η αποδοχή αυτή είναι εφήμερη και εξαρτημένη: με το πρώτο λάθος, με την πρώτη σιωπή, ο «διάσημος» ξεχνιέται. Έτσι γεννιέται ένας φαύλος κύκλος: για να υπάρξει ξανά, πρέπει να φανεί πιο έντονα, πιο προκλητικά, πιο δραματικά.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν εντοπίζεται μόνο στους «εξαρτημένους» από τη δημοσιότητα· αφορά όλους μας. Ζούμε σε ένα σύστημα που επιβραβεύει την εξωστρέφεια, τη διαρκή έκθεση, την επιδεικτική παρουσία. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι ουδέτερα: διαμορφώνουν προσωπικότητες, τρόπους σκέψης, ψυχικές συνθήκες. Καλλιεργούν την εντύπωση ότι το «να μην φαίνεσαι» ισοδυναμεί με αποτυχία, με ανυπαρξία. Πόσοι άνθρωποι δεν μετρούν πια την αξία τους με βάση την «εμφάνιση» στο κοινό;

Η αγωνία για δημοσιότητα είναι η νέα μορφή της παλιάς ανάγκης για αγάπη, αποδοχή, νόημα. Όμως αντί να στρέφεται στον άλλο ως πρόσωπο, στρέφεται στο πλήθος ως απρόσωπο βλέμμα. Δεν ψάχνει τον διάλογο αλλά τον θαυμασμό. Δεν ζητά συντροφιά αλλά φιλοθεάμον κοινό.
Ίσως το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι βαθύτερο: ποιος είναι ο άνθρωπος που δεν αντέχει να μείνει αόρατος; Ποιος είναι εκείνος που, αν δεν τον κοιτάζουν, αισθάνεται μηδέν; Είναι ο άνθρωπος που δεν έχει ριζώσει μέσα του, που δεν έχει κατακτήσει την εσωτερικότητα, που δεν έχει μάθει να αγαπά τη σιωπή και την αφάνεια. Είναι ο άνθρωπος που συγχέει το «είναι» με το «φαίνεσθαι».
Η απελευθέρωση από την αγωνία για δημοσιότητα δεν σημαίνει απόσυρση από τον κόσμο, αλλά επανατοποθέτηση της σχέσης μας με τους άλλους. Σημαίνει να υπάρχουμε αληθινά και να μιλάμε όταν έχουμε κάτι ουσιαστικό να πούμε, όχι απλώς για να τραβήξουμε τα βλέμματα. Σημαίνει να επιστρέψουμε σε μια εσωτερικότητα που αντέχει να μη φαίνεται, γιατί έχει αυθυπαρξία και πληρότητα. Σημαίνει να μάθουμε ξανά να υπάρχουμε χωρίς σκηνή. Διότι, τελικά, η πιο αυθεντική παρουσία είναι εκείνη που δεν κραυγάζει. Είναι η παρουσία του ανθρώπου που δεν επιδιώκει να φαίνεται, αλλά να είναι — και αυτό ακριβώς τον καθιστά ορατό.
Στη σύγχρονη εποχή της γρήγορης και εφήμερης εικόνας και της στιγμιαίας πληροφορίας, η αγωνία για δημοσιότητα δεν είναι πια μια ιδιαιτερότητα των φιλόδοξων· έχει γίνει σχεδόν καθολικό φαινόμενο. Ο άνθρωπος φαίνεται να φοβάται τη σιωπή, την αφάνεια, την απουσία από τη σκηνή του κόσμου. Σε μια κοινωνία που ορίζει την αξία με όρους ορατότητας, το «να μην φαίνεσαι» ισοδυναμεί με το να μην υπάρχεις. Το «φαίνεσθαι» εκτοπίζει το «είναι»· η σκιά παίρνει τη θέση του προσώπου.

Ήδη από την αρχαιότητα, ο μύθος του Νάρκισσου προειδοποιεί για τον κίνδυνο της παγίδευσης στην εικόνα. Ο Νάρκισσος, μαγεμένος από την αντανάκλασή του στο νερό, ξεχνά τον κόσμο, τους άλλους, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του ως δρων και σκεπτόμενο υποκείμενο. Ζει μέσα από τη φαντασίωση του ειδώλου, και τελικά, καταρρέει από τη ματαιότητα της αυτοθέασης. Δεν είναι άραγε η σύγχρονη δημοσιότητα μια νέα μορφή ναρκισσισμού;
Ο Πλάτων, στον «Φαίδρο» και στην «Πολιτεία», ήδη διακρίνει τον πραγματικό κόσμο των ιδεών από τον απατηλό κόσμο των σκιών. Ο φιλόσοφος δεν επιδιώκει να φαίνεται· επιδιώκει να προσεγγίζει το αληθινό. Η επιδίωξη της δόξας, της φήμης, του «φαίνεσθαι» ήταν για τους αρχαίους φιλοσόφους ένδειξη ψυχοπνευματικής ένδειας. Ο Σωκράτης περπατούσε ξυπόλυτος και μιλούσε στους δρόμους, μακριά από σκηνές και χειροκροτήματα, γιατί ήξερε πως ό,τι αξίζει δεν έχει ανάγκη προβολής.
Η αγωνία για προβολή δε σχετίζεται μόνο με τη ματαιοδοξία· αφορά βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα: Ποιος είμαι; Έχω αξία χωρίς να με βλέπουν; Μπορώ να υπάρχω εάν δεν υπάρχω για τους άλλους; Στην κοινωνία του θεάματος, όπως την περιέγραψε με διορατικότητα ο Γκυ Ντεμπόρ ήδη από το 1967, ολόκληρη η ζωή έχει μετατραπεί σε παράσταση. Το θέαμα δεν είναι απλώς αυτό που προβάλλεται, αλλά ο ίδιος ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τον κόσμο. Ο άνθρωπος δεν παρατηρεί· καταναλώνει εικόνες. Δεν σκέφτεται· προβάλλει. Δεν συνδιαλέγεται· σκηνοθετεί τον εαυτό του. Και αυτή η θεατρικότητα έχει μεγάλο ψυχικό κόστος.
Η ψυχολογία επισημαίνει ότι η υπερβολική εξάρτηση από την εξωτερική επιβεβαίωση είναι ενδεικτική εύθραυστου εαυτού. Όταν η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από την αποδοχή των άλλων, ο άνθρωπος γίνεται θύμα μιας διαρκούς εσωτερικής ταλάντωσης. Οι «συλλέκτες» δημοσιότητας γίνονται συχνά ψυχολογικά ευάλωτοι: πάσχουν από άγχος, φόβο απαξίωσης, εξάντληση, ακόμα και κατάθλιψη όταν το φως της δημοσιότητας σβήνει. Η προσωρινή μέθη της προσοχής κρύβει από κάτω μια μεγάλη πείνα για νόημα και αγάπη.
Αυτή η αγωνία για δημοσιότητα αγγίζει και τη νεολαία με ανησυχητική ένταση. Παιδιά και έφηβοι, πριν ακόμα κατακτήσουν τη δική τους ταυτότητα, μαθαίνουν να υπάρχουν ως influencers, ως «προφίλ», ως ψηφιακές περσόνες. Η εσωτερική ζωή συρρικνώνεται μπροστά στη selfie. Η αξία μετριέται με followers, η εμπειρία με views, η επιτυχία με engagement. Έτσι, όμως, υπονομεύεται η δυνατότητα βαθιάς, αυθεντικής σχέσης: δεν μαθαίνεις να αγαπάς τον εαυτό ή τον άλλον, αλλά το βλέμμα του θεατή πάνω σου.
Η πνευματικότητα, σε όλες τις αυθεντικές της μορφές, υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: ότι η σιωπή, η αφάνεια, η εσωτερικότητα είναι προϋποθέσεις ουσιαστικής ζωής. Οι ασκητές δεν πρόβαλλαν τον εαυτό τους· αποσύρονταν για να τον βρουν. Οι μεγάλοι δημιουργοί δεν έγραφαν για να διαφημιστούν· δημιουργούσαν για να απαντήσουν σε μια εσωτερική ανάγκη, σε ένα κάλεσμα πέρα από την αγορά της προβολής. Η αλήθεια γεννιέται στο σκοτάδι πριν φανερωθεί στο φως.
Αντί, λοιπόν, να αγωνιούμε για το πώς θα φανούμε, ίσως αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί θέλουμε τόσο πολύ να φαινόμαστε. Τι μας λείπει; Τι δεν έχει στεριώσει μέσα μας ώστε να χρειαζόμαστε διαρκώς το εξωτερικό βλέμμα για να υπάρξουμε; Αν δεν υπάρξει απάντηση σε αυτό το ερώτημα, τότε η δημοσιότητα δεν θα είναι ποτέ αρκετή. Θα είναι σαν να προσπαθείς να γεμίσεις ένα πηγάδι χωρίς πυθμένα.
Η ελευθερία από την αγωνία της δημοσιότητας δεν σημαίνει περιφρόνηση της κοινωνικής παρουσίας. Σημαίνει απελευθέρωση του προσώπου από το άγχος της αποδοχής. Σημαίνει να μάθεις να υπάρχεις ακόμη κι αν δεν σε κοιτούν· να επιλέγεις να μιλήσεις όταν έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις κι όχι όταν το κοινό διψά για νέα. Να ζεις όχι ως εικόνα, αλλά ως ύπαρξη. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι το προφίλ του αλλά το βάθος του.

Η εποχή μας είναι η εποχή του βλέμματος. Ζούμε σε ένα παγκόσμιο σκηνικό, όπου η προβολή έχει γίνει όχι απλώς στόχος αλλά υπαρξιακή συνθήκη. Η αγωνία για δημοσιότητα – να είσαι παρών, να φαίνεσαι, να «ακούγεσαι» – έχει εισχωρήσει βαθιά στην ανθρώπινη συνείδηση, σε σημείο που να απειλεί την ίδια την εσωτερική μας ζωή.
Η ανάγκη να φαινόμαστε δεν είναι καινούρια. Από την αρχαιότητα, οι ήρωες επιθυμούσαν την υστεροφημία, οι πολιτικοί την αποδοχή του δήμου, οι ρήτορες το χειροκρότημα. Όμως στη σύγχρονη κοινωνία, αυτή η επιθυμία έχει παθολογικοποιηθεί. Δεν είναι πια επιδίωξη των λίγων, αλλά μαζική ψυχολογική παγίδα. Δεν αφορά πια τι κάνεις, αλλά το αν φαίνεται αυτό που κάνεις.
Στην καρδιά αυτής της αγωνίας εδράζεται μια κρίση ταυτότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου το βλέμμα των άλλων προηγείται του εσωτερικού στοχασμού. Το παιδί μαθαίνει από μικρό ότι η αποδοχή εξαρτάται από την εικόνα του, όχι από την ουσία του. Αυτό δημιουργεί μια βαθιά ανασφάλεια, που εκφράζεται αργότερα ως εξάρτηση από το «φαίνεσθαι».
Η αυτοεκτίμηση, αντί να καλλιεργείται εσωτερικά, μετατρέπεται σε αντικείμενο συναλλαγής: παίρνω αξία από την απήχηση. Η εικόνα γίνεται «νόμισμα» κοινωνικής αποδοχής. Όταν όμως η αυτοεκτίμηση εξαρτάται πλήρως από το εξωτερικό βλέμμα, ο εαυτός γίνεται εύθραυστος και ετερόνομος: πρέπει συνεχώς να επιβεβαιώνεται, αλλιώς απειλείται με κατάρρευση.
Η ψυχολογία μιλά για το φαινόμενο του ναρκισσισμού με χαμηλή αυτοεκτίμηση: οι άνθρωποι που προβάλλονται εμφατικά, δεν το κάνουν πάντα από αλαζονεία, αλλά από εσωτερική έλλειψη και μειονεξία. Θέλουν να φαίνονται επειδή φοβούνται ότι δεν αξίζουν. Έτσι, η προβολή λειτουργεί ως προσωρινό αντίδοτο στην εσωτερική αμφιβολία: αν με βλέπουν, σημαίνει ότι υπάρχω. Θεώμαι άρα υπάρχω. Μου κάνουν likes ή follow άρα υπάρχω και έχω αξία!
Η ανάγκη για συνεχή εξωτερική επιβεβαίωση μπορεί επίσης να προέρχεται από τραύματα απόρριψης, έλλειμμα συναισθηματικής ασφάλειας στην παιδική ηλικία ή από ένα γενικευμένο αίσθημα υπαρξιακής μοναξιάς. Σε έναν κόσμο που τρέχει, που συγκρίνει διαρκώς, που υψώνει ψηφιακά πρότυπα τελειότητας, ο εσωτερικός άνθρωπος νιώθει ανεπαρκής και, συχνά, αόρατος. Αυτή η αίσθηση αορατότητας γεννά ένα αίσθημα κενότητας που με τη σειρά του γεννά την αγωνιώδη προσπάθεια προβολής.
Ο Γκυ Ντεμπόρ έγραψε ότι «το θέαμα δεν είναι απλώς σύνολο εικόνων, αλλά κοινωνική σχέση μεταξύ ανθρώπων, διαμεσολαβημένη από εικόνες». Σήμερα δεν αλληλεπιδρούμε απλώς ως πρόσωπα· αλληλεπιδρούμε μέσα από φίλτρα, stories, αναρτήσεις. Η επικοινωνία δεν έχει στόχο τη συνάντηση, αλλά την εντύπωση. Ο άλλος δεν με βλέπει όπως είμαι, αλλά όπως έχω επιλέξει να παρουσιαστώ.
Αυτή η μετάθεση από την αυθεντική σχέση στην σκηνοθετημένη παρουσία οδηγεί στην απώλεια του ψυχικού βάθους. Η ύπαρξη γίνεται επίπεδη, επιφανειακή, εφήμερη. Οι ταυτότητες χτίζονται και καταρρέουν με ρυθμό αλγορίθμου. Ο άνθρωπος χάνει τη δυνατότητα αληθινής αυτογνωσίας, γιατί η ενασχόλησή του με το πώς φαίνεται επισκιάζει την ενασχόληση με το ποιος είναι.
Πού μπορεί να οδηγήσει η αγωνία για δημοσιότητα;
Αν αυτή η τάση συνεχιστεί και ενταθεί, υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις:
- Κατάρρευση της αυθεντικής προσωπικότητας:
Ο άνθρωπος γίνεται ό,τι προβάλλει, και χάνει την ικανότητα εσωτερικής συγκρότησης. Υποφέρει από διασπασμένο εαυτό, δεν έχει συνέχεια, εμβάθυνση, πυρήνα. Ζει μέσα από τις αντιδράσεις των άλλων και όχι μέσα από την εσωτερική αίσθηση νοήματος.
- Κοινωνική αποξένωση:
Όταν όλοι πασχίζουν να φανούν, κανείς δεν βλέπει στ’ αλήθεια τον άλλον. Οι σχέσεις γίνονται επιφανειακές, ανταγωνιστικές, εντυπωσιακές — αλλά όχι βαθιές. Η αληθινή επαφή, η συγκίνηση, η κατανόηση, υποκαθίστανται από likes και emojis.
- Μαζικός ναρκισσισμός και ευαλωτότητα:
Καθώς ολόκληρες γενιές μεγαλώνουν με την πεποίθηση ότι πρέπει να φαίνονται για να αξίζουν, αυξάνεται το ποσοστό ψυχικών διαταραχών: άγχος, κατάθλιψη, διατροφικές διαταραχές, κρίσεις ταυτότητας. Η αόρατη πίεση της αυτοπροβολής συντρίβει την ψυχή.
- Εκφυλισμός της πολιτικής, της τέχνης και του διαλόγου:
Όταν το μόνο που έχει σημασία είναι το «πώς φαίνεται» κάτι, τότε η ουσία χάνεται. Η πολιτική γίνεται επικοινωνιακό παιχνίδι, η τέχνη εμπορεύσιμο προϊόν, ο διάλογος επιφανειακή αντιπαράθεση. Ζούμε σε μια εποχή όπου η ανάγκη για δημοσιότητα δεν είναι πια προνόμιο των λίγων, αλλά επιθυμία των πολλών. Οι παλαιότερες κοινωνίες όριζαν τη φήμη και τη δόξα ως επιτεύγματα μιας μακρόχρονης πορείας, καρπούς της αρετής, του ηρωισμού, της σοφίας, της αφοσιωμένης εργασίας. Στη μετανεωτερική εποχή, όμως, η δημοσιότητα έχει αποσυνδεθεί από την αξία· έχει αυτονομηθεί ως στόχος. Δεν είναι πλέον το αποτέλεσμα μιας ζωής ή ενός έργου, αλλά συχνά το ίδιο το ζητούμενο. Αυτή η μετατόπιση γεννά πλήθος ερωτημάτων για τη φύση του εαυτού, τη διαμόρφωση της ταυτότητας και την ανθρώπινη ανάγκη για αναγνώριση.
Ψυχολογικές ρίζες της αγωνίας
Η αγωνία για δημοσιότητα πηγάζει από έναν βαθύ ψυχισμό που αναζητά επιβεβαίωση. Ο άνθρωπος, ως ον κοινωνικό, έχει εγγεγραμμένη μέσα του την ανάγκη να ιδωθεί. Από τη βρεφική ηλικία ακόμη, ζητά το βλέμμα της μητέρας· αργότερα του πατέρα, της οικογένειας, του σχολείου, της κοινωνίας. Αν το βλέμμα αυτό λείψει ή είναι αδιάφορο, αναπτύσσεται μια υπαρξιακή έλλειψη: «δεν υπάρχω αν δεν με βλέπει κανείς».
Η επιθυμία για το «φαίνεσθαι» δεν είναι από μόνη της κακόβουλη. Γίνεται προβληματική όταν μετατρέπεται σε εξάρτηση, σε αγωνιώδη καταδίωξη του βλέμματος του άλλου. Η ψυχαναλυτική θεωρία (π.χ. Lacan) μιλά για τον «Μεγάλο Άλλο» —το βλέμμα που μας συγκροτεί ως υποκείμενα. Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, ο Μεγάλος Άλλος είναι απρόσωπος, αριθμητικός: είναι οι «ακολούθοι», τα «likes», οι «προβολές». Όμως αυτό το βλέμμα δεν επιβεβαιώνει την ουσία του εαυτού, αλλά μόνο την εικόνα του.
Πολιτισμικά αίτια: Από την αριστοτελική αρετή στο θέαμα
Στις κλασικές κοινωνίες, η αναγνώριση προϋπέθετε κόπο, μόχθο, προσωπική αριστεία. Ο Αριστοτέλης όριζε την τιμή ως την κοινωνική ανταμοιβή της αρετής· όχι ως στόχο, αλλά ως φυσική απόρροια του ηθικού βίου. Η δημοσιότητα τότε ήταν αποτέλεσμα μιας ζωής δίκαιης, σοφής ή ηρωικής. Σήμερα, το «κατορθωτό» έχει αντικατασταθεί από το «θεαματικό». Ο Γκυ Ντεμπόρ, ήδη από το 1967, περιέγραφε την κοινωνία του θεάματος ως εκείνη όπου η εικόνα κυριαρχεί επί της πραγματικότητας. Η δημοσιότητα δεν είναι πλέον απόρροια της ζωής, αλλά σκηνοθετημένη προσομοίωση ζωής. Ο εαυτός μετατρέπεται σε «μάρκα» (personal brand), το βίωμα σε περιεχόμενο (content), η ύπαρξη σε αφήγηση για τους άλλους.
Ο υπαρξιακός πυρήνας της αγωνίας
Η αγωνία για δημοσιότητα συχνά συγκαλύπτει την αγωνία για ύπαρξη. Όταν ο άνθρωπος δεν νιώθει ότι έχει ενδογενή αξία, αναζητά εξωτερική επικύρωση. Αντί να ριζώνει στον εαυτό του, γίνεται εξαρτημένος από τα βλέμματα των άλλων. Η αναγνώριση γίνεται ναρκωτικό: μια μικρή «δόση» δημοσιότητας προκαλεί ευφορία, αλλά σύντομα χρειάζεται μεγαλύτερη. Ο κίνδυνος είναι η απώλεια της αυθεντικότητας· ο άνθρωπος καταλήγει να ζει μια παραστατική ύπαρξη, παίζοντας έναν ρόλο που δεν είναι δικός του.
Προς τι ο φόβος της αφάνειας;
Η αφάνεια αντιμετωπίζεται ως αποτυχία, όχι ως δυνατότητα εσωτερικής ζωής. Κι όμως, η ζωή που δεν εξαρτάται από το βλέμμα του άλλου μπορεί να είναι βαθύτερη, πλουσιότερη, δημιουργική. Ο Kierkegaard μιλά για τον «ενδόμυχο άνθρωπο»· αυτόν που ζει ενώπιον του Θεού, όχι ενώπιον της Αγοράς. Η αγωνία της αφάνειας δεν είναι παρά ο καθρέφτης ενός κόσμου που αρνείται το μυστικό, το σιωπηλό, το μη εμπορεύσιμο.
Ηθικές συνέπειες
Η αγωνία για δημοσιότητα γεννά και ηθικά ερωτήματα: Μπορώ να είμαι ηθικός αν ο μόνος λόγος που πράττω το καλό είναι για να με δουν; Μπορεί να υπάρξει αυθεντική σχέση όταν ο άλλος είναι απλώς «κοινό»; Όταν η αναγνώριση γίνεται σκοπός, τότε και η ανθρώπινη σχέση εργαλειοποιείται. Οι άλλοι δεν είναι πλέον πρόσωπα, αλλά μέσα για το χτίσιμο της δικής μου εικόνας.
Η Καντιανή ηθική προσφέρει εδώ έναν χρήσιμο αντίλογο: ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σκοπός και όχι ως μέσο. Η κοινωνία της δημοσιότητας τείνει να αναιρεί αυτήν την προσταγή. Ο άλλος —και εν τέλει και ο εαυτός— μετατρέπεται σε εργαλείο αυτοπροβολής. Ο άνθρωπος χάνει την αυτονομία του και ετερονομείται καθώς η ευτυχία του εξαρτάται από τους άλλους.
Υπάρχει διέξοδος;
Η θεραπεία αυτής της αγωνίας δεν είναι η απόρριψη κάθε δημοσιότητας, αλλά η επανατοποθέτηση της επιθυμίας μας. Αντί για δημοσιότητα, μπορούμε να επιδιώξουμε σχέση. Αντί για κοινό, μπορούμε να επιζητήσουμε συνάντηση. Αντί για θεαματική εικόνα, μπορούμε Στοχαστικό δοκίμιο
Στην εποχή της υπερπληροφόρησης και των κοινωνικών δικτύων, η αγωνία για δημοσιότητα έχει μετατραπεί σε υπαρξιακή ανάγκη για πολλούς ανθρώπους. Δεν πρόκειται απλώς για την επιθυμία να γίνεις γνωστός· πρόκειται για μια βαθύτερη ανάγκη επιβεβαίωσης του ίδιου του εαυτού μέσω της θέασης από τους άλλους. Ο άνθρωπος που δεν φαίνεται, νομίζει πως δεν υπάρχει. Η ύπαρξη μετατρέπεται σε παράγωγο της προβολής: υπάρχω, επειδή με βλέπουν και για να με βλέπουν.
Η ριζική αυτή μετάθεση του νοήματος της ανθρώπινης παρουσίας δεν είναι αθώα. Η αγωνία για δημοσιότητα γεννά ένα ψεύτικο εγώ, έναν δημόσιο εαυτό που κατασκευάζεται για να αρέσει, όχι για να είναι. Οι πράξεις, οι σκέψεις και τα συναισθήματα υποτάσσονται και ποσοτικοποιούνται εν είδει εμπορευμάτων στη λογική της «εικόνας»: πώς θα φανεί; πόσα likes θα πάρει; πόση προσοχή θα τραβήξει; Η αξία αντικαθίσταται από την απήχηση· η ουσία, από το φαίνεσθαι, η αλήθεια απ’ τη σκηνοθεσία.
Η αγωνία αυτή, ενώ μοιάζει να αφορά το πλήθος, είναι στην πραγματικότητα βαθύτατα μοναχική. Όσο πιο πολύ κάποιος επιδιώκει να φανεί, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τον αυθεντικό εαυτό του. Αντί να ζητά μια αυθεντική σχέση με τους άλλους, επιζητά τον θαυμασμό, την αποδοχή, τον θόρυβο, τον ντόρο γύρω από το όνομά του. Μα η αποδοχή αυτή είναι εφήμερη και εξαρτημένη: με το πρώτο λάθος, με την πρώτη σιωπή, ο «διάσημος» ξεχνιέται. Έτσι γεννιέται ένας φαύλος κύκλος: για να υπάρξει ξανά, πρέπει να φανεί πιο έντονα, πιο προκλητικά, πιο δραματικά.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν εντοπίζεται μόνο στους «εξαρτημένους» από τη δημοσιότητα· αφορά όλους μας. Ζούμε σε ένα σύστημα που επιβραβεύει την εξωστρέφεια, τη διαρκή έκθεση, την επιδεικτική παρουσία. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι ουδέτερα: διαμορφώνουν προσωπικότητες, τρόπους σκέψης, ψυχικές συνθήκες. Καλλιεργούν την εντύπωση ότι το «να μην φαίνεσαι» ισοδυναμεί με αποτυχία, με ανυπαρξία. Πόσοι άνθρωποι δεν μετρούν πια την αξία τους με βάση την «εμφάνιση» στο κοινό;
Η αγωνία για δημοσιότητα είναι η νέα μορφή της παλιάς ανάγκης για αγάπη, αποδοχή, νόημα. Όμως αντί να στρέφεται στον άλλο ως πρόσωπο, στρέφεται στο πλήθος ως απρόσωπο βλέμμα. Δεν ψάχνει τον διάλογο αλλά τον θαυμασμό. Δεν ζητά συντροφιά αλλά φιλοθεάμον κοινό.
Ίσως το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι βαθύτερο: ποιος είναι ο άνθρωπος που δεν αντέχει να μείνει αόρατος; Ποιος είναι εκείνος που, αν δεν τον κοιτάζουν, αισθάνεται μηδέν; Είναι ο άνθρωπος που δεν έχει ριζώσει μέσα του, που δεν έχει κατακτήσει την εσωτερικότητα, που δεν έχει μάθει να αγαπά τη σιωπή και την αφάνεια. Είναι ο άνθρωπος που συγχέει το «είναι» με το «φαίνεσθαι».
Η απελευθέρωση από την αγωνία για δημοσιότητα δεν σημαίνει απόσυρση από τον κόσμο, αλλά επανατοποθέτηση της σχέσης μας με τους άλλους. Σημαίνει να υπάρχουμε αληθινά και να μιλάμε όταν έχουμε κάτι ουσιαστικό να πούμε, όχι απλώς για να τραβήξουμε τα βλέμματα. Σημαίνει να επιστρέψουμε σε μια εσωτερικότητα που αντέχει να μη φαίνεται, γιατί έχει αυθυπαρξία και πληρότητα. Σημαίνει να μάθουμε ξανά να υπάρχουμε χωρίς σκηνή. Διότι, τελικά, η πιο αυθεντική παρουσία είναι εκείνη που δεν κραυγάζει. Είναι η παρουσία του ανθρώπου που δεν επιδιώκει να φαίνεται, αλλά να είναι — και αυτό ακριβώς τον καθιστά ορατό.
Στη σύγχρονη εποχή της γρήγορης και εφήμερης εικόνας και της στιγμιαίας πληροφορίας, η αγωνία για δημοσιότητα δεν είναι πια μια ιδιαιτερότητα των φιλόδοξων· έχει γίνει σχεδόν καθολικό φαινόμενο. Ο άνθρωπος φαίνεται να φοβάται τη σιωπή, την αφάνεια, την απουσία από τη σκηνή του κόσμου. Σε μια κοινωνία που ορίζει την αξία με όρους ορατότητας, το «να μην φαίνεσαι» ισοδυναμεί με το να μην υπάρχεις. Το «φαίνεσθαι» εκτοπίζει το «είναι»· η σκιά παίρνει τη θέση του προσώπου.
Ήδη από την αρχαιότητα, ο μύθος του Νάρκισσου προειδοποιεί για τον κίνδυνο της παγίδευσης στην εικόνα. Ο Νάρκισσος, μαγεμένος από την αντανάκλασή του στο νερό, ξεχνά τον κόσμο, τους άλλους, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του ως δρων και σκεπτόμενο υποκείμενο. Ζει μέσα από τη φαντασίωση του ειδώλου, και τελικά, καταρρέει από τη ματαιότητα της αυτοθέασης. Δεν είναι άραγε η σύγχρονη δημοσιότητα μια νέα μορφή ναρκισσισμού;
Ο Πλάτων, στον «Φαίδρο» και στην «Πολιτεία», ήδη διακρίνει τον πραγματικό κόσμο των ιδεών από τον απατηλό κόσμο των σκιών. Ο φιλόσοφος δεν επιδιώκει να φαίνεται· επιδιώκει να προσεγγίζει το αληθινό. Η επιδίωξη της δόξας, της φήμης, του «φαίνεσθαι» ήταν για τους αρχαίους φιλοσόφους ένδειξη ψυχοπνευματικής ένδειας. Ο Σωκράτης περπατούσε ξυπόλυτος και μιλούσε στους δρόμους, μακριά από σκηνές και χειροκροτήματα, γιατί ήξερε πως ό,τι αξίζει δεν έχει ανάγκη προβολής.
Η αγωνία για προβολή δε σχετίζεται μόνο με τη ματαιοδοξία· αφορά βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα: Ποιος είμαι; Έχω αξία χωρίς να με βλέπουν; Μπορώ να υπάρχω εάν δεν υπάρχω για τους άλλους; Στην κοινωνία του θεάματος, όπως την περιέγραψε με διορατικότητα ο Γκυ Ντεμπόρ ήδη από το 1967, ολόκληρη η ζωή έχει μετατραπεί σε παράσταση. Το θέαμα δεν είναι απλώς αυτό που προβάλλεται, αλλά ο ίδιος ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και ζούμε τον κόσμο. Ο άνθρωπος δεν παρατηρεί· καταναλώνει εικόνες. Δεν σκέφτεται· προβάλλει. Δεν συνδιαλέγεται· σκηνοθετεί τον εαυτό του. Και αυτή η θεατρικότητα έχει μεγάλο ψυχικό κόστος.
Η ψυχολογία επισημαίνει ότι η υπερβολική εξάρτηση από την εξωτερική επιβεβαίωση είναι ενδεικτική εύθραυστου εαυτού. Όταν η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από την αποδοχή των άλλων, ο άνθρωπος γίνεται θύμα μιας διαρκούς εσωτερικής ταλάντωσης. Οι «συλλέκτες» δημοσιότητας γίνονται συχνά ψυχολογικά ευάλωτοι: πάσχουν από άγχος, φόβο απαξίωσης, εξάντληση, ακόμα και κατάθλιψη όταν το φως της δημοσιότητας σβήνει. Η προσωρινή μέθη της προσοχής κρύβει από κάτω μια μεγάλη πείνα για νόημα και αγάπη.
Αυτή η αγωνία για δημοσιότητα αγγίζει και τη νεολαία με ανησυχητική ένταση. Παιδιά και έφηβοι, πριν ακόμα κατακτήσουν τη δική τους ταυτότητα, μαθαίνουν να υπάρχουν ως influencers, ως «προφίλ», ως ψηφιακές περσόνες. Η εσωτερική ζωή συρρικνώνεται μπροστά στη selfie. Η αξία μετριέται με followers, η εμπειρία με views, η επιτυχία με engagement. Έτσι, όμως, υπονομεύεται η δυνατότητα βαθιάς, αυθεντικής σχέσης: δεν μαθαίνεις να αγαπάς τον εαυτό ή τον άλλον, αλλά το βλέμμα του θεατή πάνω σου.
Η πνευματικότητα, σε όλες τις αυθεντικές της μορφές, υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: ότι η σιωπή, η αφάνεια, η εσωτερικότητα είναι προϋποθέσεις ουσιαστικής ζωής. Οι ασκητές δεν πρόβαλλαν τον εαυτό τους· αποσύρονταν για να τον βρουν. Οι μεγάλοι δημιουργοί δεν έγραφαν για να διαφημιστούν· δημιουργούσαν για να απαντήσουν σε μια εσωτερική ανάγκη, σε ένα κάλεσμα πέρα από την αγορά της προβολής. Η αλήθεια γεννιέται στο σκοτάδι πριν φανερωθεί στο φως.
Αντί, λοιπόν, να αγωνιούμε για το πώς θα φανούμε, ίσως αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί θέλουμε τόσο πολύ να φαινόμαστε. Τι μας λείπει; Τι δεν έχει στεριώσει μέσα μας ώστε να χρειαζόμαστε διαρκώς το εξωτερικό βλέμμα για να υπάρξουμε; Αν δεν υπάρξει απάντηση σε αυτό το ερώτημα, τότε η δημοσιότητα δεν θα είναι ποτέ αρκετή. Θα είναι σαν να προσπαθείς να γεμίσεις ένα πηγάδι χωρίς πυθμένα.
Η ελευθερία από την αγωνία της δημοσιότητας δεν σημαίνει περιφρόνηση της κοινωνικής παρουσίας. Σημαίνει απελευθέρωση του προσώπου από το άγχος της αποδοχής. Σημαίνει να μάθεις να υπάρχεις ακόμη κι αν δεν σε κοιτούν· να επιλέγεις να μιλήσεις όταν έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις κι όχι όταν το κοινό διψά για νέα. Να ζεις όχι ως εικόνα, αλλά ως ύπαρξη. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι το προφίλ του αλλά το βάθος του.
Η εποχή μας είναι η εποχή του βλέμματος. Ζούμε σε ένα παγκόσμιο σκηνικό, όπου η προβολή έχει γίνει όχι απλώς στόχος αλλά υπαρξιακή συνθήκη. Η αγωνία για δημοσιότητα – να είσαι παρών, να φαίνεσαι, να «ακούγεσαι» – έχει εισχωρήσει βαθιά στην ανθρώπινη συνείδηση, σε σημείο που να απειλεί την ίδια την εσωτερική μας ζωή.
Η ανάγκη να φαινόμαστε δεν είναι καινούρια. Από την αρχαιότητα, οι ήρωες επιθυμούσαν την υστεροφημία, οι πολιτικοί την αποδοχή του δήμου, οι ρήτορες το χειροκρότημα. Όμως στη σύγχρονη κοινωνία, αυτή η επιθυμία έχει παθολογικοποιηθεί. Δεν είναι πια επιδίωξη των λίγων, αλλά μαζική ψυχολογική παγίδα. Δεν αφορά πια τι κάνεις, αλλά το αν φαίνεται αυτό που κάνεις.
Στην καρδιά αυτής της αγωνίας εδράζεται μια κρίση ταυτότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου το βλέμμα των άλλων προηγείται του εσωτερικού στοχασμού. Το παιδί μαθαίνει από μικρό ότι η αποδοχή εξαρτάται από την εικόνα του, όχι από την ουσία του. Αυτό δημιουργεί μια βαθιά ανασφάλεια, που εκφράζεται αργότερα ως εξάρτηση από το «φαίνεσθαι».
Η αυτοεκτίμηση, αντί να καλλιεργείται εσωτερικά, μετατρέπεται σε αντικείμενο συναλλαγής: παίρνω αξία από την απήχηση. Η εικόνα γίνεται «νόμισμα» κοινωνικής αποδοχής. Όταν όμως η αυτοεκτίμηση εξαρτάται πλήρως από το εξωτερικό βλέμμα, ο εαυτός γίνεται εύθραυστος και ετερόνομος: πρέπει συνεχώς να επιβεβαιώνεται, αλλιώς απειλείται με κατάρρευση.
Η ψυχολογία μιλά για το φαινόμενο του ναρκισσισμού με χαμηλή αυτοεκτίμηση: οι άνθρωποι που προβάλλονται εμφατικά, δεν το κάνουν πάντα από αλαζονεία, αλλά από εσωτερική έλλειψη και μειονεξία. Θέλουν να φαίνονται επειδή φοβούνται ότι δεν αξίζουν. Έτσι, η προβολή λειτουργεί ως προσωρινό αντίδοτο στην εσωτερική αμφιβολία: αν με βλέπουν, σημαίνει ότι υπάρχω. Θεώμαι άρα υπάρχω. Μου κάνουν likes ή follow άρα υπάρχω και έχω αξία!
Η ανάγκη για συνεχή εξωτερική επιβεβαίωση μπορεί επίσης να προέρχεται από τραύματα απόρριψης, έλλειμμα συναισθηματικής ασφάλειας στην παιδική ηλικία ή από ένα γενικευμένο αίσθημα υπαρξιακής μοναξιάς. Σε έναν κόσμο που τρέχει, που συγκρίνει διαρκώς, που υψώνει ψηφιακά πρότυπα τελειότητας, ο εσωτερικός άνθρωπος νιώθει ανεπαρκής και, συχνά, αόρατος. Αυτή η αίσθηση αορατότητας γεννά ένα αίσθημα κενότητας που με τη σειρά του γεννά την αγωνιώδη προσπάθεια προβολής.
Ο Γκυ Ντεμπόρ έγραψε ότι «το θέαμα δεν είναι απλώς σύνολο εικόνων, αλλά κοινωνική σχέση μεταξύ ανθρώπων, διαμεσολαβημένη από εικόνες». Σήμερα δεν αλληλεπιδρούμε απλώς ως πρόσωπα· αλληλεπιδρούμε μέσα από φίλτρα, stories, αναρτήσεις. Η επικοινωνία δεν έχει στόχο τη συνάντηση, αλλά την εντύπωση. Ο άλλος δεν με βλέπει όπως είμαι, αλλά όπως έχω επιλέξει να παρουσιαστώ.
Αυτή η μετάθεση από την αυθεντική σχέση στην σκηνοθετημένη παρουσία οδηγεί στην απώλεια του ψυχικού βάθους. Η ύπαρξη γίνεται επίπεδη, επιφανειακή, εφήμερη. Οι ταυτότητες χτίζονται και καταρρέουν με ρυθμό αλγορίθμου. Ο άνθρωπος χάνει τη δυνατότητα αληθινής αυτογνωσίας, γιατί η ενασχόλησή του με το πώς φαίνεται επισκιάζει την ενασχόληση με το ποιος είναι.
Πού μπορεί να οδηγήσει η αγωνία για δημοσιότητα;
Αν αυτή η τάση συνεχιστεί και ενταθεί, υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις:
- Κατάρρευση της αυθεντικής προσωπικότητας:
Ο άνθρωπος γίνεται ό,τι προβάλλει, και χάνει την ικανότητα εσωτερικής συγκρότησης. Υποφέρει από διασπασμένο εαυτό, δεν έχει συνέχεια, εμβάθυνση, πυρήνα. Ζει μέσα από τις αντιδράσεις των άλλων και όχι μέσα από την εσωτερική αίσθηση νοήματος.
- Κοινωνική αποξένωση:
Όταν όλοι πασχίζουν να φανούν, κανείς δεν βλέπει στ’ αλήθεια τον άλλον. Οι σχέσεις γίνονται επιφανειακές, ανταγωνιστικές, εντυπωσιακές — αλλά όχι βαθιές. Η αληθινή επαφή, η συγκίνηση, η
- Μαζικός ναρκισσισμός και ευαλωτότητα:
Καθώς ολόκληρες γενιές μεγαλώνουν με την πεποίθηση ότι πρέπει να φαίνονται για να αξίζουν, αυξάνεται το ποσοστό ψυχικών διαταραχών: άγχος, κατάθλιψη, διατροφικές διαταραχές, κρίσεις ταυτότητας. Η αόρατη πίεση της αυτοπροβολής συντρίβει την ψυχή.
- Εκφυλισμός της πολιτικής, της τέχνης και του διαλόγου:
Όταν το μόνο που έχει σημασία είναι το «πώς φαίνεται» κάτι, τότε η ουσία χάνεται. Η πολιτική γίνεται επικοινωνιακό παιχνίδι, η τέχνη εμπορεύσιμο προϊόν, ο διάλογος επιφανειακή αντιπαράθεση. Ζούμε σε μια εποχή όπου η ανάγκη για δημοσιότητα δεν είναι πια προνόμιο των λίγων, αλλά επιθυμία των πολλών. Οι παλαιότερες κοινωνίες όριζαν τη φήμη και τη δόξα ως επιτεύγματα μιας μακρόχρονης πορείας, καρπούς της αρετής, του ηρωισμού, της σοφίας, της αφοσιωμένης εργασίας. Στη μετανεωτερική εποχή, όμως, η δημοσιότητα έχει αποσυνδεθεί από την αξία· έχει αυτονομηθεί ως στόχος. Δεν είναι πλέον το αποτέλεσμα μιας ζωής ή ενός έργου, αλλά συχνά το ίδιο το ζητούμενο. Αυτή η μετατόπιση γεννά πλήθος ερωτημάτων για τη φύση του εαυτού, τη διαμόρφωση της ταυτότητας και την ανθρώπινη ανάγκη για αναγνώριση.
Ψυχολογικές ρίζες της αγωνίας
Η αγωνία για δημοσιότητα πηγάζει από έναν βαθύ ψυχισμό που αναζητά επιβεβαίωση. Ο άνθρωπος, ως ον κοινωνικό, έχει εγγεγραμμένη μέσα του την ανάγκη να ιδωθεί. Από τη βρεφική ηλικία ακόμη, ζητά το βλέμμα της μητέρας· αργότερα του πατέρα, της οικογένειας, του σχολείου, της κοινωνίας. Αν το βλέμμα αυτό λείψει ή είναι αδιάφορο, αναπτύσσεται μια υπαρξιακή έλλειψη: «δεν υπάρχω αν δεν με βλέπει κανείς».
Η επιθυμία για το «φαίνεσθαι» δεν είναι από μόνη της κακόβουλη. Γίνεται προβληματική όταν μετατρέπεται σε εξάρτηση, σε αγωνιώδη καταδίωξη του βλέμματος του άλλου. Η ψυχαναλυτική θεωρία (π.χ. Lacan) μιλά για τον «Μεγάλο Άλλο» —το βλέμμα που μας συγκροτεί ως υποκείμενα. Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, ο Μεγάλος Άλλος είναι απρόσωπος, αριθμητικός: είναι οι «ακολούθοι», τα «likes», οι «προβολές». Όμως αυτό το βλέμμα δεν επιβεβαιώνει την ουσία του εαυτού, αλλά μόνο την εικόνα του.
Πολιτισμικά αίτια: Από την αριστοτελική αρετή στο θέαμα
Στις κλασικές κοινωνίες, η αναγνώριση προϋπέθετε κόπο, μόχθο, προσωπική αριστεία. Ο Αριστοτέλης όριζε την τιμή ως την κοινωνική ανταμοιβή της αρετής· όχι ως στόχο, αλλά ως φυσική απόρροια του ηθικού βίου. Η δημοσιότητα τότε ήταν αποτέλεσμα μιας ζωής δίκαιης, σοφής ή ηρωικής. Σήμερα, το «κατορθωτό» έχει αντικατασταθεί από το «θεαματικό». Ο Γκυ Ντεμπόρ, ήδη από το 1967, περιέγραφε την κοινωνία του θεάματος ως εκείνη όπου η εικόνα κυριαρχεί επί της πραγματικότητας. Η δημοσιότητα δεν είναι πλέον απόρροια της ζωής, αλλά σκηνοθετημένη προσομοίωση ζωής. Ο εαυτός μετατρέπεται σε «μάρκα» (personal brand), το βίωμα σε περιεχόμενο (content), η ύπαρξη σε αφήγηση για τους άλλους.
Ο υπαρξιακός πυρήνας της αγωνίας
Η αγωνία για δημοσιότητα συχνά συγκαλύπτει την αγωνία για ύπαρξη. Όταν ο άνθρωπος δεν νιώθει ότι έχει ενδογενή αξία, αναζητά εξωτερική επικύρωση. Αντί να ριζώνει στον εαυτό του, γίνεται εξαρτημένος από τα βλέμματα των άλλων. Η αναγνώριση γίνεται ναρκωτικό: μια μικρή «δόση» δημοσιότητας προκαλεί ευφορία, αλλά σύντομα χρειάζεται μεγαλύτερη. Ο κίνδυνος είναι η απώλεια της αυθεντικότητας· ο άνθρωπος καταλήγει να ζει μια παραστατική ύπαρξη, παίζοντας έναν ρόλο που δεν είναι δικός του.
Προς τι ο φόβος της αφάνειας;
Η αφάνεια αντιμετωπίζεται ως αποτυχία, όχι ως δυνατότητα εσωτερικής ζωής. Κι όμως, η ζωή που δεν εξαρτάται από το βλέμμα του άλλου μπορεί να είναι βαθύτερη, πλουσιότερη, δημιουργική. Ο Kierkegaard μιλά για τον «ενδόμυχο άνθρωπο»· αυτόν που ζει ενώπιον του Θεού, όχι ενώπιον της Αγοράς. Η αγωνία της αφάνειας δεν είναι παρά ο καθρέφτης ενός κόσμου που αρνείται το μυστικό, το σιωπηλό, το μη εμπορεύσιμο.
Ηθικές συνέπειες
Η αγωνία για δημοσιότητα γεννά και ηθικά ερωτήματα: Μπορώ να είμαι ηθικός αν ο μόνος λόγος που πράττω το καλό είναι για να με δουν; Μπορεί να υπάρξει αυθεντική σχέση όταν ο άλλος είναι απλώς «κοινό»; Όταν η αναγνώριση γίνεται σκοπός, τότε και η ανθρώπινη σχέση εργαλειοποιείται. Οι άλλοι δεν είναι πλέον πρόσωπα, αλλά μέσα για το χτίσιμο της δικής μου εικόνας.
Η Καντιανή ηθική προσφέρει εδώ έναν χρήσιμο αντίλογο: ο άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σκοπός και όχι ως μέσο. Η κοινωνία της δημοσιότητας τείνει να αναιρεί αυτήν την προσταγή. Ο άλλος —και εν τέλει και ο εαυτός— μετατρέπεται σε εργαλείο αυτοπροβολής. Ο άνθρωπος χάνει την αυτονομία του και ετερονομείται καθώς η ευτυχία του εξαρτάται από τους άλλους.
Υπάρχει διέξοδος;
Η θεραπεία αυτής της αγωνίας δεν είναι η απόρριψη κάθε δημοσιότητας, αλλά η επανατοποθέτηση της επιθυμίας μας. Αντί για δημοσιότητα, μπορούμε να επιδιώξουμε σχέση. Αντί για κοινό, μπορούμε να επιζητήσουμε συνάντηση. Αντί για θεαματική εικόνα, μπορούμε
να προτάξουμε το βίωμα. Ο δρόμος της αρετής, της δημιουργίας και της στοχαστικής ζωής δεν είναι θορυβώδης, αλλά παραταύτα είναι βαθιά ικανοποιητικός.
Ο Σωκράτης, που ποτέ δεν έγραψε τίποτε ούτε ζήτησε δημοσιότητα, είναι από τους πιο γνωστούς ανθρώπους στην ιστορία. Ίσως γιατί ποτέ δεν την αναζήτησε. Δεν την είχε ανάγκη. Ζήτησε την αλήθεια και σε αυτήν την ταπεινή ασκητική πορεία αναζήτησης, βρήκε -χωρίς να την θέσει ως στόχο ζωής- την αθανασία.
Εμείς;!















































































































